ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΤΩΜΕΝΩΝ
Δεν έχουνε πεθάνει. Βρίσκονται
Καταμεσής του μπαρουτιού,
Ολόρθοι, μ’ αναμμένα φυτίλια!
Σμίξαν οι καθάριοι τους ίσκιοι
Με τα χαλκωματένια λιβάδια
Σα μια κουρτίνα από θωρακισμένον άνεμο
Σαν ένα φράγμα με το χρώμα της οργής
Απαράλλαχτα σαν το αθέατο στήθος τ’ ουρανού.
Μάνες! Στέκονται στα χωράφια του σταριού
Ψηλοί σαν τρίσβαθο μεσημέρι,
Κ’ εξουσιάζουν τους απέραντους κάμπους!
Είναι αχός καμπάνας με μουντή φωνή
Που μέσα απ’ τα κορμιά του δολοφονημένου ατσαλιού
Καμπανοκρούει τη νίκη.
Αδελφές σαν τον πεσμένο
Κουρνιαχτό, ραγισμένες
Καρδιές
Πιστεύουν στους νεκρούς σας,
Δεν είναι μόνο ρίζες
Κάτω από τις ματοβαμμένες πέτρες,
Τα φτωχά γκρεμισμένα τους κόκκαλα
Δε βοηθούν μοναχά το χώμα
Μ’ ακόμα και το στόμα τους δαγκώνει τη στεγνή μπαρουτόσκονη
Κι ορμούν σαν ωκεανοί από σίδερο, κι ακόμα
Οι σφιχτές υψωμένες γροθιές τους διαψεύδουν το θάνατο
Κι από τα τόσα κορμιά μια ζωή ξεπετιέται
Αθέατη. Μάνες, παντιέρες, παιδιά!
Ένα μονάχα κορμί ζωντανό σαν τη ζωή!
Μια μορφή με σπασμένη ματιά θωρεί το σκοτάδι
Σα σπαθί γεμισμένο μ’ επίγειες ελπίδες!
Πετάξτε
Τα ρούχα του πένθους, συνάξτε όλοι μαζί
Τα δάκρυά σας ώσπου να γίνουν μέταλλο:
Για να χτυπούμε μέρα και νύχτα
Για να κλωτσούμε μέρα και νύχτα
Για να φτύνουμε μέρα και νύχτα
Ώσπου να γκρεμιστούν οι πύλες του μίσους.
Δεν λησμονώ τις συφορές σας, ξέρω καλά
Τους γιούς σας,
Κι αν είμαι για το χαμό τους περήφανος
Είμαι περήφανος το ίδιο και για τη ζωή τους.
Το γέλιο τους
Αντηχούσε στις φάμπρικες που σε κουφαίναν
Οι περπατησιές τους στο μετρό
Ηχούσαν κάθε μέρα απ’ τις δικές μου, κι ανάμεσα
Στα πορτοκάλια της Ανατολής, στις τράτες του Νότου,
Στη μελάνη των τυπογραφείων, στα τσιμέντα των οικοδομών
Είδα τη φλόγα της καρδιάς τους από δύναμη κι από φωτιά.
Κι όπως στις δικές σας τις καρδιές, ω μάνες,
Έτσι και στη δική μου την καρδιά κρύβεται τόσο πάθος τόσος θάνατος
Που μοιάζει μ’ ένα δάσος
Υγρό απ’ το αίμα που στράγγισε το χαμόγελό τους
Και πάνω του φτάνει η λυσσασμένη ομίχλη της αγρύπνιας
Με την κομματιασμένη μοναξιά των ημερών.
Όμως
Πάνω απ’ την κατάρα της διψασμένης ύαινας και το χτηνώδη ρόγχο
Που τα βρωμερά του γαυγίσματα φτάνουν απ’ την Αφρική,
Πάνω απ’ την οργή, την καταφρόνια και τα δάκρυα.
Ω! μάνες, προσηλωμένες στη θλίψη και στο θάνατο
Κοιτάξτε την καρδιά της αρχόντισσας μέρας που γεννιέται
Και μάθετε πως οι νεκροί σας χαμογελούν κάτω απ’ το χώμα
Υψώνοντας τα σφιγμένα χέρια τους πάνω απ’ τα χωράφια του σταριού.
Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 38 (1965).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου