13 Μαρτίου 2021

Η κυρά Τρισεύγενη [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου]

Το κείμενο μεταφερμένο στα νεοελληνικά.
Πηγή πρωτότυπου: anemi.lib.uoc.gr.


Η ΚΥΡΑ ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗ

Παλιότερη γενιά απ’ τους Λυκοδήμας δε γνώρισ’ η Αθήνα. Η Σωτήρα του Λυκοδήμου ήταν η εκκλησία τους. Είχαν κ ένα τροπάρι – άγραφο ήταν – που μυστικά και μουρμουριστά, καταλάβαιναν δεν καταλάβαιναν, τό ‘λεγαν και το παράδιν’ ο γέρος που θα ‘φευγε απ’ τον κόσμο, στο νέο, που θα κρατούσε τη σειρά της γενιάς.
Παράξενο ωστόσο τροπάρι κ’ εκείνο. Τό ‘λεγαν ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, κι’ αυτό ήταν για Άγια γυναίκα• Μα πάλι της Παναγιάς δεν ήταν.
Και μια φορά, την ώρα που το αποτέλειων’ ο γέρος και το απόμαθε ο εγγονός, τόνε ρώτησ’ ο μικρός, που ήταν περίεργος: για ποιον Άγιο είναι το τροπάρι, ο γέρος αγρίεψε τότες και του είπε σουτ! Κ’ έτσι αγριεμένος πέθανε.
Στην Αθήνα τους λέγανε Λύκους, μα και τους αρχαίους Λυκοδήμας Λύκους τους λέγανε κ’ εκείνους.
Έτσι ήταν γραμμένος και στο σχολειό ο Στεφανής, ο μόνος και τελευταίος από δαύτους: Στέφανος Λύκος.
Το σόι – άτυχο σόι – σ’ αυτόν και μόνον τώρα κρέμεται.
Οι γονείς του είχαν πεθάνει, μαζί κ’ οι δυο, στο τελευταίο θανατικό που ρήμαξε τον τόπο• κι’ ο Στέφανος έμεινε στα χέρια της θείας του της Κυρά Τρισεύγενης – αδελφή του πατέρα του ήταν – που δεν παντρεύτηκε, για να τον αναθρέψει.
Αυτή την υπόσχεση έδωσε «ενώπιον θεού και ανθρώπων» στον αδελφό της και στη νύφη της την ώρα της θανής τους και την κράτησε την υπόσχεση, σα Λυκοδήμαινα που ήταν κι’ αυτή.
Και τώρα ζουν οι δυο τους στο προγονικό τους αρχοντικό, που είναι δίπλα στη Σωτήρα, την εκκλησιά τους.

Η Τρισεύγενη ήταν γιάτρισσα με τ’ όνομα. Λίγα βότανα γνώριζε μα και σε λίγα είχε εμπιστοσύνη. Ένα κι’ ένα: για τα μάτια, για το στομάχι, για την καρδιά, για τη χρυσή, για την φούσκωση και για το ξορκισμένο κι’ αμνημόνευτο: το χτικιό.
Και να δεις που τα βοτάνια πήγαινε και τα ‘βρισκε μοναχή της, κ’ είχε ξεχωριστά κουτάκια για το κάθε ένα από δαύτα: για του δράκου το κέρατο, της λάμιας το νύχι, των εφτά αδελφών το αίμα, το φεγγαρόχορτο, την τάτουλα, το μαρμαρόχορτο, το νυχτεροβότανο, το χελιδονόχορτο, το κορακόχορτο, τον χαμολιό... ως και μελιτήρα του θυμαριού είχε. Μα την μαγγούτα – αγύρευτη νά ‘ναι – που μια φορά μονάχα στη ζωή της την έδωσε, σ’ ένα γέρο που βασανιζότανε μια βδομάδα για να βγει η ψυχή του – τον είχε κρυφά και παράμερα.
Μπορούσε σαν έπεφτε στο χέρι άλλου να γίνει μεγάλο κακό με δαύτην.
Τον παλιό καιρό όμως, που την έδινε το χέρι της πολιτείας, κακούργημα δεν ήταν: μα τότες βλέπεις λεγότανε κώνειο, δεν λεγότανε μαγγούτα.
Στο κελί της εκκλησίας καθότανε ο παπά Νίκαντρος – καλόγερος ήταν – και σήμερα πρωί - πρωί θα καβαλίκευε τη μούλα και θα πήγαινε σ’ ένα ξωκκλήσι να κάνει λειτουργία. Θα γλεντούσαν κιόλας κάτω απ’ τον πλάτανο και δίπλα στη βρυσούλα της ρεματιάς και να, που σ’ ένα σακούλι κρεμασμένο στο σαμάρι του μουλαριού βρίσκεται μέσα ένα αρνάκι που ξεπροβάλλει έξω μονάχα το μουσούδι του.
Αυτό ήταν ζωντανό κι’ ο παπά Νίκαντρος που μπαινόβγαινε κάνοντας την ετοιμασία του, συλλογιζότανε πώς θα φάει κοκορέτσι από δαύτο.
Ο Στεφανής την ώρα που η θειά Τρισεύγενη έψηνε τον καφέ της ξεγλίστρησε και βγήκ’ έξω• και βλέποντας το μουλάρι που βασανιζότανε, γιατί είχαν μπλέξει τα πόδια του στο σκοινί, το λυπήθηκε και πήγε να το ξεμπλέξει κ’ εκείνο εκδικήθηκε τον άνθρωπο και τού ‘δωκε μια κλωτσιά μ’ όλη του τη δύναμη.
Ο Στεφανής έπεσε τ’ ανάσκελα και δεν ξανασηκώθηκε πια.
Ο παπά Νίκαντρος είδε πως χτύπησε το παιδί μα είτε γιατί δεν κατάλαβε πως ήταν κακό το χτύπημα είτε για ν’ αποφύγει τις φωνές και το αλικόντισμα, καβαλίκεψε χέρι - χέρι κ’ έφυγε βιαστικά.

Με όσα και να τού ‘καμε του Στεφανή η δυστυχισμένη Τρισεύγενη, δεν σήκωνε πια το κεφάλι του• και σε τρεις μέρες πέθανε.
Γενική ομιλία και σούσουρο στην Αθήνα είναι ο χαμός του Στεφανή. Ξεκλήρισε πια η γενιά των Λυκοδήμων!
Αν πεις και για τον παπά Νίκαντρο, μην ξέροντας τι να πει και τι να κάνει, απ’ τη γενική κατακραυγή έφυγε κι’ αυτός, και ξαναπήγε «εις την Μονήν της μετάνοιας του».
Μα κ’ ένα άλλο πράγμα λένε μυστικά και με απορία τους στη χώρα.
Γιατί και την ώρα που πέθανε και την ώρα που τον θάψανε το Στεφανή και τώρα ακόμη, πως ούτ’ ένα δάκρυ δεν έσταξ’ απ’ τα μάτια της Τρισεύγενης.
Μονάχα μια γριά γειτόνισσα που γνώριζε τους Λυκοδήμους χρόνια των χρόνων είπε: Κάποια απόφαση μεγάλη θa ‘λαβε η Τρισεύγενη• ξέρω εγώ τι σιδεροκέφαλη είναι η γενιά των Λύκων κ’ έχω ακουστά κι’ απ’ τους γέροντές μου που τους γνώριζαν αντάμ  μπαμπατάμ.

Είναι Σάββατο πρωί κ’ η Κυρά Τρισεύγενη προσκαλεί τον Νοτάριο της Πολιτείας.
- Πάρε χαρτί και γράφε άρχοντα κυρ Νοτάριε.
- Μετά χαράς σου Κυρά Τρισεύγενη. Μεγάλη είναι η συμφορά σας, αλλά κι’ ο Κόσμος...
- Άσ’ τ’ αυτά, Εγώ τα ξέρω καλύτερά σου. Τη δουλειά μας τώρα. Της μάνας μου το σόι κρατεί απ’ τους Καλογεράδες που τώρα βρίσκονται στη Μονοβασιά. Θα πάω κ’ εγώ εκεί να ζήσω για πάντα, κι’ αν δε μπορέσω να κάμω μακριά απ’ το χώμα του τόπου μας θα γυρίσω πάλι και θα πάω να μείνω στη Σηργιανή να φροντίζω την εκκλησία του Μοναστηριού.
Στην Αθήνα δε θα μείνω πια• έτσι τ’ αποφάσισα• μα ούτε και το βιός μου πάλι μου χρειάζεται. Λοιπόν αυτές τις μέρες, έκατσα και ταχτοποίησα όλο μου το έχει: Το σπίτι μας τ’ αφήνω στην εκκλησία. Τα μετρητά που ‘χω, σ’ αυτό το σακούλι μέσα, να δοθούν στους προεστούς, για τους φυλακισμένους.  Όλο μου το ρουχικό και το συγυρικό τ’ αφήνω στην Καριά του Σωτηριανού για πανοπροίκι. Σε όλους τους συγγενείς μου και τους φίλους του σπιτιού μας αφήνω από ένα χτήμα: Έχω αμπέλια, αμπελότοπους, χωράφια και δέντρα. Τα μελίσσια μας τ’ αφήνω στους δυο μαρτύρους που θα φωνάξουμε. Το περιβόλι της Γυψέλης στην αφεντιά σου. Να, εδώ στο χαρτί αυτό• έχω γραμμένο, πού βρίσκεται το κάθε μας υποστατικό: στους Βαθουλούς στο Βουρλοπόταμο, στον Διαγορίτη, στο Ίσος, στα Καθήμια, στην Καρυδέα, στην Παναγία την Κλαριώτισσα, στη Χρυσαυγιώτισσα, στο Αμπελουργίο και στον Ταύρο. Έχω γραμμένα και τα σύνορα και τους σούμπλιους όλους. Ακόμα και πόσες σποριές είναι στα χωράφια πόσα ξηστία και πόσα μερούγια λάδι βγάζουν τα λιόδεντρα – είναι μέσα σε δαύτα και λευκάδες και λιοφουτάδες. Το σπίτι τ’ αφήνω είπαμε της εκκλησιάς – αν θέλουν οι προεστοί ας το κάμουν σχολειό• μαζί με το σπίτι αυτό δίνω κι' όλη του την αφουσία. Και για χαρτί και για φτερό και για καλαμαριά φρόντισα εγώ. Κάτσε τώρα και γράφε. Εγώ θα πάω να βρω τους δυο μαρτύρους. Θέλω να είναι δύο μεγάλα της γειτονιάς μας σπίτια• λογαριάζω να βρω τον Σωτήρχο Αλίκοκκο και τον Λινάρδο Κοττάνη.

Σαν τέλειωσαν όλ’ αυτά και ξεπροβόδισε όξω κι’ όξω τον Νοτάριο και τους μαρτύρους που την επαίνεσαν πολύ και της ευχήθηκαν καλό ταξίδι και με το καλό να γυρίσει, και πως η πολιτεία δε θα την αφήσει έτσι ανοικονόμητη, κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού και είπε τότες κι’ αυτή
- Θα σας αλικοντίσω τώρα λιγάκι και με συμπαθάτε κιόλας. Μπρος στους μαρτύρους παραδίνω στο Νοτάριο το κλειδί του σπιτιού.
- Από τα τώρα, Κυρά Τρισεύγενη;
- Μα δε με βλέπετε δα που είμαι έτοιμη και συγυρισμένη; Θα μείνω στο κελί ώσπου να μου φέρουν το ζώο που παράγγειλα για να κατέβω στο Δράκο. Εκεί με προσμένει το καΐκι. Φρόντισα και για δαύτο ακόμα.
Και τώρα φεύγουν όλοι• και η Τρισεύγενη, αφού πρώτα πήγε στην εκκλησία των Λυκοδήμων κι’ ανασπάσθηκε όλες τις εικόνες και τα ασημωμένα εικονίσματα και έκαμε από τρεις σταυρούς στο κάθε ένα κ’ εννιά μετάνοιες στη μέση κάτω απ’ τον Παντοκράτορα, υστέρα μπήκε στο κελί.
Ξεχάσαμε να πούμε πως στο εικόνισμα της Παναγίας πού ήταν γεμάτο από κορδελίτσες κι’ απ’ ασήμια – χέρια, πόδια, μάτια, αυτιά και μια καρδιά – είπε πολλά λόγια και το ανασπάστηκε άλλη μια φορά.
Σαν βρέθηκ’ έτσι ολομόναχη στο κελί χαμογέλασε και κούνησε τρεις φορές το κεφάλι της. Ύστερα έβαλε στη μέση τον κράββατο της εκκλησιάς, τον δοκίμασε αν είναι στέρεος και γύρισε στη γωνιά του κελιού που είναι κατά τα έμπα του ήλιου και είπε το τροπάρι της γενιάς της το μυστικό.
Σαν το απόειπε έβγαλε απ’ τον κόρφο της ένα μπουκάλι γεμάτο με ζουμί βρασμένο μαγγούτας έδωκε μια, το ήπιε όλο, και ξαπλώθηκε στο κράββατο.
Ο Νοτάριος που κάτι ακόμη ήθελε να την ρωτήσει και ξαναγύρισε, δοκίμασε την πόρτα του κελιού και την ηύρε κλειστή και τότες είπε μέσα του: «Λες νά ‘φυγε κιόλας;»
Έβαλε λοιπόν τ’ αυτί του για καλό και για κακό στο παραθύρι κι’ άκουσε μουρμούρισμα σαν προσευχής• και να δεις, που στα τελευταία άκουσε καθαρά και ξάστερα – μα πολύ ξάστερα γιατί αυτό το φώναξε δυνατά η Τρισεύγενη – τα περίεργα αυτά λόγια: «γυμνούσθω του φυσικού χιτώνος η ακαμπής ψυχή».
Τίποτες άλλο δεν ακούστηκε πια!


Γλωσσάρι
(θα επικαιροποιείται)

Αλικόντισμα: εμπόδιο, σταμάτημα. Από το τούρκικο alikomak: σταματώ, εμποδίζω.
Aντάμ  μπαμπατάμ: από το τούρκικο anadan babadan: από μητέρα και πατέρα.
Σηργιανή: η Καισαριανή. Σηργιανή < συργιανή < σεργιάνι < τουρκικό seyran < αραβικό سيران sayarān. Οι αθηναίοι ανέκαθεν ανέβαιναν για περιπάτους στον Υμηττό, στην περιοχή της Μονής Καισαριανής.
Μονοβασιά: η Μονεμβασιά
Γυψέλη: η Κυψέλη.
Βουρλοπόταμος: η Αμφιθέα.
Διαγορίτης: Διαγορίτης ή Δύο Μάρμαρα ή Φράγκαινα είναι περιοχή στο σημερινό δήμο τού Αιγάλεω στο ύψος τού αρ. 169 επί της Ιεράς Οδού.
Καθήμια: από το Καθήμεια < Ακαδημία, η σημερινή συνοικία Ακαδημία Πλάτωνος.
Καρυδέα: εάν αναφέρεται σε περιοχή με το όνομα Καρυδιά, υπάρχουν δυο υποψήφιες: είτε στην Παλιά Πεντέλη, βορειοανατολικά τής Αγίας Τριάδας είτε στην Πάρνηθα, στην Παλιά Βρύση στην περιοχή Πύργος.
Ταύρος: δεν μπορεί φυσικά να αναφέρεται στο σημερινό Δ.Δ. Ταύρος, του δήμου Μοσχάτου Ταύρου, αφού η ονομασία Ταύρος είναι μεταγενέστερη, άσχετη με τα παλιά σφαγεία που υπήρχαν εκεί, προερχόμενη από τους πρώτους του οικιστές, χριστιανούς μικρασιάτες από την Αττάλεια και άλλες πόλεις νότια της οροσειράς του Ταύρου, στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Ανασπάζομαι: μεσαιωνικός όρος για το ασπάζομαι.
Κράββατος: αρχαίο της μακεδονικής διαλέκτου, το κρεβάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: