30 Σεπτεμβρίου 2021

Σιωπή [Edgar Alan Poe, μετ. Άγγελος Μιρωτίκης]


ΣΙΩΠΗ

Άκουσέ με — είπε ο Δαίμων θέτοντας το χέρι του πάνω στην κεφαλή μου —. Η χώρα που αναφέρω είναι ένας τόπος πένθιμος στη Λιβύη, στα χείλη του ποταμού Ζαΐρ. Εκεί δεν υπάρχει ούτε ανάπαψη ούτε σιωπή.

Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα κροκωτό και νοσηρό και δεν κυλούν προς τη θάλασσα, μα αναταράζονται αιώνια, κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βοερή και σπασμωδική. Από κάθε πλευρά αυτού του ποταμού στη βορβορώδη κοίτη εκτείνεται σε ένα διάστημα πολλών μιλίων μια κίτρινη έρημος με γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σε αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς φρικαλέους λαιμούς τους και κουνούν εδώ κι εκεί τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι εξέρχεται από μέσα τους μια σκοτεινή μουρμούρα, που μοιάζει με κείνη ενός υποχθόνιου χείμαρρου. Κι αναστενάζουν το ένα στο άλλο.

Μα υπάρχει ένα όριο στην αυτοκρατορία τους κι αυτό το σύνορο είναι ένα ψηλό, σκοτεινό φρικτό δάσος. Εκεί καθώς τα κύματα γύρω στις Εβρίδες οι θάμνοι είναι μέσα σε μια διηνεκή αναταραχή. Κι όμως δεν υπάρχει άνεμος μέσα στον ουρανό. Και τα απέραντα αρχέγονα δέντρα κουνούνται αιώνια εδώ κι εκεί με ένα δυνατό πάταγο. Κι από τις ψηλές κορυφές τους στραγγίζει σταλαματιά — σταλαματιά μια αιώνια δροσιά. Και στα πόδια τους αλλόκοτα φαρμακερά λουλούδια κλώθονται μέσα σε ένα ύπνο εξοργισμένο. Και πάνω στις κεφαλές με ένα ηχηρό φρου — φρου τα γκρίζα σύννεφα κατακρημνίζονται αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούν ως καταρράχτης πίσω από το φλογισμένο τείχος του ορίζοντα. Εν τούτοις δεν υπάρχει άνεμος μέσα στον ουρανό. Και πάνω στα χείλη του ποταμού Ζαΐρ δεν υπάρχει ούτε γαλήνη ούτε σιωπή.

Ήταν νύχτα κι η βροχή έπεφτε· κι όσο έπεφτε ήταν βροχή, μα όταν έπεσε ήταν αίμα. Κ’ εγώ στεκόμουνα μέσα στο τέλμα ανάμεσα στα μεγάλα νούφαρα κι η βροχή έπεφτε πάνω στην κεφαλή του. Και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο μέσα στην πομπή της απελπισίας τους.

Και ξαφνικά ανατέλλει η σελήνη ανάμεσα στην Κούφια σκευωρία της πένθιμης αντάρας κι είχε ένα χρώμα κατακόκκινο. Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε ένα πελώριο υπόφαιο βράχο, που ορθώνονταν στην όχθη του ποταμού, και που έφεγγε το φως της σελήνης. Κι ο βράχος ήταν γκριζάτος και δυσοίωνος και πολύ ψηλός — κι ήταν γκριζάτος ο βράχος. Πάνω στο πέτρινο μέτωπό του ήταν χαραγμένα γράμματα· κι εγώ προχώρησα ανάμεσα από το έλος με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά, για να αναγνώσω τα σκαλισμένα γράμματα μέσα στην πέτρα. Μα δε μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Κι ήμουνα έτοιμος να γυρίσω πίσω προς το τέλμα, όταν η σελήνη έλαμψε μ’ ένα κόκκινο πιο ζωηρό· και ξαναγύρισα και κοίταξα και πάλι προς το βράχο και τα γράμματά — και τα γράμματα ήταν: ΕΡΗΜΩΣΗ.

Και παρατήρησα ψηλά και πάνω στην κορυφή του βράχου στέκονταν ένας άνθρωπος κι εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα· για να κατασκοπεύσω τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος είχε μια μορφή μεγάλη κι επιβλητική τυλιγμένος από τους ώμους ως τα πόδια μέσα στη τήβενο της αρχαίας Ρώμης. Και το περίγραμμα του προσώπου του ήταν θαμπό — μα τα χαρακτηριστικά ήταν χαρακτηριστικά μιας θεότητας· γιατί αντιθέτως ο μανδύας της νύχτας και της ομίχλης και της σελήνης και της δροσιάς αποκάλυπταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και το μέτωπό του ήταν ψηλό και σκεφτικό κι η ματιά του ήταν κομμένη από τη φροντίδα και μέσα στις αυλακιές της παρειάς του διάβασα τις επιγραφές της οδύνης, του μόχθου και της αηδίας για την ανθρωπότητα και μια μεγάλη λαχτάρα για μοναξιά.

Κι ο άνθρωπος κάθισε πάνω στο βράχο και στήριξε την κεφαλή του πάνω στο χέρι του και περιπλάνησε τη ματιά του πάνω στην ερήμωση. Παρατήρησε τα αιώνια ταραγμένα δεντράκια και τα θεόρατα αρχέγονα δέντρα· κοίταξε πιο ψηλά τον ουρανό γεμάτο από θροΐσματα και την κατακόκκινη σελήνη. Κι εγώ ήμουνα ζαρωμένος στο καταφύγιο με τα νούφαρα και κατασκόπευα τις πράξεις του ανθρώπου. Κα ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά — εν τούτοις η νύχτα προχωρούσε· κι αυτός έμενε καθισμένος πάνω στο βράχο.

Κι ο άνθρωπος απόσυρε τη ματιά του από τον ουρανό και την έριξε πάνω στο θλιβερό ποταμό Ζαΐρ, πάνω στα κίτρινα και πένθιμα νερά και πάνω στο ωχρό πλήθος των νούφαρων. Κι ο άνθρωπος άκουε τους αναστεναγμούς των νούφαρων και το μουρμούρισμα που αναδίνονταν από αυτά. Κι εγώ ήμουνα ζαρωμένος μέσα στην κρύπτη μου και κατασκόπευα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα μοναξιά: — εν τούτοις η νύχτα προχωρούσε· κι αυτός έμενε καθισμένος πάνω στο βράχο.

Τότε βυθίστηκα μέσα στα μακρινά βάθη του έλους και περπάτησα μέσα στο κούφιο δάσος των νούφαρων και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούσαν στα βάθη του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν την πρόσκλησή μου κι έφτασαν με τους Βεχεμόθ (Ζώα, πιθανότατα ιπποπόταμοι) μέχρι τα πόδια του βράχου και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομακτικά κάτω από τη σελήνη. Ήμουνα αιώνα κρυμμένος μέσα στην κρύπτη μου και κατασκόπευα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά: — εν τούτοις η νύχτα προχωρούσε· κι αυτός έμενε καθισμένος πάνω στο βράχο.

Τότε καταράστηκα τα στοιχεία με την κατάρα της αναταραχής· και μια τρομακτική καταιγίδα σωρεύτηκε μέσα στον ουρανό που προ ολίγου δεν υπήρχε ένα φύσημα. Κι ο ουρανός έγινε πελιδνός από τη φθορά της καταιγίδας, — βροχή έδερνε την κεφαλή του ανθρώπου,— και τα κύματα του ποταμού ξεχείλιζαν, — κι ο ποταμός φορτωμένος αναπηδούσε με αφρούς, — και τα νούφαρα κραύγαζαν μέσα στα κρεβάτια τους, — και το δάσος λιανίζονταν από τον άνεμο, — κι η βροντή κυλιόνταν, κι η αστραπή έπεφτε, — ο βράχος ταλανίζονταν πάνω από τα θεμέλια του. Κι εγώ ήμουνα αιώνια κρυμμένος μέσα στην κρύπτη μου μέσα στη μοναξιά· — εν τούτοις η νύχτα προχωρούσε· κι αυτός έμενε καθισμένος πάνω στο βράχο.

Τότε οργίστηκα και καταράστηκα με την καπάρα της σιωπής τον ποταμό και τα νούφαρα και τον άνεμο και το δάσος και τον ουρανό και τη βροντή και τους αναστεναγμούς των νούφαρων. Κι αυτά πάγωσαν με την κατάρα κι έγιναν άφωνα. Κι η σελήνη έπαψε να κάνει επιμόνως την πορεία της μέσα στον ουρανό, — κι η βροντή ξεψύχησε, — κι η αστραπή δεν έλαμψε πια, — και τα νέφη κρεμάστηκαν ακίνητα, — και τα νερά ταπεινώθηκαν μέσα στην κοίτη τους κι εκεί γαλήνεψαν, — και τα δέντρα έπαψαν να αιωρούνται και τα νούφαρα δεν αναστέναξαν πια, — και δεν ανυψώθηκε πια από το πλήθος τους η παραμικρότερη μουρμούρα, ούτε ο ίσκιος ενός ήχου μέσα σε όλη την απέραντη χώρα. Κι εγώ κοίταξα τα γράμματα του βράχου κι ήταν αλλαγμένα — και τώρα σχημάτιζαν τη λέξη: ΣΙΩΠΗ.

Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στη φιγούρα του ανθρώπου κι η όψη του ήταν ωχρή από τον τρόμο. Κι αμέσως σήκωσε την κεφαλή του από το χέρι του, ηγέρθη πάνω στο βράχο και τέντωσε την ακοή. Μα δεν υπήρχε φωνή πέρα για πέρα μέσα στην απέραντη ερημιά, και τα γράμματα σκαλισμένα πάνω στο βράχο ήταν: ΣΙΩΠΗ. Κι ο άνθρωπος ανατρίχιασε, έκαμε επαναστροφή κι έφυγε μακριά, μακριά, βιαστικά, τόσο που δεν τον έβλεπα πιά...

— Λοιπόν υπάρχουν πολύ ωραίοι μύθοι μέσα στα βιβλία των Μάγων, — μέσα στα μελαγχολικά βιβλία των Μάγων, που είναι δεμένα με σίδερα. Υπάρχουν εκεί, λέγω, θαυμάσιες ιστορίες του Ουρανού και της Γης και της ισχυρής θάλασσας, — και των Πνευμάτων, που βασίλευαν πάνω στη θάλασσα, στη γη και στον ουρανό τον ύψιστο. Υπήρχαν επίσης πολλές γνώσεις μέσα στους χρησμούς, που ειπώθηκαν από τις Σίβυλλες· και ιερά, πανίερα πράματα έχουν ακουστεί άλλοτε από τα σκοτεινά φύλλα, που θρόιζαν γύρω στη Δωδώνη. Μα καθώς είναι αλήθεια, όσο ο Αλλάχ είναι ζωντανός! κρατώ αυτό το μύθο, που μου διηγήθηκε ο Δαίμων καθισμένος κοντά μου μέσα στον ίσκιο του τάφου, για τον πιο θαυμαστό από όλους! Κι όταν ο Δαίμων τελείωσε την ιστορία του, ανετράπη μέσα στο βάθος του τάφου κι αφέθηκε να γελά. Κι εγώ δε μπορούσα να γελάσω αντάμα με το Δαίμονα κι αυτός με καταράστηκε, γιατί δε μπορούσα να γελάσω. Κι ο λύγκας που κατοικούσε για την αιωνιότητα μέσα στον τάφο, βγήκε από εκεί και κατακλίθηκε στα πόδια του Δαίμονα. Και τον κοίταξε ατενώς μέσα στα μάτια. 


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 19 (1962).

Δεν υπάρχουν σχόλια: