Από το Αλεξανδρινή Τέχνη - Χρονιά Δ’ - Τεύχος 3ο και 4ο (1930).
Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ (Απόσπασμα από το «Περί Τέχνης»)
Ό καλύτερος δρόμος που πάει ίσια προς το ιερό της Τέχνης περνάει πρώτα από το Θέατρο. Εκεί γίνεται η μύηση. Σου αποκαλύπτεται ο θεός και θωρείς την όψη του. Πιο κάτω, σ’ όσους ναούς συναντάς, αντικρύζεις σκοτεινότερα ή φωτεινότερα πρόσωπά του. Δε σε πιάνει όμως φόβος. Δεν απορείς πια. Έχουν συνηθίσει τα μάτια σου το άγιο φως και την καρδιά σου την έχει ανοίξει η αλήθεια. Βαδίζεις με βήματα στερεά, σαν πιστός που κατέχει τα μυστικά τής θρησκείας.
Οι αρχαίοι Έλληνες αν δικαιούνται νάχουν μια θέση τιμητική μέσα στην Ιστορία της Τέχνης, είναι όχι γιατί τελειοποίησαν τη Γλυπτική και τη Ζωγραφική. Οι Αιγύπτιοι τις είχαν φτάσει σε μεγαλύτερη τελειότητα. Ούτε γιατί λάμπρυναν την Ποίηση και τη Μουσική. Τους αρχαίους Εβραίους δεν τους ξεπέρασαν ποτέ σ’ αυτές τις Τέχνες. Ούτε γιατί ανάδειξαν τη Μιμική και το Χορό. Οι Κρήτες φαίνεται ότι τους δίδαξαν τη χάρη των ρυθμικών κινήσεων κι έμειναν σ’ αυτές άφθαστοι Δασκάλοι. Είναι γιατί δημιούργησαν το θέατρο. Πριν απ’ αυτούς θέατρο δεν ύπαρχε. Έπειτα απ’ αυτούς — είναι ζήτημα αν υπάρχει. Πρέπει να συλλογιστεί πολύ κανείς για ν’ απαντήσει, αν του θέσουν ένα τέτοιο ερώτημα. Ίσως με το όχι είναι πιο κοντά στην αλήθεια.
Αυτός ο μικρός λαός, που λάτρεψε την Ομορφιά όπως κανένας άλλος, αγαπούσε με πάθος το Θέατρο. H μια μετά την άλλη, ραγδαίες πέφταν οι συμφορές απάνω στην πόλη των, κι οι Αθηναίοι πλημύριζαν το θέατρο και παραδίνονταν στις συγκινήσεις του.
Ξέρω σήμερα ανθρώπους που περνούν αδιάφοροι μπροστά στο πιο κλασικό ζωγραφικό έργο και δεν υποφέρουν τη Μουσική, την οποιαδήποτε Μουσική. Για το θέατρο παθαίνονται. Ως τώρα δεν γνώρισα άνθρωπο που το θέατρο να τον αφήνει ασυγκίνητο. Να σιχαίνεται έναν ορισμένο τύπο θεάτρου, ναι. Το Θέατρο γενικά, ποτέ.
Υπάρχει για το φαινόμενο αυτό μια εξήγηση. Σ’ ένα άλλο έργο Τέχνης η αισθητική συγκίνηση σού δίνεται σαν έτοιμη, τελειωμένη πια κατάσταση. Αν η ψυχή σου είναι προετοιμασμένη να τη δεχτεί, τη δοκιμάζει. Αν όχι, μένει κλειστή, δεν αισθάνεται τίποτα. Στο δράμα συμβαίνει το αντίθετο. Ξεκινάει από την αρχή και οργώνει πρώτα την ψυχή, για να δεχτεί το σπόρο της Ομορφιάς. Ύστερα με μιαν αδιόρατη κίνηση τον ρίχνει βαθιά μέσα της και, όπως η Αθηνά με την ιερή ελιά τής Ακρόπολης μπροστά στον έκθαμβο Κέκροπα, τον κάνει γρήγορα να ωριμάσει και να βλαστήσει πλούσια, ώστε να τυλίξει με τα κλωνάρια του από παντού την ψυχή. Στο δράμα δηλ. η αισθητική συγκίνηση δε δίνεται σα μια στιγμιαία, τελειωμένη κατάσταση, αλλά μέσα σ’ ένα ολάκερο ψυχικό «γίγνεσθαι» με αισθητή διάρκεια (processus, Vorgang). Και η ψυχή τη δέχεται, γιατί είναι με όλους τους κανόνες τής ψυχικής καλλιέργειας προετοιμασμένη και ώριμη να τη δεχτεί.
Μόνο οι Έλληνες, οι raffirés σε κάθε είδος ηδονής· εκείνοι που βράβευαν σε δημόσιον αγώνα τον έφηβο πούξερε να δώσει το πιο σοφό φιλί (στην Ήλιδα κατά την εορτή τού Φιλησίου Απόλλωνος), μπορούσαν να υψώσουν τη δραματική Τέχνη σε άφθαστη τελειότητα. Και το κατόρθωσαν. Βρήκαν κι εφάρμοσαν όλους τούς κανόνες που ‘πρεπε, για να δώσουν στην αισθητικήν ευχαρίστηση όλη τη δυνατήν ένταση κι έκταση. Τραβούσαν τη δράση έτσι, ώστε να φέρουν την ψυχή με τη διάρκεια σε τόσην αγωνία, που να λαχταρίσει το τέλος ως απολύτρωση. Και σοφίζονταν τέτοιες περιπέτειες, ώστε οι μεταπτώσεις να την κάνουν να δοκιμάσει όσο γίνεται πιο έντονη τη συγκίνηση. Κι ήξεραν πάλι να μην υπερβαίνουν ορισμένα όρια στο πλήθος, στην έκταση και στις αντιθέσεις των επεισοδίων, για να μη την καταπονούν και δοθεί στην αισθητική χαρά με δυνάμεις εξαντλημένες.
Κι όλα αυτά τα σοφά τεχνάσματα δεν τα μάντεψαν μονάχα με το ισχυρό τους ένστιχτο. Δεν τα μεταχειρίστηκαν μόνο με λεπτότητα κι επιδεξιότητα μοναδική. Τα συνειδητοποίησαν κιόλας κι ερμήνεψαν με βάθος και σαφήνεια τη νομοτέλεια τους και τη σχέση των προς τη σύσταση και την κατασκευή τής ανθρώπινης ψυχής. Και δημιούργησαν την πρώτη αισθητική. Είναι η Ποιητική του Αριστοτέλη. Και η Αισθητική αυτή είναι σχεδόν αποκλειστικά: Αισθητική του Θεάτρου.
Ακριβώς γιατί το δράμα — όπως είπα — δίνει την αισθητική συγκίνηση όχι σαν έτοιμη, τελειωμένη, στιγμιαία ψυχική κατάσταση, καθώς τα περισσότερα έργα Τέχνης, αλλά μέσα σ’ ένα ολάκερο ψυχικό «γίγνεσθαι» που έχει αισθητή διάρκεια, το θέατρο είναι, για την έρευνα τής Τέχνης, λαμπρός τόπος εργασίας. Στο Θέατρο μπορεί να μελετήσει ο ερευνητής τής Τέχνης όλες τις φάσεις που περνά το αισθητικό γεγονός, έως ότου διαμορφωθεί οριστικά και πάρει τον τελικό του χαραχτήρα.
Καλύτερη λοιπόν εισαγωγή στη Φιλοσοφία τής Τέχνης από την ανάλυση τού δράματος δεν υπάρχει. Η «Τριλογία» μου αρχίζει με την εξήγηση της Τραγωδίας. Μάλιστα όχι για λόγους μόνο μεθοδικούς, άλλα και γιατί πραγματικά το Θέατρο με μύησε στο νόημα τής Τέχνης.
Τα συμπεράσματα στα όποια μ’ έφερε η μελέτη τού δράματος είναι τα εξής:
Χωρίς ένα κάποιο σάλο οδυνηρό, η λεπτή ευχαρίστηση τής αισθητικής συγκίνησης δε μπορεί να κερδίσει την ψυχή. Το πρόβλημα λοιπόν για το δραματικό συγγραφέα είναι διπλό:
1. Να βρει τρόπο να ταράξει την ψυχή τού κοινού, κι αφού το σοφιστεί να χειριστεί τόσο επιδέξια το τέχνασμα, ώστε κανείς, κι ο πιο νηφάλιος ακόμα, να μη νιώσει τη στιγμή τής ταραχής, ότι προσπαθούν να τον κάνουν μ’ ένα «ψέμα» να πονέσει.
2. Να κοιτάζει πώς αυτή η ταραχή, χάνοντας σιγά- σιγά τα οδυνηρά στοιχεία της, θα τραπεί, θα μεταπέσει σε γλυκειάν ανατριχίλα που τέρπει απαλά την ψυχή και να το κάνει, μα με πολλή προσοχή, γιατί είναι ευκολότατο ν’ αστοχήσει. Τότε αντί, να ευχαριστήσει το κοινό με τη λεπτή χαρά τής αίθητικής συγκίνησης, θα το τρομάξει ή θα το λυπήσει για μια στιγμή, μα ύστερα θα του φέρει τα γέλια, γιατί το κοινό θα συνέλθει γρήγορα από την πρώτη έκπληξη και θα δει ότι το «ψέμα» δεν είχε κανένα νόημα.
Το 1ο κατορθώνεται με το τραγικό κορύφωμα τού δράματος.
Το Τραγικό είναι μια αιφνίδια κι απρόοπτη καταστροφή. Καταστροφή που προετοιμάζεται ίσως από καιρό κρυφά, μα που στο ξέσπασμά της είναι, για κείνους που συνεπαίρνει, ραγδαία κι απροσδόκητη. Κάτι καταστρέφει τη φυσική, τη συνηθισμένη, την «καθιερωμένη» ροή της Ζωής. Με την καταστροφήν αυτή δημιουργείται ένα τέτοιο φριχτό χάος, που στην αίσθησή του η ψυχή υποφέρει. Οι δυνάμεις της κινούνται άταχτα, ανώμαλα, παράφορα. Διασπάται η συνοχή των. Συγκρούονται. Και σαλεύεται για μια στιγμή ανεπανόρθωτα η ψυχική ισορροπία.
Αυτή την οδυνηρή κατάσταση τής ψυχής ονομάζω πάθος. Είναι η ψυχική θύελλα. Κατάπληξη, τρόμος, φρίκη. Αηδία, οργή, αγανάχτηση. Πίκρα, θλίψη, πόνος, οδύνη. Πάντοτε οδυνηρή ταραχή με ποικιλίες αναρίθμητες μορφής κι έντασης.
Για να κατορθωθεί το 2ο χρειάζεται «κάθαρσις».
Πρέπει να καθαρθεί το πάθος. Να περάσει σαν μέσα από φωτιά, όπου να καούν όλες οι κακές ουσίες που έχει μέσα του, όλα τα βίαια, ζοφερά, «ακάθαρτα» στοιχεία τους, και να μείνει στο τέλος κάτι αγνό, λεπτό κι αιθέριο — μια ήμερη, απαλή κι ευγενική συγκίνηση. Για να γίνει όμως τούτο, πρέπει να «αρθεί» η αιτία τής ψυχικής θύελλας, η καταστροφή.
Τούτος είναι ο μεγάλος άθλος.
Μέσα στο δράμα πρέπει το τραγικό στοιχεία να «αποροφηθεί», όπως αποροφούνται μέσα στον ισχυρόν οργανισμό οι τοξίνες. Πρέπει να δουλεφτεί έτσι το ομοίωμα τού Πραγματικού, η «μίμησις πράξεως», που μας δίνει το δράμα, ώστε να φανεί ότι η καταστροφή τού τραγικού κορυφώματος είναι βέβαια σάλος, αταξία, ανταρσία, αλλά μόνο φαινομενικά. Κατά βάθος έχει τη θέση της μέσα σ’ ένα Σύνολο με σταθερά εξωτερικά όρια και τάξην εσωτερική ακλόνητη, και πειθαρχεί σ’ ένα αυστηρό Νόημα, στου οποίου τις προσταγές υπακούει κάθε στιγμή τού Συνόλου, γιατί το Σύνολο αυτό είναι κράτος ευνομούμενο, όπου πίσω από δημοκρατικές επιφάσεις κυβερνά ένας αόρατος Μονάρχης — η Ιδέα. Πρέπει να δεχτεί ότι όλα τα γεγονότα τού δράματος είναι — όπως λέω στην «Τριλογία» μου — χαλκάδες που συνέχονται ο ένας με τον άλλον για ν’ απαρτίσουν ένα ολοστρόγγυλο, άψογα λεπτουργημένο βραχιόλι. Το Τραγικό είναι ένα ξαφνικό και βίαιο σπάσιμο, αλλά μόνο της «φυσικής», της συνηθισμένης, της καθιερωμένης σειράς της Ζωής. Δεν καταστρέφει και την αυστηρή συνοχή αυτού του κλειστού, στρογγυλού, πειθαρχημένου Όλου που μας παρουσιάζει το δράμα, γιατί είναι κι αυτό ένας απ’ τούς χαλκάδες τού βραχιολιού, έχει κι αυτό τη σταθερά καθορισμένη θέση του μέσα στο Όλον εκείνο, είναι κι αυτό απαραίτητο για να φανεί, ότι ένα Νόημα, μια Ιδέα διαρρέει το Σύνολο, και μόνος προορισμός του είναι ακριβώς τούτο: να εξωτερικευτεί αυτό το νόημα, να εκφραστεί αυτή η Ιδέα όσο γίνεται πλαστικά κι έντονα, άρτια όσο παίρνει.
Η θύελλα της ψυχής καταπαύει, όταν αισθανθεί τη νέαν αυτή τάξη και πειθαρχία, όταν συλλάβει το Νόημα και νιώσει την Ιδέα που διαρρέει τη δράση. Δεν έχει πια τον ίλιγγο του χάους που πριν της είχε δώσει το τραγικό κορύφωμα. Δεν υποφέρει πια. Οι δυνάμεις της κινούνται τώρα ομαλά, ταχτικά, ήρεμα. Ειρηνεύουν. Επανέρχεται η συνοχή και η ισορροπία των. Από την ταραχή τού πάθους κάτι έχει μείνει. Μια ανατριχίλα, μια μελαγχολία, ένας οίχτος, μια κατάνυξη, ένα δέος. Μα όλες αυτές οι καταστάσεις δεν έχουν τίποτα το οδυνηρό ή το τρομερό μέσα των. Απεναντίας σε όλες κοινή είναι μια λεπτή, γλυκειά, ευγενική ευχαρίστηση που τέρπει βαθειά, απλά, σα χάδι τρυφερό την καταπονημένη, από την αγωνία που πέρασε, ψυχή.
Αυτές είναι οι φάσεις που περνά μέσα στο δράμα το αισθητικό γεγονός έως ότου διαμορφωθεί οριστικά και πάρει τον τελικό του χαραχτήρα.
Ο αναγνώστης ας προσδέσει μόνος του τα παραδείγματα. Στην «Τριλογία» μου παίρνω ως παράδειγμα τη «Μήδεια». Μα και σε οποιαδήποτε άλλη τραγωδία μπορεί ν’ αποδειχτεί ευκολότατα ότι αυτή είναι η διαδρομή τού φαινομένου. Οι λεπτομέρειες μόνο ποικίλουν, είτε γιατί το απαιτεί η σύσταση τού μύθου, είτε γιατί ο κάθε συγγραφέας έχει τη δική του τεχνική. Η προσπάθεια όμως είναι πάντα η ίδια: να διαλυθεί το χάος που δημιουργεί με την επέμβασή του στην ομαλή εξέλιξη των γεγονότων το τραγικό στοιχείο, δηλ. να δειχτεί με το στρογγύλεμα τής δράσης ότι το Τραγικό, ας φαίνεται πως ανατρέπει ξαφνικά κι απρόοπτα την τάξη των πραγμάτων, υπακούει σε μια τάξη ανώτερη, πειθαρχεί κι αυτό στο νόημα που διαρρέει το σύνολο τού Μύθου, κι ότι ο Μύθος και μ’ αυτήν ακόμα την ανταρσία, ή μάλλον εξαιτίας της, παρουσιάζει μιαν ενότητα και μιαν εσωτερικήν αναγκαιότητα τέτοια που αρτιότατα μια Ιδέα αισθητοποιείται, εκφράζεται μ’ αυτόν. Στο τέλος πρέπει το κοινό να φύγει με τη βεβαιότητα ότι πρόσωπα και γεγονότα μέσα στο Μύθο έχουν μια τόσο βαθειάν εσωτερική συνοχή, που είναι αδύνατο ν’ ανήκουν στον εφήμερο, ασυνάρτητο και σκοτεινό κόσμο τού Πραγματικού. Η θέση των είναι μέσα στον αιώνιο και φως γεμάτο κύκλο των Συμβόλων.
Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια μάς εξηγεί την άφθαστη γοητεία τού αρχαίου αττικού δράματος.
Καμιάς τραγωδίας η υπόθεση δε βγαίνει έξω από το μυθικό κύκλο τής μεγάλης Ελληνικής παράδοσης. Μόνη εξαίρεση φαίνεται σε μερικούς ότι είναι μια τραγωδία τού Αγάθωνος, του ωραίου Αθηναίου ποιητή, που στο σπίτι του κάποτε έγινε, καθώς θέλομε να πιστεύομε, το ωραιότερο συμπόσιο, όχι μόνο απ’ όσα αναφέρει η Ιστορία, άλλα και απ’ όσα θα μπορούσε ποτέ να βάλει νους ανθρώπου. Ίσως όμως έχει δίκιο ο Wilamowitz που νομίζει ότι δεν διαβάζομε καλά το σχετικό χωρίο της αριστοτελικής Ποιητικής. Ο τίτλος τής τραγωδίας εκείνης δεν ήταν: άνθος, αλλά Ανθεύς. Και τον Ανθέα τον ξέρει πολύ καλά η ελληνική μυθολογία.
Για τον αρχαίο Αθηναίο όλα τα πρόσωπα της Τραγωδίας ήσαν προαιώνιοι γνώριμοι της φυλής του. Είχε από βρέφος τόσο ζυμωθεί με τις τραγικές περιπέτειες τής ζωής των, και όλες αυτές οι παράξενες ιστορίες τον άγγιζαν τόσο βαθιά στην ψυχή, ώστε είχε αρχίσει να μην ξεχωρίζει πια τη ζωή του από τη δική των. Του φαίνονταν σαν πλευρές τού εαυτού του που δεν πρόσεξε πολύ και που πήραν αίφνης ανεξαρτησία, έκανε η καθεμιά τη δική της ζωή, κι η ιστορία των γύριζε σα θρύλος από στόμα σε στόμα. Μα όλα αυτά τα πράγματα είχαν την ασυναρτησία και την αβεβαιότητα του ονείρου ή του παραμυθιού. Τα πρόσωπα μέσα σ’ αυτό το ατελείωτο παραμύθι χειρονομούσαν, αναστέναζαν, άνοιγαν κι έκλειναν αδιάκοπα το στόμα των — ολοφάνερα κάτι ήθελαν, κάτι γύρευαν, κάτι αγωνίζονταν να πουν. Μα δε μπορούσαν. Ήσαν μέσα σε ζόφο, αοριστία και σύγχυση. Και το παραμύθι έμοιαζε με όνειρο κακό, μ’ εφιάλτη.
Τότε φάνηκε η Τραγωδία κι έκανε ένα θαύμα έδωκε λαλιά σ’ όλα αυτά τα πρόσωπα και μίλησαν. Κι ό,τι είπαν ήταν ένας λαμπρός μύθος με νόημα βαθύ. Στερέωσε και περίγραψε τόσο τις αόριστες μορφές των, έδειξε με τόση σαφήνεια την αυστηρή συνοχή που είχε τα ασυνάρτητο πριν εξωτερικό με το εσωτερικό των, που πήραν ευθύς τη συμμετρία και την πλαστικότητα των αγαλμάτων. Και φάντασαν σαν οντότητες απόκοσμες, σα σύμβολα αιώνια που από μέσα των έβγαινε λαγαρή και άρτια, πάνοπλη σαν Αθηνά η Ιδέα. Έβαλε τέλος τα πρόσωπα εκείνα με τη στρογγυλεμένη δράση που τούς όρισε μέσα σε τέτοιο φως, που χάθηκαν με μιας, έσβησαν σα σκιές, οι διάφορές που ξεχώριζαν τη φυσιογνωμία τού καθενός. Απάνω στη δράση άνοιξε τις ψυχές των και φάνηκαν απαράλλαχτες. Ήταν τέτοια η ψυχική των ταυτότητα και τόσο ίδια η τύχη όλων, που το πλήθος των ήταν σαν ψεύτικος αριθμός. Μια η συνείδηση όλων, και μόνο που η συνείδηση αυτή έπαιρνε όψη διαφορετική μέσα στον καθένα. Κι όλων οι ζωές ήσαν τόσο όμοιες, που θα τις έλεγες παραλλαγές τής ίδιας Ιστορίας. Και σ’ αυτό έμοιαζαν πάλι με τα ελληνικά αγάλματα. Είχαν όλα μια φυσιογνωμία να δείξουν κι ένα μυστικό να εκμυστηρευτούν.
Κι ο Αθηναίος, όταν έβλεπαν τα μάτια τής ψυχής του τούτο το απίστευτο όραμα, λαχταρούσε. Η φυσιογνωμία αυτή ήταν ο ίδιος. Και το μυστικό της το δικό του μυστικό. Καλά θεωρούσε τα πρόσωπα εκείνα πλευρές τού εαυτού του, και τις περιπέτειες των επεισόδια τής ζωής του. Μα όλα αυτά ήσαν πριν σε τέτοιο χάος μέσα του που δε μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Χρειαζόταν η δημιουργική πνοή τού αττικού δράματος για να διαλυθεί τούτο το χάος και να πάρουν τα αόριστα και ασυνάρτητα εκείνα πρόσωπα και πράγματα μορφή και σχήμα, τη μορφή και το σχήμα των συμβόλων. Μέσα στην ψυχή του έμπαινε ήδη άφθονο το φως. Κι άδραχνε τώρα ο νους του γενναία και με βεβαιότητα το νόημα τής ζωής του, της Ζωής. Το νόημα που εκείνη είχε βέβαια από πριν, μα που αυτός δε μπορούσε να συλλάβει, γιατί μέσα του κι έξω του ήταν σκότος, σύγχυση κι αοριστία.
Κι όταν έβγαινε από το Θέατρο ο αρχαίος Αθηναίος ήταν αγνώριστος. Η προσωπικότητά του είχε την πλαστικότητα τού Συμβόλου. Και — όπως τα ήρεμα αγάλματα τής Τέχνης του που κοιτάζουν μα με μάτια αδειανά, που δε βλέπουν τίποτα, γιατί κάτι παρακολουθούν που λέγεται μέσα των — σκύβοντας, κι εκείνος απάνω στην ταραγμένη του ψυχή ν’ αφιγκραστεί, την άκουγε να του ανιστορεί έναν ωραίο μύθο.
Αυτή ήταν η γοητεία τού αττικού δράματος. Άφθαστη όπως και το δράμα εκείνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου