La Ginestra o il Fiore del Deserto
E’
E se appressar lo vede, o se nel cupo
Del domestico pozzo ode mai l'acqua
Fervendo gorgogliar, desta i figliuoli,
Desta la moglie in fretta, e via, con quanto
Di lor cose rapir posson, fuggendo,
Vede lontan l'usato
Suo nido, e il picciol campo,
Che gli fu dalla fame unico schermo,
Preda al flutto rovente,
Che crepitando giunge, e inesorato
Durabilmente sovra quei si spiega.
Torna al celeste raggio
Dopo l'antica obblivion l'estinta
Pompei, come sepolto
Scheletro, cui di terra
Avarizia o pietà rende all'aperto;
E dal deserto foro
Diritto infra le file
Dei mozzi colonnati il peregrino
Lunge contempla il bipartito giogo
E la cresta fumante,
Che alla sparsa ruina ancor minaccia.
E nell'orror della secreta notte
Per li vacui teatri,
Per li templi deformi e per le rotte
Case, ove i parti il pipistrello asconde,
Come sinistra face
Che per vòti palagi atra s'aggiri,
Corre il baglior della funerea lava,
Che di lontan per l'ombre
Rosseggia e i lochi intorno intorno tinge.
Così, dell'uomo ignara e dell'etadi
Ch'ei chiama antiche, e del seguir che fanno
Dopo gli avi i nepoti,
Sta natura ognor verde, anzi procede
Per sì lungo cammino
Che sembra star. Caggiono i regni intanto,
Passan genti e linguaggi: ella nol vede:
E l'uom d'eternità s'arroga il vanto.
E tu, lenta ginestra,
Che di selve odorate
Queste campagne dispogliate adorni,
Anche tu presto alla crudel possanza
Soccomberai del sotterraneo foco,
Che ritornando al loco
Già noto, stenderà l'avaro lembo
Su tue molli foreste. E piegherai
Sotto il fascio mortal non renitente
Il tuo capo innocente:
Ma non piegato insino allora indarno
Codardamente supplicando innanzi
Al futuro oppressor; ma non eretto
Con forsennato orgoglio inver le stelle,
Né sul deserto, dove
E la sede e i natali
Non per voler ma per fortuna avesti;
Ma più saggia, ma tanto
Meno inferma dell'uom, quanto le frali
Tue stirpi non credesti
O dal fato o da te fatte immortali.
Το σπάρτο ή το άνθος της ερήμου
E’
Del domestico pozzo ode mai l'acqua
Fervendo gorgogliar, desta i figliuoli,
Desta la moglie in fretta, e via, con quanto
Di lor cose rapir posson, fuggendo,
Vede lontan l'usato
Suo nido, e il picciol campo,
Che gli fu dalla fame unico schermo,
Preda al flutto rovente,
Che crepitando giunge, e inesorato
Durabilmente sovra quei si spiega.
Torna al celeste raggio
Dopo l'antica obblivion l'estinta
Pompei, come sepolto
Scheletro, cui di terra
Avarizia o pietà rende all'aperto;
E dal deserto foro
Diritto infra le file
Dei mozzi colonnati il peregrino
Lunge contempla il bipartito giogo
E la cresta fumante,
Che alla sparsa ruina ancor minaccia.
E nell'orror della secreta notte
Per li vacui teatri,
Per li templi deformi e per le rotte
Case, ove i parti il pipistrello asconde,
Come sinistra face
Che per vòti palagi atra s'aggiri,
Corre il baglior della funerea lava,
Che di lontan per l'ombre
Rosseggia e i lochi intorno intorno tinge.
Così, dell'uomo ignara e dell'etadi
Ch'ei chiama antiche, e del seguir che fanno
Dopo gli avi i nepoti,
Sta natura ognor verde, anzi procede
Per sì lungo cammino
Che sembra star. Caggiono i regni intanto,
Passan genti e linguaggi: ella nol vede:
E l'uom d'eternità s'arroga il vanto.
E tu, lenta ginestra,
Che di selve odorate
Queste campagne dispogliate adorni,
Anche tu presto alla crudel possanza
Soccomberai del sotterraneo foco,
Che ritornando al loco
Già noto, stenderà l'avaro lembo
Su tue molli foreste. E piegherai
Sotto il fascio mortal non renitente
Il tuo capo innocente:
Ma non piegato insino allora indarno
Codardamente supplicando innanzi
Al futuro oppressor; ma non eretto
Con forsennato orgoglio inver le stelle,
Né sul deserto, dove
E la sede e i natali
Non per voler ma per fortuna avesti;
Ma più saggia, ma tanto
Meno inferma dell'uom, quanto le frali
Tue stirpi non credesti
O dal fato o da te fatte immortali.
Το σπάρτο ή το άνθος της ερήμου
E’
Και αν το πλησιάσει το βλέπει, ή αν στο σκοτάδι
Απ’ το μαγγανοπήγάδο του σπιτιού δεν ακούει ποτέ του νερού
Το γουργουρητό ως αναβράζει, ο άντρας ξυπνάει τα παιδιά,
Ξυπνάει τη γυναίκα γρήγορα, και φεύγουν μακριά,
Με ό,τι μπορούν να πάρουν μαζί τους,
Βλέπει μακριά τη πολυχρησιμοποιημένη φωλιά του
Και το μικρό χωράφι,
Που ήταν η μόνη προστασία τους απ’ την πείνα,
Θήραμα τώρα στο καυτό κύμα,
Αυτό που βουίζοντας έρχεται, κι αμείλικτο
Με διάρκεια πάνω σ’ αυτά επιφέρεται.
Γυρίζει στο ουράνιο φως
Μετά την αρχαία λήθη η αφανισμένη
Πομπηία, σαν θαμμένος
Σκελετός, απλωμένος στη γη που από
Την απληστία ή τον οίκτο εκτίθεται σε ανοιχτό χώρο.
Και από την τρύπα της ερήμου
Ακριβώς κάτω από τις σειρές
Των κιονοστοιχιών ο προσκυνητής
Σκέφτεται επί μακρόν τον διπλό ζυγό
Και την κορφή που βγάζει καπνό,
Απειλώντας ακόμα το διάσπαρτο ερείπιο.
Και στη φρίκη της μυστικής νύχτας
Για τα άδεια θέατρα,
Για τους παραμορφωμένους ναούς και τα γκρεμισμένα
Σπίτια, όπου μέσα τους κρύβεται η νυχτερίδα,
Με την τρομαχτική μορφή,
Και περιπλανιέται εδώ κι εκεί στα διάφορα παλάτια,
Η αστραφτερή λάμψη της μακάβριας λάβας όλο τρέχει,
Κι από μακριά με τις σκιές ο τόπος όλος
Κοκκινίζει και οι χώροι γύρω - τριγύρω όλο βάφονται.
Έτσι, του ανυποψίαστου ανθρώπου και της εποχής
Που αποκαλεί αρχαία, και από όσα κάνανε
Μετά τους προγόνους οι ανεψιοί κι οι απόγονοι,
Η φύση είναι πάντα πράσινη, πράγματι προχωρά
Για τόσο μεγάλο δρόμο, κι ύστερα
Μοιάζει να στέκει. Εν τω μεταξύ, τα βασίλεια πέφτουν,
Έθνη και γλώσσες καταλύονται: κι αυτή δεν βλέπει:
Ο άνθρωπος της αιωνιότητας
Υπερηφανεύεται για τον εαυτό του.
Και συ, αργό σπάρτο,
Που από ευωδιαστά παρθένα δάση
Αυτές τις διασκορπισμένες αίθριες εκτάσεις στολίζεις,
Είναι για σένα πολύ νωρίς για άγρια δοκιμασία.
Θα υποκύψεις στην υποχθόνια φωτιά,
Η οποία γυρνώντας στον ήδη γνωστό τόπο,
Θ’ απλώσει το αδηφάγο πλοκάμι της
Στα τρυφερά σου δάση. Και συ θα σκύψεις
Κάτω απ’ τo θανατερό ραβδί με το αδίστακτο πελέκι
Τη άδολη κορφάδα σου:
Κι όχι σκυμμένο μέχρι τότε άσκοπα
Δειλά ικετεύοντας μπροστά
Στον μελλοντικό δυνάστη. Αλλά ούτε και όρθιο
Με ξέφρενη αλαζονεία προς τ’ άστρα,
Ούτε στην έρημο, όπου
Και η έδρα και η γενέτειρά σου είναι εκεί,
Όχι γιατί το ήθελες, αλλά ευτυχώς έτσι ήταν.
Αλλά πιο συνετό, και τόσο
Λιγότερο ασθενικό απ’ τον άνθρωπο, όσο
Δεν πίστεψες στην εύθραυστη καταγωγή σου,
Είτε απ’ τη μοίρα, είτε αφού έγινες αθάνατο.
Απ’ το μαγγανοπήγάδο του σπιτιού δεν ακούει ποτέ του νερού
Το γουργουρητό ως αναβράζει, ο άντρας ξυπνάει τα παιδιά,
Ξυπνάει τη γυναίκα γρήγορα, και φεύγουν μακριά,
Με ό,τι μπορούν να πάρουν μαζί τους,
Βλέπει μακριά τη πολυχρησιμοποιημένη φωλιά του
Και το μικρό χωράφι,
Που ήταν η μόνη προστασία τους απ’ την πείνα,
Θήραμα τώρα στο καυτό κύμα,
Αυτό που βουίζοντας έρχεται, κι αμείλικτο
Με διάρκεια πάνω σ’ αυτά επιφέρεται.
Γυρίζει στο ουράνιο φως
Μετά την αρχαία λήθη η αφανισμένη
Πομπηία, σαν θαμμένος
Σκελετός, απλωμένος στη γη που από
Την απληστία ή τον οίκτο εκτίθεται σε ανοιχτό χώρο.
Και από την τρύπα της ερήμου
Ακριβώς κάτω από τις σειρές
Των κιονοστοιχιών ο προσκυνητής
Σκέφτεται επί μακρόν τον διπλό ζυγό
Και την κορφή που βγάζει καπνό,
Απειλώντας ακόμα το διάσπαρτο ερείπιο.
Και στη φρίκη της μυστικής νύχτας
Για τα άδεια θέατρα,
Για τους παραμορφωμένους ναούς και τα γκρεμισμένα
Σπίτια, όπου μέσα τους κρύβεται η νυχτερίδα,
Με την τρομαχτική μορφή,
Και περιπλανιέται εδώ κι εκεί στα διάφορα παλάτια,
Η αστραφτερή λάμψη της μακάβριας λάβας όλο τρέχει,
Κι από μακριά με τις σκιές ο τόπος όλος
Κοκκινίζει και οι χώροι γύρω - τριγύρω όλο βάφονται.
Έτσι, του ανυποψίαστου ανθρώπου και της εποχής
Που αποκαλεί αρχαία, και από όσα κάνανε
Μετά τους προγόνους οι ανεψιοί κι οι απόγονοι,
Η φύση είναι πάντα πράσινη, πράγματι προχωρά
Για τόσο μεγάλο δρόμο, κι ύστερα
Μοιάζει να στέκει. Εν τω μεταξύ, τα βασίλεια πέφτουν,
Έθνη και γλώσσες καταλύονται: κι αυτή δεν βλέπει:
Ο άνθρωπος της αιωνιότητας
Υπερηφανεύεται για τον εαυτό του.
Και συ, αργό σπάρτο,
Που από ευωδιαστά παρθένα δάση
Αυτές τις διασκορπισμένες αίθριες εκτάσεις στολίζεις,
Είναι για σένα πολύ νωρίς για άγρια δοκιμασία.
Θα υποκύψεις στην υποχθόνια φωτιά,
Η οποία γυρνώντας στον ήδη γνωστό τόπο,
Θ’ απλώσει το αδηφάγο πλοκάμι της
Στα τρυφερά σου δάση. Και συ θα σκύψεις
Κάτω απ’ τo θανατερό ραβδί με το αδίστακτο πελέκι
Τη άδολη κορφάδα σου:
Κι όχι σκυμμένο μέχρι τότε άσκοπα
Δειλά ικετεύοντας μπροστά
Στον μελλοντικό δυνάστη. Αλλά ούτε και όρθιο
Με ξέφρενη αλαζονεία προς τ’ άστρα,
Ούτε στην έρημο, όπου
Και η έδρα και η γενέτειρά σου είναι εκεί,
Όχι γιατί το ήθελες, αλλά ευτυχώς έτσι ήταν.
Αλλά πιο συνετό, και τόσο
Λιγότερο ασθενικό απ’ τον άνθρωπο, όσο
Δεν πίστεψες στην εύθραυστη καταγωγή σου,
Είτε απ’ τη μοίρα, είτε αφού έγινες αθάνατο.
----------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου