ΙΖ’ Οι Κουρσάροι.
Το μεσαίωνα — και πολύ πιο ψηλά — είχε επικρατήσει μια πολύ πρακτική σκέψη. Από το να μπαίνει κανείς στον κόπο να πλουτίζει με την εργασία του ή την ευστροφία του, είναι γρηγορότερο, ευκολότερο και ασφαλέστερο να πλουτίζει από την εργασία των άλλων και αυτούς κάνοντας σκλάβους και αρπάζοντας τα πράγματά τους.
Η σκέψη αυτή από τα άτομα μεταδόθηκε σε ομάδες, από αυτές σε χωριά, σε κωμοπόλεις, σε πόλεις, σε κρατίδια και τέλος στην επικράτεια. (Ενίοτε όμως η σειρά άρχιζε και από το τέλος). Σε πολλά μέρη μάλιστα αναγνωρίσθηκε επίσημα και μονιμοποιήθηκε το οικονομολογικό αυτό μέτρο.
Οι χερσαίες όμως επιχειρήσεις — κατακτήσεις, επιδρομές, ληστείες — είχαν και κινδύνους, κατ’ ανάγκην δε αυτές περιορίζονταν σε ηπειρωτικά εδάφη. Οι απομακρυσμένες χώρες, τα νησιά και πολλές παραλίες θα μέναν έτσι απρόσβλητοι. Στερούνταν δε οι χερσαίες επιχειρήσεις και της ποίησης των κυμάτων. Άλλο είναι να αρπάζεις την ωραία του χωριού στον ώμο και να την φορτώνεις σε κανένα μουλάρι και άλλο να την πετάς στο καραβάκι, να κάνεις πανιά και να φεύγεις.
Τον ληστή το λαϊκό μόνον ανάγνωσμα τολμά να εξάρει, ή επί τέλους και κανένα λιμπρέτο χάριν της μουσικής του. Ο Κουρσάρος όμως είναι άλλο πράγμα• και δεν είναι ανάγκη ν’ ακούσετε από μένα τη σειράν της σχετικής λογοτεχνίας, την οποία επιστέφει του Βύρωνα το φως του φεγγαριού.
Με τους ληστές δεν πρέπει να συγχέουμε τους Κλέφτες μας της Τουρκοκρατίας και τους Κουρσάρους μας των αιώνων της δουλείας. Οι ελεύθεροι αυτοί επαναστάτες των βουνών και των κυμάτων πολλές φορές βεβαίως παρεκτρέπονταν, αλλά ως κεντρική της υπόστασής τους βάση είχαν τον πόλεμο κατά της τυραννίας. Πάντοτε δε οι κανόνες και όχι οι εξαιρέσεις τους χαρακτηρίζουν τα πράγματα.
Αλλά υπήρχε κι ένα μικτό γένος: οι ληστοπειρατές, οι φοβερές Φούστες της Τουρκοκρατίας, ποικίλης και αυτές προέλευσης, όπως και οι Κουρσάροι.
Δεν προτιθέμεθα όμως να μιλήσουμε για τους Κουρσάρους όλου του κόσμου και σε όλους τους αιώνες. Σκοπός των γραμμών αυτών είναι να πληροφορήσουμε τον κυνηγό, τον εκδρομέα ή τον απλό φυσιολάτρη ότι, αν βρίσκει έρημα τα παράλια της Αττικής ευμορφιάς, αυτό κυρίως οφείλεται σε επιδρομές Κουρσάρων Τούρκων, Αράβων, Ιταλών, Δαλματών και ό,τι άλλο θέλετε. Κάπου - κάπου και δικών μας.
Τα αττικά παράλια είναι εγκαταλελειμμένα στην ατυχία τους. Οι κάτοικοι παίρνουν τα βουνά• συνοικίζονται σε απρόσιτα ή μεσογειότερα, κοντά οπωσδήποτε σε άλλους συνοικισμούς, εδάφη. Εκεί χτίζουν και πάλι τα σπιτοκαλυβάκια τους, οχυρώνονται και μένουν.
Έτσι δε οχυρωμένους τους βρίσκει και τους καταλαμβάνει, όπως είναι και βρίσκονται, ο Σπαχή - Αγάς, εις τον όποιο όμως καταβάλλουν μέρος των προϊόντων τους και διατηρούν τα λοιπά, διατηρούντες συγχρόνως και την κεφαλή τους μέσω της πληρωμής του κεφαλικού φόρου.
Υποδειγματικό λείψανο τέτοιου οχυρωμένου χωριού έχουμε το κοντινό στην Αθήνα τσιφλίκι τού μακαρίτη Μπραχάμ - Αγά.
Οι Κουρσάροι προτιμούν τους μικρούς, συχνούς και απρόοπτους αιφνιδιασμούς, μιας συστηματικής από κοινού επίθεσης. Αυτή θα γινόταν πιθανώς γνωστή ότι επίκειται και θα λαμβάνονταν από τους κατοίκους μέτρα. Άλλωστε μια πλήρης και τελεία εξόντωση ενός τόπου δεν ήταν πρακτική. Η λογική τους απαιτούσε να τιμωρούν αγρίως όσους αντιστέκονταν, να αρπάζουν όσους μπορούν να κωπηλατούν και τις ωραίες για τις ανθρωπαγορές, ν’ αφήνουν δε κάποια μαγιά για να εργάζονται και να πληθύνονται τα ζωντανά τους...
Η Μακρόνησος της Αττικής, η Αίγινα και η Σαλαμίνα έχουν βραχώδεις και σπηλαιώδεις ακτές για να κρύβουν οι κουρσάροι τα καραβάκια τους, από εκεί δε τη νύκτα ουριοδρομούντες να πέφτουν τα ξημερώματα ενάντια στα αμέριμνα θύματα.
Όλη η παραλία της Αττικής είναι γεμάτη ερείπια εγκαταλελειμμένων χωριών έως σ’ αυτό το δίπλα στην Πικροδάφνη του Παλιού Φαλήρου Καλαμάκι, μέχρι τα πρόθυρα της Αθήνας. Ο Κουρσαλάς των Μεσογείων — όνομα που συνδέεται άρρηκτα με το κουρσεύω – ο οποίος έχασε το όνομά του με την επικράτηση των Κορωπιωτών, ήταν κάποτε παράλιος. Ένα έρημο εκκλησάκι, ένα κανόνι σπασμένο στην παραλία και εδώ κ’ εκεί μερικά ερείπια ομιλούν πολύ εύγλωττα.
Οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν οχυρωμένοι, τριπλοοχυρωμένοι μάλιστα. Ο γενικός περίβολος της πόλης, οχύρωση μία. Τα τετράγωνα διαμερίσματα της πόλης — πλατώματα καλούμενα — οχύρωση δεύτερη. Οι ψηλοί αυλότοιχοι των σπιτιών, οχύρωση τρίτη.
Πληροφορούνταν δε για τον επικείμενο κίνδυνο με κατάλληλα γι’ αυτό μέσα.
Κάποιος περιηγητής, έγραψε με βάση αυθεντικές πληροφορίες των Καπουτσίνων, ίσως δε και να μην είχε επισκεφτεί την Αθήνα, σημειώνοντας ότι στην απότομη ακτή δίπλα στο λιμάνι του Δράκου (Πειραιά) υπήρχε παλιός πύργος ή φανός, τον οποίο οι Αθηναίοι ονόμαζαν Πύργο, οι δε Ιταλοί Τόρρε ντελ φόκο.
Δυο Έλληνες, φύλακες του Πύργου αυτού, όταν διακρίνουν πλοία τη μεν ημέρα υψώνουν συγκεκριμένη σημαία, ενώ κάθε νύκτα ανάβουν φωτιές. Σ’ όλη την παραλία, την Πειραϊκή και Φαληρική, υπήρχαν ανά διαστήματα όμοιοι πύργοι με αυτόν τον τρόπον φρουρούμενοι. Όποιος από τους φύλακες ανακαλύψει εχθρικό πλοίο, ρίχτει από το ύψος του πύργου χάμω τα αναμμένα δαυλιά. Τότε και οι άλλοι στη σειρά πύργοι κάνουν το ίδιο. Με το σύνθημα αυτό οι Τούρκοι της Αθήνας και οι κάτοικοι των περιχώρων αρπάζουν τα όπλα. Ο ένας ρωτά τον άλλο ποιος πύργος έριξε πρώτος τους πυρσούς, για να τρέξουν ένοπλοι προς το μέρος εκείνο.
Στο Παλιό Φάληρο υπήρχαν τρεις τέτοιοι Πύργοι, δίνοντας το όνομα σ’ αυτό, κι έτσι καλούνταν στα παλιά χρόνια.
Σε μια αξιόλογη ιστορική μονογραφία, για τους φάρους των ελληνικών ακτών, ο συγγραφέας, πολυμαθής αντιπλοίαρχος, σχετικά με το περί τους Βυζαντινούς και των χρόνων της Τουρκοκρατίας φάρων κεφάλαιο μιλά και για αντιπειρατικές φρυκτωρίες (φάρων συνεννοήσεως), σε λίγες αλλά αξιόπιστες γραμμές.
Αλλά μη νομίσετε, ότι μόνον επί Τουρκοκρατίας ο κουρσαρισμός οργίαζε στην Αττική.
Ο κατά τη διάρκεια των τελευταίων βυζαντινών χρόνων της Αθήνας — από το έτος 1204 η Αθήνα ανήκει στους Φράγκους - ακμάσας Μιχαήλ Χωνιάτης, ο περίφημος Μητροπολίτης της, αφού έλαβε εντολή από τον Πατριάρχη να κανονίσει κάποιους λογαριασμούς με την εκκλησία της Αίγινας, δεν τολμούσε να μεταβεί στην Αίγινα από το φόβο των πειρατών, ασχολούταν μάλιστα να γιατρεύσει την πληγή του ανιψιού του, την οποία αυτός σε κάποια καταδίωξη κουρσάρων απόκτησε από εύστοχο χτύπημα από τόξο τους.
Κατά τη διάρκεια δε της φραγκοκρατίας βρίσκουμε τον περιβόητο Γενοβέζο έμπορο Καφούρη, που μεταβλήθηκε κάποτε σε φοβερό αρχιπειρατή, να ζει τιμητικότατα στην Αθήνα και να υπογράφει μάλιστα στο πρακτικό του θανάτου του Δούκα της Αθήνας Γουίδωνα Β’.
Ευνόητοι λοιπόν είναι οι λόγοι, για τους οποίους και το Δαφνί, το οποίο άκμαζε ιδίως στα χρόνια του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (το 1019 όπως έχουμε πει, αυτός βρισκόταν στην Αθήνα), φαίνεται να ξέπεσε κατόπιν, να ανάκαμψε μεν αργότερα με την εγκατάσταση των Βενεδικτίνων Σταυροφόρων, αλλά να εγκαταλείφθηκε και πάλι και να μεινε σχετικά ασήμαντο επί Τουρκοκρατίας.
Η θάλασσα της Σαλαμίνας ήταν πολύ κοντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου