...Το «Αυστραλίς» βρίσκεται
στους Κανάριους Νήσους
Κομμένο στα δύο
διαλύεται σιγά-σιγά
από τα κύματα του Ατλαντικού...
...Πάργα
Το σπίτι ήταν κλειστό χρόνια. Οι τελευταίοι έφυγαν πριν από καιρό, όλα ρήμαξαν. Αυλές, σκεπές, σημασίες, τα πήρε όλα ο καιρός.
Απόψε είδαν φώτα, μες στην ομίχλη που ΄πεφτε βαριά είδαν φώτα και ανθρώπους εκεί που άλλοτε κατοικούσε η ησυχία. Πήραν το δρόμο, σαν παράξενο καραβάνι που κάποιο παμπάλαιο άθλο θυμάται, πήραν το δρόμο κάτω απ΄ τ΄ αστέρια, σαν διωγμένες πατρίδες, θυμάμαι έφευγαν.
Τους βρήκανε συναγμένους όλους εκεί. Ανέκφραστους με σκούρα κοστούμια, με ρίζες ως μες στα μάτια, γυάλινα κάστρα που καταστράφηκαν ν΄ αθροίζουν τα χρόνια, να καλούν ονόματα. Κάτω απ΄ το πλούσιο φως, πάνω στο χιόνι μοιρασμένο το ψωμί και το κρασί. Δεν μιλούσανε, επειδή οι πεθαμένοι μόνο θυμούνται. Ήταν βουβοί κινηματογράφοι, ατέλειωτα φιλμ μ΄ αρνητικά και αποσπάσματα μιας αρχαίας κιόλας ζωής. Η Ελένη έγνεψε, κάτι είπε, κοιτώντας από το παράθυρο που ΄ρχόταν το κοπάδι. Μια ορχήστρα το συντρόφευε, μια ορχήστρα από πνευστά και μπαλάντες και ξέφρενους σκοπούς Έτρεμε η πολιτεία μακριά μετά τις κορυφές, έτρεμε ως μέσα στην καρδιά. Όταν σηκώθηκαν απ΄ το τραπέζι, πρώτα η Ελένη, έπειτα ο Κωνσταντής έπειτα η Πάργα με τα αιωνόβια γεφύρια της που λουφάζει στα ποτάμια, το τραπέζι και το σπίτι και όλα έπεσαν κάτω σ΄ εκείνους τους γκρεμούς.
Τα πιο όμορφα τραγούδια γράφτηκαν για ΄κείνη τη βραδιά. Σε κάθε σπίτι ως κάτω στα πεδινά θυμούνται και λένε πώς έγειρε επάνω στη μηλιά και πώς αποκοιμήθηκε η μικρή Ελένη μια φορά, πώς κρατιόταν, γυναίκα πια, απ΄ το τίποτε, στα κάγκελα της Ελληνίδος, εν έτει 1960, αποχαιρετώντας την Πάργα. Πώς ξεριζώθηκε ταξιδεύοντας με πυρετούς για τον καινούριο κόσμο, μια φορά...
Έτσι, με αυτήν την ιστορία που μοιάζει μ΄ άλλες χιλιάδες της νεοελληνικής εποποιίας, θυμάμαι απόψε τους Έλληνες της διασποράς. Το υγιέστερο κομμάτι του ελληνισμού, αυτό που γυρεύει το δρόμο του στις πρωτεύουσες του κόσμου, εκείνο που παρελαύνει με την αδιάκοπη νοσταλγία του όλους τους παραλλήλους κουβαλώντας στους ώμους ένα ανείπωτο φορτίο, δεν είναι καινούρια υπόθεση για τούτο τον τόπο. Τότε και τώρα, το μακρινό 1950 και πάλι την πρώτη δεκαετία του καινούριου αιώνα, ο ελληνισμός βιώνει το διαχρονικό του πεπρωμένο, μοιράζοντας το πνεύμα και τη μνήμη του σ΄ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Στις καρτ ποστάλ απ΄ το Σύδνεϋ, τον Καναδά, το Σικάγο που πήρε μακριά χιλιάδες Θεοφάνηδες, πλάι στις ηλικιωμένες που θυμούνται μ΄ αγάπη και αβεβαιότητα την Ήπειρο, τα χωριά της Τρίπολης, τις απόκρημνες αετοράχες, σαν αυτή που περιγράφεται στην μαρτυρική “Ελένη” του Νίκου Γκατζογιάννη, χαμογελούν κορίτσια στην πρώτη τους κιόλας νιότη. Σ΄ αυτό το ενστικτώδες εγχείρημα η έννοια αυτής της πατρίδας θα επεκταθεί σ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μια ακτίνα που υπερέχει κάθε χερσαίου και θαλάσσιου συνόρου, ως εκεί που επλουτίζεται με κάτι αμετάφραστο, μ΄ εκείνο που προσαυξάνει την αξία της.
Ο ελληνισμός της διασποράς, το λαμπρότερο δείγμα της αγίας επαρχίας μας, της βαθύτατης κοιτίδας μας που με το μέτρο και την παράδοση θρέφει την αδιαπραγμάτευτη ουσία της ύπαρξής μας, μεταφέρει την αίσθηση και με τ΄ όραμά της διατυπώνει εντός του τα βασικότερα στοιχεία της.
Για τον Βαγγέλη, λοιπόν, που ζει στο Περθ δέκα χρόνια τώρα, για τους φίλους που ταξίδεψαν και όλο λένε πως θα επιστρέψουν, σ΄ εκείνους που ΄φυγαν δίχως να ξαναδούν το πέτρινο γιοφύρι, δίχως να νιώσουν τον ίλιγγο απ΄ το πρώτο φως της μέρας και τη γεωμετρία του Άθου. Για τα σταχτιά πρόσωπα των αγνώστων που ξεριζώθηκαν, γαντζωμένοι στα ρέλια των πλοίων Ελληνίς, Αυστραλίς και Πατρίς, και που τώρα κοιμούνται με το τραγούδι των ωκεανών, για την πέτρα και για το φως και για τις πρώτες, ελληνικές λέξεις που ηχούν σε μια σχολική αίθουσα της Πρετόρια, οι πιο βαθιές προσευχές. Και μια ιδέα απ΄ την ομορφιά που αφήνουν οι αιώνες και οι εποχές σε τούτο τον τόπο για παρηγοριά, μια ιδέα σαν βασιλικός τριμμένος στα δάχτυλα και σαν καράβι ολοστόλιστο στη χάρη του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου