11 Οκτωβρίου 2021

Θάνατος γιού [Jon Silkin, μετ. Εύα Παπαδοπούλου]

Ο Jon Silkin ανήκει στην μεταπολεμική γενιά της Αγγλίας. Γεννήθηκε το 1930. Στην επαγγελματική του καριέρα δούλεψε σαν δημοσιογράφος, εργάτης, κτίστης και καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας. Είναι  εκδότης του «Μικρού Περιοδικού» και κυκλοφόρησε τρεις ποιητικές συλλογές: «Ειρηνικό Βασίλειο» (1954), «Οι δυο Ελευθερίες» (1958) και «Ανοικοδόμηση» (1961).
Νευρώδης ποιητής ο Jon Silkin στο ύφος του Σέλλεϊ περικλείνει στην ποίησή του στην οδυνηρή πείρα της ζωής. Τον διακρίνει ένας «Προφητικός Μεσσιανισμός» χωρίς να παύει στην τελευταία παραγωγή του να οικειώνεται προσωπικά και λυρικά τα πράγματα. Στην ποίησή του, σημειώνεται από τους κριτικούς συχνά και η επίδραση του D. Η. Laurence.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΙΟΥ

Από καιρό κάτι έπαψε να ‘ρχεται κοντά μου,
κάτι σαν παρουσία: κάτι σαν κάποιον. 
Καμμιά ευγένεια σ’ αυτή την απουσία 
ή κάτι τέτοιο.

Κάτι ήταν εκεί σαν ενός χρόνου
γέρικο σπίτι, βουβό σαν πέτρα. Ενώ τ’ άλλα γύρω του 
τραγουδούσαν σαν πουλιά και γελούσαν
νοιώθοντας τη συμβολικότητα.

Έπρεπε να σιωπούν. Μα κείνος
δεν τραγούδησε, δεν γέλασε, όχι. Δεν ευλόγησε τη σιωπή 
σαν τους άρτους, με λέξεις.
Δεν απαρνήθηκε τη σιωπή.

Μα σαν σπίτι βουτηγμένο στο πένθος 
έστρεψε τα μάτια του στη σιωπή, ενώ
τα άλλα, σαν πουλιά
τραγουδούσαν γύρω του.

Και η νεκρική σιωπή
δεν ταραζόταν, δεν γαλήνευε.

Έχω δει πέτρες. Ξέρω από πλιθάρια.
Μα αυτό δεν ήταν πέτρινο, ούτε πλίνθινο.
Ένα σπίτι από σάρκα και αίμα,
με πέτρινη σάρκα,

και αιμάτινους πλίνθους. Ένα σπίτι
με πέτρα και αίμα, σε νεκρική σιγή, καθώς
στις καμινάδες των γειτονικών, πουλιά τραγουδούσαν τρελά. 
Μα αυτό σιωπούσε.

Έμοιαζε κάτι άλλο, ήταν
το άκουσμα, η μιλιά. Αν και ήταν αποτραβηγμένο 
στη σιωπή, ήταν
κάτι το Θεϊκό στη σιωπή του.

Έλαμπε στην αταραξία του
ήταν ξεχωριστό, όλο μαζί κάτι άλλο.
Ποτέ δεν μίλησε, μα
ήταν σαν να μιλούσε με τον θάνατο·

μετά, αργά, τα μάτια έπαψαν να βλέπουν
προς τα μέσα. Η σιωπή σηκώθηκε, παντού γαλήνη.
Το βλέμμα στράφηκε προς τα έξω και σταμάτησε, 
με τα πουλιά να τιτιβίζουν γύρω του,
και ήταν σαν να μπορούσε να μιλήσει:

γύρισε στ’ άλλο πλευρό με τη χρονιάρικη ζωή του
κόκκινη σαν πληγή,
γύρισε σαν να ‘ταν μπορετό να λυπηθεί γι’ αυτή
κι από τα μάτια του, δυο μεγάλα δάκρυα κύλησαν σαν πέτρες και ξεψύχησε.


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 24 (1963).

Δεν υπάρχουν σχόλια: