Το «Τίποτα» και το «Όλα».
(πρόκειται για το τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου «Ο αντίλογος ως συ-ζήτηση» του Γιάννη Καλιόρη, στα πλαίσια της συνομιλίας του, μέσω κειμένων, με τους Φώτη Τερζάκη, Κώστα Λιβιεράτο και Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «σημειώσεις», τεύχος 83, Απρίλιος 2017, εκδ. Έρασμος)
Επιδιώκοντας την ανατροπή του καπιταλισμού εν ονόματι ενός ιδεόπλαστα υψηλόπνοου σκοπού, που δεν είναι καν διευκρινισμένος ομόγνωμα στο εσωτερικό της πολυτασικής αντιεξουσιαστικής συνομοταξίας, η τάση των φορέων, εκτός από κάποιες γενικές αφηρημένες αρχές υψηλής τάσεως, χαμηλής ευκρίνειας και μηδενικής ορατότητος, συγκλίνει σ’ έναν σαρωτικό αρνητισμό εφ’ όλης σχεδόν της ύλης, με πράξεις αντικοινωνικές, βίαιες και καταστροφικές, που φιλοδοξούν να πλήξουν το Σύστημα κλπ., αλλά στην πραγματικότητα επιδεινώνουν ακόμα πιο πολύ την κοινωνική ζωή στην καθημερινότητά της, επιδιώκοντας μεταξύ άλλων να την απορρυθμίσουν στο εδραίο της consensus, χωρίς ούτε να μπορούν αλλ’ ούτε και να ενδιαφέρονται για προεκτάσεις και συνέπειες, για ένα οποιοδήποτε μετά: δεν πρόκειται καν για τακτικισμό που ήδη προϋποθέτει το στρατηγικό βάθος ενός terminus ad quem, αλλά για σκόρπιες κι ασυνάρτητες τακτικές κινήσεις, εξαντλούμενες αυταξιωτικά στην καταστροφική αποτελεσματικότητα της στιγμής, χωρίς καμιάν έμπρακτη θετικότητα και προοπτική. Κι εκείνο που τελικά επιδιώκουν είναι να πλήξουν γενικά την έννοια της Auctoritas, μιας οποιασδήποτε υπερκειμένης Αρχής, μιας Αυθεντίας, ενός συναπτικού Υπερεγώ ως βασικής προϋποθέσεως για τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της συντεταγμένης εν κοινωνία ζωής, ωθώντας σέ καταστάσεις χαοτικές όπου τίποτα δεν πρέπει πλέον να λειτουργεί κανονικά, δηλαδή με κανόνες, και όπου όλα θα επιτρέπονται, νομιμοποιώντας την ασυδοσία της ατομικής παραβατικότητος στο πλαίσιο μιας συλλογικά πλέον οργανωμένης ά-νομίας που - με άλλοθι μιαν ανεύρετη Επανάσταση -, θα αποδιοργανώσει όλη την κοινωνία, εκμηδενίζοντας τις πιο στοιχειώδεις προϋποθέσεις της με ιδιο-νομία, αυτοδικία, αυτογνώμονα αφαίρεση και «επιστροφή στην ομορφιά των άγριων ενστίκτων» της προ-πολιτισμικής εποχής: «Πιστεύω στην επαναστατική αυτοδικία και στην προσπάθεια τού κάθε ανθρώπου να λύσει μόνος του τούς λογαριασμούς του μακριά από τη διαμεσολάβηση των μπάτσων, των δικαστών, των νόμων, των φυλακών, της επιστημονικά μελετημένης καταστολής, της τεχνοκρατικής ασχήμιας πού λερώνει την ομορφιά των άγριων ενστίκτων της ελεύθερης βούλησης» (Ν. Ρωμανός: Ρέκβιεμ και απολογία - συντάκτις Άννα Ψαρά). Και δεν είναι το μόνο δείγμα ενός «μετα-αριστερίστικου» αναρχισμού. Πλήθος άλλων βλέπουν καθημερινά το φως από αντίστοιχους φορείς: «Σε τροχιά σύγκρουσης», «Ιστοσελίδα parabellum» {«Εγχείρημα αντιπληροφόρησης του διάχυτου μηδενισμού και της Νέας Αρχής») και η διάδοχή της Inter Arma, όπου και τα μανιφέστα της «Μαύρης Αναρχίας», της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς F.A.I./FIRE» που με πεποίθηση γρανιτένια αλλά και δύναμη συγγραφική όσο και ποιητική διάθεση, καλούν «να γίνουμε μια χαοτική μεταβλητή... και με τις ένοπλες επιθέσεις, τις εκτελέσεις, τις βόμβες, τις φωτιές, τα σαμποτάζ να εξαπλώσουμε την αταξία και να βραχυκυκλώσουμε το σύστημα», ενώ ταυτόχρονα ομολογούν ότι «δεν ξέρουμε πώς θα «λειτουργήσει» ένα απελευθερωμένο αύριο. Γι’ αυτό ακριβώς θα είναι απελευθερωμένο, γιατί δεν θα έχει οδηγίες χρήσης» (1.8.15).
Η πτήση προς το σωτηριολογικό ιδανικό ενός υπερμείζονος μέλλοντος (που όσες φορές επιχειρήθηκε η πραγμάτωσή του χρειάστηκε να «εκκαθαριστούν» κάμποσα εκατομμύρια ανθρώπινων εμποδίων για να αποδειχθεί τελικά πως είναι όντως υπερμέγεθες), δίνει το δικαίωμα στον πράττοντα να απαξιώνει ολοκληρωτικά το συγκριτικά έλασσον τού παρόντος, ήτοι κάθε θετικό ιστορικό κεκτημένο, ακολουθώντας την αρχή πως δεν αξίζει τίποτα απ’ αυτό που ζούμε εδώ και τώρα. Όμως, το ενθαδικό νυν, το «τίποτα», έχει κι αυτό τα δικαιώματα του όχι απλώς σαν μεταβατικότητα προς το «όλα», αλλά και ως εμμένεια νοήματος και σκοπού στο εστιακό έδαφος της «μικρής ιστορίας» όπου παίζεται πριν απ’ όλα η ζωή μας εν όλω και στα καθέκαστά της. Κι όπως γράφω και στο βιβλίο, η μακροσκοπική αφήγηση της Μεγάλης Ιστορίας δεν πρέπει να παραγκωνίζει τον βραχύ χρόνο της «μικρής», την ενεστωτική και ενθαδική ανάγκη για ζωή των ατομικών υπάρξεων της κάθε γενιάς, που δεν ζουν υπό το πρίσμα της αιωνιότητος αλλά πρωτίστως ελπίζουν και πράττουν στο πλαίσιο της δικής τους διάρκειας, βιώνοντας ό,τι αξιακό κεκτημένο έχει αποταμιευτεί. Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να τρέφονται μονάχα με άρνηση, έχουν ανάγκη κι από θετικότητα που να δίνει κάποιο νόημα ζωτικό στις στιγμές της υπό προθεσμίαν ζωής τους. Έτσι, μπορεί η πολυεπίπεδη σημερινή κρίση να πλήττει θεσμούς και αξίες και να διαψεύδει τις μεταπολεμικές προταγματικές επαγγελίες για διάρκεια σταθερή, και το όλον οικοδόμημα να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης υπερφαλαγγιζόμενο από την «επανάσταση των αγορών» και τα αδιέξοδα τής παγκοσμιοποίησης, ωστόσο ανθίστανται και παραμένουν ορισμένες βασικές οργανικές θετικότητες, αρχές δικαίου και θεσμοί πολιτειακοί, ελευθερίες πολιτικές και δικαιώματα ατομικά και συλλογικά, πολύτιμα αξιακά, κατόπιν σκληρών αγώνων, κεκτημένα, που αφ’ ενός παρέχουν ζωτικές δυνατότητες ανάσας και ζωής, αφ’ ετέρου αποτελούν βατήρες για αγώνες κοινωνικούς μιας κοινωνίας πολιτών, που διεκδικεί και αντιστέκεται απέναντι στον παραλογισμό τού οικονομικού συστήματος και τις αυταρχικές τάσεις του βαθέος κράτους, και φυσικά επαγρυπνεί και υπερασπίζεται αυτά τα αγαθά, που δεν τα εκτιμούμε ενόσω τα κατέχουμε ως αυτονόητα. Και μόνον όταν χάνονται ή κινδυνεύουν συνειδητοποιούμε την ανεκτίμητη αξία τους. Μέχρι τότε, εν ονόματι της ιδέας του απόλυτου απαξιώνουμε και το ήδη κεκτημένο πολύτιμο σχετικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου