03 Ιουλίου 2021

Η σκέψη και η ποιητική του Τζιάκομο Λεοπάρντι και το ποίημα "Το τελευταίο άσμα της Σαπφώς", σε απόδοση ΦΚ.

Το κείμενο "Η σκέψη και η ποιητική τού Τζιάκομο Λεοπάλντι" είναι του ΦΚ και βασίστηκε στο αντίστοιχο κείμενο τής ιταλικής wikidepia, του οποίου είναι απόδοση στα ελληνικά με διεύρυνση του περιεχομένου.

Το ποίημα "Το τελευταίο άσμα τής Σαπφώς", από τα Άσματα (Canti), παρουσιάζεται σε απόδοση ΦΚ.
Πηγή πρωτότυπου: liberliber.it.

Η σκέψη και η ποιητική του Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837)

Ο κόμης Τζιάκομο Λεοπάρντι (κατά το βαπτιστικό του Τζιάκομο Ταλντεγκάρντο Φραντσέσκο ντι Σάλες Σαβέριο Πιέτρο Λεοπάρντι. Ρεκανάτι, 29 Ιουνίου 1798 – Νάπολη, 14 Ιουνίου 1837) ήταν Ιταλός ποιητής, φιλόσοφος, συγγραφέας και φιλόλογος.

Θεωρείται ο μεγαλύτερος Ιταλός ποιητής του 19ου αιώνα και μία από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καθώς επίσης και μία από τις  κυριότερες φωνές του λογοτεχνικού ρομαντισμού. η βαθυστόχαστη σκέψη του πάνω στο θέμα της ύπαρξης και το ζήτημα των ανθρωπίνων πραγμάτων - αισθησιαρχικής και υλιστικής έμπνευσης - τον καθιστά επίσης μεγάλο φιλόσοφο, με εμβριθή στοχασμό και παχυλή γνώση των ζητημάτων, τα οποία πραγματεύεται. Η εξαιρετική λυρική ποιότητα της ποίησής του με τις μεστές σε νοήματα συνθέσεις της, τον κατέστησε κεντρικό πρωταγωνιστή στο ευρωπαϊκό και διεθνές λογοτεχνικό και πολιτιστικό πανόραμα, με επιπτώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την εποχή του.

Ο Λεοπάρντι ως διανοητής, με την τεράστια μόρφωση που διέθετε, ήταν αρχικά οπαδός και υποστηρικτής του κλασικισμού. Εμπνεύστηκε από τα έργα της ελληνο-ρωμαϊκής αρχαιότητας, την οποία  θαύμαζε μέσα από τις αναγνώσεις και τις μεταφράσεις των έργων των μεγάλων αρχαίων συγγραφέων όπως οι κάτωθι :

Μόσχος (ο Συρακούσιος,  βουκολικός ποιητής και μαθητής του Αλεξανδρι-νού λόγιου Αρίσταρχου της Σαμοθράκης).
Λουκρήτιος (Τίτος Λουκρήτιος Κάρος, Ρωμαίος επικούριος ποιητής και φιλόσοφος). 
Επίκτητος, (ο Φρύγιος, στωικός φιλόσοφος. Ανέπτυξε ένα φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο θεμελίωνε σε βάσεις από την ηθική του Σενέκα. Ήταν κυρίως ένα είδος θρησκευτικής διδασκαλίας, η οποία έμοιαζε πολύ με τον χριστιανισμό. Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Επίκτητου ήταν ο άνθρωπος και η εκπαιδευτική αγωγή του με έμφαση στην ηθική).
Λουκιανός (ο Σαμοσατεύς, ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, ο οποίος έγραφε στην ελληνική γλώσσα. Ήταν ο δημιουργός του σατιρικού διαλόγου και από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς) 
και άλλοι. Τελικά ο Λεοπάρντι προσχώρησε στο ρομαντισμό, όταν ανακάλυψε τους Ευρωπαίους ρομαντικούς ποιητές, όπως ο Τζωρτζ-Γκόρντον Μπάϋρον, ο Πέρσυ-Μπυς Σέλλεϋ, ο Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν, ο Ούγκο Φώσκολο. Έγινε τότε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος, αν και ποτέ δεν θέλησε να αυτοπροσδιορισθεί ως ρομαντικός.

Η σκέψη και η ποιητική του Λεοπάρντι χαρακτηρίζονται από μια τάση απαισιοδοξίας, φιλοσοφική πτυχή, η οποία χαρακτηρίζει ολόκληρη την εξέλιξη των ιδεών και των ιδανικών του Ιταλού ποιητή και φιλοσόφου. Αυτή του η τάση έλαβε διάφορες μορφές στις μεγάλες συνθέσεις του κατά την διάρκεια της ποιητικής, φιλοσοφικής, συγγραφικής και φιλολογικής πορείας του έργου του. 

Τις ιδέες του αυτές, τα ιδανικά και τους στοχασμούς του, μπορεί να γνωρίσει και να παρακολουθήσει κανείς, από τις σελίδες συνθέσεων και γενικά έργων του, όπως το Zibaldone - Pensieri di varia filosofia e di bella letteratura (Απάνθισμα - Συλλογή ποικίλων φιλοσοφικών στοχασμών και καλής λογοτεχνίας), εκφράζονται δε φανερά, άμεσα και με μεγάλη πυκνότητα και διαύγεια σε ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα, όπως i Canti (Άσματα)  e le Operette morali (Ηθικoί Διάλογοι και Θεωρητικά Δοκίμια). 

Ορμώμενος από μια θέση ακραίας προσωπικής απαισιοδοξίας, η οποία είχε την αιτία της στο αίσθημα της απώλειας της νεότητας, το οποίο τον καταδυνάστευε σ’ ολόκληρη την ώριμη ηλικία του, καταλήγει σε μια οικουμενική απαισιοδοξία, έχοντας επίγνωση του «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», αρχή η οποία κυβερνά τα ανθρώπινα πράγματα, και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ όλες της τις εκφάνσεις. 

Ο Λεοπάρντι εντοπίζει τη μοναδική εφικτή ευτυχισμένη περίοδο της ανθρώπινης ζωής στην άγουρη ηλικία, την εφηβεία, τη φορτωμένη και γεμάτη προσδοκίες και αυταπάτες σχετικά με το μέλλον, που θα ακολουθήσει, δηλαδή την ώριμη ηλικία, και οι οποίες θα παραμείνουν ωστόσο φρούδες ελπίδες – απέλπιδες. 

Τελικά καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η χαρά δεν είναι μια διαρκής κατάσταση, αλλά απλά ένα μεταβατικό πέρασμα από τον πόνο στην πλήξη. Έτσι ισχυρίζεται στο ποίημά του «Σάββατο στο χωριό», όπου η λαχτάρα την παραμονή της γιορτής μέλλει να καταλήξει σε μιαν απογοητευτική Κυριακή, ή στο ποίημά του «Νηνεμία μετά την τρικυμία», όπου ο καλός καιρός που ακολουθεί την κακοκαιρία, δηλαδή τις θυελλώδεις αναζητήσεις και τους αγώνες, τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων, μέλλει να είναι για όλους ένας «γιος προβληματικός».

Αν και θεωρεί τον θάνατο καλύτερο από τη ζωή, δεν παραιτείται από την ελπίδα και την αλληλεγγύη, την αδελφοσύνη και τη συντροφικότητα. Ακόμη και για την τυπικά ρομαντική θεματική του ηρωικού θανάτου ενάντια στη μοίρα και τη «μητριά» φύση, ως εκ τούτου, με μια ορισμένη έννοια, όλως παραδόξως, δεν αρνείται την αγάπη για τη ζωή και την επιθυμία για τις ψευδαισθήσεις της τέχνης και της ποίησης.

Η φιλοσοφική απαισιοδοξία του Λεοπάρντι έχει τις απαρχές της στον υλισμό και την αισθησιαρχία του 18ου αιώνα (Βαρόνος ντε Χόλμπαχ, Ετιέν Μποννό ντε Κοντιγιάκ), φιλοσοφικά ρεύματα, τα οποία προέκυψαν άμεσα από τον ορθολογισμό, για τον οποίο αγωνίστηκαν, του οποίου υπεραμύνθηκαν και τον οποίο πρόβαλαν και διακήρυξαν ο Διαφωτισμός, ο ελληνικός ατομισμός και η φιλοσοφική απαισιοδοξία, ιδέες, τις οποίες είχαν εισηγηθεί και προβάλει ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Όμηρος και ο Λουκρήτιος, κι ύστερα συνέχισε να εκπροσωπεί και να υπηρετεί ο ρομαντισμός. 

Η σκέψη του Τζιάκομο Λεοπάρντι παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με τη σκέψη του συγχρόνου του Άρτουρ Σοπενχάουερ, και, στη συνέχεια με την υπαρξιστική φιλοσοφία, η οποία επακολούθησε, μετά τον Φρήντριχ Νίτσε. Κι αυτός επίσης είναι σε αναζήτηση ενός κρυμμένου νοήματος της ύπαρξης, πράγμα, το οποίο οι ορθολογιστές αντίθετα θεωρούν ως ανύπαρκτο, ενώ οι υπαρξιστές παθιάζονται γι’ αυτό.

Πρόκειται για μια τιτανικο-ρομαντική πρόκληση ενάντια στη «ωμότητα, την σκληρή και βάναυση εξουσία, η οποία κρύβεται στην κοινή, κατακτητική βία που κυβερνάει τον κόσμο». Αντίθετα,  στο όνομα της ευγένειας της ψυχής και του πνεύματος, με την οξεία ευαισθησία τους για την αβεβαιότητα και ευθραυστότητα του ανθρωπίνου όντος, της ανθρώπινης υπόστασης, των ζωντανών πλασμάτων, τα οποία αποτελούν λεία απροστάτευτη στην άγρια φυσική επιλογή, και γενικά για κάθε πράγμα το οποίο υπάρχει, οι υπαρξιστές αναζητούν το κρυμμένο αυτό νόημα της ύπαρξης.

«Τραγουδώντας τον πόνο, εύρισκε αυτός το φάρμακο για τον πόνο, τραγουδώντας την απελπισία, εύρισκε τη γιατρειά από την απελπισία, τραγουδώντας τη δυστυχία, εύρισκε αυτός, κι όχι σαν σχήμα λόγου, τη μόνη ευτυχία. [...] Σ’ αυτά τα πραγματικά θεϊκά τραγούδια, ο Λεοπάρντι μετασχημάτισε την αγωνία σε στοχαστική γλυκύτητα, τον κοπετό σε απαλή μουσική, τη μεταμέλεια και το θρήνο για τις νεκρές μέρες σε οράματα μοναδικού μεγαλείου.»
(Τζιοβάννι Παπίνι, Η Ευτυχία στον Τζιάκομο Λεοπάρντι [1939])

[Ο Τζιοβάννι Παπίνι (Φλωρεντία, 1881–1956) ήταν ένας Ιταλός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής και μυθιστοριογράφος. Έργα του: Λέξεις και αίμα, Η ιστορία του Χριστού, Η Αποτυχία, Ο Δάντης ζωντανός, Τραγούδια και Ιστορίες του Ματτέο Σαλβατόρε κ.α.]

Η σκέψη του Λεοπάρντι χαρακτηρίζεται, δια μέσου των διαφόρων φάσεων της απαισιοδοξίας του, από την αμφιθυμία του ανάμεσα στη λυρικο-ασκητική πλευρά της ποιητικής του, η οποία τον οδηγεί να πιστέψει στις «ψευδαισθήσεις» και τα θέλγητρα της φύσης, και την εμπορικο-θεωρητική ορθολογιστική πλευρά της σκέψης του, η οποία είναι παρούσα στους φιλοσοφικούς του στοχασμούς, και η οποία, αντίθετα, θεωρεί αυτές τις ψευδαισθήσεις μάταιες και βλαβερές, αρνούμενη σ’ αυτές οποιοδήποτε οντολογικό περιεχόμενο. 

Παρούσα σε έντονο βαθμό, ήταν επίσης στη σκέψη, τη ζωή και το έργο του Λεοπάρντι, η αντίφαση μεταξύ της λαχτάρας, του έντονου πόθου και της ενστικτώδους ορμής προς τη ζωή αφενός, και της απογοήτευσης, της απαισιοδοξίας αφετέρου, μεταξύ του συναισθήματος και του ορθού λόγου, μεταξύ της «φιλοσοφίας του ναι» και της «φιλοσοφίας του όχι». Ο Καρλ Φόσλερ, Γερμανός γλωσσολόγος και λόγιος του 20ου αιώνα, σημαντικός μελετητής της αρχαίας Ρώμης, ήταν γνωστός και για το ενδιαφέρον του προς την ιταλική διανόηση.

Σύμφωνα με τον Φόσλερ λοιπόν, αν και ο Λεοπάρντι κοπίασε πολύ να συνδυάσει και να κάνει να συνεργήσουν στη ζωή του οι δύο ως άνω αναφερόμενες αντιφατικές και αντίρροπες τάσεις της σκέψης του, ποτέ δεν παραιτήθηκε από το σκεπτικισμό. Εντούτοις, σε όλη του τη ζωή παρέμεινε πεπεισμένος, ότι η αληθινή φιλοσοφία πρέπει σε κάθε περίπτωση να διατηρεί τους δεσμούς της και να μην απεμπολεί τις σχέσεις της με τη φαντασία και την ποίηση. Όπως αναγνώρισε ο Ντε Σάνκτις:

«Ο Λεοπάρντι δεν πιστεύει στην πρόοδο και σε κάνει να την ποθείς. δεν πιστεύει στην ελευθερία και σε κάνει να την αγαπάς. Αποκαλεί ψευδαισθήσεις την αγάπη, τη δόξα, την αρετή και πυροδοτεί γι’ αυτές έναν άσβεστο και ανεξάντλητο πόθο στο στήθος σου. [...] Είναι σκεπτικιστής και δύσπιστος και σου εμπνέει την πίστη. και ενώ δεν πιστεύει, ότι είναι εφικτό ένα λιγότερο θλιβερό μέλλον για την κοινή πατρίδα, ξυπνάει στην καρδιά σου μια ζωηρή αγάπη γι’ αυτήν και σε φλογίζει με τον πόθο για ευγενείς, γενναίες, ηρωικές πράξεις
(Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις, Σοπενχάουερ και Λεοπάρντι [1858]).

[Ο Φραντσέσκο Σαβέριο Ντε Σάνκτις (Μόρρα Ιρπίνα, 1817 – Νάπολη, 1883) ήταν ένας Ιταλός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, πολιτικός, υπουργός Εθνικής  Παιδείας και φιλόσοφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους κριτικούς και ιστορικούς της ιταλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα].



Cantο IX

Ultimo Canto di Saffo  
(“Opera di 7 giorni”, composta nel maggio 1822, il canto venne pubblicata nell’edizione bolognese del 1824).

Placida notte, e verecondo raggio
Della cadente luna; e tu che spunti
Fra la tacita selva in su la rupe,
Nunzio del giorno; oh dilettose e care
Mentre ignote mi fur l'erinni e il fato,
Sembianze agli occhi miei; già non arride
Spettacol molle ai disperati affetti.
Noi l'insueto allor gaudio ravviva
Quando per l'etra liquido si volve
E per li campi trepidanti il flutto
Polveroso de' Noti, e quando il carro,
Grave carro di Giove a noi sul capo del carro,
Tonando, il tenebroso aere divide.
Noi per le balze e le profonde valli
Natar giova tra' nembi, e noi la vasta
Fuga de' greggi sbigottiti, o d'alto 
Fiume alla dubbia sponda
Il suono e la vittrice ira dell'onda.
Bello il tuo manto, o divo cielo, e bella
Sei tu, rorida terra. Ahi di cotesta
Infinita beltà parte nessuna
Alla misera Saffo i numi e l'empia 
Sorte non fenno. A' tuoi superbi regni
Vile, o natura, e grave ospite addetta,
E dispregiata amante, alle vezzose
Tue forme il core e le pupille invano
Supplichevole intendo. A me non ride
L'aprico margo, e dall'eterea porta
Il mattutino albor; me non il canto
De' colorati augelli, e non de' faggi
Il murmure saluta: e dove all'ombra
Degl'inchinati salici dispiega
Candido rivo il puro seno, al mio
Lubrico piè le flessuose linfe
Disdegnando sottragge,
E preme in fuga l'odorate spiagge.
Qual fallo mai, qual sì nefando eccesso
Macchiommi anzi il natale, onde sì torvo
Il ciel mi fosse e di fortuna il volto?
In che peccai bambina, allor che ignara
Di misfatto è la vita, onde poi scemo
Di giovanezza, e disfiorato, al fuso
Dell'indomita Parca si volvesse
Il ferrigno mio stame? Incaute voci
Spande il tuo labbro: i destinati eventi
Move arcano consiglio. Arcano è tutto,
Fuor che il nostro dolor. Negletta prole
Nascemmo al pianto, e la ragione in grembo
De' celesti si posa. Oh cure, oh speme
De' più verd'anni! Alle sembianze il Padre,
Alle amene sembianze eterno regno 
Diè nelle genti; e per virili imprese,
Per dotta lira o canto,
Virtù non luce in disadorno ammanto.
Morremo. Il velo indegno a terra sparto
Rifuggirà l'ignudo animo a Dite,
E il crudo fallo emenderà del cieco
Dispensator de' casi. E tu cui lungo
Amore indarno, e lunga fede, e vano
D'implacato desio furor mi strinse,
Vivi felice, se felice in terra
Visse nato mortal. Me non asperse
Del soave licor del doglio avaro
Giove, poi che perir gl'inganni e il sogno
Della mia fanciullezza. Ogni più lieto
Giorno di nostra età primo s'invola.
Sottentra il morbo, e la vecchiezza, e l'ombra
Della gelida morte. Ecco di tante
Sperate palme e dilettosi errori,
Il Tartaro m'avanza; e il prode ingegno
Han la tenaria Diva,
E l'atra notte, e la silente riva.
 

Άσμα IX
Το τελευταίο άσμα της Σαπφώς
Έργο επτά (7) ημερών», η σύνθεση ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1822  και δημοσιεύτηκε το 1824 από τις εκδόσεις της Μπολόνιας).

Τη νύχτα η γαλήνη, στη χάση η σελήνη,
Κι εσύ η αχτίδα της διακριτική,
Στα σκότη το χώμα πατάς μα, πού ακόμα; 
Μη την ειρήνη βλάψεις ή τη γλυκιά σιωπή.
Κι εσύ, να γυρνάς σε δάσος παρθένο,
Ως πάνω εκεί στον ψηλό το γκρεμό,
Της μέρας η πρέσβειρα. ω! τί καλό, 
Χαρές κι αγάπες, μα ωστόσο, μορφές 
Που εγώ  δεν γνωρίζω,
Για μένα η μοίρα κι οι ερινύες οι τρελές,
Των οματιών μου πλάσματα, ονείρου σκιές. 
Κι όμως γλυκά δεν μου χαμογελούν! 
Φάσματα ήπια όπως εκείνοι,
Χαϊδεμένοι, απελπισμένοι μέλλει να δουν.
Μα εμείς δεν είμαστε συνηθισμένοι,
Κι όμως εντός μας ξαναζεί η χαρά, κι ανεβαίνει
Μες την υγρή αιθρία, πάνω απ΄ τα πλάτη,
Εκεί όπου είναι οι πολύβουοι κάμποι,
Σαν κάτι που αχνοφέγγει μέσα στα θάμπη.
Η ορδή του Νότου μες τη σκόνη θα ΄μπει
Στην πεδιάδα, όπου ο ήλιος λάμπει.
Το άρμα, το μεγαλόπρεπο άρμα του Δία,
Α! τι θέαμα χάρμα μες την ευδία, 
Με μας στην κορυφή, με πόση βία, 
Με τί ορμή τον σκοτεινό αιθέρα διαιρεί!
Εμείς πάνω απ’ τους όρμους, τους βράχους,
Εκεί που το ηλιόφωτο μάς βρήκε μονάχους,
Σε κοφτερά περάσματα, θίνες σαν λόφους,
Βαθιές κοιλάδες, και γεμάτοι στόχους,
Θα κολυμπήσουμε με ορμή νεανική, 
Μέσα σε μια νεφέλη ωστόσο φωτεινή.
Εμείς, πελώρια ορδή που υποχωρεί,
Αιφνιδιασμένη από στρατιά πιο δυνατή,
Ενώ ως την όχθη απ’ του ποταμού την κορφή,
Την όχθη τη δύσβατη και τόσο ασαφή,
Του κύματος ο ρόχθος θα βρει το νικητή.
Κομψό μανδύα φορέσατε, ώ θεϊκοί ουρανοί,
Κι όμορφη που είσαι, ιδρωμένη γη. 
Αλλοίμονο! απ΄ την ατέλειωτη παρέα τη στολισμένη,
Καμμιά δεν πάει στη Σαπφώ την πονεμένη,
Μήτε και πλησιάζει, θεά ή μοίρα μολεμένη.
Στα τόσο υπέροχα, αχρεία βασίλειά σου,
Ω! φύση, επιβλητική κι έμπειρη καλεσμένη,
Ω! περιφρονημένη αγαπημένη, να! μ’ όμοιες
Μορφές συνηθισμένη, όπως κουκούτσι
Η ίριδα, εκεί που πάω είσαι πάντοτε στημένη,
Και μάταια ζητάς να με γελάσεις, αχ! καημένη.
Δεν με γελάει το πικρό βερυκοκάκι, 
Κι απ’ την αιθέρια πύλη η αυγούλα η πρωινή. 
Δεν κάνει την καρδιά μου να χαρεί
Κελάϊδισμα από πολύχρωμο πουλάκι,
Μήτε σαν της οξιάς το θρόισμα χαιρετίσει:
Όταν στη σκιά της, κλαίουσα ιτιά θ’ αφήσει
Αθώο ρυάκι, αγνό το στήθος, να κυλήσει,
Στο έκφυλο το πόδι μου η λέμφος θα εισδύσει,
Τα αφηρημένα λόγια θα καταφρονήσει,
Μα απ’ τις ευωδιαστές ακτές πρώτη θα αποχωρήσει.
Τί στην ευχή ποτέ, μα ναι! να είναι τόσο περιττά
Όσα έχω ζήσει, και να! που τώρα πια 
Χριστούγεννα τα ρούχα μου λεκιάζουν, μα τί;
Ο ουρανός κι η τύχη στη μορφή μου χρώμα αλλάζουν;
Σε τί αμάρτησα παιδί, σαν πάντα αγνοούσα,
Πως στη ζωή διαρκώς η ανομία είναι παρούσα,
Τότε ήμουν ανόητος, με νεανική ορμή,
Τον έλεγχο τον έχασα, κι ως έχω μαραθεί, 
Απ’ τον αδάμαστο Έρωτα, έγινε το δικό μου αξόνι 
Αντί για σίδηρο στημόνι; Γλώσσες απρόσεκτες,
Τα χείλη κλείστε: όλα στη μοίρα είναι γραμμένα, 
Κι ο προορισμός μας και τα πιο μικρά της ζωής μας
Γεγονότα, όλα είναι προκαθορισμένα, και τα κινεί
Ένα άγνωστο συμβούλιο, κρυφό. Όλα κρυφά,
Εκτός απ’ της ζωής μας τον καημό. 
Γόνοι που μας παραπετάξανε, μωρά,
Με κλάμα ήρθαμε στον κόσμο, και μετά
Ο λόγος ο ουράνιος, στη μήτρα ήρθ’ από ψηλά. 
Τί προσδοκίες που είχαμε παιδιά, ώ γιατρειά!
Ο Πλαστουργός στη φαντασία, 
Πρόσωπα ευφρόσυνα μες του Θεού τη βασιλεία 
Την αιωνία οι λαοί.  τώρα, να πούμε για του έρωτα τη λεία:
Όπλα μου, προίκα μου θα έχω το τραγούδι ή τη λύρα, 
Δεν λάμπει, με αστόλιστο μανδύα η πείρα. 
Βαδίζουμε  ολοταχώς για το χαμό. Το σπάρτο πέπλο 
Είν΄ ανάρμοστο στο χώμα, ενώ και η ψυχή, γυμνή ακόμα,
Θα φύγει, θα πετάξει από το σώμα,
Θα πάει να βρει το στόμιο του Άδη, 
Κι ο ακατέργαστος φαλλός θα αλλάξει υφάδι,
Από σποριάς περιπτωσιακός, τυφλός.
Και συ, που η άκαρπη αγάπη, η μεγάλη
Μετά από τόσων χρόνων πίστη, μάταιη πάλη,
Με άσπονδο πόθο, μανιακά σε είχε στην ζάλη,
Ζεις ευτυχής, αν το μπορεί ευτυχής να ζει 
Πάνω στη γη όποιος θνητός, στον κόσμο γεννηθεί. 
Δεν πρόλαβα να καταπιώ το ηδύποτο της στάμνας το ελαφρό,
Δία τσιγγούνη, που σαν φίλτρο σε δοχείο κράταγες κρυφό,
Δία φιλάργυρε, σαν άνθρωπος κι εγώ, που όλο χαρίζει,
Δαπανά και σπαταλά κι από ζωή όλο σφύζει,
Τότε, θα είχε φυγαδεύσει αυτό το γιατρικό 
Τις αυταπάτες και τις χίμαιρες, εκείνο το κακό,
Που έτρεφα σαν ήμουνα παιδί μικρό.
Μέρα τη μέρα πιο γεροί, σαν ήμαστε παιδιά,
Μα η υγεία αυτή, πρώτη μακριά πετά.
Τη θέση της την παίρνουνε αρρώστιες, γηρατειά,
Του παγερού θανάτου η σκιά. Να τες πολλές,
Λαχταριστές οι φοινικιές, οι πλάνες μας οι ηδονικές.
Τον Τάρταρο θα συναντήσω, κι αυτός, μετά από αγώνα,
Θα με προωθήσει στον ταινάριο  Ποσειδώνα. 
Νάτος! ευφυής, ηρωικός, έρχεται ο θεός να μ’ απαντήσει
Στο στόμιο του Άδη, ο ψυχοπομπός,
Κι ύστερα έρχεται η άλλη νύχτα, του παντός,
Εκεί όπου μένουνε τα πλήθη των νεκρών, ολόκληρος λαός,
Στην άλαλη και σιωπηλή ακτή, βαθιά να με κοιμίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: