Πηγή πρωτότυπου: barapoemes.net.
Et vous, Mers, qui lisiez dans de plus vastes songes, nous laisserez-vous un soir aux rostres de la Ville, parmi la pierre publique et les pampres de bronze ?
Plus large, ô foule, notre audience sur ce versant d'un âge sans déclin : la Mer, immense et verte comme une aube à l'orient des hommes,
La Mer en fête sur ses marches comme une ode de pierre : vigile et fête à nos frontières, murmure et fête à hauteur d'hommes
̶ la Mer elle-même notre veille, comme une promulgation divine…
L'odeur funèbre de la rose n'assiègera plus les grilles du tombeau; l'heure vivante dans les palmes ne taira plus son âme d'étrangère...
Amères, nos lèvres de vivants le furent-elle jamais ?
J'ai vu sourire aux feux du large la grande chose fériée : La Mer en fête de nos songes, comme une Pâque d'herbe verte et comme fête que l'on fête,
Toute la Mer en fête des confins, sous sa fauconnerie de nuées blanches, comme domaine de franchise et comme terre de mainmorte, comme province d'herbe folle et qui fut jouée aux dés...
Inonde, ô brise, ma naissance ! Et ma faveur s'en aille au cirque de plus vastes pupilles!... Les sagaies de Midi vibrent aux portes de la joie.
Les tambours du néant cèdent aux fifres de lumière. Et l'Océan, de toutes parts, foulant son poids de roses mortes.
Sur nos terrasses de calcium lève sa tête de Tétrarque.
Και σεις, οι θάλασσες, που οδηγείτε με την ανάγνωση στα πιο πελώρια όνειρα, θα μας μιλούσατε κάποια βραδιά σ' ένα απ' τα βάθρα αυτής της Πόλης, ανάμεσα στη λιθόστρωτη δημοσιά και τα ορειχάλκινα σταφύλια;
Ω πλήθος, εσύ δικό μας ακροατήριο, στ' αλήθεια μεγαλύτερο σε τούτη την κατηφοριά μιας εποχής δίχως φθορά και παρακμή: η Θάλασσα πράσινη κι ανεξάντλητη σαν χαραυγή στην Ανατολή των ανθρώπων.
Η Θάλασσα η γιορτινή, στα εμβατήριά της, σαν πέτρινο τραγούδι: νυχτέρι, πανηγύρι στα σύνορά μας, γιορτή ψιθύρων στα ύψη των ανθρώπων - η Θάλασσα η ίδια η χτεσινή, σαν μήνυμα από ψηλά σταλμένο...
Η ευωδία των ρόδων στις κηδείες δεν θα κυριαρχήσει στα κιγκλιδώματα των τάφων. Η κρίσιμη ώρα, η ιστορική, μέσα στις φοινικιές και τα βαγιόκλαρα δεν θα σωπάσει πια τη ξενική καρδιά της...
Πικρά τα χείλη μας, πικρά των ζωντανών τα χείλη, θάναι για πάντα έτσι πικρά;
Την είδα να χαμογελά μπρος τα μεγάλα φώτα, εκείνη την πελώρια πούχει το πανηγύρι: τη Θάλασσα τη γιορτινή στα όνειρά μας σαν πράσινη, χορταριασμένη Πασχαλιά και σαν γιορτή, που όλοι γιορτάζουν.
Όλη η Θάλασσα από άκρη σ' άκρη πανηγυρίζει, κάτω απ' τη γερακοφωλιά των άσπρων της νεφών, σαν χώρος προνομιακός και σαν τη γη του χάρου, σαν εξοχή με τρελοχόρταρο και τόπος, που παίζουν στα ζάρια...
Πλημμύρισε, ω αύρα, τα γεννητούρια μου! Και τότε η χάρη μου θα φύγει για τους κύκλους των πιο ατελείωτων ματιών! Τα ακόντια του Μεσημεριού δονούν τις πόρτες της χαράς. Τα τύμπανα του μηδενός κάνουνε τόπο στις φλογέρες του φωτός.
Κι ο Ωκεανός από παντού ποδοπατάει τα νεκρά, πεσμένα ρόδα.
Ώσπου και στους εξώστες μας με τον ασβέστη να υψώσει τη μορφή της η Τετραρχία.
Από τη συλλογή Amers, Editions Gallimard 1957
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου