Βορεινή πύλη
Ίσως από την πρώτη μέρα να μην το ‘ξερες
πως η θητεία τούτη δε θα τελείωνε ποτέ.
Το δέχτηκες, όταν στα μαύρα χρόνια απάνω,
φάνηκε καθαρά πως άλλα, πιο μαύρα, θα σωριάζονταν.
Αυτό το ελάχιστο φλούδι της ζωής σου που συνεχώς μεταβαλλόταν
ανάμεσα σ’ εξωτερικές πιέσεις κι αντίδραση προσωπική,
είχε αποχτήσει πια κάποια συνείδηση, και διάλεγε.
Έτσι κι αν άλλαζες τοποθεσίες, περιβολή και ιδιότητες,
κι αν γύρναγε ασταμάτητα ο τροχός προσώπων που βουλιάζαν
σε σκιές, σκιών που λευτερώνονταν σε πρόσωπα,
πάντα σε κάποια πύλη βορεινή ξαγρύπναγες σκοπός
ενάντια στο θάνατο με τ’ όρθιο τρίχωμα που ορμούσε απ’ έξω
στον άθλιο θάνατο που ξεπετιόταν από μέσα μας
στο θάνατο τον πιο πικρό που λούφαζε στις καρδιές κάποιων συντρόφων,
εκεί και συ ένας φαντάρος όμοιος με τους άλλους. Μόνο
που αντί για κάνα ξεροκόμματο, άλεθες μες στα δόντια
σκόρπιους στίχους, μην τύχει και λίγο ξεχαστείς
μην τύχει μια στιγμή και σε νικήσει ο φόβος, η κούραση, ο ύπνος,
μέσα στις ανελέητες ώρες της νυχτερινής σου βάρδιας.
Γράμματα μετάνοιας
Όταν του ζήτησε ο στρατιώτης Ακριβόπουλος
Γεώργιος, χωρίον Κέδρος Θεσσαλίας,
να γράφει για λογαριασμό του
γράμματα μετάνοιας στο χωριό, τινάχτηκε.
Κι ο στρατιώτης Ακριβόπουλος Γεώργιος,
παλιός κατάδικος σε θάνατο, πρόωρα γερασμένος
από έξι χρόνια στο βουνό, με τη μισή του φαμελιά
ξεκληρισμένη, του ’πε κλαίγοντας:
«Εσύ θα μπόραγες να τ’ αλαφρώσεις λίγο».
Τότε,
πρώτη φορά κατάλαβε,
τι σήμαινε ήττα του κινήματος.
Αμετάθετο όραμα
Και μ’ όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας
πάντα θα σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταΐζουν σίδηρο και κάρβουνο.
Μιαν υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δε θα κόβει το τσιγάρο της στα δυο,
που δε θ’ αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα βγάζει ατσάλι
να δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν να φτάσουνε τον ουρανό.
Πλαίσιο στο φως !
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου...
Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι,
ούτε μια γλυκιά κουβέντα, τα λόγια
φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους,
δε φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν
στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια.
Ούτε μάνα, ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις,
γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα
παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται
η σάρκα με τ’ αλάτι—
μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι
τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου
και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά
ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα.
Τόσο σπάταλη στο φως — ίσως το μάντευες
που η αντοχή σου στέρευε.
Στάσεις
Από τη στάση μου
προς τη ζωή
βγαίνουν
τα ποιήματά μου
Μόλις υπάρξουν
τα ποιήματά μου
μια στάση μού επιβάλλουν
αντίκρυ στη ζωή.
Κατάφαση
Όχι ταπεινωμένος
Όχι
Μ’ αυτούς που δε σε νιώθουν
Μα πάντα
Τραντάζοντας τα πρόσωπά τους
Μ’ ένα γέλιο
Εγρήγορσης.
Δικαίωμα
Νομίζω πως όσα έχω περάσει
μου δίναν κάθε δικαίωμα να τρελαθώ.
Θα ‘ταν λίγη ξεκούραση επί τέλους,
λίγη ασύδοτη ελευθερία που ποτέ δε γνώρισα.
Κι αληθινά θα τρελαινόμουν, αν δεν αποτελούσε
κι αυτό μια κάποια παραχώρηση.
Ησυχασμένες απαντήσεις
Οι έτοιμες, ησυχασμένες απαντήσεις
δε γίνεται πια να με χορτάσουν
όπως δεν επαρκούνε σε μια πόρνη
οι ταχτικοί, αξιοπρεπέστατοι πελάτες της.
Στίχοι - 2
Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα —
ποιοι σκέφτονται τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη).
Γι’ αυτό κι εγώ δεν γράφω πια
για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ κι όσο κρατήσω.
Φωνές
Αυτές τις άγριες, υμνητικές φωνές
μην τις πολυεμπιστεύεσαι. Ίσως
να υπάρχει κάτι σκάρτο που θέλουνε να κρύψουν.
Κάποια υστεροβουλία αυτοδικαίωσης.
Κι ολότελα μη δυσπιστείς σε κείνες
που ξετυλίγουν τούς σαπισμένους επιδέσμους τους.
Πάντα χρειάζεται μια δύναμη
για να μπορείς να δείχνεις τις πληγές σου.
Μπαλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη
Άνθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
Άλλοτες έλεγε τ’ όνομα του Στάλιν
δυο - τρεις φορές την ώρα.
Τώρα θυμάται λίγο ξεχασμένο Μαρξ και Λένιν
μα πιο πολύ κουβέντες
συγχρόνων ηγετών της μόδας.
Άνθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
Άλλοτε τολμηρός πολύ
να κριτικάρει τους πιο κάτω.
Τώρα μιλάει πού και πού
για κριτική και προς τα πάνω
και ξεσκονίζει λίγο πιο διακριτικά.
Άνθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
Άλλοτες έτοιμος να καταγγείλει όποιον διαφωνούσε
χαφιέ, τσιράκι της Ασφάλειας, όργανο της Ιντέλλιτζενς.
Τώρα, αληθινά αλλαγμένος,
τον βγάζει μόνο ρεβιζιονιστή, οπορτουνιστή,
κ επιεικώς, χαλαρό ηθικά.
Άνθρωπος πραγματικά συνειδητός
που τώρα όπως και πριν
στο κίνημα αφιερώνει
τη ζωή του ολόκληρη
έχοντας τη ματιά προσηλωμένη
στις πρώτες θέσεις της εξέδρας.
Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
Πορεία
Τότε ήρθε στη συνεδρίαση ο Χαρίλαος,
πραγματικό του όνομα Γεράσιμος
και είπε:
«Συναγωνιστές θα νικήσουμε».
Τον σκότωσαν έπειτα από δυο μέρες.
Και ήρθε στη θέση του ο Αλέξης,
όνομα πραγματικό του Νίκος,
και είπε:
«Συναγωνιστές θα νικήσουμε».
Στο τρίτο κύμα της τρομοκρατίας
έπιασε θέση λογιστή.
Τότε ήρθε στη θέση του ο Γρηγόρης,
επιλεγόμενος Αρμένης, πραγματικό του όνομα άγνωστο
κ’ είπε:
«Αδέρφια, θα περάσουμε πολλές δοκιμασίες
μα θα νικήσουμε».
Αργότερα ανέλαβε πιο υπεύθυνη δουλειά.
Κ’ ήρθε στη θέση του η Ρόζα,
πραγματικό της όνομα Φανή,
κ’ είπε:
«Θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούμε
στις νέες συνθήκες».
Όταν την πιάσαν ήρθε στη θέση της ο Πέτρος,
πραγματικό του όνομα Θανάσης κ’ είπε:
«Ο δείχτης των απεργιών ανέβηκε».
Πέθανε αργότερα στο σανατόριο.
Κ’ ήρθαμε με τη σειρά μου εγώ κι ο Πελοπίδας κι ο Στρατής
ήρθαν παιδιά καινούργια, οι καταδίκες ηγετών
ήρθανε τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα, οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις
ήρθανε τα συνέδρια, η αποκατάσταση νεκρών ηρώων
ο θάνατος από τα γηρατειά
σκοτείνιασε η σειρά των ονομάτων, μπερδεύτηκε η συνέχεια...
και είπε ο νέος εργάτης στη νέα συνεδρίαση:
«Σύντροφοι θα νικήσουμε».
Να προειδοποιείς
Πόσα που πριν δεν καταλάβαινες, τώρα
σ’ αποκαλύπτουν το πραγματικό νόημά τους.
Μα τι καινούργιος κίνδυνος αυτή σου η ωρίμανση.
Μπορεί και να σ’ επαναπαύσει στη θέα των συντελεσμένων.
Θα κατορθώσεις άραγε ποτέ τα πράγματα να δεις
την ίδια τη στιγμή της σύλληψής τους
και να προειδοποιείς έστω και μ’ άναρθρες κραυγές,
σαν το σκυλί που πριν απ’ το σεισμό
ακούει τους μυστικούς τριγμούς της γης κι ουρλιάζει...
Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 37 (1965).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου