Τα «μικρά προκαταρκτικά», της Χάρης Σταθάτου, πάνω στη μελέτη: «Το όλον Σώμα τού Κ.Π. Καβάφη, του Στέφανου Τασσόπουλου» αναδημοσιεύονται από το 78ο τεύχος τού λογοτεχνικού περιοδικού «σημειώσεις», εκδόσεις Έρασμος, Δεκέμβρης 2013.
Στην μεγάλη έρευνα και μελέτη του για τον Καβάφη, «Το Όλον Σώμα», ο Στέφανος Τασσόπουλος δεν ασχολείται με ζητήματα αισθητικής παρά μόνο όσο αυτά άπτονται του ζητήματος τής καβαφικής εκδοτικής πράξης: όμως εντέλει στον Καβάφη όλα συγκλίνουν σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο όλον: σε αυτό ακριβώς καταλήγει η ανέκδοτη αυτή εργασία του Στέφανου Τασσόπουλου – και τα παρακάτω συνοπτικά δικά μου ας εκληφθούν απλώς ως μικρή (και ανειδίκευτη) εισαγωγή σ’ ένα ιδιαίτερα (και ευεργετικά) εξειδικευμένο έργο (το οποίο είχα την τύχη ως στενή φίλη να μπορέσω να παρακολουθήσω επίσης στενά, καθώς σχηματιζόταν διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε (εν μέρει, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα του, ολοκληρώθηκε) στο διάστημα των είκοσι περίπου χρόνων που απασχόλησε τον Τασσόπουλο μέχρι τον (αιφνίδιο και πρόωρο) θάνατό του, τον Φλεβάρη αυτής τής χρονιάς).
Σίγουρα οι λόγοι για τούς οποίους ο Καβάφης λειτούργησε εκδοτικά με τον τρόπο που λειτούργησε θα μπορούσαν να εξεταστούν και από την άποψη των ψυχολογικών και των κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν πάνω του και με βάση τούς οποίους (ακόμα και από την ανάποδη) έζησε ο άνθρωπος Καβάφης – αλλά αυτό θα ήταν μια τελείως άλλη εργασία. Για τη δουλειά που έκανε ο Σ. Τ. πιστεύω ότι αρκεί ως αφετηρία να έχει κανείς μπροστά στα μάτια του μια (γενική, πάντως) καλλιτεχνική αντινομία: όσο μεγαλύτερος είναι ένας δημιουργός τόσο περισσότερο με αυτά που κάνει πατάει αρχικά (και τελικά;) στο κενό – και συνεπώς, όσο κι αν ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του και το έργο του φυσικό μέρος του κόσμου, πρέπει να συλλάβει έστω με κόπο και να παραδεχτεί έστω καθ’ οδόν ότι ο κόσμος μετατοπίζεται με την κατασκευή από μέρους του αυτού του έργου – με άλλα λόγια (όπως είναι μια μεταφορά που άρεσε ιδιαίτερα στον Τασσόπουλο) εμείς σήμερα από απόσταση μπορούμε βέβαια να καταλάβουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ίδιος πριν την ύπαρξη του Αισχύλου και μετά, χωρίς να υπάρχει η Εκάβη του Ευριπίδη και όταν η Εκάβη του Ευριπίδη είναι γεγονός, όταν στο θέατρο δεν υπάρχει κανένας Σαίξπηρ και μετά όταν όλος ο κόσμος ξέρει τον Άμλετ, όμως αυτή η μικρή διαφορά από το πριν στο μετά για τον ίδιον τον καλλιτέχνη μπορεί να σημαίνει χρόνια ολόκληρα ουσιαστικής μοναξιάς γεμάτης αμφιβολίες, φόβους, σβησίματα, γραψίματα, δισταγμό και τόλμη, και τελικά (σαν ένα είδος αναγκαστικής πλέον αυτοάμυνας) και μια μορφή επιθετικής αλαζονείας: από τον Καβάφη, χάρη στα ανέκδοτα που διασώζονται σε σχετική πληθώρα από μαρτυρίες συγχρόνων του, έχουμε ένα εμφανές τουλάχιστον παράδειγμα μιας τέτοιας (άλλωστε και συγκινητικής, για την κρυμμένη ένταση και αμφιβολία που υπονοεί) στιγμής όταν, δίνοντας ένα ποίημα του σε κάποιον φίλο ή γνωστό του λέει, μάλλον καθόλου μεταξύ σοβαρού και αστείου «Πάρε καημένε αυτό το αριστούργημα που μού καίει τα χέρια» (: κάπως έτσι αν το θυμάμαι και καλά).
Η δουλειά αυτή του Τασσόπουλου υπογείως εμπεριέχει πάντως και μια (γοητευτική) κατά κάποιον τρόπο αντίφαση, γιατί ξεκινώντας από φιλολογικά και σχολαστικά δεδομένα και μένοντας πάντα σταθερά προσηλωμένη στα γεγονότα, τα κείμενα, και τίς αποδείξεις που αυτά παρέχουν, οδηγείται τελικά σε μια αποτίμηση συνολικής (και σημαντικότατης) αισθητικής σημασίας.
Γιατί ο Καβάφης, με τον τρόπο που τακτοποίησε τα ποιήματά του κατά θέματα, αποσπώντας τα από την απλή χρονολογική παράθεση με την οποία είχαν κατά καιρούς δημοσιευτεί, κάτι θέλησε να πει (και κάτι είπε) για την σημασία που είχε το έργο του συνολικά για τον ίδιο πέρα από την έννοια, το περιεχόμενο και την αισθητική αξία του κάθε ποιήματος χωριστά. Αλλά (πια) καταλαβαίνουμε ότι και ο ίδιος ο δημιουργός (ενίοτε) τα συλλαμβάνει και τα εκτιμά αυτά τα πράγματα καθ’ οδόν – και αυτό το καθ’ οδόν είναι που, στην περίπτωση του ποιητή Καβάφη, εμφανίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια καθώς ο Στέφανος Τασσόπουλος ερευνά την εκδοτική του πρακτική.
Ας επαναλάβω προκαταρκτικά πράγματα γνωστά: Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος ποτέ στη ζωή του δεν είχε (δεν βρήκε; δεν επιζήτησε;) εκδότη: Πλήρωνε ο ίδιος για τα ποιήματά του κάθε φορά που τα εξέδιδε. Είχε όμως μια δυνατότητα (που του την πρόσφερε ο χώρος και η εποχή, και που την εκμεταλλεύτηκε πλήρως): Μπορούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά, πριν αρχίσει να τα δένει στις ιδιόμορφες συλλογές του (αλλά και μετά: ποτέ όσο ζούσε δεν σταμάτησε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ακόμα και όταν παράλληλα έφτιαχνε τίς συλλογές που σχημάτιζε ο ίδιος, και αυτές τίς συλλογές δεν τίς πούλησε – ας το θυμόμαστε κι αυτό – ποτέ: δεν έβγαλε δηλαδή ποτέ λεφτά απ’ την ποίηση ο Καβάφης, αντίθετα, πλήρωνε για να εκδίδει τα ποιήματά του: και τα ποιήματα αυτά τα χάριζε σε όσους θεωρούσε άξιους – ή χρήσιμους για την προώθηση του έργου του – όντας αναγκασμένος να το σκεφτεί και αυτό.)
Αυτά είναι λοιπόν γνωστά στους ειδικούς και οι ειδικοί στα καβαφικά τα θεωρούν και αυτονόητα ακόμα κι αν δεν ερευνήθηκαν ποτέ όσο θα ‘πρεπε – αφήνοντάς τα επομένως στην άκρη θα επιχειρήσω να συνοψίσω το με τί ασχολείται η μελέτη, αλλά και, το σημαντικότερο: τούς λόγους για τούς οποίους η ενασχόληση αυτή είναι (ή γίνεται καθ’ οδόν) απαραίτητη για την κατανόηση του συνολικού Καβάφη. Πιστεύω μάλιστα – και ας μού συγχωρεθεί αυτή η απόλυτη ας πούμε πεποίθηση η οποία οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι διάβασα επανειλημμένως παρακολουθώντας το έργο να γίνεται και να κρατάει τον Τασσόπουλο δέσμιον ουσιαστικά ως τον θάνατό του – ότι μέσα από την έκθεση του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης θέλησε να ταξινομήσει το έργο του και να το επεκτείνει και να το ορίσει θεματικά, προκύπτει ένας εν μέρει άγνωστος, και εν μέρει ακόμα πιο γοητευτικός Καβάφης.
Δεν ξέρουμε από ποια ηλικία ακριβώς ο Καβάφης άρχισε να γράφει ποιήματα και πόσα πέταξε ή έσκισε στο μεταξύ, ξέρουμε όμως ότι το πρώτο ποίημα (που διατηρήθηκε στο αρχείο του) γράφτηκε (πιθανώς) το 1884 (= Καβάφης 21 χρονών) και ότι το 1886 δημοσίεψε για πρώτη φορά (σε περιοδικό). Από το 1890 όμως και μετά, αναθεωρεί ο ίδιος τη δουλειά του, και, κάποια στιγμή, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται ο Καβάφης που ξέρουμε σήμερα. Ανήκει στην περιοχή τής αυστηρά αισθητικής ανάλυσης η αποτίμηση αυτών των «πρωτόλειών» του ποιημάτων, είναι όμως σαφές ότι αυτήν την ανάλυση την έκανε, πριν από μάς, ο ίδιος: Αποφασίζει δηλαδή το 1904 (κι αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για τη ζωή του και την ποίησή του) αποφασίζει να κάνει ένα ξεκαθάρισμα, μια πρώτη αισθητική αποτίμηση, και μια πρώτη εκδοτική κίνηση, και να παρουσιάσει σε βιβλίο ορισμένα, από αυτά που είχε δημοσιέψει ως τότε, σε μια συλλογή: Αυτήν τη στιγμή συναινεί στην κλασική και παραδεδεγμένη πρακτική όλων των ποιητών του κόσμου: Μαζεύει λοιπόν (από τα 44 ποιήματα που είχε δημοσιέψει ως τότε σε περιοδικά) δεκατρία – κι αυτή είναι η πρώτη του αισθητική κρίση για την ποίησή του – τούς προτάσσει ένα που δεν είχε ακόμα εκδόσει, τίς «Επιθυμίες», τα τοποθετεί σε μία σειρά που δεν έχει γενικά καμία σχέση με τίς χρονολογίες ούτε τής συγγραφής, ούτε τής δημοσίευσής τους, αλλά είναι μία σειρά που προς το παρόν δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά μόνο ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής του προτίμησης, (βέβαια, κάποιος παρατηρητικός εδώ θα προσέξει την πρόταξη ενός ποιήματος που λέγεται Επιθυμίες (1) στην πρώτη εκδοτική πράξη που κάνει ποτέ στη ζωή του ο Καβάφης, καθώς και μια εν σπέρματι λογική που θα δούμε αργότερα να αναπτύσσεται σε θεματική κατάταξη των ποιημάτων) και τα δίνει σε έναν τυπογράφο, ο οποίος του τα τυπώνει σε ένα τεύχος κανονικό, με την κλασική αρίθμηση σελίδων που έχουν όλα τα βιβλία και τον γενικό τίτλο «Ποιήματα 1904». Η συλλογή αυτή με τα 14 ποιήματα εκδίδεται ουσιαστικά το 1905. Ο Καβάφης χαρίζει τη συλλογή σε όσους νομίζει ότι πρέπει. Επειδή όμως συνεχίζει να γράφει, γρήγορα διαπιστώνει ότι η συλλογή αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική πια τής δουλειάς του, και ειδοποιεί τούς φίλους του ότι σκοπεύει να βγάλει και μια δεύτερη συλλογή πιο ενημερωμένη σύντομα. το «σύντομα» κράτησε 5 χρόνια, και η δεύτερη αυτή συλλογή εκδίδεται τότε με τον τίτλο «Ποιήματα 1910» και περιλαμβάνει: τα 14 ποιήματα που είχε εκδόσει στην προηγούμενη συλλογή (που με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά παύει να έχει νόημα, και αχρηστεύεται) χωρίς να τούς αλλάξει ούτε τη σειρά με την οποία τα είχε εκδόσει τότε, και όσα ποιήματα είχε ήδη δημοσιέψει στο μεταξύ (ως το 1909) σε περιοδικά, που ήτανε όλα κι όλα 7, αλλά τα τοποθετεί και αυτά όχι με χρονολογική σειρά συγγραφής ή δημοσίευσης αλλά με τη σειρά μιας δικής του πάλι λογικής και προτίμησης. Μολονότι τα ποιήματα που περιέχονται λοιπόν είναι ως το 1909, βάζει τώρα στον τίτλο όπως βλέπουμε το 1910 κι αυτό γιατί έχει μάθει πια ότι τα εκδοτικά ζητήματα έχουνε τον δικό τους χρόνο και αργούνε, δηλαδή έχει αποκτήσει ήδη πλέον την πείρα του ποιητή που εκδίδει το έργο του και ξέρει κατά κάποιον τρόπο και τα μυστικά αυτής τής δουλειάς: Έτσι, ξεκινώντας την έκδοση των μέχρι το 1909 ποιημάτων του, υπολογίζει ότι η συλλογή θα εκδοθεί το 1910, και υπολογίζει σωστά.
Έχουμε ένα οριακό σημείο ως εδώ, που το βλέπουμε εκ των υστέρων ολοκάθαρα: Αυτές οι δυο μικρές συλλογές δηλαδή (που ο ίδιος ο Καβάφης τίς ονόμασε «τεύχη», και έτσι τίς λέμε πλέον κι εμείς), είναι η μοναδική φορά στη ζωή του που ο Καβάφης λειτούργησε με την κλασική εκδοτική πρακτική: Έκτοτε, εγκαταλείπει αυτήν τη μέθοδο, και εγκαθιδρύει τη δική του, μοναδική και ανεπανάληπτη (απ’ όσο ξέρουμε) μέθοδο εκδόσεως έργου, που συνίσταται στο εξής:
Για κάθε ποίημα που δημοσιεύει (μετά το 1910) σε περιοδικό, ζητάει και παίρνει ανάτυπα ή το τυπώνει ο ίδιος σε έναν τυπογράφο, σε ένα μονόφυλλο ή δίφυλλο, ανάλογα με το μέγεθος του ποιήματος. Αυτή η μέθοδός του από δω και πέρα είναι κατά κάποιον τρόπο και το κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο «Όλον Σώμα», και οι συνέπειες αυτής τής πρακτικής είναι ουσιαστικά αυτές οι οποίες προκάλεσαν τον Τασσόπουλο να αναζητήσει τη σημασία τους για την ερμηνεία του συνολικού καβαφικού έργου:
Παρακολουθώντας λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο ο Καβάφης από τη στιγμή εκείνη και μετά «εκδίδει», μπορούμε να δούμε κατ’ αρχάς ότι ακολουθούν δύο εμφανείς τομές στην εκδοτική του πρακτική: Η πρώτη μεγάλη αλλαγή γίνεται με την αμέσως επόμενη συλλογή την οποία ονομάζει «Ποιήματα 1910 – 1912», βάζοντας δηλαδή για πρώτη φορά δύο ημερομηνίες στον τίτλο, αλλά τη φορά αυτή η «συλλογή» διαφέρει και σε δύο άλλα πράγματα: Αφ’ ενός μεν αποτελείται πλέον – όπως και όλες οι συλλογές του θα αποτελούνται από δω και μπρος – από αυτά τα μονόφυλλα (ή τα δίφυλλα) που τυπώνει ο ίδιος και τα «δένει» μόνος του σε εντελώς χειροποίητες πλέον συλλογές τίς οποίες μοιράζει σε κάθε ενδιαφερόμενο, φίλο, ή θαυμαστή του έργου του, αλλά υπάρχει και μια επιπλέον ουσιαστική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα ποιήματά του τώρα: τα τοποθετεί με την σειρά την χρονολογική με την οποία δημοσιεύτηκαν ως τότε στα διάφορα περιοδικά. Και συνεχίζει να κάνει τέτοιες συλλογές ως το 1918 όπου συναντάμε την επόμενη μεγάλη αλλαγή, την τρίτη ουσιαστικά τομή με την οποία ολοκληρώνεται και παίρνει την πλήρη της μορφή η εκδοτική του πρακτική:
Το 1918 δηλαδή ανακαλύπτει ότι θέλει να κάνει και κάτι άλλο, κάτι για το οποίο δεν θα δώσει ο ίδιος ποτέ σαφή εξήγηση, είναι όμως το νευραλγικότερο σημείο τής εκδοτικής του πράξης – και αυτό από το οποίο πηγάζουν αδιόρατες αρχικά αισθητικές συνέπειες στην ποίησή του: Κάνει δηλαδή, ταυτόχρονα με την καινούργια χρονολογική του έκδοση (τα «Ποιήματα 1912 – 1918»), και μία παράπλευρη έκδοση ποιημάτων την οποία ονομάζει «Ποιήματα 1909 – 1911» και η οποία θα περιέχει όλα τα ποιήματα που έχουν εκδοθεί ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες, μόνο που τώρα πλέον τα ποιήματα αυτά θα παρατεθούν σε μία κατάταξη που παρακολουθεί κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο των ποιημάτων. Από την οριακή αυτή στιγμή και μετά, η εκδοτική πλέον πρακτική του Καβάφη θα παραμείνει η ίδια ως το τέλος τής ζωής του, κάθε φορά θα εκδίδει δηλαδή δύο ταυτόχρονα συλλογές, μία θεματική (της οποίας τα ποιήματα θα τα αποσπά από ήδη εκδοθείσες χρονολογικές – μ’ έναν ρυθμό ιδιόμορφο, που επαρκώς θα απασχολήσει το βιβλίο –) και μία χρονολογική στην οποία θα συνεχίζει την παράθεση των καινούργιων ποιημάτων του μαζί με τα παλιά. Αυτή η λογική και η πρακτική αποτελεί ουσιαστικά και το επίκεντρο του προβληματισμού στη μελέτη του Σ. Τ., μια που από την πρώτη στιγμή αυτής τής πράξης του Καβάφη αναδύεται αυτό που μπορεί να ονομαστεί (και κατά καιρούς πράγματι ονομάστηκε, έστω και χωρίς να ερευνηθούν οι επιπλέον συνέπειές του) «θεματική κατάταξη»:
Τα ποιήματα σ’ αυτές τίς «θεματικές συλλογές» μπαίνουν σε μία σειρά ανάλογα με αυτό που ο ίδιος ο Καβάφης θεωρεί «θεματική» τους διαφοροποίηση (και που δεν είναι αναγκαστικά η διαφοροποίηση που θα διαλέγαμε εμείς ή που θα θεωρούσαμε εμείς αυτονόητη – και ο Τασσόπουλος το θέτει αυτό από την αρχή, γιατί είναι κεντρικό σημείο του προβλήματος). Έτσι δημιουργούνται από τον ίδιο τον ποιητή οι τρεις θεματικές περιοχές τής ποίησής του που κατά καιρούς πήραν διάφορα ονόματα – ας πούμε φιλοσοφικά, ιστορικά και ερωτικά, και τα οποία ο ίδιος καθοδήγησε μάλλον επίμονα τούς σχολιαστές του έργου του να τα ονομάσουν «τα τής σκέψεως», «τα ιστορικά», και «τα αισθητικά»: Από τη στιγμή που γίνεται αυτή η – ανεπαίσθητη και ακατανόητη ίσως αρχικά – διαφοροποίηση στην εκδοτική του πρακτική, έχουμε στα χέρια μας μια ένδειξη για το νόημα και τη δυναμική τής ποίησής του όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Και είναι κρίσιμη η ανάλυση αυτής τής πρακτικής, όχι μόνο για την «τυπική» σημασία που θα είχε το να ξέρουμε τί θεωρούσε ο ίδιος π.χ. ότι ανήκει στα ερωτικά του (κάτι που εικονογραφείται ας πούμε περίφημα από το ότι το «Ιωνικόν», που θα μπορούσε κανείς αβίαστα να θεωρήσει ότι ανήκει στα τής σκέψεως ή τα φιλοσοφικά (2), κατατάσσεται από τον ίδιον ανενδοίαστα και μονίμως στα ερωτικά) αλλά και γιατί αυτές οι μετατοπίσεις και οι ταξινομήσεις μάς δίνουν ακριβώς το πιο έγκυρο – το μόνο έγκυρο – κλειδί για να δούμε από μέσα την ίδια την αντίληψη του Καβάφη για το νόημα και των λέξεων και των ποιημάτων και τής συνολικής αισθητικής ματιάς και άποψης του ίδιου – άποψη που, ειρωνικά, και αινιγματικά – όπως το συνηθίζει – υποβάλλει σε όποιον είναι σε θέση να νιώσει την υποβολή, άποψη που μιλάει εντέλει για την ίδια την ποίηση, και «προστίθεται» στις λέξεις πλέον τής ποίησής του, αποτελεί δηλαδή πια, η θέση στην οποία κατατάσσει το ποίημα, μέρος του ποιήματος.
Το γεγονός ότι προχωράει αργά αυτή η διαδικασία, δείχνει ακριβώς πόσο επίπονη και νευραλγική ήταν αρχικά η ανακάλυψη – ή η απόφαση – αυτή για τον ίδιον: Έτσι ενώ οι «χρονολογικές» συλλογές, που θα εκδίδει, εμπλουτίζονται αβίαστα πλέον από κάθε καινούργιο, δημοσιευμένο, ποίημα, η κατασκευή τής κάθε θεματικής συλλογής (που η καθεμία, με τη σειρά της, θα ολοκληρώνει κατά κάποιον τρόπο την συνολική εικόνα του έργου του (για τον ίδιο) ως τη στιγμή που την παρουσιάζει) προχωράει αργά, σαν τον κάβουρα, και με βήματα που μάς φαίνονται παράλογα έτσι που γυρίζουνε μπρος και πίσω: το «Όλον Σώμα» ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά στο α΄ του μέρος με την περιγραφή και ανάλυση αυτού του διστακτικού βαδίσματος.
Περιληπτικά εδώ η διαδικασία: Για να φτιάξει τίς θεματικές του συλλογές ο Καβάφης ξεκινάει με βάση το τεύχος του 1910 και σ’ αυτήν την ενότητα ποιημάτων προσθέτει ποιήματα που (χρονολογικά) ανήκουν στον έναν χρόνο πιο πριν και στους δύο χρόνους μετά, ή (αργότερα) στον έναν (ακόμα) χρόνο πιο πριν και στους τρεις (τώρα) χρόνους μετά: Είναι εμφανές δηλαδή ότι ευκολότερα εντάσσει, θεματικά, ποιήματα που ανήκουν στο «μέλλον» απ’ ό,τι στο «παρελθόν» τής ποίησής του, πράγμα που υποβάλλει κατά τον Τασσόπουλο την ιδέα πως όσο έγραφε ο Καβάφης βρισκόταν όλο και πιο εύκολα, άνετα και αποφασιστικά, μέσα στο πνεύμα την νοοτροπία και το ήθος ενός έργου, που πλέον τον κάλυπτε και τον εξέφραζε με μια γενικότερη έννοια και όχι μόνο σαν μεμονωμένο ποίημα, πράγμα που δεν συνέβη ακριβώς στην αρχή, όταν ακόμα έψαχνε ίσως πάρα πολύ, όχι τόσο το τί θέλει ακριβώς να πει (αλλά ακόμα κι αυτό), κυρίως όμως το με ποιον τρόπο ακριβώς θα το ολοκληρώσει σε ένα όλον, το οποίο θα αποτελεί ουσιαστικά την τρίτη – και τη σημαντικότερη ίσως – μορφή του έργου του: την χρονολογική και την θεματική του διάσταση μαζί, δεμένες αναπόσπαστα.
Αυτό το όλον σύμφωνα με τον Τασσόπουλο είναι η κρυμμένη και απόλυτη έγνοια τελικά του Καβάφη, και αυτό μάς δείχνει πάνω απ’ όλα η ιδιομορφία αυτή τής εκδοτικής του πρακτικής: Για χάρη αυτού του όλου θα φτάσει στο σημείο να οργανώσει, να προγραμματίσει, ή και να γράψει ποιήματα, να αλλάξει τίτλους, να αλλάξει ημερομηνίες τίτλων, τοπωνύμια τίτλων, ακόμα και οργανικότερα στοιχεία στο μέσο ενός ποιήματος, στις λέξεις ή το ήθος ενός ήρωα, για να ταιριάσει το ποίημα έτσι στην περιοχή ακριβώς που θέλει τελικά να το τοποθετήσει: Κι όταν κανείς αρχίσει να το υποψιάζεται, να το συναισθάνεται και να το βλέπει αυτό, όταν κανείς παρακολουθήσει αυτό το όλον δηλαδή να αναδύεται μέσα από την εκδοτική πράξη του Καβάφη, βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια αν όχι τελείως αναπάντεχη (γιατί ο Καβάφης μάς προειδοποιεί εν σπέρματι για όλα ίσως από την αρχή όσο κι αν αυτό γίνεται σχεδόν αδιόρατα) όμως σημαντική, συνταρακτική σχεδόν για τίς αισθητικές της διαστάσεις και συνέπειες:
Να λοιπόν ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής ενός αιώνα που θέλησε να χτίσει έναν κόσμο και μάς άφηνε να νομίζουμε ότι περιγράφει τα ήδη χτισμένα. Δεν είναι ίσως τυχαίο, το ότι, το ποίημα, που τώρα βλέπουμε ότι μάς προειδοποιεί γι’ αυτό, είναι σαφές ότι δεν το εξέδωσε ποτέ: Τροφοδότησε όμως, ίσως αυτό, τα πάντα, μένοντας παρ’ όλ’ αυτά το ίδιο, ειρωνικά, στα ανέκδοτα: Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα πρώιμο ποίημα, και ίσως δεν του βρήκε ακριβώς (ως την ώρα που θα πέθαινε και όλα θα σταματούσαν αναγκαστικά) το χρονικό σημείο που θα έπρεπε, μέσα στην θεματική κατάταξη, να το εντάξει: Ή θεώρησε ότι οφείλει να μείνει, σαν διατύπωση, μόνο δικό του, για να προκύψει μετά αβίαστα, ως διαπίστωση, από εμάς:
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
(…)
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
(…) (3)
Το τί υψώθηκε στη θέση των ερειπίων, ανήκει στην αισθητική τής ποίησης του Καβάφη – μια πλατύτερη, άλλου είδους εργασία (που ο Τασσόπουλος, ως τη στιγμή που πέθανε, και μολονότι είχε πειστεί (μετά από κάποιες προσπάθειες φίλων σχετικών με τον χώρο και το θέμα – το ζήτημα περιλαμβάνει και διασκεδαστικά ου μην αλλά και διδακτικά (περί εκδοτικής ζωής μας) ανέκδοτα –) ότι το έργο του δεν θα εκδοθεί ποτέ όσο ζούσε, πίστευε ότι μπορεί να εύρισκε τη δύναμη και τον χρόνο για να επιχειρήσει αργότερα). το πώς όμως χτίστηκε η αισθητική αυτή και επιβεβαιώθηκε για τον ίδιον τον Καβάφη και μπήκε σε εφαρμογή σαν σχέδιο πλέον συστηματικά, αυτό είναι που στο «Όλον Σώμα» ο Τασσόπουλος θέλησε να δείξει αναλυτικά (για να μπορέσει νομίζω να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος, μέσα σ’ όλα τα χρόνια κατά τα οποία συμβίωσε αποκλειστικά με το βιβλίο αυτό (έχοντας αναστείλει το γράψιμο μυθιστορημάτων που περιμένανε σε σχεδιάσματα, ως συνέχεια (κυρίως) του «Ηλιακού Ωρολόγιου» (που εκδόθηκε το 1988) αν και ολοκλήρωσε στο διάστημα τής συγγραφής του «Καβάφη» ένα θεατρικό βασισμένο σε μια νουβέλα του Ντοστογέφσκυ, που κι αυτό είχε σχεδιαστεί απ’ ό,τι θυμάμαι χρόνια νωρίτερα (και έμεινε κι αυτό στα ανέκδοτα)) να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος το «Όλον Σώμα» τής ποίησης του Αλεξανδρινού).
Είναι, κατά τη γνώμη μου (και όχι μόνο τη δικιά μου: ήδη το βιβλίο έχει κάνει, στη χειρόγραφη/εκτυπωμένη μορφή του (πέρα από την προδημοσίευση τμήματος τής Εισαγωγής στον «Επίλογο 2003»), ένα πρώτο ταξίδι σε καβαφικούς φιλολογικούς χώρους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και έχει ήδη ασκήσει, σ’ αυτή τη μορφή, ακόμα και μια πρώτη, έχω την εντύπωση, σιωπηρή επίδραση) είναι λοιπόν μια καβαφική μελέτη που πιστεύω ότι θα αποτελέσει βασικό και θεμελιώδες βοήθημα για κάθε καβαφική έρευνα στο μέλλον.
Σχολαστικότερες λεπτομέρειες, τελειώνοντας: το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία μέρη:
τις Εισαγωγές (: «από τον Καβάφη σε ποιον Καβάφη» και «εισαγωγή στο ζήτημα») όπου τίθενται αρχικές και βασικές σκέψεις γύρω από τη ζωή και τον θάνατο του Αλεξανδρινού – προσωπικά θεωρώ στο σημείο αυτό λαμπρή την ανάλυση των τάφων που έπρεπε να δει ως παιδί αναγκαστικά ο Καβάφης εξαιτίας των πρώιμων θανάτων στην οικογένεια, και τη σύνδεσή τους με τούς μετέπειτα «Τάφους» και τα «Επιτύμβια» τής ποίησής του,
τις Περιοχές τής Ποίησης (: «η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα» και άλλα τέτοια κεφάλαια που έχουν ως τίτλους φράσεις του ίδιου του Καβάφη αναστοχαζόμενου τη δομή του υλικού του (κυρίως στη σωζόμενη αλληλογραφία του)) όπου εκτίθεται η μέθοδος του Καβάφη όπως αποκαλύπτεται κατά τη λεπτομερή και σχολαστική μελέτη των καβαφικών εκδόσεων και τής καβαφικής πρακτικής που απορρέει από αυτές (: αυτονόητη συνέχιση (κατά παραδοχή βεβαίως του ίδιου του Τασσόπουλου) των «Καβαφικών Εκδόσεων» του Γ. Π. Σαββίδη, η οποία συνέχιση δείχνει και τί μπορεί να κάνει η γενναία γονιμότητα στον τομέα ακόμα και ενός φαινομενικά σκληρού σχολαστικισμού) έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε να αναδύεται σταδιακά η μορφή το σχήμα και το νόημα μιας συνολικής καβαφικής ποιητικής ιστορικής σύνθεσης, και
τα Σχόλια (: «σχόλια σε δύο αιώνες»), που είναι και το πιο ξεκούραστο ίσως αναγνωστικά μέρος του βιβλίου: Μέσα από τον σχολιασμό (εξαντλητικόν, έχω την εντύπωση, αν και δεν είναι εκεί το πρόβλημα) των ιστορικών γεγονότων που αφορούν το κάθε ποίημα, δεν εξηγείται μόνο η θέση του κάθε ποιήματος (όπως το τοποθετεί δηλαδή ο Καβάφης στην θεματική του έκδοση των ποιημάτων) δεν καταδεικνύεται μόνο ότι αυτή η θέση είναι ακριβώς η χρονολογική συνέχεια τής ιστορικής στιγμής του προηγούμενου, και η προετοιμασία για την ιστορική στιγμή του επόμενου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, και αφάνταστα ίσως πιο γοητευτικό: Μέσα από την διερεύνηση όλων των παραμέτρων, συμβόλων, προσώπων, γεγονότων και προσωπικών στιγμών που διασχίζουν την υπόθεση του κάθε «ιστορικού» ποιήματος του Καβάφη, αναδεικνύεται πολλές φορές με χιούμορ και ειρωνεία όχι μόνο μια πλευρά τής ιστορίας μας εξαιρετικά γοητευτική και άγνωστη στο πλατύ κοινό (ας όψεται η επίσημη παιδεία μας) μια ιστορία των ιστοριών, των χειρογράφων των μελετών και των προτύπων, τα οποία είχε στη διάθεσή του ο Καβάφης ως πρώτο υλικό (πολλές φορές ειρωνικά συντομεύοντας ή σκληρά συμπυκνώνοντας τούς αρχαίους συγγραφείς), αλλά αναδεικνύεται επίσης αυτόνομα και η κρυμμένη ιστορία των ίδιων αυτών «πηγών» με τίς αντιφάσεις, τίς αδυναμίες, τίς συμβατικότητες, τίς ποιητικές της άδειες, και τη γοητεία της. Τέλος τα σχόλια λειτουργούνε και σ’ ένα τρίτο επίπεδο σαν αυτόνομο ιστορικό ανάγνωσμα όπου, με αφορμή τα ποιήματα του Καβάφη, μπορεί να ζήσει κανείς κομμάτια τής ιστορίας μας σχεδόν ξεχασμένα, παραμελημένα ή λογοκριμένα, όπως οι λεπτομέρειες των τσακωμών των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, οι αλλεπάλληλες οικογενειακές περιπέτειες επιμειξίες και αιμομειξίες των Πτολεμαίων, ως την αστραπιαία κατά διαστήματα ανάδυση μιας εκτυφλωτικά (και καβαφικά) γοητευτικής και άγνωστης ζωής και δράσης ενός ήρωα, που μάς σκλαβώνει μ’ αυτήν την μυρωδιά προυστικής καθημερινότητας που αναδίνει.
Στο όλο έργο διαχέεται τελικά μια ευεργετική αυθεντικότητα σύλληψης και μορφής και, να μού επιτραπεί επίσης να πω, και ήθους, γιατί η επιστημονική του λιτότητα και αυστηρότητα συμβαδίζουν με μια ελλειπτικότητα και μια οικονομία ποιητικών καθαρά καταβολών, πράγμα που κάνει το «Όλον Σώμα» να γοητεύει και σαν κείμενο πέρα από την ειδική φιλολογική του αξία την οποία υπογείως υποβοηθά και ενισχύει το γεγονός πως ο Σ. Τ., με την απόλυτη αυστηρότητα που τον χαρακτήριζε σε όλα του τα επαγγελματικά, δεν επικαλέστηκε ποτέ το δικό του ποιητικό παρελθόν στην ενασχόλησή του με τον Καβάφη.
Πιστεύω πως (όταν εάν και όποτε πλέον, μετά θάνατον, εκδοθεί (πικρή μοίρα πολλών συγγραφέων στη χώρα μας να ξέρουν ότι μια τέτοια πρόταση ίσως ειπωθεί κάποτε και για κείνους)) θα αποδειχθεί ένα βιβλίο συντροφικό για όσους αγαπούν τον Καβάφη, αλλά και ένα βιβλίο εργαλείο χρήσιμο στους ειδικούς, για τούς οποίους μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχή και ξεκίνημα προς άλλες μελέτες στο μέλλον όπως (με ανοίκεια για την ελληνική πραγματικότητα μετριοπάθεια) ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του:
Το βιβλίο αυτό, (που δεν κατέχει καμιά εξ ύψους αλήθεια για τον Καβάφη αλλά θέλει να συμβάλλει, αν όχι στην αναζήτηση και ανεύρεσή της, στην καλύτερη κατανόηση του ποια μπορεί να είναι η αλήθεια αυτή) (…) αποτελεί μέρος τής εργασίας που χρειάζεται να προηγηθεί για να γίνει μια συνολική μελέτη για τον Καβάφη και το έργο του. Έτσι, θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα μέρος από τετράδια εργασίας που είναι χρήσιμα για τη δουλειά που θέλω να κάνω, χρήσιμα και για τη δουλειά όποιου άλλου. Παρά την έκτασή του και παρότι είναι γραμμένο με τρόπο συχνά ελλειπτικό, έφτασε να καλύψει σε κάποιο βαθμό μόνο την ιστορική περιοχή των ποιημάτων και να σχολιάσει ένα μικρό μέρος μόνο από τα ποιήματα αυτά. (…) η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με το έργο του Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με την προσπάθεια να γνωρίσω το έργο του. Πάντως τα όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων των αδημοσίευτων ως τώρα) στοιχείων για τον Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση του ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για το έργο σου ή για τον εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τον Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.
(…)
θα επιχειρήσω να διερευνήσω τα σχετικά με την κατάταξη των ποιημάτων του Καβάφη σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες και θα προσπαθήσω να τα ταξινομήσω, να τα τοποθετήσω δηλαδή στη θεματική τους αλληλουχία, όπου τα ποιήματα πέρα από τη λειτουργία τους ως αυτόνομων ποιητικών μονάδων αποκτούν και άλλες διαστάσεις ή μάλλον, σωστότερα, όπου αποκαλύπτονται και άλλες διαστάσεις τους όταν τα παρακολουθήσει κανείς με μια σειρά παραπλήσια με τη σειρά που ο Καβάφης ήθελε να έχουν. Αυτή τη βούλησή του επιχειρώ να εντοπίσω, να ανιχνεύσω και να πλησιάσω, έχοντας γνώση και συναίσθηση για το ότι είναι ανέφικτο να το πετύχω αυτό. Μού αρκεί να μην απομακρυνθώ από τον δρόμο που δείχνει ο ίδιος και να δοθεί ίσως σε άλλους αφορμή να προχωρήσουν περισσότερο.
(…)
Και καθώς τώρα ο χρόνος (της έρευνας και τής μελέτης, αλλά και τής ζωής εν γένει) του Στέφανου Τασσόπουλου δεν θα προχωρήσει άλλο, μπορώ νομίζω να προσθέσω και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, τελειώνοντας την ελάχιστη αυτή αναφορά μου στο έργο του, και την τελευταία παράγραφο του όλου βιβλίου:
Η εργασία βρίσκεται στην αρχή της ακόμη όμως ως εδώ που έφτασε έχουν τεθεί οι βασικοί της παράμετροι, αυτές που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει – όχι απαραίτητα από μένα. Η απουσία συστήματος και μεθόδου, που μπορεί να φανεί ότι υπάρχει σ’ αυτήν, οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια για τον σχηματισμό κάποιας μεθόδου. Με την έκταση που παίρνει και τίς απαιτήσεις που δημιουργεί αρχίζει ίσως να ξεπερνάει τίς δυνατότητες ενός ανθρώπου, τουλάχιστον τίς δικές μου. Πάντως είμαι σε θέση να την συνεχίσω για πολύ, και για τίς δύο πρώτες περιοχές με αρκετή βεβαιότητα.
(1)
Επιθυμίες.
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
(2)
Ιωνικόν.
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη τής Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τούς λόφους σου περνά.
(3)
Δυνάμωσις.
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου