29 Σεπτεμβρίου 2017

Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές [Νίκος Καρούζος]


ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του
πάνω στις πέτρες.
Γιώργος Σεφέρης

Εκεί που σώζονται καλύτερα τα τείχη
φωνάζοντας έφερα τους φίλους κι απομακρύνθηκα
για να τους φωτογραφίσω πάλι
κρατώντας το ανθάκι της καρδιάς
που είχα κόψει πάνω στον αρχαίο λόφο με τη θάλασσα.
Ήτανε δειλινό του έρωτα οπού ανοίγει τα νεφρά
και θραύει τη μοίρα
στα δέντρα ο ήλιος κλαίγοντας
κ’ οι φίλοι σ’ εκτελεστικό απόσπασμα θα ’λεγες εμπρός περιμένουν
με την πλάτη στων τειχών τις μελανές πέτρες
μια φωτογραφίαν ακόμη
στο θάνατο μαχαιριά που δε βυθίζεται ή χτύπημα
εναντίον του χρόνου λένε και χτύπησα με το χέρι
ασώματο σχεδόν
το μέτωπο μου.
Λίγο πριν εγώ ο γράφων μετρούσα χρώματα στο νησάκι
που είναι στη μέση της μικρής θάλασσας
έχοντας την ελάχιστη εκκλησιά – το άσπρο –
γκρίζες οι πόρτες οι κλειστές
πράσινο βαθύ μοβ πορτοκαλί
τα λουλουδάκια κίτρινο η φραγκοσυκιά
έντεκα χρώματα μέτρησα.
Τόσοι μείναν οι Μαθητές
ο συνειρμός του αριθμού
με χρώματα βυζαντινά τους έφερε στη φαντασία μου
και αμπελώνες είδα πορφυρούς όπου ο Δωδεκαετής έβγαινε
γελώντας από μυστική χιλιετηρίδα στο αγγιγμένο
κληματόφυλλο.
Οι σύντροφοι πάνε
συγχέονται οι φωνές τους για τον άρχοντα της Ασίνης
μιλούν
χρωματιστά μικρά κομμάτια
του αρχαίου πηλού γυρεύουν.
Εγώ μονάχος απ’ τη γέννηση πλανήθηκα στο μήκος του γιαλού
τα βήματα έσυρα
ετοιμοθάνατος αντίκρυ πάντα στην ομορφιά
πορτοκαλιές
ο χειμώνας
οι καρποί με τις θελήσεις του θεού
το βλέμμα έστρεφα να ωριμάσει στα σημεία
η μέρα τελειώνει
τελειώνει
τα σπλάχνα βαραίνουν η αναπνοή μου αγωνία
γλυκειά του μετέωρου ανθρώπου.
Εκεί σε είδα πάλι με την προσταγή που έλεγε:
Πράξε τ’ αστέρια
όπως το ψάρι σπαρταρά έξω απ’ τη θάλασσα
ζητώντας να γυρίσει καθώς με λέξεις
η ποίηση σπαρταρά να επιστρέψει.
Γιατί απόσπασες ομορφιά του θεού και την οφείλεις.
Μισεί τη μαύρη φυλακή που είναι κλεισμένη
και θέλει τα φτερά της η ορμή του στήθους.

άσμα της πρώτης νοσταλγίας· έλευση
Τη μνήμη γυρίζοντας αγγίζει
την Αθήνα σκληρή στο σώμα μου
σκληρή στην ψυχή μου
η δύναμη μου που τραγουδά με τ’ αστέρια.
Ζυγιάζεται ο νεαρός αετός εκεί πάνω
οι θεϊκοί σπινθήρες τον περιβάλλουν.
Και της ύλης οι δέσμιοι καίγονται:
Των ρούχων αυτός ο βυθισμένος
κερδίζει τα αθάνατα
δεν έχει πού να κλίνει το σώμα του
με το δέρμα του σκότους
αυτός λοιπόν του ελληνικού λάμποντας
εφήβου λαού την τραχύτητα;
Ουαί φωνή των πιθήκων
έρχομαι απ’ τους κόλπους του Αβραάμ
η καταγωγή μου τα νέφη.
Και πάλι άνοιξαν απάνω οι ουρανοί
στα υπερώα του κόσμου
η αρχαία φωνή που σας παραλύει –
Αυτός είναι που ευδόκησα
και σημείο σας έδωσα τα χέρια του.
Αθήνα σκληρή στο σώμα μου σκληρή στην ψυχή μου.

Του αδειασμένου τώρα θάνατου τις εισπράξεις ο θεός έλαβε
και την εαρινή Ασίνη πλημμυρίζει το αγκάθι του Χριστού
το σφάλαχτρο η ερωτική μολόχα τα σχοίνα
ελιές άγριες απάνω στην άσημη ακρόπολη νεαρές
ελπίζουν βαθιά και τις βλέπω γυρίζοντας απ’ τ’ ακρογιάλι
μ’ έναν ψαλμό στο έρμο στήθος...
Ιδού η πύλη των τειχών κατεστραμμένη
μέσ’ απ’ αυτήν ο ήλιος βουλιάζει στη χλόη
δυο τρία μέτρα μόνο βασιλεύει μακριά μου
λάμψη μοναρχική
το χρώμα της
ωσάν το μήλο.
Βαθύς ηττημένος που έχει την καρδιά του σκήπτρο
κοιτάζω τα πόδια μου καθώς προχωρούν.
Αγκάλη ο τόπος κι ο ήλιος οριζόντια λάγνος
εγκαταλείπεται στα πράσινα τραπεζάκια του καφενέ,
Εκεί ζηλεύω το σίδερο κ’ ήθελα τη μοίρα τους
όλη τη σιωπή των αψύχων.
Ένα φαρδύ μεγάφωνο στον τοίχο κρεμασμένο
ανοίγει λάκκους μέσ’ στα νεύρα:
«Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή...».
Είναι χρόνια που τραγούδησε
ο έλληνας το μικρό θαλασσάκι
- θεός είχε πάρει τον πηλό της νύχτας
και πλάστηκε ο ποιητής –
την αφή του νεκρού αχαιού δραματίζοντας.

Οι μέριμνες αλλάζουν πάντα στήθος για να κατοικήσουν
όταν αρχίζει η ψυχή
και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία.
Τα σώματα εγείρουν τη φωνή των σπαραγμένων όπως φεύγουν
μέσα στο μαύρο τρένο το ταχύ.
Και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία...
Ποιον βασιλέα ζητούσες απ’ την ερημιά
τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ
στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;
Σφυρίζει ένας άντρας πέρα στις πορτοκαλιές απαντά
η βορινή και της γυναίκας φωνή των στεναγμών.
Ανοιγμένη στα χώματα εκείνη
δέχεται το πορτοκαλάνθι που πέφτει στην τύχη
έχοντας όπου φυτρώνουν τα νεαρά
κι όμως αδειασμένα σκέλη πηγή θανάτου
το δύσοσμο αίμα που σκλαβώθη ανάμεσα
και μαρμαρυγής
ιδέα χορεύει με τον ήλιο πάνω στα στήθη της.
Κάθε παιδί που γεννιέται μεγαλώνει το θάνατο
μα η ώρα με τα δέντρα ώς το τριζόνι αγκαλιασμένη
όταν ο κύρης θέλει τους πόθους
του κορμιού η λαμπηδόνα πλημμυρά τα μάτια
οι σπόνδυλοι ωθούν τα ρίγη προς τα κάτω
και πλησιάζοντας ο θαλερός
βγάζει το κεφαλοπάνι της γυναίκας του...
Φύσηξε άνεμος.
Εχθρός και φίλος η βροχή
πισθάγκωνα είμαστε δεμένοι στη φλόγα
κακός ο ήλιος γίνεται καιροί αναπάντεχοι τα ζώα
ολάκερη σοδειά κρέμεται στο πεπρωμένο/
Η Ασίνη
η Τροία
να η ζωή
γλυκύτατη
ακούγεται απ’ τα δέντρα με βλαστήμιες.
Ολούθε ο φόνος λαμποκοπά και χαίρει
στα ήρεμα φύλλα γίνεται φθινόπωρο
μεταμορφώνεται σε όργανο αιχμηρό.
Πανταχού ο θεός με τους θαμπούς εσπερινούς
αυτά τα γραΐδια του Παράδεισου
που πηγαίνουν στην εκκλησία συλλογισμένα και
τον ήχο της καμπάνας ακολουθώντας.
Ο που σταυροκοπήθηκε για μια στιγμή
δε χάθηκε στον αιώνα.
Τρέχει παντού ο θεός
από χέρια ορθόδοξα στον τοίχο γραμμένος
νέος παιδίον Αττική
σταυρίς
υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου
τ’ Ανάπλι.

ειρμός
Το χάρισμα δεν το πόθησα ο ουράνιος έλαμψε βαθιά
ερειπώνοντας τον κόσμο του σώματος
όταν η δύση του ηλίου με κρατούσε απ’ τα χέρια
στο παιδικό Ανάπλι τρυφερό σαν χορτάρι.
Μυθική της νεφέλης αρχαιότητα
η καλή Άνοιξη δε θα ξανάρθει στα χρυσά προσωπεία
κι ο ταξιδιώτης είναι μόνος.

Καπνίζω αυτάρκης ενώ το βλέμμα χρησιμεύει
σαν αφή για ν’ αγγίζω τη λύρα.
Οι σύντροφοι σιωπηλοί
έρχονται από διάφορα σημεία
το δειλινό φέρνουν στα χείλη και το πίνουν
μου δείχνουν τα ευρήματά τους αφήνοντας ένα γέλιο
με τα δάχτυλα σ’ αυτό το θάμνο
ενθύμιο του ανθρώπου στην αφθαρσία των ήχων...
Βρήκα τα χρόνια μας εδώ κρυμμένα τους είπα
μέσ’ στη γυμνή καμπάνα του καλοκαιριού
ασβεστωμένες είναι δυο κολόνες που την υψώνουν ώς την καρδιά
να κυματίζει το χρυσάφι του ώριμου σίτου.
Και φίλησα την εικόνα τη σκαφτή
καμωμένη στο φλαμούρι.
Χαίρετε οι ταπεινές
παρουσίες απ’ τα έγκατα του πράγματος
άσπρη ελευθερία των φοβουμένων αληθώς
όπως ο αγρότης ιερέας φορώντας μονάχα το αντερί
φαίνεται πέρα στο δρόμο επιστρέφοντας με το βυθισμένο ήλιο
απάνω στο πουλάρι του όνου φιλέορτος –
έχει τελειώσει τον κάματο της ημέρας μακριά
και το καλυμμαύχι ποτίζει απ’ τον ιδρώτα στο μέτωπο του.
Χαίρεται αναπλιώτικα χώματα έψαλλε η καρδιά μου
κι αν ο κόσμος τούτος χαθεί ανεβαίνουμε στα ύψη.

άσμα της δεύτερης νοσταλγίας· επάνοδος
Λαός ο μιαιφόνος άλλοτε και πάλι
συλλογιέται σήμερα Τον καρπό να σπαράξω.
Άγρια μεσημβρινά ζώα μοιράζουν μηχανές
ανακινείται ο βόρβορος
μ’ απελπισμένα γρανάζια στα σωθικά τους:
Βαραββάν Βαραββάν –
αυτός είναι ο ήχος άλλοτε και πάλι.
Να σφάξουμε τον αμνό κράζουν μέσ’ στην Αττική τα ένστικτα
είθε να βλέπαμε τα θρύψαλλα του ευγενούς.
Η αγέλη τρέχει
το ιερό χώμα
με χτυπήματ’ αναρίθμητα ταράσσοντας.
Όταν θ’ αναληφθώ θαλάσσιος απ’ την αιθρία
βάρβαρα ζώα συλλογιούνται τον καρπό
και τ’ ανθρώπινο στήθος προδίδουν.

Ξανθές είναι οι γυναίκες που τραγουδούν
με μια βαθειά συγκίνηση φθινόπωρου
«όλα είναι ένα ψέμα» κ’ η φράση μυρίζει
μέσα στην ψυχή
βερνίκι για ποδήματα
ώσπου ο Αλέξαντρος φωνάζει πως αναχωρούμε.
Μικρά χιλιόμετρα λοιπόν αποστηθισμένα
ώς την πατρίδα ξετυλίγονται
και ιδού το δειλινό των υδάτων
υψώνει φλόγες οδυνηρές
ανεβαίνουν απ’ τα νερά και πλατύνονται
οι ανταύγειες ολόγυρα σαν μεγαλοφυΐα.
Ο δρόμος είναι μοβ απ’ το ηλιοβασίλεμα
όμως εγώ απ’ το κάστρο δεν επέστρεψα της Αρχαίας Ασίνης
έχω σταθεί εκεί άυλος να βλέπω
το παλιό μοναστήρι της Κοιμήσεως
εμπρός ολοφυρόμενο
μέσ’ στου καιρού τη φιλότητα
την ταπεινή καμπάνα που βρίσκετ’ ανάμεσα στην πύλη
των τειχών και στις βρόμικες φωνές του καφενέ.
Με αγγίζει ένας άγγελος
τόσον σκοτεινός
όπως ο κάκτος του βραδινού χειμώνα
ώσπου το αίμα
μου θυμίζει – νερό κερί ρετσίνι των πεύκων.
Όλη τη μοίρα δείχνει το σβησμένο κάρβουνο
και με τα χέρια μαυρισμένα
πιάνοντας το λαμπερό ποτήρι
στην αίθουσα του «Αμφιτρύονα» της πόλεως
τι ωραίος που είναι, σκέφτομαι, ο πάγος μέσα στο κονιάκ...
Τη νύχτα ο ύπνος γέμισε γοργά το κεφάλι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: