14 Ιανουαρίου 2021

Το Ριζόκαστρο [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - Δ'

Οι Άγιοι Ανάργυροι του Αγίου Τάφου και η Κολοκυθού — Ο περίφημος Φαλμεράγιερ — Η εκκλησία της Αυτοκρατόρισσας Ειρήνης της Αθηναίας — Το μοιρολόγι της Όρσας Καλογερά.

Και τώρα κατ’ ανάγκη έρχεται η σειρά των Αγίων Αναργύρων, οι όποιοι σήμερα είναι ιδιοκτησία του Πανάγιου Τάφου και ανήκουν στην επικυριαρχία του εκάστοτε Έξαρχου.
Τι να πρωτοπεί κανείς και τι να παραλείψει για την Εκκλησία αυτή! Και πρώτα πώς πηγαίνει κάποιος εκεί πάνω;
Ο νεωτεριστικός τρόπος είναι μέσω της οδού Ερεχθέως, δηλαδή κάτω, από την οδό Λυσίου, ανεβαίνοντας ένα σωρό σκαλάκια, ή επάνω, από την οδό Πρυτανείου κατεβαίνοντας λίγα σκαλάκια.
Από κει μπαίνει κάνεις μέσω της πύλης του Εξαρχείου ή μέσω μιας πόρτας της θορυβώδους πίσω αυλής.
Σ’ αυτήν την οδό Πρυτανείου υπάρχει κι ένα μικρό πορτάκι, το όποιο οδηγεί στο γυναικωνίτη, και με μια σκαλίτσα μαρμάρινη στο προαύλιο του ναού. Αν έχετε την τύχη να βρείτε ανοικτό το πορτάκι αυτό, θα σας διευκολύνει αρκετά τη μετάβαση.
Η πολύ παλιά όμως είσοδος με τα αρχικά της σκαλωτά επίπεδα και με το καλντερίμι βρίσκεται άμα πάρει κάποιος το δρομάκι Καλλιφρονά, το οποίο, όπως είπαμε, θα συναντήσει δις να πέφτει στην οδό Τριπόδων και Λυσίου. Εννοείται ότι και μέσω της οδού Μνησικλέους επάνω υπερπηδώντας το χώρο του Μαγγούτη φθάνουμε στα πλατύσκαλα αυτά.
Το καθήκον μας λοιπόν είναι να προτιμήσουμε την παλιά είσοδο και με τη βοήθεια των Αγίων Αναργύρων να μπούμε στην αυλή τους.

Τι ήταν αυτοί οι Άγιοι Ανάργυροι αρχικά, το αγνοούμε μέχρι σήμερα. Στους αιώνες της Τουρκοκρατίας φέρεται το όνομα του Αθηναίου Κολοκύνθη ως ιδιοκτήτη. Ήταν δε τότε μοναστήρι. Με αυτό συνδέεται για μας και η Παναγία της Κολοκυθούς, από την  οποία πήρε το όνομά της η δημοφιλής εξοχή, η οποία φαίνεται, ότι θα ήταν αρχικά μετόχι των Αγίων Αναργύρων. Τώρα υπάρχει και η γνώμη, ότι οι Ανάργυροι του Κολοκύνθη είναι άλλοι, οι γνωστοί στην Κάτω Πόλη, και ότι εκεί υποτίθεται ότι μόνασε ο θρυλικός Μοναχός των περίφημων Αναργυρίων Αποσπασμάτων, του Φαλμεράγιερ η πλαστογραφική δόξα. Υπέρ της γνώμης μάλιστα αυτής συνηγορεί και το ότι εκεί ήταν και το σπίτι του αρχαιολόγου Πιττάκη, ο οποίος χωρίς να το θέλει αναμίχθηκε στο ανοσιούργημα και αναγκάστηκε να γράψει προς υπεράσπισή του και κατά του πλαστογράφου τόσα και τόσα...
Εμείς όμως εξακολουθούμε να θεωρούμε, ότι το Αγιοταφίτικο ήταν το περιβόητο Μοναστήρι του Κολοκύνθη.
Στα  Αποσπάσματα αυτά του Φαλμεράγιερ, ως γνωστόν, τα τρία χρόνια της λεγομένης ερήμωσης της Αθήνας κατά τη διάρκεια των Τουρκοβενετικών πολέμων του 1687 έγιναν τριακόσια χρόνια και τετρακόσια, αν θέλετε, και φαγώθηκαν και χίλια χρόνια, ώστε φθάσαμε με αυτόν τον τρόπο αισίως στα 687 να πούμε! Αυτά τα χίλια χρόνια αναγκάσθηκαν να χάσουν και Πατριαρχικά επίσημα έγγραφα του 1651 για να υποστηρίξουν την ερήμωση, της πάντοτε ζωντανής και ομοιόμορφης και ελληνικότατης πόλης και τον κατόπιν ανασυνοικισμό της από πανσπερμία. Αλλά επικράτησε επιτέλους η φωνή της λογικής και της ιστορικής αλήθειας και δεν βρήκαν οι καλοθελητές κανένα μέρος κενό ιστορικών γεγονότων, για να ξεδιπλώσουν την ερημιά τους.
Τα Πατριαρχικά έγγραφα ήταν χρυσόβουλα (σ.σ. ο Καμπούρογλου χρησιμοποιεί τον όρο «σιγίλλια») πολύ γνωστών μεταγενέστερων Πατριαρχών, τα δε τρία Φύλλα του υποτιθέμενου Καλόγερου των Αγίων Ανάργυρων περιείχαν γεγονότα μεταγενέστερα, γνωστότατα και από άλλες πηγές με όλο το μπέρδεμα που τους έγινε.
Ένα πλήθος επιγραφικών χαραγμάτων στους κίονες του Παρθενώνα, του Ερεχθείου, των Προπυλαίων και αλλού, όπου αναγράφονται οι θάνατοι κυρίως των παλιών Αρχιερέων και άλλων επισήμων των σκοτεινών, όπως λέγονται, αιώνων, αναγνώστηκαν και δημοσιεύτηκαν, και ήταν πεπρωμένο φαίνεται τα μνημειακά Αθηναϊκά θαύματα του αρχαίου Ελληνισμού με την περήφανη σιωπή τους να μεταβάλουν τους κίονές τους σε χρονικά για να υποστηρίξουν την Ελληνικότητα και την ζωή των μεταγενέστερων Αθηνών και να βαραθρώσουν μια πανσλαβιστική κακοήθεια.
Η  Αθήνα έδινε βασίλισσες στο Βυζάντιο και οι γνωστοί σοφοί την ήθελαν έρημη.
Αλλά και μετά, μέχρι την έκδοση του σχετικού με τη ζωή στην Αθήνα έργο μας, υπήρξαν λόγιοι και μη λόγιοι, οι οποίοι ήθελαν, αυτοί πάλι, την Αθήνα εξαλβανισμένη, χωρίς να κάνουν τον κόπο να μελετήσουν τίποτε και ιδίως τα ζωντανά μνημεία, το γλωσσικό ιδίωμα της Αθήνας, και τη λαογραφία γενικά μέχρι τον Αγώνα και να εννοήσουν ότι άλλο ήταν η Αθήνα η περικλεισμένη και λησμονημένη αιώνες ολοκλήρους μες στα τείχη της και
άλλο τα χωριά της Αττικής, τα όποια έδωσαν γη και άσυλο στα φιλόπονα τέκνα της Ηπείρου• και ότι το τείχος της Αθήνας εξακολουθούσε πάντοτε να το προστατεύει η πρόμαχος Αθηνά βοηθούμενη και από τον Αχιλλέα σε όλους τους αιώνες μέχρι το έτος 1821.
Αλλά και η χρησιμοποίηση του εδάφους της Αττικής από τους γεωργικούς πληθυσμούς της Ηπείρου μήπως εξαφάνισε τα πανάρχαια Μεσόγεια και τον Μαραθώνα και την Πεντέλη και την Ραφήνα (σ.σ. ο Καμπούρογλου την αναφέρει ως «Αραφήνα») και το Θορικό και την Οινόη (Νοινόη) και το Λαύριο και τον Ωρωπό και τον Καρηττόν (Γαργηττό) και τα Καλήσια (Εκάλη) και τον Βραυρώνα (σ.σ. ως «Βραώνα» αναφέρεται στο πρωτότυπο) και ό,τι άλλο θέλετε;
Νεώτερα έργα και νεώτερες έρευνες και ανασκαφές, αξιόλογες, άρχισαν να επαληθεύουν τα επιγραφικά χαράγματα των αρχαίων κιόνων και τα περισωθέντα χρονικά και τις παραδόσεις και τους θρύλους, και να εξαναγκάζονται οι σοφοί να γονατίσουν ένας ένας μπρος στο μεγαλείο της Αθηναϊκής παλαιότητας, μπρος στην αιώνια Αθήνα, η οποία πάντοτε υπήρξε πόλη — μικρή ή μεγάλη αδιάφορο — και ουδέποτε χωριό.

Οι Άγιοι Ανάργυροι διατήρησαν οπωσδήποτε τη δρομική διαγραφή τους και τη στέγη τους, διαλαλούσαν την παλαιότητά τους, ως κτιρίου των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Θα είναι ωραία έκπληξη, αν κάποιο χάραγμα σκεπασμένο με σοβά ή με λαδομπογιά μας παρουσιάσει κάποια μέρα κανένα Σαραντάπηχο. Αυτό τουλάχιστον διαισθάνομαι και πλήρης η προφητεία μου, που έχει στοιχεία ευχής, είναι, ότι ο Άγιος Νικόλαος, ο Θεολόγος και οι άγιοι Ανάργυροι σχετίζονται με τις τρεις βασιλικές οικογένειας του Ραγκαβά, της Θεοφανούς και της Ειρήνης.
Σ’ ένα χρυσόβουλο του 1051 και σε άλλο του 1677, επικυρωτικό του πρώτου, ο ιερέας Δημήτριος Κολοκύνθης αφιερώνει τον οικογενειακό του ναό των Αγίων Αναργύρων με όλη του την περιουσία στο σε αυτόν ιδρυθέντα Γυναικείο Μοναστήρι.
Και ήταν αρκετά τα γυναικεία μοναστήρια στην Αθήνα.
Κατόπιν οι Άγιοι Ανάργυροι εγκαταλειμμένοι και ερειπωμένοι λόγω των Τουρκοβενετικών, απ’ ό,τι φαίνεται, δεινών, περιήλθαν στον Άγιο Τάφο, για να χρησιμεύσουν ως Μετόχι του και να βρίσκουν άσυλο σ’ αυτό και να εφησυχάζουν οι στην Αθήνα προσωρινά κατοικούντες Αγιοταφίτες πατέρες.
Στη μεγάλη δε επικοινωνία της Αθήνας με τα Ιεροσόλυμα και τον εξαιρετικό σεβασμό, τον οποίο είχαν οι Αθηναίοι προς τον Άγιο Τάφο — Χατζήδες και μη — και οι οποίοι είχαν την τιμή να δουν και συμπολίτες τους Πατριάρχες, επιφανέστατους μάλιστα, σε όλα αυτά οφείλεται η ακμή του Μετοχιού του Αγίου Τάφου στην Αθήνα, η απόκτηση από αυτό αξιόλογων κτημάτων και η εξαιρετική θέση, την οποία είχε ανέκαθεν στην Αθήνα ο Έξαρχος του, ο οποίος διέμενε στα κελία των Αγίων Αναργύρων, οι οποίοι ήταν αληθινό προσκύνημα του τόπου.
Όταν η ψυχή σας νοσταλγήσει την ιερότητα των μικρών σας ημερών, επισκεφτείτε την εκκλησία αυτή, σε εορταστική ιδίως μέρα, στην οποία θα είναι αναμμένα και τα Αγιοταφίτικα πολυκάντηλα, και θα νοιώσετε κάποιους ασυνήθιστους παλμούς εξαγνισμού μες στα στήθια σας.

Οι Άγιοι Ανάργυροι συνδέονται και με μια ποιητικότατη οικογενειακή σκηνή.
Σ’ ένα έντυπο Γαληνόν υπάρχει σημείωμα του έτους 1743 που γράφτηκε από κάποιο Αθηναίο γιατρό Παλαιολόγο.
Στο σημείωμα αυτό ο ιατρός αναγράφει τα σχετικά με το γάμο του με την Όρσαν Καλογερά, την ευτυχισμένη με αυτήν συμβίωσή του για 40 χρόνια και το εξής περίεργο συμβάν.
Μια μέρα στα καλά καθούμενα τον παρακάλεσε η σύζυγός του σαν πεθάνει να τη θάψουν στο μητρικό κοιμητήριο του συζύγου της, των Λιμπόνων, το οποίο ήταν στον Άγιο Θωμά στο Βρυσάκι, και όχι στο πατρικό του που ήταν στους Αγίους ’Αναργύρους.
— Τι ιδέες είναι αυτές που σου περνούν απ’ το κεφάλι, της είπε ο γιατρός! Κουνήσου απ’ τον τόπο σου... εσύ είσαι μια χαρά!...
Κι ωστόσο μετά από λίγες μέρες, η Όρσα, αρρώστησε και πέθανε κι επειδή στους Αγίους Ανάργυρους είχε ταφεί πριν από λίγο καιρό μια νύφη τους, θάφτηκε αυτή σύμφωνα με την επιθυμία της στον Άγιο Θωμά.
Ο γιατρός τής γράφει στο βιβλίο αυτό και στίχους όχι τόσο επιτυχημένους, και στο τέλος, σε στιγμές συγκίνησης, της λέγει σε πεζό λόγο: «Όρσα μου! γρήγορα θέλω έλθει προς σε, αλλά συ δεν θέλεις πλέον στραφείς προς εμέ. Αν όμως ο Θεός μάς συγχωρέσει και μας βάλει μαζί εις ένα τόπον, όπου να είναι φως, τότε θέλω πάλιν ιδεί πνευματικόν το πρόσωπόν σου και συ το πρόσωπόν μου».
Μεταξύ όμως των στίχων του και της πεζής αυτής αποστροφής παρεμβάλλει ο γιατρός και ένα παλιό και άγνωστο άλλοτε Αθηναϊκό Ελληνικότατο μοιρολόγι, άξιο πολύ προσοχής.
Το παλιό αυτό μοιρολόγι είναι το εξής:
Της πίκρας το άπιστο νερό, του Χάρου το ποτάμι 
κάτω στον Άδην αναβρεί, στον φλογισμένον τόπο. 
Ποτίζει δένδρα ανήλιαστα, κατακαημένους κήπους• 
τα δάκρυά μου τα θλιβερά το συχνοκυματίζουν.
Λέγουν το βρύση χωρισιάς κι αλησμονιάς πηγάδι, 
πίνουν κοράσια κι άγοροι κι αλησμονούν τον κόσμο, 
πίνουν οι μάνες οι γλυκές κι αλησμονούν τα τέκνα.
Το περίεργο είναι ότι η προαποθανούσα νύφη τους, εξαιτίας της οποίας η Όρσα θάφτηκε στον Άγιο Θωμά, και της οποίας ένα άλλο πάλι Αθηναϊκό μοιρολόγι διέσωσε το όνομα, το πατρικό της επώνυμο και αυτό του συζύγου της, είχε κάτι ασυνήθιστο στο θάνατό της. Είχε πάθει δηλαδή νεκροφάνεια και είχε θαφτεί ζωντανή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: