Η παρούσα ανάρτηση περιλαμβάνει δύο από τα κεφάλαια της μεταπτυχιακής εργασίας της Ιωάννας Γ. Μάρκου, με τίτλο: "Νεανικές υποκουλτούρες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών" και υπάρχει δημοσιευμένη εδώ.
Ο νεανικός επαναστατικός αναβρασμός της δεκαετίας του 1960.
Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970, μάλιστα η περίοδος 1965-1975, έχουν χαραχθεί στην ανθρώπινη μνήμη ως μία ιδιαίτερα επαναστατική περίοδος, διότι σε παγκόσμια κλίμακα επικρατούσε πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν, στιγμάτισαν την εποχή και τα αποτελέσματά τους είναι ορατά ακόμη και σήμερα.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, είχε δημιουργηθεί κλίμα έντασης στις διεθνείς σχέσεις καθώς, ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της από τη μία πλευρά και τη ΕΣΣΔ και τα κράτη δορυφόρους της από την άλλη, πέρασε στην κρισιμότερη φάση του. Οι αμερικανοσοβιετικές σχέσεις που ήταν ήδη τεταμένες — ύστερα από την κατασκευή του τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961 και την κρίση της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962, εξαιτίας της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο νησί — επιδεινώθηκαν με την ενεργό ανάμιξη των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, John F. Kennedy, ο οποίος είχε ανέλθει στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1961, αποφάσισε να αυξήσει την αμερικανική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς το Νότιο Βιετνάμ, ως αντιστάθμισμα στη συγκρότηση, στις 20 Δεκεμβρίου του 1960, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Νότιου Βιετνάμ, γνωστού ως Βιετκόνγκ. Ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Lyndon Β. Jonson, έχοντας υιοθετήσει την αντίληψη των προκατόχων του ότι ο Κομμουνισμός αποτελούσε άμεση απειλή για την αμερικανική ασφάλεια και ότι έπρεπε να περισταλεί η περαιτέρω εξάπλωσή του (θεωρία του ντόμινο), επέλεξε την κλιμάκωση και την άμεση αμερικανική επέμβαση στο Νότιο Βιετνάμ. Ακολούθως, με το Ψήφισμα του «Κόλπου του Tonkin», στις 7 Αυγούστου του 1964, το Κογκρέσο εξουσιοδότησε τον Jonson να διενεργήσει αντίποινα σε μελλοντικές επιθέσεις των Βιετκόνγκ εναντίον των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Έτσι, επισημοποιήθηκε και η άμεση ανάμιξη των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ βρέθηκαν σε δυσχερέστατη θέση, διότι, εκτός από το αδιέξοδο στο πεδίο των εχθροπραξιών, είχαν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση του αμερικανικού λαού εναντίον του πολέμου, η οποία κλιμακωνόταν ανάλογα με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ανεξάρτητες και ολιγομελείς ειρηνιστικές οργανώσεις, βασικό αίτημα των οποίων ήταν ο πυρηνικός αφοπλισμός, είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται ήδη από το 1945. Από το 1955 έως το 1963, οι κινήσεις αυτές αναδιοργανώθηκαν και σχημάτισαν ένα συνασπισμό αντιπολεμικών ομάδων, οι οποίες απετέλεσαν τον πυρήνα του αντιπολεμικού κινήματος κατά τη δεκαετία του 1960. Το αντιπολεμικό κίνημα συγκροτήθηκε επίσημα το 1964, όταν μέλη της φοιτητικής οργάνωσης «Φοιτητές για μία Δημοκρατική Κοινωνία» (Students for a Democratic Society — SDS), συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη και αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να δημιουργήσουν μία οργανωμένη εκστρατεία εναντίον της αμερικανικής ανάμιξης στο Βιετνάμ. Οι ακτιβιστές κατέκριναν την πολιτική επέμβασης της χώρας τους στα εσωτερικά των άλλων χωρών και χαρακτήριζαν τον πόλεμο ανήθικο.
Το αντιπολεμικό κίνημα αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές, προερχόμενους από ευκατάστατες οικογένειες της μεσαίας τάξης, με φιλελεύθερες πεποιθήσεις, οι οποίοι ήταν ευαισθητοποιημένοι σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και τάσσονταν υπέρ των αλλαγών της κυρίαρχης κουλτούρας, των σεξουαλικών ηθών και των φυλετικών σχέσεων. Επίσης, συμμετείχαν ιερείς και πάστορες, ενώ σημαντική ήταν και η συμβολή του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών — το οποίο συνέπεσε χρονικά με το αντιπολεμικό κίνημα — υπό την ηγεσία του χαρισματικού ιερωμένου Martin Luther King. Οι μορφές της αντιπολεμικής διαμαρτυρίας ήταν ποικίλες και στην πλειοψηφία τους ειρηνικές, συγκρατημένες και συμβολικές. Οι ακτιβιστές συνέλεγαν υπογραφές για τον τερματισμό του πολέμου (petition), προσεύχονταν, οργάνωναν πορείες, συγκεντρώνονταν σε χώρους όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθούν κοινωνικές εκδηλώσεις και παρεμπόδιζαν την προσέλευση του κόσμου (picketing) και εξέδιδαν αντιπολεμικά έντυπα. Πολύ συνηθισμένη μορφή διαμαρτυρίας ήταν και η δημόσια πολιτική συζήτηση (teach-in) στα Πανεπιστήμια, δηλαδή διαλέξεις, διάλογος και σεμινάρια στο θέμα της αμερικανικής πολιτικής στο Βιετνάμ. Ενίοτε, οι ακτιβιστές προέβαιναν σε καταλήψεις στρατολογικών υπηρεσιών και εγκαταστάσεων Κατάρτισης Σωμάτων Εφέδρων Αξιωματικών (Reverse Officers' Training Corps — ROTC). Επίσης, προέβαλλαν οργανωμένη αντίσταση στη στρατολογία, καίγοντας χαρτιά στράτευσης και αμερικάνικες σημαίες. Ορισμένα μέλη του αντιπολεμικού κινήματος, επηρεασμένα από το ρομαντικό αναρχισμό των Yippies (για τους οποίους γίνεται αναφορά παρακάτω) και την επαναστατική αίγλη των Μετεωρολόγων (Weathermen - Οι Weathermen ήταν μία αμερικανική νεανική οργάνωση, τα μέλη της οποίας τάσσονταν εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ και υποστήριζαν την πάλη για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Στόχος τους ήταν η πρόκληση ένοπλου αγώνα μέσα στη χώρα τους. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Nicholas Turse, "Weathermen", στο Peter Knight (επιμ.), Conspiracy Theories in American History: Αη Encyclopedia, Santa Barbara: 2003, τόμ. 1, σ. 731-733) προέτρεπαν τους πολίτες σε μαζική αναταραχή και πεζοδρομιακή δράση. Ακόμη, μικρές ομάδες εξτρεμιστών προέβαιναν σε βομβιστικές επιθέσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία και βανδαλισμούς.
Ηγετική θέση στο αντιπολεμικό κίνημα κατείχε η Νέα Αριστερά (New Left). Πρόκειται για έναν πολύ γενικό και αόριστο όρο, ο οποίος αναφέρεται στα ποικίλα ριζοσπαστικά κινήματα και τάσεις που αναπτύχθηκαν ως επί το πλείστον στους πανεπιστημιακούς χώρους των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ο όρος «Νέα Αριστερά» επινοήθηκε το 1961 από τον κοινωνιολόγο Charles Wright Mills και αναφερόταν στην αναγκαιότητα εξέλιξης της αμερικανικής πολιτικής, ως αντιστάθμισμα στην παρωχημένη επανάσταση την οποία προπαγάνδιζαν οι μαρξιστές και οι λενινιστές της Παλαιάς Αριστεράς (Old Left). Το καλοκαίρι του 1962, οι φοιτητές της οργάνωσης SDS εξέδωσαν ένα μανιφέστο, γνωστό ως «Port Huron Statement of the Students for a Democratic Society», (Το μανιφέστο αποτελούνταν από 66 σελίδες. Συντάχθηκε κατά τη διάρκεια ενός πενταήμερου συνεδρίου στο Πανεπιστήμιο του Michigan, στη νότια ακτή της λίμνης Huron, στο οποίο παρευρέθηκαν 59 αντιπρόσωποι οκτώ Πανεπιστημίων και Κολλεγίων) οι συντάκτες του οποίου, Robert ΑΙ Haber και Tom Hayden, ανέπτυσσαν τα βασικά σημεία μίας νέας ιδεολογίας, δηλαδή της ιδεολογίας του κινήματος της Νέας Αριστεράς.
Η Νέα Αριστερά καταδίκαζε την Παλαιά για τον κομμουνιστικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό της, ενώ, αποστρεφόταν και τους φιλελευθέρους, λόγω του καπιταλιστικού τους προσανατολισμού και της στάσης τους απέναντι στον Ψυχρό Πόλεμο. Μεταξύ Νέας και Παλαιάς Αριστεράς απλωνόταν ένα τεράστιο χάσμα. Η παραδοσιακή Αριστερά είχε σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, απέναντι στον οποίο έδειχνε αυστηρή προσήλωση και απέδιδε μεγάλη σημασία στην οργάνωση, την πειθαρχία και τον πολιτικό προγραμματισμό. Πίστευε στην εξάρτηση της κοινωνικής προόδου από την οικονομική ανάπτυξη, γι' αυτό, άλλωστε, υποστήριζε τις επενδύσεις στην επιστήμη και στην τεχνολογία και ταυτιζόταν με τα συμβατικά κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα. Αντίθετα, η Νέα Αριστερά δεν είχε συγκροτημένη ιδεολογία ούτε ιεραρχία, πίστευε στον αυθορμητισμό και ενθάρρυνε την αποκέντρωση της εξουσίας. Καταδίκαζε τον ελιτισμό, την προσωπολατρία και τη γραφειοκρατία, προπαγάνδιζε την ελευθερία έκφρασης και δημιουργικότητας, την απομάκρυνση από τα καθιερωμένα πρότυπα και την υιοθέτηση εναλλακτικών τρόπων ζωής. Η Παλαιά Αριστερά θεωρούσε υπεύθυνο τον καπιταλισμό για την οικονομική ανέχεια του προλεταριάτου, ενώ η Νέα Αριστερά καταδίκαζε τον καπιταλισμό, διότι, κατά την άποψή της, είχε καταστήσει τους προλετάριους της Δύσης σκλάβους της καταναλωτικής κοινωνίας εις βάρος του πληθυσμού του Τρίτου Κόσμου. Οι οπαδοί της Παλαιάς Αριστεράς, μεσήλικες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, επηρεασμένοι από τους κλασικούς μαρξιστές φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και ιστορικούς, ήταν υπέρμαχοι του σοβιετικού κομμουνισμού. Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της Νέας Αριστεράς, άτομα νεαρής ηλικίας, επηρεασμένοι από τους συγγραφείς της Beat γενιάς (για την οποία γίνεται αναφορά παρακάτω), όπως τον Jack Kerouac και τον Allen Ginsberg, το γερμανό καθηγητή και φιλόσοφο Herbert Marcuse, τον ιταλό αντιφρονούντα κομμουνιστή Antonio Gramsci και τους γάλλους ριζοσπάστες σκεπτικιστές Michael Foucault και Jacques Derrida, ήταν υπέρμαχοι του μαοϊσμού, του καστρισμού και του γκεβαρισμού.
Ουσιαστικά επρόκειτο για μία νεολαιίστικη επανάσταση, η οποία ευαγγελιζόταν μία ριζοσπαστική, συμμετοχική και λαϊκή Δημοκρατία, όπου ο λαός θα συμμετείχε άμεσα στη λήψη των αποφάσεων που επηρέαζαν τη ζωή του. Η Νέα Αριστερά καταδίκαζε τον αντικομμουνισμό και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες των ΗΠΑ, εξέφραζε δυναμικά την αντίθεσή της στον Πόλεμο του Βιετνάμ και υποστήριζε την αναγκαιότητα του πυρηνικού αφοπλισμού των εμπλεκόμενων σε αυτόν χωρών. Επιπλέον, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, αγωνιζόταν για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων και πρότεινε την αποστολή εκτεταμένης βοήθειας στις τριτοκοσμικές χώρες. Επίσης, καταδίκαζε το αμερικανικό κοινωνικό κατεστημένο και ό,τι είχε σχέση με αυτό και απαιτούσε ριζικές αλλαγές στις αξίες και τους θεσμούς που διέπουν την κοινωνία. Ακόμη, προπαγάνδιζε τη σεξουαλική απελευθέρωση και τη χειραφέτηση της νεολαίας από την πατρική κηδεμονία. Τέλος, απαιτούσε ριζικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Το κίνημα της Νέας Αριστεράς κατόρθωσε να εξαπλωθεί παγκοσμίως. Βέβαια, παρ' όλες τις ομοιότητές τους, οι ακτιβιστές διέφεραν ως προς την τακτική, τις στρατηγικές και τους πολιτικούς τους στόχους. Αν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία μετέρχονταν ειρηνικά μέσα, σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιαπωνία, τη Γερμανία και την Ιταλία, οι μαχητικοί ιδεολόγοι προσέφευγαν στη βία.
Ορόσημο για τη Νέα Αριστερά αποτέλεσε το έτος 1968. Φοιτητικές διαμαρτυρίες, από τη μία άκρη της γης έως την άλλη, προσέδωσαν στο κίνημα διεθνή χαρακτήρα. Το Μάιο του 1968, οι φοιτητές της Γαλλίας εξεγέρθηκαν, κατέλαβαν Πανεπιστήμια και ξεχύθηκαν στους δρόμους, απαιτώντας αρχικά καλύτερες συνθήκες στέγασης, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και αντιπροσώπευση στα πανεπιστημιακά συμβούλια. Στον αγώνα τους προσχώρησαν και οι βιομηχανικοί εργάτες, οι οποίοι κατέλαβαν εργοστάσια, επιδιώκοντας την εφαρμογή νέων μεθόδων παραγωγής και άνοδο των μισθών τους. Η μεγάλη απήχηση της εξέγερσης στην κοινή γνώμη, της προσέδωσε διαφορετικό περιεχόμενο. Μεταβλήθηκε σταδιακά σε μία σοσιαλιστική επανάσταση εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είχε κυριαρχήσει μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο γαλλικός επαναστατικός αναβρασμός του Μαΐου, ωστόσο, έληξε σύντομα, ύστερα από τις βίαιες συγκρούσεις στα οδοφράγματα μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών.
Την άνοιξη του 1968, φοιτητική εξέγερση ξέσπασε και στη δυτική Γερμανία, όπου οι ακτιβιστές διαδήλωναν εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της έκτακτης νομοθεσίας που επεδίωκε να περάσει το γερμανικό κοινοβούλιο, τα μέτρα της οποίας αποσκοπούσαν στην ευκολότερη άσκηση κοινωνικού ελέγχου. Την ίδια εποχή, φοιτητικές διαμαρτυρίες σχετικά με ακαδημαϊκά ζητήματα, εκδηλώθηκαν σε ολόκληρη την Ιταλία. Στην Ισπανία, οι φοιτητές μάχονταν, εντός και εκτός Πανεπιστημίων, εναντίον της δικτατορίας του Franco. Τον Οκτώβριο του 1968, οι φοιτητές του Πακιστάν σε συνεργασία με τους εργάτες, επαναστάτησαν εναντίον του καθεστώτος της χώρας τους και των περιορισμών του φοιτητικού συνδικαλισμού. Βασικό τους αίτημα αποτελούσε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η σύγκρουση με το στρατό και την αστυνομία ήταν ιδιαίτερα αιματηρή και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών διαδηλωτών. Στη Μεγάλη Βρετανία, οι οπαδοί της Νέας Αριστεράς περιορίστηκαν σε διαμαρτυρίες εναντίον της αμερικανικής ανάμιξης στο Βιετνάμ και του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος. Στην Ιαπωνία, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες στράφηκαν τόσο εναντίον του αμερικανικού καπιταλισμού όσο και του σοβιετικού κομμουνισμού. Στην Τσεχοσλοβακία, οι φοιτητές επιδόθηκαν σε πορείες διαμαρτυρίας εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων κατοχής, τα οποία είχαν καταλάβει τη χώρα στις 20 Αυγούστου του 1968. Στη Γιουγκοσλαβία, οι οπαδοί της Νέας Αριστεράς ξεχύθηκαν στους δρόμους τον Ιούνιο του 1968, απαιτώντας κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Στην Πολωνία, το Μάρτιο του 1968, οι φοιτητές επαναστάτησαν εναντίον του καθεστώτος, διεκδικώντας οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ελευθερία. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στην Κίνα, όπου η μαθητική οργάνωση «Ερυθροφρουροί», με τις ευλογίες του Μάο, επιδιδόταν σε πράξεις ωμής βίας εναντίον των φορέων εξουσίας.
Το επαναστατικό σύννεφο του 1968 κάλυψε επίσης ολόκληρη την Αμερική. Το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ έφτασε στο απόγειό του στις 23 Απριλίου του 1968, όταν η φοιτητική εξέγερση εναντίον του Πολέμου του Βιετνάμ, της υποχρεωτικής στράτευσης, της επικείμενης ανέγερσης ενός κλειστού γυμναστηρίου στο Harlem — που θα είχε ως αποτέλεσμα την εκτόπιση πολλών κατοίκων της περιοχής — και της πολιτικής των Πανεπιστημίων να τιμωρούν όσους φοιτητές αναμιγνύονταν σε πολιτικές διαμαρτυρίες, υπό την ηγεσία της SDS, κατέληξε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου της Columbia. Οι πανεπιστημιακές αρχές, αδυνατώντας να εκτονώσουν την κατάσταση, ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας, η οποία είχε ως συνέπεια την πρόκληση αιματηρής σύγκρουσης μεταξύ ακτιβιστών και αστυνομικών. Επιπλέον, την ίδια χρονιά, αναζωπυρώθηκε στις ΗΠΑ η αντίσταση των ιθαγενών Αμερικανών, με τη συγκρότηση του Αμερικανικού Ινδιάνικου Κινήματος (American lndian Movement — ΑΙΜ) και πυροδοτήθηκε το Φεμινιστικό Κίνημα. Τέλος, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών απέκτησε πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα.
Αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών, σημειώθηκαν και στη Λατινική Αμερική. Στο Μεξικό, οι φοιτητές, το καλοκαίρι του 1968, απαιτούσαν την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, την απόλυση του αρχηγού της αστυνομίας της πόλης του Μεξικού και την αξιοποίηση του δημόσιου χρήματος για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Η εξέγερσή τους κατεστάλη με πολλά θύματα και τρομοκρατία. Ανάλογα επεισόδια διαδραματίστηκαν την ίδια εποχή και στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Κολομβία, τον Παναμά, τη Νικαράγουα και την Ουρουγουάη, όπου οι φοιτητές εξεγέρθηκαν εναντίον των απολυταρχικών καθεστώτων και του εκπαιδευτικού συστήματος των χωρών τους.
Κατά τη δεκαετία του 1960 έφτασε στο απόγειό της και η λεγόμενη «σεξουαλική επανάσταση», η οποία είχε ξεκινήσει από τις Σκανδιναβικές Χώρες το 1933, ως μία ενημερωτική εκστρατεία με στόχο την κατάργηση των ταμπού που αφορούσαν στο ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων. Ήδη από το 1942, οι μαθητές των σουηδικών σχολείων διδάσκονταν το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής. Η «σεξουαλική επανάσταση» βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου οι προγαμιαίες σχέσεις έγιναν αποδεκτές, καθιερώθηκε η ελεύθερη συμβίωση, χαλάρωσε η νομοθεσία που απαγόρευε τις αμβλώσεις, νομιμοποιήθηκε το αντισυλληπτικό χάπι, απενοχοποιήθηκε η απόκτηση παιδιών εκτός γάμου, οι ανύπαντρες μητέρες απολάμβαναν την πρόνοια του κράτους και η κοινωνία έγινε πιο ανεκτική στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας.
Έτσι λοιπόν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα και εξεγέρσεις, με κύριο πρωταγωνιστή τη νεολαία, η οποία απαντάται στη βιβλιογραφία ως «baby boom generation» — δηλαδή οι γεννημένοι μεταξύ των τελευταίων ετών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και των αρχών της δεκαετίας του 1960 — χρωμάτισαν την εποχή και καλλιέργησαν μία επαναστατική διάθεση στις περισσότερες γωνιές του κόσμου. Το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα της Νέας Αριστεράς, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, οι φοιτητικές εξεγέρσεις του 1968 και η «σεξουαλική επανάσταση», απηχούσαν την απογοήτευση των νέων ανθρώπων από το κοινωνικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό και πολιτικό σύστημα της μεταπολεμικής περιόδου. Παγκόσμια ειρήνη, συμμετοχική δημοκρατία, απομάκρυνση από το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο, ισότητα, μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, ελευθερία έκφρασης και ελεύθερος έρωτας, αποτελούσαν τα σημαντικότερα αιτήματα των επαναστατημένων νιάτων. Μέσα σε αυτό το ζωηρό πλαίσιο ευδοκίμησε και η υποκουλτούρα (subculture) ή αντικουλτούρα (counterculture) της δεκαετίας του 1960.
-----------------------------------------------------
-----------------------------------------------------
Ο ορισμός της «υποκουλτούρας».
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της υποκουλτούρας, θα ήταν χρήσιμο να διευκρινίσουμε πρώτα τι εννοούμε με τον όρο «κουλτούρα», ο οποίος είναι πολυσήμαντος. Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιείται για να περιγράψει το δεδομένο τρόπο ζωής μίας οργανωμένης διάταξης ατόμων, δηλαδή «τα νοήματα, τις αξίες και τις ιδέες που πηγάζουν από τους θεσμούς, τις κοινωνικές σχέσεις, τα ήθη και έθιμα, τις χρήσεις των αντικειμένων και την υλική ζωή>) καθώς και από την εκμαθημένη συμπεριφορά, η οποία έχει αποκτηθεί κοινωνικά. Επίσης, κουλτούρα είναι ο τρόπος διάρθρωσης και διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων μίας ομάδας ή τάξης καθώς και ο τρόπος βίωσης, κατανόησης και ερμηνείας αυτών των σχέσεων. Επειδή, ωστόσο, στις σύγχρονες κοινωνίες συνυπάρχουν διαφορετικές ομάδες και τάξεις, η κοινωνική θέση των οποίων εξαρτάται από τη θέση που κατέχουν στην παραγωγική διαδικασία, τον πλούτο και την εξουσία, μπορούμε να μιλάμε για πολλές κουλτούρες, οι οποίες βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπες σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας και υποταγής. Ο ανταγωνισμός αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της ταξικής πάλης. Η άρχουσα τάξη, δηλαδή η νικήτρια της ταξικής πάλης, κατορθώνει να επιβάλλει τη δική της κουλτούρα, την κυρίαρχη κουλτούρα, στόχος της οποίας είναι να επιβληθεί στις κουλτούρες των υποταγμένων τάξεων.
Επομένως, με τον όρο «υποκουλτούρα» εννοούμε τις ανταγωνιστικές κουλτούρες που αναπτύσσονται παράλληλα και συνυπάρχουν με την κυρίαρχη κουλτούρα. Αυτές καθορίζονται από ένα συνδυασμό κοινωνικών παραγόντων, όπως η ηλικία, το φύλο, η τάξη, το επάγγελμα, η θρησκεία, ο τόπος διαμονής και η εθνικότητα. Από αυτόν το συνδυασμό προκύπτει ένα υποπολιτισμικό σύνολο, δηλαδή η υποκουλτούρα, η οποία επιδρά άμεσα στη ζωή των μελών της. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τρία κύρια είδη υποκουλτούρας: το πρώτο είδος είναι οι εθνικές, εθνοτικές ή μειονοτικές υποκουλτούρες, οι οποίες συγκροτούνται έξω από το πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας (π.χ. ομάδες μεταναστών). Το δεύτερο είδος υποκουλτούρας είναι αυτό που αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας και αποτελεί θετική απάντηση στις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες (π.χ. επαγγελματικές ομάδες). Τέλος, το τρίτο είδος, είναι αυτό που εκδηλώνεται ως αρνητική απάντηση στην κυρίαρχη κουλτούρα και αποτελεί την κατεξοχήν υποκουλτούρα.
Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται και οι νεανικές υποκουλτούρες, οι οποίες αποτελούν και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Αυτές, κατ' αρχάς από κοινωνική άποψη, διαιρούνται σε δύο είδη: στις υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης και στις υποκουλτούρες της νεολαίας της μεσαίας τάξης. Στις πρώτες, θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς τέσσερις επιμέρους κατηγορίες: την επικρατούσα δημοφιλή νεανική κουλτούρα, την παραδοσιακή νεανική παραβατικότητα, τα παρεκκλίνοντα υποπολιτισμικά στυλ της νεολαίας της εργατικής τάξης και την πολιτικά στρατευμένη νεολαία. Από την άλλη πλευρά, μεταξύ των υποκουλτουρών της νεολαίας της μεσαίας τάξης, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε: την κυρίαρχη νεανική ή εφηβική κουλτούρα, την παραβατική νεολαία, τους κοινωνικούς αμφισβητίες και τις μποέμικες υποκουλτούρες και, τέλος, τα κινήματα διαμαρτυρίας και την πολιτικοποιημένη νεολαία. Οι κοινωνικοί αμφισβητίες και οι μποέμικες υποκουλτούρες, απαντώνται στη βιβλιογραφία και ως «αντικουλτούρες» (countercultures).
Οι υποκουλτούρες και οι αντικουλτούρες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, κυρίως όσον αφορά στη συγκρότηση και στην οργάνωσή τους. Οι υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης είναι παροδικά φαινόμενα μικρής διάρκειας, έχουν τοπικό χαρακτήρα, δηλαδή περιορισμένο πεδίο δράσης (π.χ. γειτονιά) και αποτελούνται από ομάδες συνομηλίκων, οι οποίες έχουν μορφή συμμορίας. Πρόκειται για κλειστές ομάδες, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της σχόλης, δηλαδή του ελεύθερου χρόνου. Κατά τη διάρκεια της σχόλης, συνήθως το Σαββατοκύριακο, επιδίδονται σε δραστηριότητες, οι οποίες εκφράζουν την ανάγκη των μελών της υποκουλτούρας για αποδυνάμωση του γονεϊκού ελέγχου, ενώ κάθε Δευτέρα επανέρχονται στα συμβατικά πρότυπα. Παρατηρείται, δηλαδή, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο πρόσκαιρης κοινωνικής περιθωριοποίησης-άμεσης κοινωνικής επανένταξης. Αυτό οφείλεται κυρίως σε οικονομικούς παράγοντες. Ο νεαρός εργάτης πρέπει να επιστρέψει στην καθημερινή ρουτίνα, στην εργασία του, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για τις αντισυμβατικές ασχολίες του επόμενου Σαββατοκύριακου. Οι υποκουλτούρες αυτού του είδους παίρνουν τη μορφή πολιτισμικής επανάστασης, βίας, παραβατικότητας ή εγκληματικών ενεργειών.
Αντίθετα, οι υποκουλτούρες της νεολαίας της μεσαίας τάξης δεν παρουσιάζουν συνοχή και ομαδικότητα• είναι πιο εξατομικευμένες. Έχουν ευρύτερο πεδίο δράσης, είναι περισσότερο ενσυνείδητες, λαμβάνουν διεθνείς διαστάσεις και ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή των μελών τους. Ακόμη, γίνονται αισθητές σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, διότι αντιπροτείνουν εναλλακτικούς θεσμούς, τρόπους ζωής, οικογενειακά πρότυπα και επαγγελματική σταδιοδρομία. Επιπλέον, απουσιάζει το τεράστιο χάσμα μεταξύ εργασίας και σχόλης που παρατηρείται στις υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης. Με άλλα λόγια, η αποποίηση της συμβατικότητας είναι μόνιμη• δεν αποτελεί φαινόμενο του Σαββατοκύριακου. Αυτό οφείλεται στην οικονομική κατάσταση των μελών της αντικουλτούρας, τα οποία συντηρούνται από το πλεόνασμα της ευκατάστατης τάξης τους, χωρίς να χρειάζεται να βγουν στην αγορά εργασίας. Έτσι λοιπόν, οι αντικουλτούρες περιθωριοποιούνται από το κοινωνικό τους περιβάλλον, δημιουργώντας θύλακες μέσα στην κυρίαρχη κουλτούρα. Εκδηλώνονται συνήθως με τη μορφή πολιτισμικής, ιδεολογικής ή πολιτικής επανάστασης. Μάλιστα, επειδή οι αντικουλτούρες προέρχονται από τη μεσαία τάξη, δηλαδή την άρχουσα τάξη, η ρήξη τους με την τάξη προέλευσης εκλαμβάνεται ως ρήξη με ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Οι υποκουλτούρες εκδηλώνονται με σκοπό την επίλυση συλλογικών ή ατομικών προβλημάτων και αντιφάσεων, κοινωνικής, πολιτικής ή οικονομικής φύσης, για τα οποία η κυρίαρχη ή η γονεϊκή κουλτούρα δεν μπορεί να προσφέρει διεξόδους. Επίσης, προσφέρουν λύσεις σε προβλήματα κύρους. Συγκεκριμένα, τα άτομα που εντάσσονται σε κάποια υποκουλτούρα δεν πληρούν τα κριτήρια, δηλαδή τις αρχές και τα πρότυπα που επιτάσσει η συμβατική κοινωνία. Αυτή ακριβώς η έλλειψη προκαλεί προβλήματα προσαρμογής και εγείρει την περιφρόνηση εκ μέρους του κοινωνικού περιβάλλοντος. Επομένως, τα άτομα αυτά συσπειρώνονται και εφευρίσκουν νέα πρότυπα, νέα κριτήρια κύρους, στα οποία μπορούν να ανταποκριθούν. Τα νέα πρότυπα, αν και είναι διαφορετικά από αυτά του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, αποκτούν μέσα από αυτήν τη διαδικασία συλλογικό χαρακτήρα και επιλύουν τα προβλήματα κύρους της ομάδας που τα υιοθετεί. Άλλη μία σημαντική λειτουργία της υποκουλτούρας είναι ότι προσφέρει στα μέλη της τη δυνατότητα αυτονόμησης και διαφοροποίησης από τους γονείς, ενώ, ταυτόχρονα, τα επιτρέπει να διατηρήσουν τα θετικά χαρακτηριστικά της γονεϊκής κουλτούρας. Πρόκειται, δηλαδή, για μία αναγεννητική διαδικασία ή αλλιώς για μία διαβατήρια τελετουργία μετάβασης από την εφηβική στην ενήλικη ζωή. Με άλλα λόγια, αποτελεί μία διαδικασία παράλληλης και εναλλακτικής κοινωνικοποίησης, κατά τη διάρκεια της οποίας, οι νέοι αντιτίθενται στα ποικίλα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν, επαναπροσδιορίζοντας την κατάστασή τους. Ενδεχομένως, αποφεύγεται και η προσφυγή στην παραδοσιακή παραβατικότητα. Τέλος, η υποκουλτούρα προσφέρει στα μέλη της μία συλλογική ταυτότητα, η οποία εκφράζεται μέσα από πολιτισμικά στοιχεία, όπως το στυλ, οι αξίες, οι ιδεολογίες και ο τρόπος ζωής.
Η χρυσή εποχή της υποκουλτούρας ήταν η δεκαετία του 1960. Η συσπείρωση της νεολαίας που προκάλεσε ο Πόλεμος του Βιετνάμ και το ειρηνιστικό και αντιπολεμικό κίνημα, η αμφισβήτηση της μικροαστικής ηθικιστικής νοοτροπίας που επέφερε η «σεξουαλική επανάσταση», ο πολιτικός και κοινωνικός αντικομφορμισμός της Νέας Αριστεράς και το επαναστατικό πνεύμα που κληροδότησαν στην baby boom generation οι νεολαιίστικες εξεγέρσεις του 1968, συνέβαλαν στην έξαρση των νεανικών υποπολιτισμικών στυλ. Οι υποκουλτούρες αυτής της περιόδου ήταν περισσότερο διαρθρωμένες, ποικιλόμορφες και μαζικές. Αυτό οφειλόταν σε ορισμένους ευνοϊκούς, για την εκδήλωση τέτοιων φαινομένων, παράγοντες. Συγκεκριμένα, καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των νεανικών υποπολιτισμών είχε παίξει η οικονομική ευημερία αυτής της δεκαετίας. Η ανθηρή οικονομία μπορούσε να αντέξει το βάρος ενός μεγάλου αριθμού εκούσιων ανέργων, οι οποίοι συντηρούνταν από ένα καλά οργανωμένο σύστημα κοινωνικών παροχών καθώς και από το οικογενειακό οικονομικό πλεόνασμα. Επομένως, αυτή η σχετική οικονομική ανεξαρτησία των νέων ευνοούσε την ένταξή τους στις μποέμικες υποκουλτούρες της εποχής. Επιπλέον, η ανάδειξη της νεολαίας σε υπολογίσιμη αγοραστική δύναμη, λόγω της αύξησης του λεγόμενου χαρτζιλικιού κατά τα έτη 1955-1965, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας αποκλειστικά νεανικής καταναλωτικής αγοράς, η οποία με τη σειρά της καλλιέργησε την αίσθηση μίας αποκλειστικά νεανικής κουλτούρας. Ακολούθως, μέσω της συστηματικής παροχής αγαθών και υπηρεσιών, ειδικά σχεδιασμένων για την προσέλκυση της νεολαίας, η νεανική σχόλη διαφοροποιήθηκε από τη γονεϊκή και συνδέθηκε με δραστηριότητες, οι οποίες, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησαν συμβολικό χαρακτήρα. Εκτός αυτού, η έξαρση των νεανικών υποπολιτισμών οφειλόταν και στην αστικοποίηση. Η συγκέντρωση ανομοιογενών στοιχείων στα μεγάλα αστικά κέντρα επέδρασε καταλυτικά στα υπάρχοντα κοινωνικά πρότυπα, επιφέροντας αποδυνάμωση των διαπροσωπικών σχέσεων, απομάκρυνση από τα παραδοσιακά στερεότυπα, κοινωνική απομόνωση και αποδιοργάνωση, παραβατική συμπεριφορά και ηθική εξαχρείωση. Κατά συνέπεια, υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύκολη η συσπείρωση ετερογενών περιθωριακών στοιχείων και η δημιουργία ενός ξεχωριστού κώδικα συμπεριφοράς και επικοινωνίας.
Καθοριστικό ρόλο στην έξαρση των νεανικών υποκουλτουρών έπαιξε και ο μεταπολεμικός εκπαιδευτικός εκσυγχρονισμός, οποίος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των μαθητών της μέσης εκπαίδευσης καθώς και των εισαχθέντων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Έτσι λοιπόν, η παρατεταμένη μαθητεία των νέων συνέβαλε στην αποκοπή τους από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και στη δημιουργία μίας ξεχωριστής εφηβικής κοινωνίας, η οποία είχε ανάγκη να διατρανώσει τη διαφοροποίησή της από την κυρίαρχη ή τη γονεϊκή κουλτούρα. Άλλη μία σημαντική κοινωνική εξέλιξη αυτής της εποχής, η οποία συνδέεται με τις υποκουλτούρες, ήταν η μετατροπή, λόγω των διαφορετικών βιωμάτων της προπολεμικής και της μεταπολεμικής γενιάς, του ταξικού χάσματος σε χάσμα γενεών. Οι νέοι απέκτησαν συνείδηση γενιάς και προβλήθηκαν ως ξεχωριστή κοινωνική τάξη, μία τάξη με τις δικές της απαιτήσεις, τη δική της ιδεολογία, τη δική της κουλτούρα. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης — τηλεόραση, Τύπος, ραδιόφωνο, εκδόσεις — συνέβαλε στη διάδοση των νεανικών υποπολιτισμών καθώς, μέσω της συστηματικής προβολής τους, μεταφέρονταν στη νεολαία, η οποία έσπευδε να τα μιμηθεί.
Η κάθε υποκουλτούρα έχει το δικό της στυλ, το οποίο εκφράζεται μέσα από τέσσερα συμβολικά σύνολα: το ντύσιμο, τη μουσική, τις τελετουργίες και την αργκό. Γενικά, οι υποκουλτούρες χρησιμοποιούν τα υλικά της νεανικής καταναλωτικής αγοράς, αλλά με διαφορετικό νόημα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας των εμπορικών προϊόντων, δηλαδή με την ανατροπή των συμβατικών τους χρήσεων και την επινόηση νέων. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συνονθύλευμα διαφόρων στυλ, το οποίο προσφέρει στα μέλη της υποκουλτούρας ομαδική ταυτότητα και αμοιβαία αναγνώριση. Μέσω του στυλ, η υποκουλτούρα αποκτά συνοχή, ενώ, ταυτόχρονα, εκφράζεται και η διαφοροποίησή της έναντι των άλλων ομάδων. Επειδή βρίθει συμβολισμών, ερμηνεύεται συνήθως ως πρόκληση στην κυρίαρχη κουλτούρα στο επίπεδο των σημάτων καθώς, παραβιάζοντας τους επικρατούντες κώδικες, έχει τη δύναμη να προκαλεί και να ενοχλεί. Επομένως, το υποπολιτισμικό στυλ εκφράζει την πάλη μεταξύ εξουσίας και υποταγής και αντικατοπτρίζει τις βιωμένες αντιφάσεις και αντιθέσεις που λανθάνουν στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Κατά συνέπεια, οι υποκουλτούρες προκαλούν συχνά την αντίδραση της κοινής γνώμης. Με τον όρο «κοινή γνώμη» εννοείται εδώ η — επηρεασμένη από τα ΜΜΕ και τους μηχανισμούς προπαγάνδας του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου — θετική ή αρνητική τοποθέτηση της πλειοψηφίας ενός κοινωνικού συνόλου απέναντι σε μία άλλη, εκφρασμένη συνήθως από κάποια μειοψηφία, τοποθέτηση. Η αντίδραση αυτή περνά από δύο στάδια, τα οποία εξαρτώνται από την ιδεολογική και εμπορική χειραγώγηση της υποκουλτούρας. Οι υποκουλτούρες, τόσο της νεολαίας της εργατικής τάξης όσο και της νεολαίας της μεσαίας τάξης, αρχικά, προκαλούν ηθικό πανικό σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες, τα μέλη των οποίων αισθάνονται ότι απειλείται η κουλτούρα και η εξουσία τους. Οι ηθικοί ταγοί αντιμετωπίζουν τους νεανικούς υποπολιτισμούς της εργατικής τάξης ως σύμπτωμα ενός ευρύτερου κοινωνικού προβλήματος. Ειδικότερα, αναγάγουν τη νεολαία σε κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο αποδίδεται στην έξαρση της παιδικής παραβατικότητας, της εγκληματικότητας, της βίας στα σχολεία, των βανδαλισμών, των νεανικών συμμοριών και του χουλιγκανισμού. Αντίθετα, ο ηθικός πανικός που προκύπτει από την εμφάνιση των υποκουλτουρών της νεολαίας της μεσαίας τάξης έχει διαφορετική μορφή. Οι αντικουλτούρες ερμηνεύονται από την κοινή γνώμη ως ενσυνείδητες ενέργειες, οι οποίες αποσκοπούν στην υπονόμευση και στην κατάρρευση του υπάρχοντος κοινωνικού και ηθικού συστήματος αξιών. Συνδέονται συνήθως με κοινωνικά, ηθικά και πολιτισμικά προβλήματα, όπως τα ναρκωτικά, τη σεξουαλικότητα, την πορνογραφία και τη γενικότερη ηθική σήψη της νεολαίας. Με άλλα λόγια, αποδίδονται στην ηθική ανεκτικότητα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Τέλος, όσον αφορά στα κινήματα διαμαρτυρίας και στην πολιτικοποιημένη νεολαία, αυτά αντιμετωπίζονται ως αναρχικές μειονότητες.
Σε αυτό το στάδιο, όπως και στο επόμενο, καθοριστικός είναι ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία, αρχικά, επικεντρώνονται στις στιλιστικές καινοτομίες της υποκουλτούρας, ενώ, αργότερα, φέρνουν στο φως της δημοσιότητας έκτροπα και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ακολούθως, ένα κύμα υστερίας κατακλύζει τον Τύπο, όπου τα υποπολιτισμικά στυλ πότε εγκωμιάζονται στις διαφημίσεις και στα αφιερώματα μόδας, πότε γελοιοποιούνται στα σοβαρά ρεπορτάζ και πότε καταδικάζονται στα πρωτοσέλιδα άρθρα, τα οποία αποκαλύπτουν τις φρικαλεότητες της παραστρατημένης νεολαίας.
Το δεύτερο στάδιο της αντίδρασης είναι αυτό της αποδυνάμωσης, του προσεταιρισμού και της ενσωμάτωσης, κατά το οποίο η υποκουλτούρα, από κοινωνική απειλή υποβιβάζεται σε παροδικό κοινωνικό πρόβλημα και συγκεκριμένα σε εφηβική κρίση. Αυτή η διαδικασία αποδυνάμωσης και ενσωμάτωσης επιτυγχάνεται με δύο τρόπους• με την εμπορευματοποίηση του υποπολιτισμικού στυλ (Φυσικά, η εμπορευματοποίηση των υποπολιτισμικών στυλ και της νεανικής σχόλης δεν αποσκοπούσε αποκλειστικά στην εξουδετέρωση και στην κοινωνική τους ενσωμάτωση. Λόγω των μεγάλων κερδών που επέφεραν οι εκδηλώσεις αυτού του είδους, από τη δεκαετία του 1960 έως και σήμερα, η εμπορευματοποίησή τους αποτελεί πάγια τακτική της καπιταλιστικής οικονομίας. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Mario Maffi, Underground, Τασούλα Καραϊσκάκη (μτφ.), Αθήνα: Οδυσσέας 2000) και τον επαναπροσδιορισμό της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Η διαρκής προβολή των υποπολιτισμικών στυλ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκαλεί την τυποποίηση και την εμπορευματοποίησή τους, εξουδετερώνοντας έτσι τους συμβολισμούς τους και καθιστώντας τα κοινή μόδα. Δηλαδή, όταν μία υποκουλτούρα μετατρέπεται σε εμπόρευμα, χάνει αυτομάτως το συμβολικό της χαρακτήρα, ξεφεύγει από το στενό της πλαίσιο και γίνεται προσιτή σε όλους. Μετά την εμπορευματοποίηση, ακολουθεί ο επαναπροσδιορισμός της. Τα υστερικά πρωτοσέλιδα άρθρα των εφημερίδων αντικαθιστώνται από μετριοπαθή και χιουμοριστικά δημοσιεύματα, τα οποία παρουσιάζουν τα μέλη της υποκουλτούρας είτε ως άσωτους υιούς είτε ως ατίθασα, αλλά εντελώς ακίνδυνα, κακομαθημένα παιδιά. Η συμμετοχή τους στην υποκουλτούρα μεταφράζεται ως ένα καπρίτσιο της ηλικίας τους, το οποίο θα κάνει τον κύκλο του και θα ξεθυμάνει, μόλις ενηλικιωθούν. Επομένως, η υποκουλτούρα μετασχηματίζεται σε ένα εξωτικό και ανούσιο αντικείμενο και παύει να αποτελεί πλέον κοινωνική απειλή.
Ανακεφαλαιώνοντας, η οικονομική ευημερία της δεκαετίας του 1960, τα νεολαιίστικα κινήματα και οι εξεγέρσεις, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η αστικοποίηση και η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, υπήρξαν οι κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν άμεσα στην έξαρση των νεανικών υποκουλτουρικών φαινομένων. Η αύξηση του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος συνεπαγόταν και αύξηση του χαρτζιλικιού, το οποίο μπορούσε να διατεθεί στη νεανική καταναλωτική αγορά και στη νεανική σχόλη. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη μαθητεία των νέων στα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου οι έφηβοι έρχονταν καθημερινά σε επαφή με συνομηλίκους, με τους οποίους μπορούσαν να μοιραστούν τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους στόχους, τα ίδια οράματα και τα ίδια ενδιαφέροντα, τους απομάκρυναν από τη γονεϊκή κουλτούρα, μεγέθυναν το χάσμα γενεών και καλλιέργησαν μία ξεχωριστή νεανική ταυτότητα. Μέσω λοιπόν της μετατροπής της ταξικής πάλης σε πάλη γενεών, αναδύθηκε μία νέα και δυναμική κοινωνική τάξη• η νεανική. Επομένως, η προσχώρηση της νεολαίας στις διάφορες υποκουλτούρες εξέφραζε την ανάγκη τους να ενταχθούν σε μία ομάδα, μέσω της οποίας θα διατράνωναν τη συλλογική τους ταυτότητα και τη διαφοροποίησή τους από τη γονεϊκή κουλτούρα. Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα αποδυνάμωσε τις διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα στενές στις επαρχιακές γειτονιές, ενώ η αφιέρωση περισσότερου χρόνου από την πλευρά των γονιών στην εργασία τους, ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καταναλωτικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση των δεσμών ακόμη και μεταξύ των μελών της πυρηνικής οικογένειας. Ως εκ τούτου, οι υποκουλτούρες εκδηλώθηκαν για να καλύψουν το συναισθηματικό κενό των νέων που γεννήθηκε από τις παραπάνω εξελίξεις καθώς και την ανάγκη τους για ομαδικό πνεύμα. Την ομαδικότητα της νέας κοινωνικής τάξης και την ανάγκη διαφοροποίησής της από τη γονεϊκή κουλτούρα τροφοδότησαν, μέσω της αμφισβήτησης των πολιτικών και κοινωνικών προτύπων της εποχής, τα νεολαιίστικα κινήματα της δεκαετίας του 1960. Η ανάπτυξη, τέλος, των μέσων μαζικής ενημέρωσης συνέλαβε, μέσω της συστηματικής προβολής, στη διάδοση και την εξάπλωση των υποπολιτισμικών φαινομένων, αν και μακροπρόθεσμα, χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα αποδυνάμωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Αφού λοιπόν ορίσαμε την κουλτούρα και την υποκουλτούρα, κάναμε τις απαραίτητες ταξινομήσεις, είδαμε τη λειτουργία της νεανικής υποκουλτούρας, τις προϋποθέσεις και τις συγκυρίες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, τη σημασία του στυλ, την αντίδραση της κοινωνίας και το ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη χειραγώγηση αυτής της αντίδρασης, μπορούμε να περάσουμε στην εξέταση τριών χαρακτηριστικών παραδειγμάτων• των Teddy Boys ή Teds (τεντιμπόηδες), των Yé-yé (γιεγιέδες), και των Hippies (χίπις).
Αφού λοιπόν ορίσαμε την κουλτούρα και την υποκουλτούρα, κάναμε τις απαραίτητες ταξινομήσεις, είδαμε τη λειτουργία της νεανικής υποκουλτούρας, τις προϋποθέσεις και τις συγκυρίες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, τη σημασία του στυλ, την αντίδραση της κοινωνίας και το ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη χειραγώγηση αυτής της αντίδρασης, μπορούμε να περάσουμε στην εξέταση τριών χαρακτηριστικών παραδειγμάτων• των Teddy Boys ή Teds (τεντιμπόηδες), των Yé-yé (γιεγιέδες), και των Hippies (χίπις).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου