Παρουσιάζουμε κατωτέρω το τελευταίο κεφάλαιο (Συνοπτική Διαλεκτική) και τον Επίλογο από το βιβλίο: "Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία" του Κώστα Αξελού σε μετ. Δημήτρη Δημητριάδη (1974, εκδόσεις "Εξάντας"). Το εν λόγω βιβλίο, του οποίου το πρωτότυπο είχε κυκλοφορήσει στα γαλλικά, είναι μαζί με το "Ηράκλειτος" (Μια Φιλοσοφική Ερμηνεία των Αποσπασμάτων) του Χάρη Α. Λαμπρίδη (2008, εκδόσεις "Κλειώ") τα δύο σημαντικότερα βιβλία πάνω στον κορυφαίο των φιλοσόφων, τον Εφέσιο Ηράκλειτο.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Μας είναι αδύνατο να συλλάβουμε με ακρίβεια αυτό που σκεφτόταν ο Ηράκλειτος τη στιγμή που διατύπωνε τη σκέψη του· αυτό που μόλις και μετά βίας μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να ξανασκεφτούμε τη σκέψη του. Μας είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αυτό που ο ίδιος γνώριζε όταν πια είχε σχηματίσει μια σίγουρη γνώση· αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι, αντίθετα, παραμένει αμφίβολο. Δεν μπορούμε ούτε και τις παραστάσεις του να ξαναζωντανέψουμε, έτσι ώστε, με τη σειρά μας, να έχουμε και μεις μια παράσταση των εκφράσεων που είχε το περιεχόμενο αυτού του οράματος. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τη σκέψη του, σκέψη αποσπασματική μα αποτελειωμένη.
Η μορφή και η σκέψη τού Ηράκλειτου βρίσκονται μακριά μας και πίσω μας· έχουν ωστόσο μια φωτεινή παρουσία και μάλιστα γίνονται δρομοδείχτες ικανοί να οδηγήσουν στο μέλλον. Η Ηρακλειτική σκέψη είναι η στιγμή που χαράζει η δυτική σκέψη κι εκδηλώνει την παρουσία της σ’ όλη τη διάρκεια τού γίγνεσθαι τής φιλοσοφικής σκέψης, περνώντας απ’ την Ελλάδα, τον ιουδαιο-χριστιανισμό και τη σύγχρονη εποχή. Περισσότερο κι από κλασική, η σκέψη τού Ηράκλειτου είναι μια σκέψη που κάνει δυνατή την έλευση τής κλασικής φιλοσοφίας που τη διαδέχεται, αν και η κλασική φιλοσοφία ακολούθησε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Έχει λοιπόν η σκέψη του πολλές ακόμη πιθανότητες να επιζήσει μετά το θάνατο τής κλασικής φιλοσοφίας.
Έτσι ο Ηράκλειτος εμφανίζεται σαν ένας συμπαντικός στοχαστής που, αντί να είναι μόνο δημιουργός τής δικής του «φιλοσοφίας», είναι κι ένας ήρωας τής σκέψης. Όταν ξεκινάμε λοιπόν για να τον συναντήσουμε, ξεκινάμε απ’ το παρόν, ανατρέχουμε στις πηγές τού παρελθόντος κι ελπίζουμε ότι το γίγνεσθαι θα οδηγήσει σ’ ένα αύριο, αν ισχύει το γεγονός πως το ποτάμι δεν μπορεί να στερέψει.
Ο Ηράκλειτος έχει εμπλακεί στο γίγνεσθαι τού κόσμου (COSMOS). Ο Κόσμος (MONDE) — ο απόλυτος ορίζοντας – είναι η Ενότητα τής Ολότητας (εν πάντα είναι, απ. 50). Ο στοχαστής συλλαμβάνει τον Κόσμο με το λόγο, και μπορεί να το κάνει αυτό επειδή ο λόγος περιέχεται στον Κόσμο· ο Κόσμος δεν είναι μόνο το αντίθετο τού χάους αλλά περιλαμβάνει «και» το λόγο. Η σκέψη συλλαμβάνει την κίνηση των φαινομένων που ξετυλίγονται μέσα στον κόσμο, έχοντας καταλάβει ότι τα φαινόμενα, που συγκρούονται μεταξύ τους και αντιτίθενται το ένα στο άλλο συνιστούν μια αρμονία και κατά βάθος είναι ενωμένα. Έτσι η σκέψη είναι σκέψη διαλεκτική, γιατί συλλαμβάνει την, ενωτική κίνηση όλων των αντιτιθέμενων δυνάμεων, κίνησή που διευθύνεται από την αρμονία των αντιτιθέμενων εντάσεων. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως οι αντιθέσεις συγχωνεύονται και συμφιλιώνονται, αφού δύο αντίθετα αποτελούν το «ίδιο πράγμα». Απεναντίας: κάθε οντότητα είναι η ενότητα τού εαυτού της και τού αντιθέτου της μέσα στη δραματική διαδικασία τού γίγνεσθαι. Το κάθε τι που είναι (πάντα τα όντα), είναι μέσα στο γίγνεσθαι, κι αυτό το γίγνεσθαι, και αρμονικό, δεν είναι καθόλου ειρηνικό, είναι πολεμικό, σύγκρουση είναι ο εμψυχωτής τού ρυθμού τού γίγνεσθαι. Έτσι η αρνητικότητα βρίσκεται ακατάπαυστα επί το έργον· ώστόσο, ο Πόλεμος είναι η υπέρτατη Δίκη, το αναπότρεπτο πεπρωμένο τού Κόσμου και των εκδηλώσεών του. Το κάθε τι που αποκαλύπτεται μέσα στον πόλεμο, και με τον πόλεμο, συμβαίνει μέσα στο Χρόνο (Αιών) που είναι παίχτης — βασιλιάς και παιδί (παιδός η βασιλίη, απ. 52). Άρα, το εν γίγνεσθαι είναι της ολότητας τού κόσμου είναι «επίσης» — και βασικά Παιχνίδι.
Η σκέψη (λόγος) εκφράζει με τη γλώσσα (λόγος), μια γλώσσα αναγκαστικά λακωνική και διαλεκτική, το νόημα αυτού που φανερώνεται μέσα σ’ αυτή τη σκέψη· και η γλώσσα αντλεί τη δύναμή της απ’ το συμπαντικό λόγο τού οποίου είναι η έκφραση. Η γλώσσα ονομάζει τα όντα και τα πράγματα με το όνομά τους, και τα ονόματα αυτού που είναι, του όντος, συχνά είναι διφορούμενα, γιατί το είναι είναι αντίφαση. Ωστόσο, η γλώσσα δε «βαφτίζει» αυθαίρετα τα όντα και τα πράγματα· υπακούει στο κάλεσμά τους.
Με τη γλώσσα αποκαλύπτεται η φωτεινή και, σύμφωνα με τη συνέπεια τής αντίθεσης, η σκοτεινή πλευρά τού κάθε τι που είναι. Όλα — δηλαδή η ολότητα σαν Ολότητα κι όλα τα ιδιαίτερα φαινόμενα που την αποτελούν — «υπακούουν» στον κοσμικό νόμο, που είναι θείος νόμος. Γιατί, αν η πάντα ζωντανή φωτιά είναι το εσωτερικό κίνητρο τού κοσμικού γίγνεσθαι, αυτή η φωτιά, στην πιο σφριγηλή από τις μορφές της, εκφράζει τη δύναμη τής θεότητας που κατοικεί σ’ ολόκληρο το Σύμπαν· ο κεραυνός που κυβερνάει τα πάντα, αποκαλύπτει όλη την ορατή κι αόρατη δύναμη τής θεότητας που ενώνει το Όλο. Έτσι, η κατανόηση τού θείου και συμπαντικού νόμου οδηγεί τους ανθρώπους στην αναγνώριση τής ενότητας τής ολότητας (ομολογείν σοφόν έστιν εν πάντα είναι, απ. 50), για να τους εμποδίσει να προβούν σε ατομικές υβριστικές πράξεις.
Αυτό που ο ανθρώπινος λόγος συλλαμβάνει μέσα στο φως της αποκάλυψης δεν είναι άλλο απ’ τη συμπαντική αλήθεια (εν το σοφόν, απ. 41). Ωστόσο, γρήγορα ξανακαλύπτεται αυτό που είχε αποκαλυφτεί, τα σκοτάδια ξαναπαίρνουν απ’ φως το χαμένο έδαφος κι αυτό που είχε προσφερθεί αποσύρεται. και οι άνθρωποι που ακολουθούν το δρόμο που πρέπει να τους οδηγήσει στην αλήθεια την ανέλπιστη στην οποία ελπίζουν, πάρα πολύ συχνά, αν όχι πάντα, παίρνουν το δρόμο τής πλάνης.
Φίλοι τής Σοφίας, φιλόσοφοι, είναι εκείνοι που συλλαμβάνουν τη θεία Σοφία (το Σοφόν) του Σύμπαντος, εκείνοι που κατανοούν ακριβώς ότι τα πάντα είναι ένα, κι όχι εκείνοι που αγαπούν τις πολυποίκιλες γνώσεις, την πολυμάθεια. Παιδιά της Φύσης και πολίτες τής Πόλης οι άνθρωποι, δεν μπορούν ν’ αποφύγουν το μοναδικό, δίκαιο και συμπαντικό ρυθμό, και συνεπώς αυτό δεν πρέπει να το επιχειρούν δείχνοντας θράσος. Πρέπει να εξερευνούν τα μυστικά τής φύσης που τής αρέσει να κρύβεται (απ. 123) και να υπερασπίζουν με γενναιότητα τα τείχη τής πόλης που τους περιέχει. Δεν μπορούν ν’ αντιταχθούν στη Φύση ή στην Πόλη, επειδή το ιδιαίτερο δεν μπορεί και δεν πρέπει να κόβει τους (ακατάλυτους, άλλωστε) δεσμούς που το συνδέουν με το συμπαντικό.
Οι θνητοί άνθρωποι είναι αποσπάσματα τού Σύμπαντος και η ψυχή τους δονείται στο δικό του ρυθμό· σ’ όλη τους τη ζωή πρέπει να κάνουν όλο και πιο στενούς τούς δεσμούς τους με τον Κόσμο, του όποιου είναι αποσπάσματα, ζώντας μια ξύπνια ζωή κι έχοντας πάντα στο νου τους αυτό που αποκαλύπτεται με το φως τού λόγου, φως που δείχνει ολοκάθαρατην κρυμμένη αρμονία. Οι άνθρωποι, όντα που το είναι τους στηρίζεται στο Είναι, βρίσκονται σ’ ένα συνεχές γίγνεσθαι, γιατί το αστείρευτο ρεύμα τού ποταμού τούς πηγαίνει από τη γέννηση στο θάνατο.
Η Ηρακλειτική σκέψη δε συλλαμβάνει μια για πάντα την ολότητα τού κάθε τι που βρίσκεται σε γίγνεσθαι (πάντα, όλα)· η σκέψη αυτή τοποθετείται στο εσωτερικό αυτής τής Ολότητας και σκέφτεται αυτό που κάνει να είναι — δηλαδή να γεννιέται και να εξαφανίζεται — το κάθε τι που είναι. Η Ολότητα περιέχει και την αρνητικότητα (όλα ουχ όλα, απ. 10) που την αληθινή της δύναμη δε θα μπορούσαμε να υποτιμήσουμε, γιατί μέσα στο παιχνίδι τού Χρόνου η δύναμη αυτή δείχνει ότι βρίσκεται σέ λειτουργία. Η Ηρακλειτική σκέψη λοιπόν αποκαλύπτει μια αναζήτηση τού Είναι, αυτού που από πάντα ήταν, είναι και θα είναι (απ. 30). Το Είναι της ολότητας είναι το είναι του γίγνεσθαι που ο εσωτερικός του λόγος ενώνει διαλεκτικά, σ’ όλη τη διάρκεια τής συμπαντικής διαδικασίας, αυτό που είναι κι αυτό που αρνιέται αυτό που είναι. Η αφετηρία, η αρχή, της Ηρακλειτικής θεωρίας δεν είναι, λοιπόν, ο λόγος ή η φωτιά, η θεότητα ή ο κόσμος, σαν σύνολο από κοσμικά όντα, αλλά το μοναδικό Είναι, το Ένα τής Ολότητας (πάντα) που βρίσκεται σε κίνηση· με το φως αυτού του από-λυτου (πάντων κεχωρισμένον, απ. 104). Είναι, φωτίζεται το γίγνεσθαι τού κάθε τι που είναι, εφόσον με την ολότητα πλάθεται η ενότητα κι από το ένα σχηματίζονται τα πάντα (εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα, απ. 10).
Ολόκληρη η απόπειρα τής Ηρακλειτικής σκέψης αποτελεί μια προσέγγιση (αγχιβασίη, απ. 122): είναι μια απόπειρα που κατευθύνεται προς ένα φωτεινό κέντρο απ’ όπου αναβλύζουν οι διαστάσεις τις όποιες αντιμετωπίσαμε — όχι χωρίς να χρησιμοποιήσουμε κάποιο τέχνασμα — σαν διαστάσεις τού λόγου και τού κόσμου, της θεότητας, της πόλης και του ανθρώπου. Αυτές οι διαστάσεις δεν είναι για τον Ηράκλειτο διαστάσεις περιφερειακές, γιατί όλες στηρίζονται στο ίδιο συμπαντικό θεμέλιο. Μόνο μετά τον Ηράκλειτο διαιρέθηκε η σκέψη, και, για ένα λόγο παραπάνω, η φιλοσοφία, σε Λογική, σε Φυσική και Ηθική, για να καταλήξει με το χρόνο σε μια ολόκληρη σειρά περιφερειακών συστημάτων: στη λογική, στην επιστήμη τής φύσης, στη θεολογία, την πολιτική, την ψυχολογία, την αισθητική. Μελέτη του Ηράκλειτου σημαίνει θέληση να γκρεμιστούν τα αδιαπέραστα παραπετάσματα που χωρίζουν τον έναν από τον άλλο όλους αυτούς τους χώρους που έγιναν αυτόνομοι, επιδιώκοντας μ’ αυτό το γκρέμισμα τη λειτουργία μιας σκέψης που ο ρυθμός της είναι ο ρυθμός τού γίγνεσθαι τής ολότητας και που συλλαμβάνει τα φαινόμενα που αποκαλύπτονται.
Έτσι βλέπουμε πως οι ιδιαίτερες «απόψεις», από των όποιων τη σκοπιά έγινε προσπάθεια να μελετηθεί ο Ηράκλειτος, που αντιμετωπίστηκε διαδοχικά σαν στοχαστής της λογικής, σαν φυσικός, σαν θεολόγος, σαν μυθικός στοχαστής, σαν ανθρωπολόγος, κτλ., δεν δημιουργούν μόνο ιδιαιτεροποιήσεις αλλά συνεπάγονται και μια αβλεψία. Το να ερμηνεύσει κανείς το σύνολο τής Ηρακλειτικής σκέψης λογικά ή επιστημονικά, θεολογικά ή κοινωνιολογικά, ψυχολογικά ή αισθητικά, το να ξεχωρίσει τεχνητά την καθεμιά πλευρά του, για να δώσει την προτεραιότητα πότε στη μια πλευρά και πότε στην άλλη, ή το να περικλείσει όλες τις πλευρές μέσα σε μία μόνο, δεν αποτελεί προδοσία τού αληθινού νοήματος αυτής τής σκέψης; Και η αλήθεια δε βρίσκεται καθόλου σε μια αθροιστική σύνθεση όλων των απόψεων αλλά στην επικοινωνία με τη θεμελιακή κι ολική ενότητα απ’ την όποια εξαιτινώνεται το φως. Η σκέψη τού Ηράκλειτου είναι συνολική από την αφετηρία της· είναι μια σκέψη αυστηρή και ποιητική, αφαιρετική και γεμάτη εικόνες, συγκεκριμένη και μυθική και αγνοεί αυτές τις όψιμες αντιθέσεις γιατί απλούστατα είναι μια σκέψη ανοιχτή. Ο Ηράκλειτος εξερευνά το είναι τού γίγνεσθαι στην ολότητά του, αυτό το γίγνεσθαι που εμφανίζεται στη φύση, στην πόλη και στον άνθρωπο. Ωστόσο, η φύση, η πόλη κι ο άνθρωπος δεν αποτελούν χώρους αυτόνομους που απαιτούν μια σκέψη ειδικευμένη και σχετική μ’ αυτούς· η φύση, η πόλη κι ο άνθρωπος αποτελούν ομόκεντρους κύκλους στο εσωτερικό τού μεγάλου κύκλου. Τα «μέρη» είναι και δεν είναι ταυτόσημα με το Όλο, γιατί η μοίρα τού Όλου είναι παντού μοιρασμένη και συνδέει όλες τις εκδηλώσεις σ’ ένα συμπαντικό Όλο. ο Σέξτος ο Εμπειρικός γράφει (Προς Μαθηματικούς, IX, 337): «...κατά τον Ηράκλειτο, το μέρος είναι ταυτόσημο με το Όλο και διαφορετικό από το Όλο· γιατί η ουσία είναι ταυτόχρονα ολόκληρη (όλη) και μερική (μέρος)». Τα μέρη λοιπόν απέχουν πολύ απ’ το να είναι ανεξάρτητα ή σχεδόν ανεξάρτητα από το Όλο, εφόσον η ουσία τού ολικού είναι τροφοδοτεί το «μερικό» τους είναι.
Η ενότητα δεν παύει ποτέ και πουθενά να είναι ενότητα· είναι ριζωμένη στο είναι του Κόσμου που τρέφει την Ολότητα του κάθε τι που είναι. Το είναι τής ολότητας (ο λόγος, το σοφόν) δεν είναι κάποιο είναι ανάμεσα στ’ άλλα· το είναι αυτό αποτελεί το θεμέλιο τής συμπαντικότητας. Το Ένα είναι ο θείος κεραυνοβόλος λόγος, η υπέρτατη Σοφία που εμπνέει στους ανθρώπους την αγάπη τής σοφίας. Ο Ηράκλειτος δε διδάσκει μια θεωρία, δε χτίζει ένα σύστημα· προσφέρει την ποιητική του σκέψη σέ κείνους που θέλουν ν’ ακούσουν και ν’ αναγνωρίσουν την αλήθεια, τεντώνοντας το αυτί τους προς τον ήχο τής φωνής του. Περισσότερο κι από φίλος τής σοφίας ο Ηράκλειτος είναι απλούστατα στοχαστής, και δεν καλοξέρουμε ακόμα αν πρέπει να τον ονομάσουμε προσωκρατικό, προσοφιστή ή προπλατωνικό. Μετά απ’ αυτόν, ο φιλόσοφος, θα γίνει ο μεταφυσικός, που θα ξεχωρίσει το νοητό από το αισθητό και το σωματικό από το ψυχικό και το πνευματικό. Αυτός, στοχαστής αρχαϊκός, αγνοεί αυτές τις διακρίσεις γιατί η δική του σκέψη συλλαμβάνει την πιο αληθινή αλήθεια τού λόγου που αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα τής ζωντανής ψυχής τού ανθρώπου· κι αυτό το ον του Κόσμου που είναι άνθρωπος αναπτύσσεται μέσα στην πόλη και δε φτάνει την αλήθεια τής ύπαρξής του παρά μόνον όταν συνεχίζει τον αδιάκοπο διάλογο με το συμπαντικό λόγο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το δοκίμιό μας που στόχο του είχε να συλλάβει τη σκέψη τού Ηράκλειτου — που δοκίμασε να συλλάβει το είναι του ολικού γίγνεσθαι — συνάντησε στον δρόμο του το λόγο και τον κόσμο, τη φύση και τη φωτιά, το ποτάμι και τον πόλεμο, την αρμονία και τη δικαιοσύνη, το θείο και το χρόνο. Ωστόσο, η σκέψη κι ο κόσμος, η φύση και η κεραυνοβόλα αλήθεια, το γίγνεσθαι και η σύγκρουση, η τάξη κι ο νόμος, το ιερό και το παιχνίδι τού χρόνου δεν είναι σε καμιά περίπτωση οντότητες χωρισμένες ή διαχωρίσιμες: περισσότερο κι από πρόσωπα τού Ίδιου, όλ’ αυτά αποτελούν εκείνο που φανερώνει και διατηρεί την ενότητα τού κάθε τι που είναι.
Ο Κόσμος περιέχει όλα τα αποσπάσματά του. Η παρουσία (η αποκάλυψη) κι η απουσία (η επανακάλυψη) των φαινομένων τού κόσμου και η παρουσία κι απουσία τών άνθρώπων στα «πράγματα» και στον Κόσμο δεν μας επιτρέπουν να τις απομονώσουμε. Η παρουσία τού κόσμου και η παρουσία μέσα στον κόσμο είναι μια παρουσία μέσα στο χρόνο, μέσα σ’ ένα συνεχές παρόν που η αρνητικότητά του γεννά το μέλλον. Γιατί το μη είναι αποτελεί την άλλη όψη τού είναι, και το τίποτα την άλλη όψη τού όλου. Ο κόσμος είναι ένας· είναι, μέσα στο γίγνεσθαι, η αποσπασματική κι ανοιχτή ολότητα· είναι, με την πιο υψηλή έννοια τού όρου, Παιχνίδι. Το είναι και η σκέψη δε συνδέονται όπως συνδέονται οι δύο όροι μιας σχέσης· το είναι και η σκέψη είναι ο διάλογος, η ομολογία, η ανταπόκριση, που το παιχνίδι τους συνιστά τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ο ορίζοντας των ανθρώπων, μα οι θνητοί παίρνουν πολύ πιο εύκολα τους δρόμους τής πλάνης. Η πλάνη όμως είναι ενωμένη με την αλήθεια, γιατί η αλήθεια ξετυλίγεται διαμέσου της πλάνης.
Φτάνει τόσο δύσκολα ως εμάς η φωνή τού Ηράκλειτου, ώστε ούτε το εγκώμιό της μπορούμε να πλέξουμε ούτε να την κρίνουμε. Μπορούμε μήπως να μιλήσουμε για τα όριά της; Να μιλήσουμε για τα ανέκφραστα και για τα άσκεφτα που άφησαν χωρίς να τα εκφράσουν και χωρίς να τα σκεφτούν αυτός ο λόγος κι αυτή η σκέψη; Μια σκέψη όμως που θα τα σκεφτόταν όλα και το Όλο μέχρις εσχάτων — ή μέχρι το μη έσχατο — και μέσα σε μια πλήρη διαφάνεια, θα καθιστούσε ίσως πολλά πράγματα αδύνατα. Άλλωστε, καμία σκέψη δεν μπορεί να είναι ολοσχερώς εξαντλητική. Βέβαια, ο Ηράκλειτος δεν τόλμησε να ρωτήσει, πέρα απ’ το δικό του όριο, το έσχατο θεμέλιο, η το μη θεμέλιο, του εν γίγνεσθαι είναι τής ολότητας τού ανοιχτού κι αποσπασματικού κόσμου, το αβέβαιο θεμέλιο τής ασύμφωνης συμφωνίας τού ανθρώπου και τού κόσμου. Αν και γνωρίζει πως η ολότητα είναι η ενότητα τού εαυτού της και τού αντίθετου της, αφού «σαν σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη» είναι «ο ωραιότερος κόσμος», σταματάει, θα λέγαμε, μπροστά στο κορυφαίο παιχνίδι που ενώνει το είναι και το μηδέν. Δεν καταφέρνει όμως ούτε και να συνταιριάσει το συμπαντικό και το ιδιαίτερο μέσα στο παιχνίδι τού ορατού και τού αόρατου· δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει ότι, μέσα στην τραγωδία τού κόσμου, η σοφία είναι κάτι αδύνατο.
Στη συνολική αλλ’ αφοριστική κι αποσπασματική, από την ουσία της, σκέψη τού Ηράκλειτου δεν είναι δυνατό ν’ αντιστοιχεί παρά μια ερμηνεία αναγκαστικά αποσπασματική, μολονότι σκοπεύει σέ μια συνολική σύλληψη. Ο Ηράκλειτος στοχάζεται προτού εμφανιστεί η φιλοσοφία σαν φιλοσοφία. Υπάρχουν σ’ αυτόν κλεισμένες ενωτικά, πριν ακόμα χωριστούν, όλες οι μετέπειτα διαστάσεις τής φιλοσοφίας. Ο Χέγκελ, αρχίζοντας τα Μαθήματα πάνω στην ιστορία τής φιλοσοφίας, έλεγε: «στόχος τής φιλοσοφίας είναι να συλλάβει, με τη σκέψη και με την έννοια την αλήθεια κι όχι να παραδεχτεί ότι δεν μπορεί τίποτα να γίνει γνωστό· τουλάχιστον παραδέχεται πως δεν μπορεί να γίνει γνωστή η αληθινή αλήθεια αλλά μόνο η έγχρονη και πεπερασμένη αλήθεια (μια αλήθεια δηλαδή που είναι ταυτόχρονα και αναλήθεια)· παραδέχεται ακόμη ότι μέσα στην ιστορία τής φιλοσοφίας έχουμε να κάνουμε με την ίδια τη φιλοσοφία» (Vorlesungen..., σ. 45-8}. Ο Χέγκελ, «ύστατος φιλόσοφος» μιας μεγάλης περιόδου τής ιστορίας τής σκέψης και πρόδρομος του Μαρξ, εγκαινίασε το διάλογο με τον Ηράκλειτο και σ’ αυτόν το διάλογο έδωσε και μια κατάληξη. Εμείς προσπαθούμε να σκεφτούμε σε μια εποχή τού «γίγνεσθαι ως κόσμος τής φιλοσοφίας» και του «γίγνεσθαι ως φιλοσοφία τού κόσμου», όπου η πραγμάτωση τής φιλοσοφίας θα σημάνει και το χαμό της, αν ο Μαρξ είδε μακριά.
Κι αν τώρα λέγαμε ότι το ζήτημα για μας ήταν να βολιδοσκοπήσουμε τον Ηράκλειτο όχι για να παραδοθούμε στην ιστοριοφανή μελέτη μιας ξεπερασμένης σκέψης που ανήκει στο παρελθόν αλλά για να διατηρήσουμε ζωντανή την ένταση τής σκέψης που τραβάει μπροστά και, καθώς έρχεται από μακριά, προετοιμάζει, μες στην καρδιά τού παρόντος, το μέλλον;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου