12 Νοεμβρίου 2021

Τέσσερα κείμενα του Jorge Luis Borges σε μετάφραση Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και παρουσίαση του από τη μεταφράστρια.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες, από γονείς μεσοαστούς διανοούμενους, καταγωγής ισπανικής, αγγλικής και εβραιο-πορτογαλέζικης. Μέλη της οικογένειάς του είχαν διακριθεί στους αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία της Αργεντινής, τον 19ο αι. Τέλειωσε το γυμνάσιο στη Γενεύη κι έπειτα έμεινε τρία περίπου χρόνια στην Ισπανία, όπου συμμετείχε στην ομάδα των πρωτοποριακών ποιητών ultraista. Το 1921 γύρισε στο Μπουένος Άιρες κι έγινε αρχηγός του αργεντίνικου ultraismo, που διακρίνονταν για έναν συγκερασμό εξπρεσσιονιστικών τάσεων κι επιστροφής στην εθνική παράδοση. Μέχρι το 1930 γράφει ποίηση με θέματα εθνικά, καθώς και κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, με ύφος πυκνό, διαύγεια και λεκτική ακρίβεια. Από το 1935 αρχίζει να καλλιεργεί τη σύντομη πρόζα, και την ίδια περίπου εποχή διορίζεται βιβλιοθηκάριος σε  μια μικρή δημοτική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Ο Μπόρχες, οδηγημένος από ένα μοναδικό πάθος για το γραπτό λόγο, αφοσιώνεται ολοένα περισσότερο στη μελέτη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, πέρ’ από γεωγραφικά όρια κι εποχές. Έτσι βιώνει την παγκόσμια πνευματική εμπειρία με μια βαθιά συνείδηση ιστορικότητας. Καρπός αυτής της «καθόδου» στην πανανθρώπινη μνήμη είναι η δημιουργία ενός έργου από δοκίμια, παραβολές και πεζά, όπου η πολιτογράφηση του ανθρώπινου εφιάλτη συμπορεύεται με την χαρτογράφηση των στιγμάτων που κάθε φορά έδωσε το ανθρώπινο πνεύμα. Ο φανταστικός κόσμος που έχτισε σ’ ορισμένα έργα του ο Μπόρχες, όπως παρατηρεί ο ίδιος, δεν είναι ένα «ανεύθυνο επινόημα της φαντασίας» (βλ. Jorge Luis Borges, «Labyrinths», New Directions, 1962, εισαγωγή James E. Irby.):
Πριν από δέκα χρόνια, κάθε συμμετρία που έδινε την εικόνα μιας τάξης — διαλεκτικός υλισμός, αντισημιτισμός, ναζισμός — έφτανε για να γοητέψει τα μυαλά των ανθρώπων. Πώς μπορούσε κανείς να μην υποταχθεί στο Tlön, σ’ αυτή την αχανή κι εξονυχιστικά τεκμηριωμένη μαρτυρία ενός  οργανωμένου πλανήτη; Δεν χρειάζεται ν’ απαντήσει κανείς ότι η πραγματικότητα είναι επίσης οργανωμένη. Ίσως να είναι, άλλα σύμφωνα με τους θείους νόμους — ερμηνεύω: απάνθρωπους — που ποτέ μας δεν συλλαμβάνουμε ολότελα. Το Tlön είναι σίγουρα ένας λαβύρινθος, άλλα ένας λαβύρινθος επινοημένος από τους ανθρώπους, προορισμένος ν’ αποκρυπτογραφηθεί από τους ανθρώπους. («Tlön, Uqbar, Orbis Tertius», 1940, από υστερόγραφο του 1947) [σημ. Το έργο αυτό δεν περιλαμβάνεται σε μια προσωπική ανθολογία που έκαμε ο Borges (Antologia Personal, 1961), όπου προλογίζοντας γράφει ότι δεν θα ‘θελε να κριθεί από «ορισμένες ασκήσεις μ’ ένα τοπικό χρώμα υπερβολικό και απόκρυφο, που εξακολουθούν να εμφανίζονται σ’ ανθολογίες και που δεν μπορώ να θυμάμαι χωρίς να κοκκινίζω». («Α personal Anthology by Jorge Luis Borges», Grove Press 1967).]
Το 1944 δημοσιεύει την πρώτη σημαντική συλλογή του από μικρές πρόζες, «Ficciones». Για πολιτικούς λόγους χάνει τη θέση του το 1946. Το 1949 και 1952 κυκλοφορούν αντίστοιχα η συλλογή του από πρόζες «Αl Aleph» και τα δοκίμια «Otras inquisiliones». Το 1955, μετά την πτώση των περονιστών γίνεται διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής και λίγο αργότερα καθηγητής της Αγγλικής και Νοτιοαμερικανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Το 1960 δημοσιεύει την συλλογή από ποίηση και πεζά «Εl hacedor». Στα χρόνια αυτά χάνει σχεδόν τελείως την όρασή του. Το  1961 μοιράζεται με τον Σάμουελ Μπέκετ το Παγκόσμιο Βραβείο Εκδοτών και το 1966 τιμάται με το ετήσιο λογοτεχνικό βραβείο της Ingram Merrill Foundation.

--------------

Το τείχος και τα βιβλία
He, whose long wall the wand’ring Tartar bounds... 
Dunciad, II, 76.

Διάβασα, εδώ και λίγες μέρες, ότι ο άνθρωπος που πρόσταζε την κατασκευή του σχεδόν απέραντου Σινικού τείχους, ήταν εκείνος ο Πρώτος Αυτοκράτορας, ο Σιχ Χουάνγκ Τι, που επίσης πρόσταζε να καούν όλα τα βιβλία που είχαν γραφτεί πριν από εκείνον. Τώρα, τούτο το πράγμα, ότι σε δυο τόσο τεράστιες επιχειρήσεις — τις πεντακόσιες ως εξακόσιες λεύγες από πέτρα υψωμένες ενάντια στους βαρβάρους και την γερή κατεδάφιση της ιστορίας, με μια λέξη, του παρελθόντος — αφορμή έπρεπε να ’ναι ένα και το αυτό πρόσωπο και απ’ αυτές να ’χει κατά κάποιο τρόπο κριθεί, ανεξήγητα με ικανοποίησε, και την ίδια στιγμή μ’ ενόχλησε. Σκοπός σε τούτο το σημείωμα είναι να ερευνήσω τους λόγους γι’ αυτό μου το συναίσθημα.
Από ιστορική πλευρά, δεν υπάρχει μυστήριο σε  τούτα τα δυο μέτρα. Σύγχρονος των πολέμων του Αννίβα, ο Σιχ Χουάνγκ Τι, ο βασιλιάς της δυναστείας των Τσιν, εξουσίασε τα έξι βασίλεια και κατάλυσε το φεουδαρχικό τους σύστημα· έχτισε το τείχος, γιατί τα τείχη ήταν η άμυνα· έκαψε τα βιβλία, γιατί σ’ αυτά καταφεύγαν οι αντίπαλοί τους για να υμνούν τους παλιούς αυτοκράτορες. Το κάψιμο βιβλίων και η κατασκευή οχυρών είναι ασχολίες συνηθισμένες για άρχοντες· ότι μοιάζει μοναδικό στην περίπτωση του Σιχ Χουάνγκ Τι, είναι η κλίμακα της δράσης του. Τέτοια μας αφήνουν να εννοήσουμε ορισμένοι σινολόγοι· ωστόσο, αισθάνομαι πως τα γεγονότα που ανάφερα, είναι κάτι πάρα πάνω από μια διόγκωση ή υπερβολή για πράξεις σχετικά κοινότοπες. Πράγμα αρκετά συνηθισμένο είναι να μαντρώσεις ένα περιβόλι ή έναν κήπο, αλλά όχι μιαν ολάκερη αυτοκρατορία. Και πάλι, δεν είναι μικρό πράγμα ν’ απαιτήσει κανείς, ή πιο παραδοσιακή από τις φυλές ν’ αρνηθεί τη μνήμη του παρελθόντος της, μυθικού ή ιστορικού. Οι Κινέζοι είχαν μιαν ιστορία 3.000 χρόνων (και μέσα σ’ αυτήν ο Κίτρινος Αυτοκράτορας, ο Τσουάνγκ Τσε και ο Κομφούκιος και ο Λάο Τσε) όταν ο Σιχ Χουάνγκ Τι πρόσταζε η ιστορία ν’ αρχίσει μαζί του.
Ο Σιχ Χουάνγκ Τι είχε εξορίσει τη μάνα του για παραλυσία· την αυστηρή δικαιοσύνη του οι ορθόδοξοι την είδαν πέρα ως πέρα σαν ασέβεια. ο Σιχ Χουάνγκ Τι ίσως επιθυμούσε να εξαφανίσει τα κανονικά βιβλία γιατί τον κατηγορούσαν· ο Σιχ Χουάνγκ Τι ίσως επιθυμούσε να εξαλείψει ολάκερο το παρελθόν γιατί επιθυμούσε να εξαλείψει μια μονάχα μνήμη: το ντρόπιασμα της μάνας του. (Απαράλλαχτα, ένας βασιλιάς, στην Ιουδαία, σκότωσε όλα τα παιδιά για να σκοτώσει ένα). Αυτή η εικασία αξίζει την προσοχή, αλλά δε μας λέει τίποτε για το τείχος, το δεύτερο μέρος του μύθου. Ο Σιχ Χουάνγκ Τι, σύμφωνα με ιστορικούς, απαγόρεψε ν’ αναφέρεται ο θάνατος και γύρευε το ελιξίριο της αθανασίας κι έκλεισε τον εαυτό του σ’ ένα συμβολικό παλάτι που είχε τόσα δωμάτια όσες μέρες έχει ο χρόνος· αυτό μας υποβάλλει κιόλας τη σκέψη ότι το τείχος στο χώρο και η φωτιά στο χρόνο ήταν όρια μαγικά, σχεδιασμένα για να σταματήσουν το θάνατο. Ο Μπαρούχ Σπινόζα έγραφε ότι όλα τα πράγματα επιθυμούν να διατηρούνται στο είναι τους. Ίσως ο Αυτοκράτορας και οι μάγοι του να πίστευαν πως η αθανασία είναι έμφυτη κι η φθορά δεν μπορεί να εισχωρήσει σ’ έναν κλειστό κύκλο. Ίσως ο Αυτοκράτορας προσπαθούσε να ξαναδημιουργήσει την αρχή του χρόνου και ονόμασε τον εαυτό του ο Πρώτος για να ‘ναι πραγματικά ο πρώτος, και ονόμασε τον εαυτό του Χουάνγκ Τι, για να ‘ναι κάπως εκείνος ο Χουάνγκ Τι, ο μυθικός αυτοκράτορας που ανακάλυψε τη γραφή και το διαβήτη· ο τελευταίος αυτός, σύμφωνα με το βιβλίο των Τελετών, έδωσε στα πράγματα το αληθινό τους όνομα· παρόμοια, ο Σιχ Χουάνγκ Τι καυχιόταν, σ’ επιγραφές που σώζονται, ότι το κάθε πράγμα στη βασιλεία του θα ’παιρνε το όνομα που του ταιριάζει. Ονειρευόταν να ιδρύσει μια δυναστεία αθάνατη· παράγγειλε οι κληρονόμοι του να ονομάζονται Δεύτερος Αυτοκράτορας, Τρίτος Αυτοκράτορας, Τέταρτος Αυτοκράτορας και πάει λέγοντας μέχρι τη συντέλεια του κόσμου... Μίλησα για μια μαγική πρόθεση. Θα ταίριαζε επίσης να υποθέσουμε πως η ανόρθωση του τείχους και το κάψιμο των βιβλίων δεν ήταν πράξεις ταυτόχρονες. Τούτο (ανάλογα με τη σειρά που επιλέγουμε) θα μας έδινε την εικόνα ενός βασιλιά που άρχισε καταστρέφοντας κι ύστερα βάλθηκε ν’ ανορθώνει, ή πάλι την εικόνα ενός βασιλιά που ανακαλύπτοντας την πλάνη του, τάχτηκε να καταλύσει ό,τι μέχρι τότε είχε υπερασπιστεί. Κι οι δυο εικασίες είναι δραματικές, μα τους λείπει, απ’ όσο ξέρω, πέρα για πέρα η ιστορική βάση. Ο Herbert Allen Giles λέει ότι εκείνοι που κρίνονταν ένοχοι γι’ απόκρυψη βιβλίων, στιγματίζονταν μ’ ένα καυτό σίδερο κι έπειτα καταδικάζονταν ισόβια να χτίζουν αυτό το αποτρόπαιο τείχος. Η πληροφορία αυτή ευνοεί ή τουλάχιστο δέχεται μιαν άλλη ερμηνεία. Ίσως το τείχος να ‘ταν μια μεταφορά, ίσως ο Σιχ Χουάνγκ Τι καταδίκασε εκείνους που λάτρευαν το παρελθόν σ’ ένα έργο τόσο αχανές, τόσο ηλίθιο και τόσο άχρηστο όσο το ίδιο το παρελθόν. Ίσως το τείχος ήταν μια πρόκληση, κι ο Σιχ Χουάνγκ Τι σκεφτόταν: «Οι άνθρωποι αγαπούν το παρελθόν και τώρα εγώ κι οι δήμιοί μου είμαστε ανήμποροι μπροστά σ’ αυτή την αγάπη, αλλά μια μέρα θα βρεθεί ένας άνθρωπος που θα αισθάνεται όπως εγώ, και θα καταστρέψει το τείχος μου όπως εγώ κατάστρεψα τα βιβλία, και θα εξαλείψει τη μνήμη μου και θα γίνει η σκιά και ο καθρέφτης μου και δεν θα το ξέρει». Ίσως ο Σιχ Χουάνγκ Τι τείχισε την επικράτειά του γιατί γνώριζε πως ήταν φθαρτή, και κατάστρεψε τα βιβλία γιατί ήταν βιβλία ιερά, που διδάσκουν ότι διδάσκει το σύμπαν ολάκερο και το μυαλό του κάθε ανθρώπου. Ίσως η πυρπόληση των βιβλιοθηκών κι η ανόρθωση του τείχους είναι ενέργειες που μυστικά αλληλοακυρώνονται.
Το ασάλευτο τείχος, που τούτη τη στιγμή και κάθε στιγμή απλώνει το σύστημα των σκιών του πάνω σ’ εκτάσεις γης που ποτέ δε θα δω, είναι η σκιά ενός  Καίσαρα που πρόσταζε το πιο ευλαβικό από τα έθνη να κάψει το παρελθόν του· αυτή η ιδέα είναι εύλογο να μας συγκινεί από μόνη της, πέρ’ από τις προεκτάσεις που επιδέχεται. (Η αρετή της μπορεί να βρίσκεται στην αντίθεση ανάμεσα στη δημιουργία και την καταστροφή, σε μια τεράστια κλίμακα. Γενικεύοντας πάνω σ’ αυτά, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι μορφές φέρνουν την αρετή τους μέσα τους, κι όχι σε  κάποιο εικάσιμο «περιεχόμενο». Αυτό θα συμφωνούσε με τη θέση του Benedetto Croce. Ο Pater είχε κιόλας το 1877 συμφωνήσει πως όλες οι τέχνες τείνουν να μοιάσουν με τη μουσική, που είναι η πιο άδολη μορφή τέχνης. Η μουσική, καταστάσεις ευτυχίας, η μυθολογία, μορφές χαραγμένες στο χρόνο, κάποια λυκόφωτα και κάποιοι τόποι γυρεύουν κάτι να μας πουν, η μας έχουν πει κάτι που δεν θα ’πρεπε να μας διαφύγει, η πρόκειται κάτι να μας πουν τούτη η επαγγελία μιας αποκάλυψης που δεν πραγματοποιείται ποτέ είναι, ίσως, το αισθητικό φαινόμενο.


Ο Κάφκα και οι πρόδρομοί του

Κάποτε σχεδίαζα να κάμω μια μελέτη για τους προδρόμους του Κάφκα. Στην αρχή τον είχα θεωρήσει τόσο μοναδικό όσο ο φοίνικας που επικαλούνται στα ρητορικά εγκώμια· έχοντας όμως κάμποσο συχνάσει στις σελίδες του, έφτασα να σκέφτομαι ότι μπορούσα ν’ αναγνωρίσω τη φωνή ή την τακτική του σε κείμενα από διάφορες λογοτεχνίες και περιόδους. Θ’ αναφέρω εδώ μερικά απ’ αυτά, με χρονολογική σειρά.
Το πρώτο είναι το παράδοξο του Ζήνωνα ενάντια στην κίνηση. Ένα κινούμενο αντικείμενο στο σημείο Α (δηλώνει ο Αριστοτέλης) δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο Β, γιατί πρώτα πρέπει να καλύψει τη μισή απόσταση ανάμεσα στα δυο σημεία, και προηγουμένως τη μισή της μισής, και πάλι πριν απ’ αυτό τη μισή της μισής της μισής, και πάει λέγοντας επ’ άπειρο· σ’ αυτό το περίφημο πρόβλημα, η μορφή είναι ακριβώς η ίδια που υπάρχει στο Κάστρο, και το κινούμενο αντικείμενο και το βέλος κι ο Αχιλλέας είναι οι πρώτοι Καφκικοί χαρακτήρες της λογοτεχνίας. Στο δεύτερο κείμενο που η τύχη έφερε μπροστά μου, η συγγένεια δε βρίσκεται στη μορφή άλλα στον τόνο. Πρόκειται για έναν απόλογο (αλληγορικός μύθος) του Χαν Γιού, ενός πεζογράφου του 9ου αιώνα, δημοσιευμένο στη θαυμάσια Anthologie raisonnee de la litterature chinoise του Μαρχουλιές (1948). Να η παράγραφος που σημείωσα, γεμάτη ήρεμο μυστήριο: «Είναι παγκόσμια παραδεκτό πως ο μονόκερως είν’ ένα πλάσμα υπερφυσικό, συνάμα και σημάδι καλοτυχιάς· έτσι δηλώνεται σ’ όλες τις ωδές, τα χρονικά, βιογραφίες σπουδαίων ανθρώπων και σ’ άλλα κείμενα με αδιάσειστη αυθεντικότητα. Ακόμη και παιδιά και γυναίκες στα χωριά γνωρίζουν πως ο μονόκερως είναι καλό προμήνυμα. Αλλά το ζώο αυτό δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κατοικίδια, μήτε και είναι πάντα εύκολο να το βρεις, κι ακόμα δεν προσφέρεται σε  ταξινόμηση. Δεν είναι καθώς το άλογο, ο λύκος ή το ελάφι. Με τέτοιες προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα μονόκερω χωρίς να μπορούμε να σιγουρευτούμε για το τι ακριβώς ήταν. Γνωρίζουμε ότι ένα ζώο με τ’ άλφα γνωρίσματα που έχει χαίτη, είναι άλογο, κι ένα άλλο με τα βήτα γνωρίσματα και κέρατα είναι ταύρος. Αλλά αγνοούμε με τί μοιάζει ο μονόκερως». (Η αδυναμία αναγνώρισης του ιερού ζώου και ο ταπεινωτικός ή συμπτωματικός του θάνατος στα χέρια των ανθρώπων είναι θέματα παραδοσιακά της Κινέζικης λογοτεχνίας. Βλέπε στο τελευταίο κεφάλαιο του Jung, Psychologic und Alcliemie (Zurich, 1944), όπου περιγράφονται δυο περίεργα παραδείγματα.)
Η πηγή απ’ όπου προέρχεται το τρίτο κείμενο είναι λιγότερο αναπάντεχη: τα γραφτά του Κίρκεγκωρ. Την πνευματική συγγένεια των δυο συγγραφέων κανείς δεν την αγνοεί. Το ση μείο που, απ’ όσο ξέρω, μέχρι τώρα δεν έθιξαν, είναι ότι τόσο ο Κίρκεγκωρ όσο κι ο Κάφκα, έγραψαν πολλές θρησκευτικές παραβολές πάνω σε θέματα σύγχρονα και αστικά. Ο Λάουρι, στο έργο του Kirkegaard (Oxford University Press, 1938), μεταφέρει δυο απ’ αυτές. Η μια είναι η ιστορία του παραχαράκτη που, κάτω από αδιάκοπη παρακολούθηση, μετρά χαρτονομίσματα στην Τράπεζα της Αγγλίας· απαράλλαχτα ο Θεός, αμφιβάλλοντας για τον Κίρκεγκωρ, θα του επέβαλε έναν καταναγκασμό, ακριβώς επειδή τον γνώριζε για ευεπίφορο στο κακό. Θέμα της άλλης παραβολής είναι οι επιχειρήσεις στο Βόρειο Πόλο. Δανοί πάστορες είχαν κηρύξει από τους άμβωνές τους ότι η συμμετοχή σ’ αυτές τις επιχειρήσεις ήταν ευεργετική για την αιώνια σωτηρία της ψυχής. Παραδέχονταν ωστόσο ότι ήταν δύσκολο, κι ίσως αδύνατο, να φτάσει κανείς στον Πόλο κι ούτε θα ’ταν μπορετό στον καθένα ν’ αναλάβει μια τέτοια περιπέτεια. Τελικά, θ’ ανακοίνωναν ότι κάθε ταξίδι — λόγου χάρη απ’ τη Δανία στο Λονδίνο, μ’ ένα ατμόπλοιο της τακτικής γραμμής — ιδωμένο κατάλληλα, ήταν μια επιχείρηση στο Βόρειο Πόλο. Το τέταρτο απ’ αυτά τα προδρομικά κείμενα, το βρήκα στο ποίημα του Μπράουνινγκ «Φόβοι και Ενδοιασμοί», δημοσιευμένο το 1876. Ένας άνθρωπος έχει, ή πιστεύει πως έχει, έναν σπουδαίο φίλο. Ποτέ του δεν τον είδε αυτό το φίλο κι επίσης είναι γεγονός ότι ο φίλος αυτός ποτέ μέχρι τώρα δεν τον βοήθησε, αν και θρυλούνται τα τόσα αρχοντικά του χαρίσματα και κυκλοφορούν αυθεντικά του γράμματα. Τότε κάποιος αυτά τα χαρίσματα τ’ αμφισβητεί και οι γραφολόγοι δηλώνουν ότι τα γράμματα είναι απόκρυφα. Στο τέλος, ο άνθρωπος ρωτά: «Κι αν λοιπόν αυτός ο φίλος ήταν... ο Θεός;».
Στις σημειώσεις μου είναι καταγραμμένες επίσης δυο ιστορίες. Μια είναι από τις Histoires désobligeantes, του Λεόν Μπλουά, κι αναφέρεται στην περίπτωση μερικών ανθρώπων που αν κι έχουν στην κατοχή τους κάθε λογής υδρόγειες σφαίρες, άτλαντες, χάρτες, δρομολόγια τρένων και μπαούλα, πεθαίνουν χωρίς ποτέ να καταφέρουν ν’ αφήσουν το σπίτι και την πόλη τους. Η άλλη τιτλοφορείται «Καρκασσόν» κι ανήκει στον Λόρδο Ντάνσανυ. Ένας στρατός ανίκητος από πολεμιστές αφήνει ένα απέραντο κάστρο, κατακτά βασίλεια, συναντά στο διάβα του τέρατα και σημεία και οργώνει ερήμους και βουνά, αλλά ποτέ δε φτάνει στην Καρκασσόν, αν και κάποια φορά την πήρε το μάτι του από μακριά. (Αυτή η ιστορία είναι, όπως εύκολα μπορεί να δει κανείς, ακριβώς η αντίστροφη από την προηγούμενη· στην πρώτη, ποτέ δεν φεύγουμε απ’ την πόλη· στη δεύτερη, ποτέ δε φτάνουμε).
Αν δεν πέφτω έξω, τούτα τα ετερόκλητα κομμάτια που απαρίθμησα, μοιάζουν του Κάφκα. Αν δεν πέφτω έξω, δε μοιάζουν όλα αναμεταξύ τους. Το δεύτερο αυτό γεγονός είναι το πιο σημαντικό. Στο καθένα απ’ αυτά τα κείμενα αναγνωρίζουμε την ιδιοσυγκρασία του Κάφκα σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αλλά αν ο Κάφκα δεν είχε ποτέ του γράψει μια γραμμή, δεν θα διακρίναμε αυτή την ομοιότητα· μ’ άλλα λόγια, αυτή δεν θα υπήρχε. Το ποίημα του Μπράουνινγκ «Φόβοι και Ενδοιασμοί», προοιωνίζει το έργο του Κάφκα, αλλά προφανώς η ανάγνωση του έργου του Κάφκα οξύνει και διαθλά την ανάγνωση του ποιήματος. Ο Μπράουνινγκ δεν το διάβασε όπως τώρα δα εμείς. Στη γλώσσα της κριτικής, η λέξη «πρόδρομος» είναι απαραίτητη, αλλά θα ’πρεπε να καθαριστεί από κάθε στοιχείο συνακόλουθο πολεμικής ή ανταγωνισμού. Το γεγονός είναι ότι κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του. Το έργο του τροποποιεί τις αντιλήψεις μας για το παρελθόν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα τροποποιήσει και το μέλλον. (Βλέπε Τ. S. Eliot: Points of View, 1941, σελ. 25-26.). Η ταυτότητα ή ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό το συσχετισμό, μένει χωρίς σημασία. Ο νεαρός Κάφκα της Κρίσης είναι λιγότερο ένας πρόδρομος του Κάφκα των ζοφερών μύθων και των  στυγνών θεσμών, απ’ ότι ο Μπράουνινγκ και ο Λόρδος Ντάνσανυ.


Ο Δημιουργός

Δεν είχε ποτέ του αφεθεί σ’ ηδονές της μνήμης. Οι εντυπώσεις περνούσαν από πάνω του γοργά, ζωηρές και διαβατάρικες, το λαμπερό κόκκινο σμάλτο ενός αγγειοπλάστη, το στερέωμα γεμάτο αστέρια που ήταν και θεοί, το φεγγάρι απ’ όπου ένα λιοντάρι είχε πέσει, η απαλότητα του μάρμαρου κάτω από τρυφερά, αισθαντικά ακροδάχτυλα, η γεύση από κρέας αγριόχοιρου που του άρεσε με μανία να κομματιάζει, λευκά δόντια, μια λέξη από τη γλώσσα τη φοινικική, η μαύρη σκιά μιας λόγχης ριγμένη πάνω σε  ξανθή άμμο, να ’ναι κοντά στη θάλασσα και σε  γυναίκες, το δυνατό κρασί που τη στυφάδα του μαλάκωνε μια γεύση μελιού, όλ’ αυτά μπορούσαν μια και καλή να ορίσουν όλη την έκταση του κεφιού του. Το  φόβο το γνώριζε, αλλά την ίδια στιγμή το θυμό και το θάρρος, κι ήταν πάντα έτοιμος να ριχτεί πρώτος στα τείχη του εχθρού. Πρόθυμος, περίεργος, ρέμπελος, μην έχοντας άλλη αρχή παρά την ικανοποίηση κι από κει και πέρα την αδιαφορία, ταξίδευε στις διάφορες χώρες της γης και σ’ ακρογιάλια έβλεπε τις πόλεις και τα παλάτια των ανθρώπων. Στις πολυάνθρωπες αγορές ή στα ριζά ενός βουνού με την κορφή χαμένη μες σ’ ομίχλες, που ταίριαζε για λημέρι κενταύρων, είχε ακούσει σκοτεινούς θρύλους που τους δεχόταν όπως δεχόταν την ίδια την πραγματικότητα, χωρίς να ρωτά αν ήταν αληθινοί ή καμώματα της φαντασίας.
Λίγο λίγο, η πλάση μ’ όλες τίς ομορφιές της του αποτραβιόταν· μια ομίχλη επίμονη του θόλωνε στο χέρι του τις γραμμές, ο ουρανός έχανε τους κατοίκους του τ’ άστρα, η γη κάτω απ’ τα πόδια του αβέβαιη. Κι όλα ξεμάκραιναν συγκεχυμένα. Όταν κατάλαβε πως τυφλωνόταν, έκλαψε· οι άνθρωποι δεν κάτεχαν ακόμη τη στωική παραίτηση, κι ο 'Έκτορας θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια δίχως να ντροπιαστεί. «Τώρα», σκέφτηκε, «δε θα βλέπω πια τον ουρανό γεμάτο μυθικά οράματα, ούτε κι εκείνο το πρόσωπο που τα χρόνια θ’ αλλάζουν». Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη του σάρκα, αλλά ένα πρωί ξύπνησε, είδε (λευτερωμένος από σκιές) τα σκοτεινά αντικείμενα να τον περιστοιχίζουν, κι ένιωσε ανεξήγητα, καθώς αναγνωρίζει κανείς μια μουσική ή μια φωνή, ότι όλ’ αυτά του είχαν συμβεί από τα πριν και τον είχαν βρει σκιαγμένο, μα την ίδια στιγμή γεμάτο χαρά, ελπίδα και περιέργεια. Τότε βυθίστηκε στη μνήμη του, που έμοιαζε απύθμενη, και μες στον ίλιγγο της κατάδυσης βάλθηκε ν’ ανασέρνει τη χαμένη ανάμνηση που γυαλοκοπούσε τώρα σαν ένα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί ποτέ πριν δεν την είχε κοιτάξει κατάματα παρά μόνον πιθανόν μέσα σ’ όνειρο.
Να τι ήταν η ανάμνηση: έν’ άλλο παλικάρι του ’χε πει λόγια βαριά, κι εκείνος είχε πάει στον πατέρα του και του ιστόρησε το περιστατικό. Ο πατέρας του τον άφησε να μιλάει, μα δεν έδειχνε μήτε ν’ ακούει μήτε να καταλαβαίνει· κι ύστερα ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα χάλκινο ξίφος, όλ’ ομορφιά και δύναμη, που το παιδί είχε βάλει κρυφά στο μάτι· τώρα το κρατούσε στα χέρια του, κι η ξαφνική χαρά να το ’χει δικό του του ’σβηνε τον πόνο που είχε δοκιμάσει, αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: «Δείχτους τώρα πως είσαι άντρας», κι είχε μια σιγουριά μέσα της. Η νύχτα σκοτείνιασε τα μονοπάτια. Χουφτιάζοντας το σπαθί, που το ’νιωθε προικισμένο με μαγική δύναμη, κατέβηκε την απόκρημνη πλαγιά που έζωνε το σπίτι κι έτρεξε στην όχθη της θάλασσας, και φανταζόταν πως είναι ο Αίαντας κι ο Περσέας, κι ότι γέμιζε τ’ αρμυρό σκοτάδι με μάχες και λαβωματιές. Αυτό που τώρα γύρευε να βρει, ήταν ατόφια η γεύση εκείνης της στιγμής· δε νοιάζονταν πια για τα υπόλοιπα — τις βρισιές στον καυγά, την πάλη ως την εξάντληση και την επιστροφή με το λεπίδι λεκιασμένο στο αίμα. Μια άλλη μνήμη, που κι αυτή βάσταγε από τη νύχτα κι από μια προσδοκία περιπέτειας, ξεπήδησε από τούτην εδώ. Μια γυναίκα, η πρώτη που του ’χαν δώσει οι θεοί, τον καρτέραγε στο μισοσκόταδο ενός υπόγειου, κι εκείνος τη γύρευε σε διαδρόμους σαν δίχτυα πέτρινα και σε κατεβασιές που χάνονταν μες σε σκιές. Γιατί λοιπόν αυτές οι μνήμες ολοένα επέστρεφαν σ’ αυτόν, επέστρεφαν σαν να ’ταν απλές μορφές από το παρόν;
Με το τελειωτικό σκοτάδι, κατάλαβε. Στη νύχτα εκείνη των θνητών του ματιών, που μέσα της είχε πάρει το μονοπάτι της καθόδου, μαζί τον πρόσμεναν ο έρωτας κι ο κίνδυνος, ο Άρης κι η Αφροδίτη, γιατί κιόλας προμάντευε (γιατί ολοένα ζύγωνε) έναν υπαινιγμό από δόξα κι εξάμετρα, μιαν αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν θα σώζαν κι από μαύρα καράβια που αναζητούσαν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη από τις Ιλιάδες και τις Οδύσσειες που ήταν ταγμένος να δημιουργήσει και ν’ αφήσει πίσω του, ν’ αντηχούν στο κοίλωμα της ανθρώπινης μνήμης. Τα ξέρουμε όλ’ αυτά· μα όχι όσα ένιωσε την ώρα που κατέβαινε στο τελικό σκοτάδι.


Η παραβολή του Θερβάντες και ο Κιχώτης

Κουρασμένος από την ισπανική γη του, ένας γέρος στρατιώτης αυτός του βασιλέα, ζήτησε να βρει ανάπαψη στους αχανείς κόσμους που χαρτογράφησε ο Αριόστο, σε  κείνη την κοιλάδα του φεγγαριού όπου ο χαμένος χρόνος σώζεται με ονειροπολήσεις, και στο χρυσό είδωλο του Μωάμεθ κλεμμένο από τον Μονταλμπάν.
Σ’ ανάλαφρο περίπαιγμα του εαυτού του φαντάστηκε έναν άνθρωπο ευκολόπιστο που, ταραγμένος από την ανάγνωση θαυμάτων, αποφάσισε ν’ αναζητήσει άθλους και θέλγητρα σε  τόπους φανταστικούς, που ονομάζονταν Τομπόσο ή Μοντιέλ.
Νικημένος από την πραγματικότητα, την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό που γεννήθηκε, το έτος 1614. Τον κράτησε για λίγο ακόμη στη ζωή ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
Και για τους δυο, τον ονειροπόλο και τον ονειρεμένο, ολόκληρο το σχήμα διαδικασίας βρισκόταν στη διαφορά δυο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών βιβλίων, και της συμβατικής καθημερινότητας του 17ου αιώνα.
Δεν υποπτεύθηκαν ότι τα χρόνια θα έρχονταν να λειάνουν αυτή τη διαφορά, δεν υποπτεύθηκαν ότι η Μάντσα και το Μοντιέλ και η λιγνή φιγούρα του ιππότη θα μεναν, για τους μεταγενέστερους, όχι λιγότερο ποιητικές από τα επεισόδια του Σινμπάντ ή από τους αχανείς κόσμους που χαρτογράφησε ο Αριόστο.
Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας υπάρχει ο μύθος, και ο μύθος πάλι στο τέλος της.


Πηγή: Δοκιμασία – περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού – τεύχος 1 (1973). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: