Στο στο ύψος τού αριθμoύ 567 της Λ. Μεσογείων, εκεί όπου διασταυρώνεται με την οδό Αγίας Θέκλας, ξεκινά η πεζογέφυρα "Μιχάλης Μιχαηλίδης", που συνδέει τη συνοικία Παράδεισος με την συνοικία Νταμάρια-Σταυρός, αμφότερες του δήμου τής Αγίας Παρασκευής, στην άλλη πλευρά τής λεωφόρου, στο ύψος του αριθμού 530.
Στο σημείο αυτό υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος, φωτογραφίες από τον οποίο ακολουθούν, πληροφορίες για τον οποίο δυστυχώς δεν υπάρχουν σε κάποια πινακίδα.
Στο διαδίκτυο, όμως, στη διεύθυνση: www.emena.gr//xristodoulou βρήκαμε μελέτη του κ. Χριστοδούλου Ν. Δημητρίου, Δρ Αρχαιολόγου της Β' ΕΠΚΑ, το κείμενο της οποίας ακολουθεί:
Στο πλαίσιο των έργων για την διαπλάτυνση της λεωφόρου Μεσογείων εν όψει των πρόσφατων Ολυμπιακών Αγώνων, η αρχαιολογική έρευνα εντόπισε ανατολικά της συμβολής της λεωφόρου Μεσογείων με την οδό Αγίας Θέκλας και αμέσως βορείως της λεωφόρου, στην περιοχή «Πευκάκια» του Δήμου Αγίας Παρασκευής, τα αρχιτεκτονικά λείψανα ογκώδους αρχαίου κτίσματος. Η ανασκαφή διενεργήθηκε την άνοιξη του έτους 2003. Μετά το πέρας της το αρχαίο κτίσμα κρίθηκε αρκούντως σημαντικό ώστε να διατηρηθεί ορατό, μετά την μετακίνησή τον σε παρακείμενη βορειότερη Θέση (Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της μεταφοράς τον αρχαίου κτίσματος (αριθμ. γνωμοδοτήσεως: 26/27-5-2003) και η τελευταία εξετελέσθη από συνεργείο που, αφού έκοψε το κτήριο σε τρία μέρη, το μετέφερε με γερανούς στην νέα του Θέση.)
Αποκαλύφθηκε μόνο το βόρειο τμήμα του αρχαίου κτίσματος, καθώς το νότιο τμήμα λείπει, κατεστραμμένο στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκαν τρεις ισχυροί τοίχοι, που δημιουργούν μεταξύ τους δύο ορθές γωνίες και σχηματίζουν σε κάτοψη ένα «Π», με το οριζόντιο σκέλος του να αποτελεί τον μακρότερο άξονα του κτιρίου και να έχει γενική κατεύθυνση από Α. προς Δ. Αρχικά, το εσωτερικό του κτιρίου βρισκόταν προς νότον αυτού τον μακρού άξονα. Η τοιχοποιία του κτίσματος συνίσταται από μεγάλου μεγέθους λιθούς (ογκόλιθους) αδρά επεξεργασμένους, ανάμεσα στους οποίους σφηνώνονται λίθοι μικρού μεγέθους. Η εσωτερική πλευρά των τοίχων εμφανίζεται ιδιαίτερα επιμελημένη, σε αντίθεση με την εξωτερική τους πλευρά, που παραμένει αδρή. Ο τχ1 (ανατολικός τοίχος) και ο τχ3 (δυτικός τοίχος), με κοινή κατεύθυνση από Β. προς Ν., έχουν πλάτος 1,00 μ. περίπου, μέγιστο σωζόμενο μήκος 7,80 μ. και 4,20 αντίστοιχα, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 2,30-3,06 μ. περίπου. Το ίδιο πλάτος (1,00 μ. περίπου) έχει και ο τχ2 (βόρειος τοίχος)• αυτός όμως έχει κατεύθυνση από Α. προς Δ., έχει μήκος 13,80 μ. και το ύψος του φθάνει στα 3,35 μ. περίπου. Τους τοίχους αυτούς στηρίζουν εξωτερικά πέντε αντηρίδες, μία από τις οποίες στηρίζει τον τχ1 (ανατολικό τοίχο), μία τον τχ3 (δυτικό τοίχο) και τρεις τον τχ2 (βόρειο τοίχο). Ο τελευταίος ενσωματώνει, επίσης εξωτερικά, λιθόχτιστη ορθογώνια δεξαμενή, ύψους 2,30 μ. και οριζόντιων εσωτερικών διαστάσεων 1,20 χ 0,60 μ. Η δεξαμενή έχει επίπεδο λιθόκτιστο δάπεδο και την νότια πλευρά της διατρυπούν δύο κυκλικής διατομής σωληνόσχημοι μολύβδινοι αγωγοί, ο ένας ψηλά και ο δεύτερος χαμηλά, οι οποία καταλήγουν στο εσωτερικό του κτίσματος. Στα τοιχώματα της δεξαμενής εντοπίστηκαν εσοχές κατάλληλα διαμορφωμένες για την κατάβαση στο εσωτερικό της. Εσωτερικά του κυρίως κτίσματος και συγκεκριμένα στην εσωτερική γωνία που σχηματίζουν οι τχ2 και 3, αποκαλύφθηκε κατασκευή κυκλικού σχήματος, μέγιστου σωζόμενου ύψους 2,35 μ. περίπου και μέγιστης διαμέτρου 3,32 μ. περίπου. Αυτή είναι λιθόχτιστη στο κάτω τμήμα της και πλινθόκτιστη στο άνω. Στο εσωτερικό της φέρει επίχρισμα υπό ασβεστοκονίαμα, ενώ νοτιοανατολικά της υπάρχει η επιμελημένη είσοδος αψιδωτού σχήματος, κατασκευασμένη από πλίνθους. Βόρεια της εισόδου βρέθηκε μεγάλη πήλινη λεκάνη στερεωμένη επάνω σε μικρού μεγέθους αργούς λίθους. Το κτίσμα χρονολογείται στους νεώτερους αυτοκρατορικούς χρόνους (β' μισό του 3ου αιώνα μ.Χ.), κυρίως από τα κινητά ευρήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας· αυτά προέρχονται σχεδόν στο σύνολό τους από το χώρο της ορθογώνιας δεξαμενής. Βρέθηκαν όστρακα αβαφών αγγείων (στάμνοι, αμφορείς), κομμάτια γυαλιού, καθώς και Θραύσματα αποθηκευτικών πίθων και κεραμίδων. Εντοιχισμένο στον μακρό τοίχο σε δεύτερη χρήση εντοπίστηκε ενεπίγραφο Θραύσμα μαρμάρου• αυτό φέρει την επιγραφή: [...]ΝΗΣ.ΣΤΗΣ[...]. Εντοπίστηκαν επίσης τρία θραύσματα λύχνων (Τη χρονολόγηση των λύχνων έχανε η κ. Jυdith Ρerlzweig-Binder. Σε σχέση με την παλαιότερη χρονολόγηση των λίχνων από την ίδια, στο Perlzweig (1961), εδώ χρονολόγησε τους αντίστοιχους λίχνους κατά δυο δεκαετίες χαμηλότερα. Ο συγγραφέας νιώθει εδώ την ανάγκη να εκφράσει τις θερμές του ευχαριστίες και εγγράφως για αυτήν της τη συμβολή.), μία κεφαλή κεραμικού ειδωλίου και ένα πολύ φθαρμένο αδιάγνωστο χάλκινο νόμισμα.
Το κτίσμα αποτελεί το κατώτερο τμήμα μιας κατασκευής αρχικώς ορθογωνίου Κατόψεως (Το ελλείπον νότιο τμήμα είναι δυνατόν να καταστράφηκε μερικώς ή ολικώς κατά την παλαιότερη διάνοιξη της λεωφόρου Μεσογείων. Ο γείτων δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Χούντας προσδιόρισε την καταστροφή του νοτίου τμήματος του κτίσματος κατά τη διάνοιξη της λεωφόρου Μεσογείων στο σημείο αυτό από τη δεκαετία του '60.). Μια τέτοια ογκώδης κατασκευή, με ισχυρούς τοίχους αλλά ελάχιστα άλλα ευρήματα, προσομοιάζει μόνο προς τις μεγάλες αρχαίες κτιστές δεξαμενές της Αττικής. Μία πρώτη, λοιπόν, πρόταση ερμηνείας του χτίσματος (Εκπεφρασμένη από τον τότε Διευθυντή της Β' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Γεώργιο Σταϊνχάουερ.) το Θεωρεί ημιτελή (λόγω της απουσίας υδατοστεγούς εσωτερικού επιχρίσματος) αρχαία δεξαμενή. Όμως, μια τέτοια ερμηνεία Θεωρείται παρακινδυνευμένη, καθώς το κόστος της στεγανοποιήσεως μιας δεξαμενής αποτελεί ελάχιστο ποσοστό της συνολικής δαπάνης κατασκευής της, που από τα πράγματα φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε. Δηλαδή, μου φαίνεται ότι ελάχιστες πιθανότητες υπάρχουν να ολοκληρώθηκε μια τόσο ογκώδης και δαπανηρή κατασκευή και αυτή να παρέμεινε τελικώς αχρησιμοποίητη διότι δεν στεγανοποιήθηκε. Κατά την άποψή μου η ερμηνεία του χτίσματος Θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους τομείς αρχιτεκτονικής δραστηριότητος. Συγκεκριμένα, προτείνω ότι πιθανότατα η κατασκευή αποτελείτο κατώτατο τμήμα ενός οχυρωματικού πύργου. Και η άποψη αυτή, όμως, εκφράζεται με κάθε επιφύλαξη, καθώς, εξαιτίας των λιγοστών κινητών ευρημάτων, η ταύτιση του κτίσματος είναι προφανώς δυσχερής. Η ύπαρξη φυσικού βραχοχώματος εξωτερικά των τοίχων, καθώς και η εξωτερικά προσαρτημένη σε αυτό δεξαμενή, δείχνει πως το σωζόμενο τμήμα του κτίσματα ήταν οπωσδήποτε υπόγειο. Η κυκλικού σχήματος εσωτερική κατασκευή (που προφανώς είναι ένας κλίβανος) είναι κακώς προσαρμοσμένη στους κυρίως τοίχους και είναι δυνατόν να είναι μεταγενέστερη του υπολοίπου χτίσματος. Ο τύπος του κλιβάνου αποτελεί και αυτός ένα ερευνητικό πρόβλημα. Είναι δυνατόν ο κλίβανος να είναι ένας ιπνός, δηλαδή ένας φούρνος προοριζόμενος για την παρασκευή άρτου. Όμως η εμφάνισή του δεν θυμίζει καθόλου τους ιπνούς ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίοι είναι αρκετά καλά γνωστοί λόγω της συχνής παρουσίας τους σε ρωμαϊκές οχυρώσεις. Κατά μίαν δεύτερη άποψη, είναι δυνατόν να πρόκειται για έναν κεραμικό κλίβανο. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, η απουσία κρατευτών και άλλων στοιχείων που ανευρίσκονται σε κεραμικούς κλιβάνους μάλλον αποκλείει αυτήν την ερμηνεία. Λόγω της ευρέσεως σκωρίας, προτάθηκε ότι πρόκειται για μεταλλευτικό κλίβανο (Από τον κ. Γιώργο Βαρουφάκη, τον οποίον ευχαριστώ πολύ για την in situ εξέταση της σκωρίας που βρέθηκε.). Όμως, ούτε ακροφύσια βρέθηκαν ούτε η μορφή του κλιβάνου ομοιάζει με αυτήν των μεταλλευτικών κλιβάνων της αρχαιότητας. Αντίθετα, μου φαίνεται ότι ο κλίβανος είναι μία ασβεστοκάμινος, στην οποία ίσως μετετράπησαν σε ασβέστη οι (ασβεστολιθικοί) λίθοι του κτίσματος, μετά την καταστροφή του. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο κλίβανος δεν μπορεί παρά να είναι μεταγενέστερος του κτίσματος, εκτός ίσως από την περίπτωση του ιπνού. Η ατελής προσαρμογή του κλιβάνου στο εσωτερικό των τοίχων του κτίσματος μας οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι μετά την εγκατάλειψη ή αχρήστευση του αρχικού τετράπλευρου κτίσματος (πάντως όμως μέσα στα χρονικά όρια της ύστερης αρχαιότητας καθώς βρέθηκε ποσότητα αρχαίας κεραμικής στην επίχωση ταυ κλιβάνου) κατασκευάσθηκε ο κλίβανος, στον οποίον πιθανώς μετετράπησαν σε ασβέστη τόσο λίθοι του κτίσματος όσο και άλλοι από παρακείμενες λίθινες κατασκευές.
Τέλος, η ερμηνεία του ογκώδους κτίσματος ως πύργου συνάδει με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής. Όπως προαναφέρθηκε, η κεραμική χρονολογεί το κτίσμα στους ίδιους ακριβώς χρόνους όπου κατασκευάζεται το Ουαλεριάνειο τείχος των Αθηνών (πριν από το 260 μ.Χ.), αλλά και η Αττική δοκιμάζεται από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ). Είναι φυσικό, σε περιόδους κρίσης (όπως αυτή του 3ου αιώνα μ.Χ.), το πέρασμα, μεταξύ των αντερεισμάτων της Πεντέλης και του Υμηττού, που οδηγούσε από και προς την πόλη των Αθηνών, να ελέγχεται με οχυρώσεις που προστατεύουν, αλλά και συνάμα απαγορεύουν τη χρήση της οδικής αρτηρίας. Άλλωστε, τα οχυρωματικά έργα σε μία πόλη σπάνια περιορίζονται στα καθ’ εαυτά τείχη, άλλα επεκτείνονται σε πλήθος δευτερευόντων οχυρωμάτων που λειτουργούν ως παρατηρητήρια ή σταθμοί εγκαίρου προειδοποιήσεως (με σήματα καπνού την ημέρα ή δια φρυκτών την νύχτα), αλλά και ως προσωρινά καταφύγια, κατά τη διάρκεια επιδρομών. Τέτοιας φύσεως φαίνεται πως είναι το συγκεκριμένο ρωμαϊκό κτίσμα,που με τον εντυπωσιακό όγκο του αποτελεί τοπογραφικό σημείο αναφοράς της εισόδου των Μεσογείων, μαζί με τον μεταγενέστερο παρακείμενο Ι. Ν. Αγίας Θέκλης, δεσπόζοντας στο υψηλότερο σημείο του περάσματος και με ανεμπόδιστη ορατότητα, τόσο προς το λεκανοπέδιο όσο και προς τα Μεσόγεια.
Στο διαδίκτυο, όμως, στη διεύθυνση: www.emena.gr//xristodoulou βρήκαμε μελέτη του κ. Χριστοδούλου Ν. Δημητρίου, Δρ Αρχαιολόγου της Β' ΕΠΚΑ, το κείμενο της οποίας ακολουθεί:
Ογκώδες κτίσμα Ρωμαϊκής περιόδου στο Σταυρό Αγίας Παρασκευής:
Το πέρασμα στα μεσόγεια κατά την ύστερη αρχαιότητα
Στο πλαίσιο των έργων για την διαπλάτυνση της λεωφόρου Μεσογείων εν όψει των πρόσφατων Ολυμπιακών Αγώνων, η αρχαιολογική έρευνα εντόπισε ανατολικά της συμβολής της λεωφόρου Μεσογείων με την οδό Αγίας Θέκλας και αμέσως βορείως της λεωφόρου, στην περιοχή «Πευκάκια» του Δήμου Αγίας Παρασκευής, τα αρχιτεκτονικά λείψανα ογκώδους αρχαίου κτίσματος. Η ανασκαφή διενεργήθηκε την άνοιξη του έτους 2003. Μετά το πέρας της το αρχαίο κτίσμα κρίθηκε αρκούντως σημαντικό ώστε να διατηρηθεί ορατό, μετά την μετακίνησή τον σε παρακείμενη βορειότερη Θέση (Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της μεταφοράς τον αρχαίου κτίσματος (αριθμ. γνωμοδοτήσεως: 26/27-5-2003) και η τελευταία εξετελέσθη από συνεργείο που, αφού έκοψε το κτήριο σε τρία μέρη, το μετέφερε με γερανούς στην νέα του Θέση.)
Αποκαλύφθηκε μόνο το βόρειο τμήμα του αρχαίου κτίσματος, καθώς το νότιο τμήμα λείπει, κατεστραμμένο στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκαν τρεις ισχυροί τοίχοι, που δημιουργούν μεταξύ τους δύο ορθές γωνίες και σχηματίζουν σε κάτοψη ένα «Π», με το οριζόντιο σκέλος του να αποτελεί τον μακρότερο άξονα του κτιρίου και να έχει γενική κατεύθυνση από Α. προς Δ. Αρχικά, το εσωτερικό του κτιρίου βρισκόταν προς νότον αυτού τον μακρού άξονα. Η τοιχοποιία του κτίσματος συνίσταται από μεγάλου μεγέθους λιθούς (ογκόλιθους) αδρά επεξεργασμένους, ανάμεσα στους οποίους σφηνώνονται λίθοι μικρού μεγέθους. Η εσωτερική πλευρά των τοίχων εμφανίζεται ιδιαίτερα επιμελημένη, σε αντίθεση με την εξωτερική τους πλευρά, που παραμένει αδρή. Ο τχ1 (ανατολικός τοίχος) και ο τχ3 (δυτικός τοίχος), με κοινή κατεύθυνση από Β. προς Ν., έχουν πλάτος 1,00 μ. περίπου, μέγιστο σωζόμενο μήκος 7,80 μ. και 4,20 αντίστοιχα, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 2,30-3,06 μ. περίπου. Το ίδιο πλάτος (1,00 μ. περίπου) έχει και ο τχ2 (βόρειος τοίχος)• αυτός όμως έχει κατεύθυνση από Α. προς Δ., έχει μήκος 13,80 μ. και το ύψος του φθάνει στα 3,35 μ. περίπου. Τους τοίχους αυτούς στηρίζουν εξωτερικά πέντε αντηρίδες, μία από τις οποίες στηρίζει τον τχ1 (ανατολικό τοίχο), μία τον τχ3 (δυτικό τοίχο) και τρεις τον τχ2 (βόρειο τοίχο). Ο τελευταίος ενσωματώνει, επίσης εξωτερικά, λιθόχτιστη ορθογώνια δεξαμενή, ύψους 2,30 μ. και οριζόντιων εσωτερικών διαστάσεων 1,20 χ 0,60 μ. Η δεξαμενή έχει επίπεδο λιθόκτιστο δάπεδο και την νότια πλευρά της διατρυπούν δύο κυκλικής διατομής σωληνόσχημοι μολύβδινοι αγωγοί, ο ένας ψηλά και ο δεύτερος χαμηλά, οι οποία καταλήγουν στο εσωτερικό του κτίσματος. Στα τοιχώματα της δεξαμενής εντοπίστηκαν εσοχές κατάλληλα διαμορφωμένες για την κατάβαση στο εσωτερικό της. Εσωτερικά του κυρίως κτίσματος και συγκεκριμένα στην εσωτερική γωνία που σχηματίζουν οι τχ2 και 3, αποκαλύφθηκε κατασκευή κυκλικού σχήματος, μέγιστου σωζόμενου ύψους 2,35 μ. περίπου και μέγιστης διαμέτρου 3,32 μ. περίπου. Αυτή είναι λιθόχτιστη στο κάτω τμήμα της και πλινθόκτιστη στο άνω. Στο εσωτερικό της φέρει επίχρισμα υπό ασβεστοκονίαμα, ενώ νοτιοανατολικά της υπάρχει η επιμελημένη είσοδος αψιδωτού σχήματος, κατασκευασμένη από πλίνθους. Βόρεια της εισόδου βρέθηκε μεγάλη πήλινη λεκάνη στερεωμένη επάνω σε μικρού μεγέθους αργούς λίθους. Το κτίσμα χρονολογείται στους νεώτερους αυτοκρατορικούς χρόνους (β' μισό του 3ου αιώνα μ.Χ.), κυρίως από τα κινητά ευρήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας· αυτά προέρχονται σχεδόν στο σύνολό τους από το χώρο της ορθογώνιας δεξαμενής. Βρέθηκαν όστρακα αβαφών αγγείων (στάμνοι, αμφορείς), κομμάτια γυαλιού, καθώς και Θραύσματα αποθηκευτικών πίθων και κεραμίδων. Εντοιχισμένο στον μακρό τοίχο σε δεύτερη χρήση εντοπίστηκε ενεπίγραφο Θραύσμα μαρμάρου• αυτό φέρει την επιγραφή: [...]ΝΗΣ.ΣΤΗΣ[...]. Εντοπίστηκαν επίσης τρία θραύσματα λύχνων (Τη χρονολόγηση των λύχνων έχανε η κ. Jυdith Ρerlzweig-Binder. Σε σχέση με την παλαιότερη χρονολόγηση των λίχνων από την ίδια, στο Perlzweig (1961), εδώ χρονολόγησε τους αντίστοιχους λίχνους κατά δυο δεκαετίες χαμηλότερα. Ο συγγραφέας νιώθει εδώ την ανάγκη να εκφράσει τις θερμές του ευχαριστίες και εγγράφως για αυτήν της τη συμβολή.), μία κεφαλή κεραμικού ειδωλίου και ένα πολύ φθαρμένο αδιάγνωστο χάλκινο νόμισμα.
Το κτίσμα αποτελεί το κατώτερο τμήμα μιας κατασκευής αρχικώς ορθογωνίου Κατόψεως (Το ελλείπον νότιο τμήμα είναι δυνατόν να καταστράφηκε μερικώς ή ολικώς κατά την παλαιότερη διάνοιξη της λεωφόρου Μεσογείων. Ο γείτων δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Χούντας προσδιόρισε την καταστροφή του νοτίου τμήματος του κτίσματος κατά τη διάνοιξη της λεωφόρου Μεσογείων στο σημείο αυτό από τη δεκαετία του '60.). Μια τέτοια ογκώδης κατασκευή, με ισχυρούς τοίχους αλλά ελάχιστα άλλα ευρήματα, προσομοιάζει μόνο προς τις μεγάλες αρχαίες κτιστές δεξαμενές της Αττικής. Μία πρώτη, λοιπόν, πρόταση ερμηνείας του χτίσματος (Εκπεφρασμένη από τον τότε Διευθυντή της Β' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Γεώργιο Σταϊνχάουερ.) το Θεωρεί ημιτελή (λόγω της απουσίας υδατοστεγούς εσωτερικού επιχρίσματος) αρχαία δεξαμενή. Όμως, μια τέτοια ερμηνεία Θεωρείται παρακινδυνευμένη, καθώς το κόστος της στεγανοποιήσεως μιας δεξαμενής αποτελεί ελάχιστο ποσοστό της συνολικής δαπάνης κατασκευής της, που από τα πράγματα φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε. Δηλαδή, μου φαίνεται ότι ελάχιστες πιθανότητες υπάρχουν να ολοκληρώθηκε μια τόσο ογκώδης και δαπανηρή κατασκευή και αυτή να παρέμεινε τελικώς αχρησιμοποίητη διότι δεν στεγανοποιήθηκε. Κατά την άποψή μου η ερμηνεία του χτίσματος Θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους τομείς αρχιτεκτονικής δραστηριότητος. Συγκεκριμένα, προτείνω ότι πιθανότατα η κατασκευή αποτελείτο κατώτατο τμήμα ενός οχυρωματικού πύργου. Και η άποψη αυτή, όμως, εκφράζεται με κάθε επιφύλαξη, καθώς, εξαιτίας των λιγοστών κινητών ευρημάτων, η ταύτιση του κτίσματος είναι προφανώς δυσχερής. Η ύπαρξη φυσικού βραχοχώματος εξωτερικά των τοίχων, καθώς και η εξωτερικά προσαρτημένη σε αυτό δεξαμενή, δείχνει πως το σωζόμενο τμήμα του κτίσματα ήταν οπωσδήποτε υπόγειο. Η κυκλικού σχήματος εσωτερική κατασκευή (που προφανώς είναι ένας κλίβανος) είναι κακώς προσαρμοσμένη στους κυρίως τοίχους και είναι δυνατόν να είναι μεταγενέστερη του υπολοίπου χτίσματος. Ο τύπος του κλιβάνου αποτελεί και αυτός ένα ερευνητικό πρόβλημα. Είναι δυνατόν ο κλίβανος να είναι ένας ιπνός, δηλαδή ένας φούρνος προοριζόμενος για την παρασκευή άρτου. Όμως η εμφάνισή του δεν θυμίζει καθόλου τους ιπνούς ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίοι είναι αρκετά καλά γνωστοί λόγω της συχνής παρουσίας τους σε ρωμαϊκές οχυρώσεις. Κατά μίαν δεύτερη άποψη, είναι δυνατόν να πρόκειται για έναν κεραμικό κλίβανο. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, η απουσία κρατευτών και άλλων στοιχείων που ανευρίσκονται σε κεραμικούς κλιβάνους μάλλον αποκλείει αυτήν την ερμηνεία. Λόγω της ευρέσεως σκωρίας, προτάθηκε ότι πρόκειται για μεταλλευτικό κλίβανο (Από τον κ. Γιώργο Βαρουφάκη, τον οποίον ευχαριστώ πολύ για την in situ εξέταση της σκωρίας που βρέθηκε.). Όμως, ούτε ακροφύσια βρέθηκαν ούτε η μορφή του κλιβάνου ομοιάζει με αυτήν των μεταλλευτικών κλιβάνων της αρχαιότητας. Αντίθετα, μου φαίνεται ότι ο κλίβανος είναι μία ασβεστοκάμινος, στην οποία ίσως μετετράπησαν σε ασβέστη οι (ασβεστολιθικοί) λίθοι του κτίσματος, μετά την καταστροφή του. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο κλίβανος δεν μπορεί παρά να είναι μεταγενέστερος του κτίσματος, εκτός ίσως από την περίπτωση του ιπνού. Η ατελής προσαρμογή του κλιβάνου στο εσωτερικό των τοίχων του κτίσματος μας οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι μετά την εγκατάλειψη ή αχρήστευση του αρχικού τετράπλευρου κτίσματος (πάντως όμως μέσα στα χρονικά όρια της ύστερης αρχαιότητας καθώς βρέθηκε ποσότητα αρχαίας κεραμικής στην επίχωση ταυ κλιβάνου) κατασκευάσθηκε ο κλίβανος, στον οποίον πιθανώς μετετράπησαν σε ασβέστη τόσο λίθοι του κτίσματος όσο και άλλοι από παρακείμενες λίθινες κατασκευές.
Τέλος, η ερμηνεία του ογκώδους κτίσματος ως πύργου συνάδει με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής. Όπως προαναφέρθηκε, η κεραμική χρονολογεί το κτίσμα στους ίδιους ακριβώς χρόνους όπου κατασκευάζεται το Ουαλεριάνειο τείχος των Αθηνών (πριν από το 260 μ.Χ.), αλλά και η Αττική δοκιμάζεται από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ). Είναι φυσικό, σε περιόδους κρίσης (όπως αυτή του 3ου αιώνα μ.Χ.), το πέρασμα, μεταξύ των αντερεισμάτων της Πεντέλης και του Υμηττού, που οδηγούσε από και προς την πόλη των Αθηνών, να ελέγχεται με οχυρώσεις που προστατεύουν, αλλά και συνάμα απαγορεύουν τη χρήση της οδικής αρτηρίας. Άλλωστε, τα οχυρωματικά έργα σε μία πόλη σπάνια περιορίζονται στα καθ’ εαυτά τείχη, άλλα επεκτείνονται σε πλήθος δευτερευόντων οχυρωμάτων που λειτουργούν ως παρατηρητήρια ή σταθμοί εγκαίρου προειδοποιήσεως (με σήματα καπνού την ημέρα ή δια φρυκτών την νύχτα), αλλά και ως προσωρινά καταφύγια, κατά τη διάρκεια επιδρομών. Τέτοιας φύσεως φαίνεται πως είναι το συγκεκριμένο ρωμαϊκό κτίσμα,που με τον εντυπωσιακό όγκο του αποτελεί τοπογραφικό σημείο αναφοράς της εισόδου των Μεσογείων, μαζί με τον μεταγενέστερο παρακείμενο Ι. Ν. Αγίας Θέκλης, δεσπόζοντας στο υψηλότερο σημείο του περάσματος και με ανεμπόδιστη ορατότητα, τόσο προς το λεκανοπέδιο όσο και προς τα Μεσόγεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου