(αναθεώρηση παλαιότερου κειμένου)
Στην πεδινή Κορινθία, όπως εξάλλου και στην πλειοψηφία των εκτός των μεγάλων πόλεων κατοικημένων περιοχών τής Ελλάδας, το νερό τής βρύσης ούτε πόσιμο είναι ούτε καν για μαγείρεμα. Επιπλέον (α) με την εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες, (β) τη δημιουργία και λειτουργία και μάλιστα επιδοτούμενων, επί πολλά χρόνια χωματερών αγροτικών προϊόντων (κυρίως πορτοκαλιών), από τις οποίες διαχεότανε στο υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα, κάτω από την πεδιάδα, το προϊόν τής αποσύνθεσης των σηπόμενων φρούτων, πικρό δηλητήριο που ενίοτε χρωμάτιζε πορτοκαλί το νερό των γεωτρήσεων, και (γ) τις ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις, πόσιμο νερό, το οποίο θα ήταν δυνατόν να αντληθεί σε πεδινές περιοχές δεν υπάρχει καθόλου και οι λύσεις, στο πρόβλημα της εξεύρεσης πόσιμου νερού, αναζητούνται είτε σε πηγές, σε κάποιο υψόμετρο στις πλαγιές λόφων ή βουνών στα όρια πεδινής – ορεινής Κορινθίας, από τις οποίες πηγάζει καθαρό πόσιμο νερό, μέχρις φυσικά αποδείξεως τού εναντίον, είτε στο αρκετά δαπανηρότερο εμφιαλωμένο νερό.
Μέχρι το 2007, πριν δηλαδή το χειρότερο καλοκαίρι από πλευράς πυρκαγιών στην Πελοπόννησο, μια πηγή πόσιμου νερού βρισκότανε στην άκρη ενός μικρού χωριού, στους πρόποδες ενός πευκόφυτου και με ελάχιστες καλλιέργειες βουνού, στα όρια τής πεδινής και της ορεινής Κορινθίας. Στην εν λόγω πηγή αναζητούσανε πόσιμο νερό εκτός από τους κατοίκους τού παρακείμενου χωριού και αρκετοί άλλοι, κάτοικοι, μόνιμοι ή μη από κοντινές περιοχές.
Ακριβώς δίπλα στην πηγή, σε εμφανές σημείο, υπήρχε μια πινακίδα όπου αναγραφόταν: «προηγούνται οι ντόπιοι».
Το νερό πήγαζε ελεύθερα, χωρίς δηλαδή κάποιο μηχάνημα άντλησης, και όταν δεν υπήρχε κάποιος να το συλλέξει, συνήθως σε μπιτόνι, έρεε προς ένα ρυάκι, το οποίο αρχικά κινούνταν δυτικά και μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα συναντούσε ένα ρέμα, από τα πολλά που ξεκινούν από την ορεινή Κορινθία και κινούμενα βόρεια καταλήγουνε στον Κορινθιακό κόλπο.
Η ροή του νερού, όπως πήγαζε, ήτανε σχετικά σταθερή, χειμώνα καλοκαίρι, και ένα μπιτόνι, γύρω στα δεκαπέντε με είκοσι λίτρα, γέμιζε σε λιγότερο από δυόμιση με τρία λεπτά.
Στη συγκεκριμένη πηγή, όποια ώρα και αν πήγαινες, ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες όταν στην περιοχή ανοίγουνε τα εξοχικά, δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένεις στην ουρά πάνω από δέκα με δεκαπέντε λεπτά για να προμηθευτείς νερό γεμίζοντας δύο με τρία μπιτόνια. Παραπάνω ποσότητα δεν είχε νόημα αφού το στάσιμο νερό μες σε δυο τρεις μέρες καθίσταται ακατάλληλο για πόση, εκτός αν έχει συσκευαστεί αεροστεγώς έχοντας υποστεί και την κατάλληλη επεξεργασία.
Οι ώρες που προτιμούνταν ήτανε το πρωί πριν τις δέκα και αργά το απόγευμα πριν νυχτώσει.
Στην ουρά βέβαια δεν περίμεναν όλοι διότι υπήρχε ο «νόμος της πινακίδας». Τι και αν βρισκόμασταν σε δημόσιο χώρο, άρα προσπελάσιμο ισότιμα για όλους, όταν ερχόταν ο «ντόπιος» (δηλαδή ο μόνιμος κάτοικος του χωριού στην άκρη του οποίου βρισκόταν η πηγή), απλά προχωρούσε παίρνοντας θέση πίσω από αυτόν που εκείνη την ώρα γέμιζε τα παγούρια του, που μάλιστα, αν τύχαινε να είχε πάνω από ένα και δεν ήτανε «ντόπιος», κινδύνευε να του υποδειχθεί - ναι είχα γίνει μάρτυρας τέτοιου συμβάντος και όχι μόνο μια φορά - ότι για να γεμίσει τα υπόλοιπα, ένα ή δύο το πολύ όπως είπαμε, θα πρέπει να περιμένει πρώτα να γεμίσει ο ντόπιος! Και αν κάποιος στην ουρά, πιθανόν μη γνωρίζοντας ή έχοντας κατανοήσει το «νόμο της πινακίδας», τολμούσε να διαμαρτυρηθεί, ο «ντόπιος», χωρίς λόγια, του έδειχνε ειρωνικά και προκλητικά την πινακίδα και αν χρειαζότανε του απευθυνότανε και λεκτικά, με όχι βέβαια και τον καλύτερο τρόπο. Μια λεκτική επίθεση που, αν ο «μη ντόπιος» δε φρόντιζε να συμμορφωθεί, θα μπορούσε να εξελιχθεί περαιτέρω.
Τον Αύγουστο του 2007, ολόκληρο το πευκοδάσος τού μικρού αυτού βουνού εξαφανίστηκε από την πύρινη λαίλαπα και από την άνοιξη τού 2008 και μετά η πηγή στέρεψε. Τα δέντρα - το ριζικό σύστημα των οποίων συγκρατούσε το νερό τής βροχής, καθώς και του ελάχιστου χιονιού τύχαινε να πέσει στην κορυφή του κάποιους χειμώνες, και το αποστράγγιζε με ρυθμό που επέτρεπε και την απορρόφηση και αποθήκευσή του, μες στο σώμα τού βουνού, και την έξοδό του, από την πηγή, με την θεσμοθετημένη [από ποιόν και με ποια εξουσία αλήθεια;] ανισότιμη υπέρ των «ντόπιων» πρόσβαση, με σταθερό ρυθμό όλο το χρόνο, αλλά και από άλλες - εξαφανίστηκαν από όλο τον κώνο τού βουνού.
Έντεκα πλέον χρόνια μετά κι ένα κομμάτι τού δάσους φαίνεται πως ξαναγίνεται, αλλά σε κάποια μέρη τού πρώην δάσους, οι «ντόπιοι», φροντίσανε να φυτέψουν αμπέλια και ελιές [να υποθέσουμε αποκτώντας τίτλους κατοχής των (καμένων) εκτάσεων τού πρώην δάσους από την ίδια εξουσία που τους είχε καταστήσει πιο ίσους των υπολοίπων στην αναμονή πρόσβασης στο νερό τής επίμαχης πηγής;] φέρνοντας μάλιστα, με χιλιόμετρα δικτύου σωληνώσεων, νερό από την πεδινή Κορινθία. Νερό που ενώ μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, στην πεδινή Κορινθία, βρισκότανε «στο μισό μέτρο» στα πηγάδια, στις αυλές και στα χωράφια, τώρα οι γεωτρήσεις φτάνουνε στα 200-250 μέτρα κι ενίοτε βγάζουν «αλμυρό νερό», κάτι που σημαίνει ότι το θαλασσινό νερό εισέβαλε στον υδροφόρο ορίζοντα τής περιοχής τής γεώτρησης οριστικά και μη αναστρέψιμα. Ένας ακόμη, μαζί με την κλιματική αλλαγή και την αποχέρσωση των δασών, παράγοντας ερημοποίησης τής περιοχής.
Αυτή η παγκόσμια, μετά την εξαφάνιση ή υποχρεωτική προσαρμογή στους κατακτητές αρχαίων λαών όπως οι ινδιάνοι και οι κάτοικοι απομονωμένων νησιών στους ωκεανούς, σήμερα, επίκτητη, αφύσικη και εξ ιδεοληψίας επιβληθείσα συμπεριφορά: η απαξιωτική προς τον μη ντόπιο, προς τον διαφορετικού χώματος ή και ίδιου χρώματος, αλλά άλλης φυλής (λες και δεν καταγόμαστε όλοι μας από τους ίδιους κοινούς προγόνους, που κάποτε στα καυτά χώματα της Αιθιοπίας, εξελιχθήκανε και σηκωθήκανε στα δυο τους πόδια για να αποφύγουν αυτήν την αφόρητη φλόγα των βράχων, υπό και από τον κάθετο ήλιο τού ισημερινού και ταξιδέψανε προς, και κατοικήσανε σε, όλα τα μέρη τού κόσμου), προς τον διαφορετικής θρησκείας ή ιδιαίτερης σεξουαλικής επιλογής, προς τη γυναίκα αφού και σήμερα υπάρχουνε χώρες στις οποίες ο «ηθικός νόμος» φτάνει να απαιτεί το βίαιο ακρωτηριασμό της και την παραχώρησή της ως ερωτικό αντικείμενο αμέτοχο στην ερωτική πράξη και δούλα, δεν έχει καμία λογική δικαιολόγηση και είναι συνυφασμένη με την οικονομική, και όχι μόνο, εκμετάλλευση γιατί χωρίς αυτήν, η εκμετάλλευση, δεν θα μπορούσε να στεριώσει. Εκμετάλλευση και ρατσιστική συμπεριφορά πάνε αντάμα. Αφύσικα και παράλογα αμφότερα.
Μόνο που η εκμετάλλευση επεκτείνεται και στη σχέση μας με τη φύση καθιστώντας τήν επιβίωσή μας ως είδος προβληματική και όχι από φυσικά αίτια, τα οποία δεν θα μπορούσαμε να ελέγξουμε, όπως έχει ανά καιρούς συμβεί με αμέτρητα άλλα είδη ζωής, χαμένα οριστικά, στα 4,5 δις χρόνια ύπαρξης τής γης, αλλά από την συμπεριφορά μας, η οποία δείχνει να αγνοεί τα όρια τού πλανήτη και να εξαντλεί ανεπιστρεπτί, στο όνομα τού εφήμερου κέρδους των λίγων, τους πόρους του.
Είτε μιλάμε για την αλόγιστη οικονομική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και το ζοφερό μέλλον που μας φτιάχνουμε είτε μιλάμε για την οικονομική εκμετάλλευση τού ανθρώπου από τον άνθρωπο είτε συνήθως και τα δύο μαζί, ως τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, ο παράλογος και αφύσικος κάθε είδους και έκφρασης ρατσισμός είναι το πολυτιμότερό τους όργανο. Και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει τα πρόσφατα χρόνια τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά ανέκαθεν όπου υπήρχε ταξική εξουσία. Είναι γνωστό για παράδειγμα ότι στη μεσοποταμία υπήρχανε δάση τα οποία χάθηκαν από την ανθρώπινη δραστηριότητα πριν λίγες χιλιάδες χρόνια, αφήνοντας έρημο. Μόνο που σήμερα οι επεμβάσεις τού ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον είναι τέτοιες που οι συνέπειες θα είναι ολιστικές στη βιόσφαιρα και οι «ντόπιοι» δεν θα βρίσκουνε χώρο πουθενά να νιώθουνε ντόπιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου