09 Οκτωβρίου 2021

Εφτά Πρόζες [Γιάννης Νεγρεπόντης]

Μ’ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ

Υπάρχει ένας τρόπος, κατέληξε τελευταία, υπάρχει..., μπορεί να μην είναι ο μόνος, ίσως πολλοί άλλοι ακόμη – που δεν μπορεί να ξέρει – να υπάρχουν, όμως είναι ο μόνος που μπορεί πια να σκέφτεται.
Έπρεπε να φύγει, και να φύγει άπλα να ψάξει να βρει μια  στιγμή που να μη γίνει ποτέ να θυμηθεί.
Υπάρχουν οπωσδήποτε μέρες που δε θυμάται το φως τους, τη μυρουδιά τους, τη γεύση τους, μέρες χωρίς ύφος χωρίς ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που ξεχνά και τ’ όνομά τους...
Μπορεί τώρα να είναι λογική μ’ αυτόν το τρόπο της ανάλυσης των πάντων και φυσικά πρέπει να είναι δυνατή.
Μια μέρα που ένοιωσε, και μ’ έκπληξή της κατάλαβε πως  δεν ήταν ζήτημα δύναμης ή αδυναμίας – τόσο το βρήκε απλό και φυσικά – έφυγε. Πραγματικά τίποτε δεν υπήρξε έξω απ’ ό,τι είχε υπολογίσει. Η μέρα δεν είχε ένα δικό της ύφος. Και  πληροφορήθηκε πως ήταν Παρασκευή απ’ τις εφημερίδες που πήρε για το τραίνο. Πολύ γρήγορα μάλιστα συνήθισε στην ιδέα του τέλειου χωρισμού.

Αφού πέρασαν μερικές μέρες ένοιωσε πως άρχισε να τη βαραίνει εκείνη η μέρα. Προσπάθησε να βρει γιατί. Δεν μπόρεσε ν’ ανασύρει καμμιά μνήμη καμιάν αίσθηση. Το μόνο ότι είχε φύγει μια  μέρα χωρίς ύφος. (Κάτι που δεν είχε υπολογίσει). Στην αρχή οι τύψεις μετά η μετάνοια· η απελπισία. Γιατί για έναν άνθρωπο που ζει με πάθος, τέλειο τίποτε δεν υπάρχει. Πολύ περισσότερο ένας χωρισμός.

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί είχε γυρίσει. Καλά – καλά ούτε η ίδια.


ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Της Κάτιας

Τα λουλούδια αναπνέουν μια  δική τους ζωή, όπως η θάλασσα, τα πουλιά και μερικοί πολύ λίγοι απ’ τους ανθρώπους….
Πίστευε για τον εαυτό του πως ήταν απ’ αυτούς γιατί αγαπούσε τα λουλούδια, τη θάλασσα, τα πουλιά κι είχε τη βεβαιότητα πως  υπήρχαν ακόμη άνθρωποι σαν κι αυτόν.
- Μα ο τρόπος που σκέφτεσαι είναι εντελώς παράλογος!
- Δεν σκέφτομαι. Πιστεύω, που πα να πει αισθάνομαι...
- Αυτό πια είναι και τυπικά φράση ενός τρελού.

Τότε τα πράγματα μπερδεύονταν όπως τα κομμένα λουλούδια στα βάζα, η περιφραγμένη θάλασσα, τα κλεισμένα πουλιά μες στα κλουβιά, οι χιλιάδες άνθρωποι που ζούσαν χωρίς ν' αναπνέουν μιαν ιδιαίτερη δική τους ζωή...

Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Μόνο που τα βλέμματα των παιδιών κάποτε σταματούσαν πάνω του μαλακά σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν την απέραντη αυτή του ευτυχία που του χάριζαν και που μόνον αυτός απ’ όλους τους άλλους μεγάλους δεχόταν ευγνωμοσύνη...


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο τραίνο. Κάθονταν απέναντι στις θέσεις που ήταν κοντά στο παράθυρο κι έτσι γνωρίστηκαν. Αγαπούσαν τη Μουσική, το Θέατρο, τη Λογοτεχνία, το Ντοστογιέφσκι.
Όταν έφτασαν στην Αθήνα και χώρισαν ήταν σα μια απελπισία ανάμεσα τους. Όμως  ούτε ο ένας ούτε ο άλλος βρήκε το θάρρος να ζητήσει διεύθυνση, να πει να ξανασυναντηθούν.

Για πρώτη φορά υστέρα από κείνη, την πρώτη τής γνωριμίας τους βρέθηκαν μια Κυριακή, πολύ προχωρημένου του Χειμώνα, στο φουαγιέ της Συμφωνικής. Ο καθένας τους ήταν με παρέα. Έκαναν μερικά βήματα και έδωσαν τα χέρια σαν δυο ευγενικοί κοσμικοί κύριοι. Τώρα ήταν άνετοι. Είπαν για την επόμενη Κυριακή και μετά ο ένας κάλεσε τον άλλον στη γιορτή του. Έτσι περίπου θυμούνται πώς άρχισαν οι κοινωνικές τους σχέσεις..
Έγιναν φίλοι. Τα χρόνια πέρασαν. Έκανα οικογένειες δικές τους. Μιλούν για τόσα πράματα τώρα, ακόμα κι αυτά τα μικρά μεταξύ ανδρών μυστικά...
Κι οι δυο αποφεύγουν να μιλήσουν για κείνη την πρώτη – πρώτη συνάντησή τους στο τραίνο· εκείνη την απέραντη απελπισία του πρώτου χωρισμού τους. Κι ακόμα σα ν’ αποφεύγουν να μιλήσουν για τη Μουσική, το Θέατρο, τη Λογοτεχνία, το Ντοστογιέφσκι...


ΕΡΗΜΗΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ήταν εκεί τα ορισμένα πρόσωπα. Βρίσκονταν όλοι περίεργα ακριβώς στην ώρα τους. Τόσο που αισθάνθηκε τη ανάγκη να ζητήσει συγνώμη για την αργοπορία του. Και ξαφνικά, ακαριαία, κατάλαβε την αλήθεια. Είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Στην αρχή ένα κενό της τέλειας άνοιας. Μετά φόβος. Ένας φόβος χωρίς συγκεκριμένη αιτία . Ένας φόβος επικρεμάμενου κινδύνου. Θέλησε να ρωτήσει γιατί; πώς; Αλλά η γλώσσα του μούδιασε. Έπρεπε να δεχθεί τα πάντα αδιαμαρτύρητα γιατί τα πρόσωπά τους είχαν κλείσει για πάντα.

Ο Αλέκος αφού έπαιξε για πολλή ώρα το μολύβι του στα χέρι τ’ άφησε κι είπε μόνο.
- Τελείωσε. Τι έχεις να πεις;
- Μα δεν ξέρω τίποτα. Τίποτα που...
Τα πρόσωπά τους στράβωσαν σε κακό χαμόγελο συνθλίβοντας τον. Μέσα σε μια  τόσο ελάχιστη στιγμή κι ένοιωσε απίθανα ασήμαντος, μικρός, ένα τίποτα.
- Είμαι αθώος.
Είπε φεύγοντας και η φράση του πνίγηκε στο λαρύγγι του. Αυτοί όλοι πίσω του γελούσαν ένα γέλιο που δε θα ξεχνούσε ποτέ σ’ ολόκληρη τη ζωή του.

Η νύχτα έξω ανέπνεε ένα παράξενο βαθύ παιδιακίσιο φόβο. Άναψε τσιγάρο κι ήταν κι αυτή η κίνησή του σαν μια  παρεξήγηση.


Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Της Αλεξάνδρας

Οι εποχές περνούσαν μέσα από το μεγάλο καθρέφτη του δωματίου της καθώς οι διστακτικές μέρες των ηλικιών της μάκραιναν...
- Ο μεγάλος αυτός καθρέφτης;
(Κάτι περισσότερο από κειμήλιο από αντίκα από αναμνήσεις. Ναι, κάτι πάνω απ’ όλ’ αυτά· μια αληθινή αιμάτινη ιστορία...).
- Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω· δεν τον πουλώ...
(Θα ήθελα πριν πεθάνω, να το ξέρω να το καταλάβω – για να τον σπάσω σε χίλια κομμάτια... Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως γιατί όπως λέγαν παλιά –τώρα πια ποιος να το πει; – τα μάτια μου ήταν ίδια της γιαγιάς μου...).
- Το μόνο που ξέρω είναι πως  ο παππούς μου – της γιαγιάς μου αδελφός – τον είχε φέρει από την Φλωρεντία.
(Ω, Θε μου... αυτή η μουσική, αυτός ο τυφλός...).
- Και βέβαια το ξέρω, δεν είναι Φλωρεντινός...
- Όχι δεν τον πουλώ.
(Γιατί είναι ο πλάτανος και δε θα ‘χε δίχως αυτόν κανένα νόημα να υπάρχει. Είναι τα σύννεφα – ή αυτό που με μια λέξη απλά λέμε όλοι μας «ημέρα» – που δίχως αυτόν... Είχατε ποτέ έναν καθρέφτη σπασμένο εδώ στην άκρη από μια σφαίρα στο σπίτι σας – όχι στο σπίτι σας – στο δωμάτιό σας... Και ξέρετε, εγώ μένω σ’ αυτό το δωμάτιο τις περισσότερες ώρες – σπάνια βγαίνω σ’ αυτή την άχρωμη την δίχως εποχές την δίχως ηλικία πολιτεία των συνωστισμών σας από τόσα πράγματα...).
- Αντίο σας, κύριε... Όχι, πράγματι, καθόλου. Το ξέρω. Το ξέρω, όλοι ζητούν παλιά έπιπλα... αν θέλετε τον καναπέ με τις καρέκλες μόνο... μα τον καθρέφτη δεν τον πουλώ...
(Γιατί τώρα πιά... ξέρετε... και δίχως ν’ ανοίξω τα παράθυρο αισθάνομαι τις εποχές να περνούν μέσα από τον καθρέφτη... Κι είμαι πολύ γριά – πάρα πολύ γριά – για ν’ ανοίγω το παράθυρο... Τις προάλλες πάλι, άκουγα τα τσεκούρια τους που έκοβαν τον πλάτανο – εκείνον τον άλλο πλάτανο δεν τον λυπήθηκα, δεν το λέω γι’ αυτό... αλλά ο αέρας πια... κι ούτε ο αέρας φέρνει κρύο... παγωνιά...).
- Αλήθεια τι μανία κι αυτή; Να ζητούν τόσο τα παλιά έπιπλα; Τι εποχή κι αυτή! Κάθε τόσο κι αλλάζουν γούστα... Πότε θα ζήσουν πότε θα μάθουν να βλέπουν μέσ’ από έναν καθρέφτη;
(Επί τέλους αυτή η μουσική... αυτός ο τυφλός...).
- Ναι, με συγχωρείτε, σας κρατώ... Καμμιά φορά, κανείς... Έχετε δίκιο.
Κάθε εποχή έχει τα δικά της.
(Ώ Θεέ μου... τι κουραστικό...).
- Πώς; Α!... Πράγματι από σφαίρα…. Είναι μια  ολόκληρη ιστορία. Ο αδελφός της γιαγιάς μου θέλησε ν’ αυτοκτονήσει, όμως όπως λέγαν η σφαίρα γλίστρησε πάνω στο φυλακτό του από τίμιο ξύλο και κτύπησε τον καθρέφτη...
- Όχι δεν αυτοκτόνησε τελικά., μια  ολόκληρη ιστορία... θα σας κουράσω! ,
Ο κύριος χαιρέτησε ευγενικά· καλές οι ιστορίες, αφού όμως η γριά το ‘χε βάλει πείσμα να μην πουλήσει τον καθρέφτη, τι να τις κάνεις τις Ιστορίες; – και έφυγε.
Τότε αυτή πήρε το πλεκτό της, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη κι αφού χαμήλωσε το φως του αμπαζούρ μισόκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να βλέπει την ιστορία που μόλις προ ολίγου είχε αρχίσει σ’ αυτόν τον έμπορα...
- Είναι φθινόπωρο... Θεέ μου, τι μαγεία αυτά τα φύλλα του Πλάτανου!
Τι χρώματα... Τι αίσθηση απόλυτης γαλήνης!...


ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Της Αργυρώς

Το φεγγάρι, κίτρινο και σπαραγμένο πάνω στ’ αρχαία μάρμαρα. Έκανε το δέρμα της να πάρει απ’ την παθητική εκείνη ένταση αγαλμάτων.
Για πολύ περιπλανήθηκαν σ’ αυτά τα μάρμαρα που το πάθος ανθρώπων πεθαμένων πριν αιώνες είχε δώσει ένα σχήμα. Μα ο ήλιος, η βροχή, ο αέρας και το φως του φεγγαριού σιγά – σιγά είχαν καταφάει, είχαν παράξενα λειάνει. Εκείνος για μια στιγμή ένοιωσε απελπισμένα. Ο χρόνος σαράκωνε, κατέτρωγε. Πέρασε το χέρι του γύρω στη μέση της και την έσφιξε πάνω του. Τη φίλησε κοντά στ’ αυτί, μόλις εκεί που άρχιζε ο λαιμός της. Αυτή τον αγκάλιασε σφιχτά δίνοντάς του τα χείλη της που ήταν διάφανα .

Τώρα προχωρούσαν ανάμεσα στα πεύκα και στους παράξενους τόνους άγνωστων χρωμάτων που έδιναν οι σκιές. Κι ήταν σα να προχωρούσαν σε χώρο άγνωστο μη πραγματικό, μια  στιγμή που η έννοια του χρόνου είχε μια διάσπαση αυθύπαρκτη κι ολόκληρη χωρίς καμμιά άλλη σχέση. Με την αφή του ένοιωθε το κορμί της ζεστό ανήσυχο και ταραγμένο.
Αυτό το βράδι έκαναν έρωτα με μιαν αίσθηση ανάτασης προς την αιωνιότητα.


ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΣ
Του Οδυσσέα

Εργαζόταν στο ασανσέρ. Όμως δεν ήθελε. Ήθελε καλύτερα να ‘ταν λούστρος ή και να πουλούσε κουλούρια. Ο ήλιος, έλεγε, οι άνθρωποι και τα παράξενα του κόσμου. Σ’ αυτή την ηλικία – μεσόκοπος πια – και να ‘χει τέτοιες ιδέες... Γελούσαν, τον πείραζαν.
Κι αυτός απορούσε. Μα πώς; Πώς  δεν καταλαβαίνουν από όνειρα; Τόσο πια είναι δύσκολο;

Με τον καιρό κατάλαβε πως  έπρεπε να θέλει να κερδίσει ένα μεγάλο λαχείο ή να θέλει να γίνει πρωθυπουργός.
Και πράγματι τους  γινόταν τώρα πιο συμπαθής πιο οικείος πιο δικός τους.
Γιατί όλοι μας έναν αληθινό ποιητή – έναν άνθρωπο που ονειρεύεται αληθινά δεν τον καταλαβαίνουμε ποτέ...


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 23 (1963).

Δεν υπάρχουν σχόλια: