Νεφερτίτη
Η Νεφερτίτη η ρήγισσα, ω ήταν μια ρήγισσα τρανή·
Τα δάχτυλά της οβελίσκοι
Κι οι κόκκινοι χάλκινοι δίσκοι
Της παρθενιάς στ’ αυτιά της κρεμαστοί.
Κανένας δε γνωρίζει τι έχει δει
Με φόβους και μοίρες στην έρημο σαν περπατεί.
Η Νεφερτίτη η ρήγισσα, τα μέλη της καμπυλωτά
Σαν φίδι λυγερό ή αντιλόπης κέρατα.
Τάχα να γέννησε ποια τέρατα.
Και βασιλιάδες ξένοι, είναι γνωστό,
Ντροπή γιομάτοι και χωρίς θυμό
Την έβλεπαν που χόρευε στην αμμουδιά.
Η Νεφερτίτη η ρήγισσα ήταν ήρεμη σαν αρνί,
Του φεγγαριού τα κέρατα λατρεύει
Που η σερνικάδα τους σμιλεύει
Το μέτωπό της που ‘ναι σαν μπαξές.
Και ψιθυρίζουνε οι άτυχοι εραστές
Ότι με μια γατούλα έχει τόσο ξετρελαθεί.
Η Νεφερτίτη η ρήγισσα, ώ ποτέ δεν είχεν εραστή:
Σ’ ένα λουλούδι έδινε φιλί,
Είτε τραγούδαγε σ’ ώρα πικρή
Στ’ αστέρια με παράπονο και με μαράζι.
Και νιώθοντας πως η χρυσή ηλικία της αλλάζει
Ποθούσε να χτυπά το πέλαγο, με βότσαλα να κοιμηθεί.
Συμβουλή για ένα ταξίδι
Τα τύμπανα σιγοβροντούν για πόλεμο και πρέπει γρήγορα
Να βρούμε τη χώρα που όπως λένε η χαρά βλασταίνει
Σα λουλούδι ανάμεσα στα βράχια, για να κερδίσουμε
Της ειρήνης μας το μυθικό χρυσό βουνό.
Ω φίλοι μου, είμαστε πάρα πολύ νέοι για εξερευνητές
Και μήτε πείρα έχουμε μηδέ πυξίδα,
Μήτε τη σιδερένια εκείνη σιγουριά που τους γονιούς μας
Έστελνε ίσαμε τής επιτυχίας τους το Βορρά.
Γι’ αυτό μην παίρνετε ξερές τροφές, τα σπίτια σας μην τα θυμάστε
Μόνο οι τυφλοί και οι πεισμονές ελπίζουν να διαβούν
Αυτήν την ερημιά. Οι συνετοί αφήνουνε τα κόκκαλά τους
Σε άγονα ανεμικά λιβάδια απελπισίας.
Πίσω σας να μη βλέπετε ποτέ, ούτε πολύ μπροστά μην ψάχνετε
Για το κατάλευκο Έβερεστ που λαχταράτε· τα τρόχαλα
Γλιστρούν κάτω απ’ τα πόδια σας και δε θα φτάσετε ποτέ
Τις εύθραυστες κορφές που μόνο νέφια τις πατούν.
Άλλοι έχουν έρθει πριν από σας. Σαν τους αντικατοπτρισμούς
Ζουν οι αθάνατοι κι οι παγωμένες όψεις τους θάρρος
Θε να σας δίνουν ν’ αδιαφορείτε για το σαρκασμό
Της γεντιανής ως και του χαλικιού που το ’φαγαν οι πάγοι.
Οι πίπιζες κραυγάζουν θάνατο κι οι σουβλεροί άνεμοι καλούν.
Στο βράχο, μέτωπο· τραβάτε, προχωρείτε, φίλοι μου,
Στης μάχης τις κακοτοπιές, μες στο προπέτασμα καπνού
Του μέλλοντος, και κάθε φόβο σας αφήστε.
Τραβάτε, φίλοι μου, προφήτης δεν είναι το κοράκι·
Συντρίψτε την οργή του σύννεφου με τις ανέκφραστες μορφές σας.
Θα βρείτε, ίσως, τ’ όνειρο κάτω απ’ το λόφο —
Όμως ποτέ τη Χαναάν, ούτε άλλο χρυσό βουνό κανένα.
Ουδετερότητα
Όχι εδώ οι σημαίες, τα ρυθμικά βήματα των λεγεώνων
Που επιστρέφουν ούτε στους εφέστιους βωμούς
Η μικρή προσφορά των δακρύων, τα ταχυδρομικά δελτάρια
Που φυλάγονται χρόνια, ούτε τα σκαλιστά στο μέταλλο ονόματα.
Όχι εδώ οι χαμηλωμένες φωνές.
Όχι το τύμπανο.
Μόνο την ώρα τού δείπνου, η βροχή πέφτοντας λοξά
Ανάμεσα στα περιβόλια, τυπώνοντας τα κρυπτογραφικά της
Μα ειρηνικά μηνύματα επάνω στο λιθόστρωτό μας.
Μόνο τ’ απόκρυφο πουλί εκτελώντας
Τους ρυθμισμένους του ελιγμούς στον ουρανό μας.
Το μεγάλωμα μόνο.
Και τη νύχτα, οι κρυφές φωνές
Του καλοκαιριού, η πρόοδος των ωρών
Δίχως ένταση, δίχως έκπληξη.
Μόνο το φεγγάρι μάς βλέπει, ως και η κουκουβάγια
Που κυνηγά μπορεί να μας κοιτάει χωρίς κακία.
Χωρίς φθόνο.
Δεν είμαστε δειλοί, εικόνες είμαστε
Κοινών ανθρώπων, όπως κάποτε ήσασταν κι εσείς.
Ούτε να μας κατηγορείτε ούτε να μάς λυπάστε· είμαστε
Οι άνθρωποι που γελούνε στα όνειρα πριν ξεπροβάλει ο κάπρος
Με πηδήματα, πριν απ’ το θάνατο του αγαπημένου.
Η ελπίδα σας είμαστε.
Η γυναίκα που πορεύεται
Μένει ακόμη ένας άνεμος τραχύς κι ένας θλιμμένος δρόμος
Ανάμεσα από τη γυναίκα που πορεύεται
Και το θανάσιμο άντρα της, το σιδερένιο εραστή.
Αχ τα μαλλιά μου έπεσαν, κι ο άνθρωπός μου
Έπεσε κι ο καρπερός καιρός μου τέλεψε:
Μένει ένας άνεμος τραχύς κι ένας θλιμμένος δρόμος.
Μένει κάποιου στίχου ο δυνατός αχός, μια φωνή
Που χτυπάει πίσω απ’ το πρόσωπο της γυναίκας τούτης.
Αχ πνίγηκαν τα μάτια μου, πνίγηκε κι ο άντρας μου.
Ποιος αγαπά τη χάρη ενός νεκρού, τα φιλιά
Ενός πνιγμένου ή το μάτι ενός τυφλού;
Μοιρολογεί η αξεδίψαστη, η γυναίκα που πορεύεται.
Μένει όλος ο οργισμένος ο αγέρας, η θάλασσα,
Ανάμεσα στη γυναίκα αυτή και στην ελπίδα της:
Αχ είχα κάποτε ένα σπιτικό, μια φωτιά
Ώσπου του άντρα μου ο περήφανος μισεμός γκρέμισε
Το σπίτι μου και την καρδιά. Γι’ αυτό θα επιθυμώ
Εραστές από σίδερο ή από ακαμψία νεκρών,
Μοιρολογεί η ακόμη περιπαθή γυναίκα που πορεύεται.
Ποιητής πολέμου
Εγώ είμαι αυτός που αναζητώντας την ειρήνη βρήκα
Τα μάτια μου στο συρματόπλεγμα.
Εγώ είμαι αυτός που ψηλαφώντας λέξεις βρήκα
Στην παλάμη μου ένα βέλος.
Εγώ είμαι ο χτίστης που οι στέρεοι τοίχοι του
Ζώνουν μια γη ολισθηρή.
Σαν αρρωστήσω ή σαν τρελαθώ
Μη με πειράζετε και μη μ’ αλυσοδέστε:
Σαν θα πλησιάζω τον άνεμο
Μη με ρίχνετε χάμω:
Μόλο που η όψη μου είναι ένα βιβλίο καμένο
και μια κουρσεμένη πόλη.
Μια ελπίδα γι’ αυτούς που τους χώρισε ο πόλεμος
Της χαράκωσαν το πρόσωπο μ’ αίμα,
Της κρέμασαν την καρδιά.
Την έσυραν μέσ’ από ένα λάκκο
Γιομάτο θλίψη γοργή.
Ωστόσο τα μικρά της πόδια
Τρέχοντας γύριζαν στο αύριο.
Του αρπάξαν το βιβλίο και μαντρώσαν
Τη σκέψη του σ’ ένα σπίτι μουντό.
Πήραν τα λαμπερά του μάτια
Να φωτίσουν τα δωμάτια του δισταγμού.
Ωστόσο τα λεπτά του χέρια
Έρποντας γύριζαν και τη βρίσκαν.
Μενταγιόν
Ήρωες λιονταρόστηθοι με σιδερένια μάτια
Κι ολοφυρόμενες γυναίκες
Με περιζώνουν στον ύπνο μου·
Όταν ξυπνώ, αντικρίζω την αδιάκοπη πομπή
Γυναικών γερακόμορφων, με νύχια πουλιού
Κι ολοφυρόμενων άντρων.
Σχέδιο για ένα μνήμα
Πέτρινα περιστέρια κάθονται στον τάφο της γυναίκας.
Γκρίζες περγαμηνές πάνω στα μάτια της
Ποτέ πια δε θα κρύβουνε τη ζωγραφιά της θλίψης·
Κι αυτή που βάδιζε άτρωτη φορώντας πλούσια εσθήτα
Ζαρώνει τώρα στα τραχιά κι άσεμνα σάβανά της.
Ω οι ελεγείες είναι αδειανές όπως κι η προσμονή
Των φοβισμένων των γονιών και των δειλών προγόνων
Που τόσο μόχθησαν γι’ αυτήν τη χαλασμένην όψη.
Οι βραδινοί περίπατοι στ’ αναίσθητα σμιλάγγια,
Και της σοφίτας τα πρωινά, λησμονήθηκαν όλα
Σαν τις πτυχές ρόμπας χρυσής στο χώμα που σαπίζει.
Οι εραστές που έφιπποι την συνόδευαν, κείνται
Σιμά στ’ αλογοκαύκαλα σκόρπιοι μες στο λιβάδι·
Την πόρτα της τη γρατσουνά το κίτρινο σινάπι.
Δεν είναι διόλου απλό να κλάψεις μια γυναίκα
Που ‘χει πιο πλούσιο παρελθόν από του ραψωδού τα χρόνια.
Στον οργισμένον ήλιο αυτοί, που υψώνουνε γεράκια
Ή καβαλούν μαυράλογα στην οπλισμένη νύχτα
Τη θρήνησαν ολημερίς, κατόπιν αρρωστήσαν
Κι απίθωσαν τα κόκκαλα σ’ εραλδικά κρύα σπίτια:
Κι έμεινα εγώ να κάθομαι μπρος στον δικό της τάφο
Που τη σκεπάζουν περιστέρια με γρανιτένια φύλλα.
Ο περιβολάρης
Εάν θα ρθεις μια τέτοια μέρα σαν κι αυτήν
Ανάμεσα στις ρόδινες και κίτρινες σειρές
Απ’ τις τουλίπες, θα γίνω ο εραστής σου.
Οι μπότες μου αστράφτουν ως χτυπούν τ’ αθώο
Χαλίκι. Αχ έλα, αυτή είναι η μέρα σου.
Αν ήταν ν’ άπλωνες το χέρι σου όμοιο μ’ ένα φύλλο
Όλο φλέβες επάνω στην τετράγωνη παλάμη μου,
Θα λάτρευα το σχήμα του, και θα ‘ταν αρκετό.
Προσέχω τη μελίγκρα που ρουφά το ρόδο.
Στα δάχτυλά μου ο χρόνος σα φύλλο γλιστρά.
Μοιάζεις τους σιωπηλούς αγγέλους με μάτια χλωμά
Ακολουθώντας τα παιδιά; Λουλούδι είναι το πρόσωπό σου;
Φεύγουν από το πάρκο οι επαίτες κι οι εραστές —
Κι εσύ ακόμη να φανείς. οι πύλες κλείνουν.
Ω είναι φριχτό να ονειρεύεσαι αγγέλους.
Ο θρήνος της Αιδώς για τον Αινεία
Ποτέ του δε λάτρεψε τη φρενίτιδα του ήλιου
Μήτε και τα καθάρια πέλαγα.
Ήρθε με χέρια ήρωα και μάτια βοδιού
Τίποτε δεν τον φόβιζε παρά οι φωνακλάδες θεοί του.
Ποτέ του δε λάτρεψε τις υπόκωφες αμμουδιές
Μήτε βολεύτηκε σέ σκαλιστά κρεβάτια.
Φυσά ο καπνός πάνω απ’ τα κύματα, η δυνατή πυρά προσμένει.
Η σκέψη του ήταν ένας άδειος τοίχος που αντηχούσε,
Κι ούτε διαπεραστική σαν τις κουλουριασμένες φλόγες.
Ποτέ του δε λάτρεψε τ’ άγρια μου μάτια
Μήτε τα περιστέρια που στέκαν στις πύλες μου.
Το τοπίο της Επαγγελίας
(Για την R.— J.)
Πώς θα σε τραγουδήσω —
Μοιράζοντας μόνο
Το τρομαγμένο όνειρο ενός στρατιώτη:
Το αφόρητο όνειρο κατοχής
Ενός νέου;
Πώς θα σε τραγουδήσω
Με τη βρώμικη γλώσσα ενός στρατιώτη;
Βαδίζουμε από καινούργια βουνά
Που κάργιες ζουν
Σε τύμβους θλιβερούς.
Το πρωί των βράχων οι γούρνες
Στρώνονται με πάγο.
Όμως εσύ είσαι τα βουνά
Εσύ και το ταξίδι.
Πλαγιάζουμε στα ερείπια ενός σταύλου
Που τα ποντίκια εκτελούν
Θαύματα ακροβασίας
Ανάμεσα στα δοκάρια.
Κι η βροχή φιλά τα χείλη μου
Γιατί εσύ είσαι ο ουρανός
Που πάνω μου σκύβει πάντα.
Πώς θα σε τραγουδήσω
Γνωρίζοντας μόνο
Την πίκρα του εξερευνητή
Την κούραση του στρατιώτη;
Καινούργιες οροσειρές και ποτάμια
Δεν φανερώνουν ποτέ
Τη μορφή σου της επαγγελίας.
Πώς τολμώ να σε τραγουδήσω
Εγώ ο λιγότερο άξιος
Από τους εραστές σου:
Εσύ η πιο όμορφη
Από κάθε τοπίο;
Η αμφίβολη εποχή
Η αμφίβολη εποχή μες του μυαλού το σκοτεινό καιρό
Φύσηξε μέσα μου μα εσύ πρόσμενες το χαμό της.
Οι μήνες μου ανάστροφα όλοι τους μετρηθήκαν
Ώσπου μ’ απόδειξες πως κι ο νους δεν ξεγελιέται πάντα.
Ω τον Οχτώβρη θα ‘τανε που τα εραλδικά τα φύλλα
Της καστανιάς θα πέφτανε στους μπαλωμένους δρόμους:
Στους διάδρομους θα ψάχναμε εμείς του φθινοπώρου
Της πίστης την απάρνηση και του καλοκαιριάτικου άθλου.
Κι ήταν στην πρώιμη χρονιά κάποιο σημάδι άλλο
Υπεκφυγής, όταν οι λεύκες βροντοσειούνταν
Στον ατσαλένιο ποταμό σ’ αυτιά ακονισμένα —
Γυρνώντας, τα ματάκια σου θα ‘βρισκα σφαλιγμένα.
Ως και τον παραλίγο χωρισμό ψηλά στα σκαλοπάτια
Δεν μπόρεσα να νιώσω, μήτε γιατί οι καντήλες
Λουλούδια τέτοια βλάσταιναν στις σμιλευτές μορφές μας:
Μήτε γιατί ο ποταμός έλαμπε στα μαλλιά σου.
Ω ήταν Ιούλης η αγάπη μας τότε που ξεκινούσε
Σαν οποιοσδήποτε λαγός μες στ’ άγρυπνα χορτάρια·
Το τρέξιμό της τραγουδώ, τη μόνη μου ιστορία
Ο χρόνος πώς ξαναγυρνά κι η αμφίβολη εποχή περνάει.
Για την Μ. Κ., γραμμένο στο τρένο
Άρρωστη ταξιδιάρα μέρα, η μέρα τούτη ξεδιπλώνει
Τοπία κι ελπίδες σαν συννεφάκια· κι άκου τις ρόδες
Πώς τρέχουνε σαν ήλιοι σ’ έναν ατσάλινο ουρανό.
Μέρα ανάμεσα σε μέρες και δοσμένη ούτε
Σε σένα ούτε σε μένα, η φυλακή του έρωτά μας·
Τούτη η μέρα θα κλέψει τη μορφή σου και θα δέσει
Μια συρματένια μάσκα γύρω στην ανυπόμονη ματιά μου.
Συχώρα σε κάθε ρόδα την κίνησή της της αποστροφής·
Κι έλπιζε πως κάποτε κι εγώ μπορεί να βρω το δρόμο·
Ώστε να ζήσουμε επιτέλους κάτω από έναν ήσυχο ήλιο
Όπου οι βέβαιες σκέψεις του θεού πρέπει να τρέχουν κι όχι τρένα.
Επιθαλάμιον
(Για τον R.Β. και την Η.S.)
Ω δεν θα ’χετε καμπάνες κι ο χειμώνας πλησιάζει,
Τώρα όμως το στάρι είναι σωριασμένο και σκουντουφλά ο αλωνιστής,
Η μουριά ρίχνει τα φτερωτά της κίτρινα βλήματα
Κι ο χειμώνας πλησιάζει, μα πρώτα η εποχή τού καρπού.
Οι καμπάνες σας θα ‘ναι οι φωνές απ’ τα φθινοπωριάτικα ποτάμια,
Το κρασί σας θα ‘ναι η δροσιά του πεσμένου μήλου:
Τραγουδώ για σας που στο τέλος του καλοκαιριού
Στεφανώσατε το χρόνο κι ήρθατε επιτέλους μαζί.
Είναι τόσες οι φωτιές στον κόσμο του φθινοπώρου.
Οι φλόγες απλώνονται στις καλαμιές, κι ο άνεμος
Έρχεται απ’ τη Ρωσία με γεύση πυρκαγιάς.
Οι θεριστές δεν τραγουδούν, μα το δρεπάνι ψιθυρίζει
Στα στάχια ανάμεσα που γέρνουν στην κάψα του μεσημεριού.
Ω γνωρίσατε κι εσείς, όπως κι εγώ, την ανοησία εκείνων
Που θαρρούν πως ο χαμένος χρόνος μπορεί να ξανακερδηθεί:
Το κορίτσι που, τρελό από θλίψη, κρέμασε τη βέρα της
Στο δάχτυλο του ανέμου, στάθηκε τόσο μάταιο.
Τραγουδώ για σας που στο τέλος του καλοκαιριού
Στεφανώσατε το χρόνο κι ήρθατε επιτέλους μαζί.
Οι νύχτες αυτές είναι πονετικές σαν τη μνήμη μιας μητέρας.
Οι χήνες τραβούν για το νοτιά κάτω απ’ το βαρύ φεγγάρι.
Ο χειμώνας σας θα γίνει ο θρίαμβος μιας καθάριας απόφασης
Και τι απίστευτη άνοιξη να βρίσκεται παραπέρα;
Ω ζήστε κι αγαπήστε να δείτε ευτυχισμένα τα παιδιά σας
Που θ’ απαρνούνται τη θλίψη ενός φλεγόμενου κόσμου.
Μόλο που δεν θα ‘χετε καμπάνες κι ο χειμώνας πλησιάζει
Τραγουδώ την τόλμη σας που καρτερείτε την άνοιξη.
Ο Θρήνος του Ακταίωνα
Έχω βαρέσει το τύμπανο κι έχω χορέψει. Κι έχω δει
Απίστευτες μορφές να κρυφοβλέπουν μέσ’ απ’ τα πράσινα
Φύλλα της μουριάς, ωστόσο δεν ένιωσα μοναξιά ποτέ
Όσον καιρό έρχονταν τα σκυλιά το κατόπι μου.
Τώρα σκυλιά αλυχτούν στα κόκκαλά μου όπως άλλοτε έναν καιρό —
Τα μάτια τους γίναν άγρια και σοφά — τότε που ξεψυχούσα.
Μ’ είχαν κατασπαράξει, το ξέρετε καλά, και μες
Στο στόμα μου λειχήνες φυτρώνουν με γλώσσες γαλάζιες.
Ποτέ καμιά γυναίκα — τα πόδια της είχαν τη χάρη
Και το ρυθμό του λαγωνικού, τούτη η αναζητούμενη μορφή —
Δεν ξέσχισε την καρδιά μου ούτε με ξάπλωσε χαμηλά
Μέσα στις φτέρες, όσο αυτή που μ’ απίθωσε τώρα.
Κίσσες φτεροκοπούν και σαλιαρίζουν στον πρώιμο χρόνο.
Βαριά πάνω στο αυτί μου που θυμάται αντηχεί
Του κυνηγού η πατημασιά, και πέρα μακριά στεφανωμένοι
Οι σκύλοι μου πανηγυρίζουν τη γιορτή της Άρτεμης.
Το άσπλαχνο ηλιοστάσιο
Απόψε η ξένη πολιτεία και το παλιό φεγγάρι
Που στέκει πάνωθέ της διαλαλούν
Ένα άσπλαχνο ηλιοστάσιο, παγωνιές που φτάνουν, κρύες σκέψεις
και το σκοτείνιασμα της φλόγας τής καρδιάς·
«Σήκω πάνω», λέγει η ψυχή, «κι η γνώση ας μετουσιώσει τον καιρό
Σε μιαν εικόνα της πικρίας των ημερών σου».
Ξύπνια ψυχή, γεννηθήκαμε χωριστά
Αρκεστήκαμε σε σκληρές μόνο ματιές ή μελετούσαμε στίχους.
«Κοιμήσου, τότε, κουρασμένε τραγουδιστή, κλείσε το στόμα
Του δύσμοιρου μήνα και ξαποστάσου».
Πανούργα φωνή, δεν έχω δύναμη αρκετή,
Όντας εδώ ένας αλλόκοτος καλεσμένος κι όχι ένας ξένος.
Πρέπει, λοιπόν, να περπατώ και να σβαρνιέμαι πλάι στον τοίχο,
Κατάπληχτος για την ανημποριά του σώματος
Και του μυαλού μου· για το τέλος των πολιτειών και του έρωτα
Και για την ψεύτικη φροντίδα της καρδιάς.
Απόψε να μιλήσω δεν μπορώ, έχοντας την ανάμνηση
Όλης της καθημερινής μου ομιλίας, δεν τολμώ
Να μπω στον άδειο μήνα· μπορώ μόνο να κάθομαι
Και να σε συλλογιέμαι, αγαπημένη, και το χειμώνα που πλησιάζει.
Ο αναμενόμενος ξένος
Το τραπέζι στρωμένο κι η λάμπα αστράφτει και στενάζει·
Φως στα μάτια μου, φως στην ψηλόκυρτή μου ίριδα
Κι αναπηδώντας από λάμψη σ’ ατσάλι, από φλιτζάνι σε μαχαίρι
Καθαγιάζει το φτωχό μου τραπέζι του μεσονυχτιού,
Τα σκόρπια μου απομεινάρια κομμάτια ενός θεού.
Αχ όταν σ’ απίθωναν χάμω, οι βλοσυροί στρατιώτες,
Ήταν τ’ άσπρα δόντια τους που δεν μπορούσες να ξεχάσεις;
Κι όταν αντάμωσες το θεριό στο δάσος με τις μυρτιές,
Όταν έσπασε η λόγχη και το αίμα πετάχτηκε στο πλευρό σου
Τάχα ποια σύρια Βερενίκη πάνωθέ σου
Έσκυψε με το λινό της φόρεμα το ακόμη ανυπόγραφο;
Μα έτσι κι αλλιώς, πώς να καλούσες την αγαπημένη σου
Να πιει ένα ποτήρι αίμα που γέμισε ο γονιός σου;
Απόψε πεθαίνουμε, εσύ μες στο πανάρχαιο σκοτάδι
Κι εγώ μες στο λευκό δωμάτιο που νοίκιασε η έπαρσή μου.
Μα έτσι κι αλλιώς, πρέπει να πεθάνουμε μονάχοι.
Το στρωμένο τραπέζι μένει σκληρό και λευκό σαν το αύριο.
Η λάμπα τραγουδά. Ο άνεμος ο δυτικός σπρώχνει την πόρτα.
Μόλο που είναι κομμάτια το ψωμί, το μυαλό, το γενναίο κορμί,
Καμιά ελπίδα τώρα δεν υπάρχει να γίνουν τ’ αποφάγια
Κόκκαλα ζωντανά, το κόκκαλο ψωμί να γίνει:
Λεπιδωτοί αιώνες σύρθηκαν ανάμεσά μας.
Έτοιμο το δωμάτιο, μα ο ξένος νεκρός.
--------------------------------
Σημειώσεις
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ, μαζί με την «Ερημιά» («Ένδοχώρα», τ. 37, 1966), είναι από τις συλλογές του: «Σιδερένια δάφνη» (1942) και «Το άσπλαχνο ηλιοστάσιο» (1944). Για πρώτη φορά δημοσιεύονται τα: «Περιβολάρης», «Ουδετερότητα», «Για την Μ.Κ., γραμμένο στο τρένο», «Συμβουλή για ένα ταξίδι» και «Ο αναμενόμενος ξένος». Τα άλλα παρουσιάζονται τώρα σέ αναθεωρημένη μορφή.
Συμπληρωματικά στοιχεία για μερικά απ’ αυτά:
Ουδετερότητα (Γράφτηκε στις 16 Ιουλίου 1941). «Η Ουδετερότητα είναι ένα από τα ποιήματα για τα όποια τρέφω μια αληθινή αγάπη — χωρίς να ξέρω γιατί. Ήρθε τόσο ξαφνικά και τόσο εύκολα, χωρίς να μ’ απασχολήσει καθόλου πιο πριν, ώστε είναι αξιοθαύμαστο πόσο τελειωμένο είναι, παρόλο που δεν έχει κανένα βαθύ αίσθημα μέσα του».
(Από γράμμα του S. Keyes στον John Heath - Stubbs στίς 8/8/41). Ο Keyes σκεφτόταν ν’ άλλαζε τον τίτλο σε «Νέα Αγγλία ‘40».
Η γυναίκα που πορεύεται (Μεταξύ Φεβρουάριου και Οκτωβρίου 1941). «Η γυναίκα που πορεύεται συμβολίζει το ασυλλόγιστο ή υποσυνείδητο μέρος του ατόμου, που λαχταρά το γυρισμό του εραστή, στο πείσμα του συνειδητού μέρους που τον αρνείται. Βλέπει τον εραστή σαν κάτι το πολύ ποθητό, σαν μια εξιδανικευμένη μορφή του δικού της άντρα που είναι νεκρός. Όντας παντοτινός, δεν μπορεί να είναι άπιστος». (Από τα χειρόγραφα του S. Keyes).
Ο περιβολάρης (Ιούλιος 1942). Αρχικά ο Keyes είχε για τίτλο «Ο Ποιητής και η Μούσα», από τον γνωστό πίνακα του Τελώνη του Rousseau.
Ο θρήνος της Αιδώς για τον Αινεία (Αύγουστος 1942). «Είμαι υπερβολικά αγνώμων, περήφανος και ξεροκέφαλος, καθώς λες. Θα ήταν δύσκολο να ζήσει κανένας μαζί μου, ακόμα κι εσύ. Είμαι, πιθανόν, μάλλον πιο αδύνατος από όσο νομίζεις, όμως μάλλον πιο σκόπιμα καταστροφικός. Κατά κάποιον τρόπο είμαι τυφλός σαν ένας τοίχος, κι άλλες φορές παλαβός...». (Από γράμμα του S. Keyes στην Rene - Jone Scott στίς 30/8/42).
Ο αναμενόμενος ξένος (Σεπτέμβριος 1942). Ο ξένος είναι ο θνήσκων θεός Χριστός και Άδωνις. Η Βερενίκη, σύμφωνα με το μύθο, σκούπισε το πρόσωπο του Χριστού καθώς τον οδηγούσαν στο σταυρό και στο μαντήλι της, από θαύμα, έμεινε το αποτύπωμα των χαρακτηριστικών του.
Επιθαλάμιον (Οκτώβριος 1942). Ο υπολοχαγός Brian Scott, που για τον γάμο του γράφτηκε το ποίημα αυτό, σκοτώθηκε στην ίδια μάχη με τον S. Keyes.
Για την ποίηση του Sidney Keyes, που σκοτώθηκε στις 29 Απριλίου 1943 στην Τύνιδα σε ηλικία μόλις 21 χρόνων, αφού πριν χαιρετίστηκε σαν η πιο βάσιμη ελπίδα της αγγλικής λογοτεχνίας, μια σύντομη κριτική παρουσία μπορεί να δει κανείς στην «Ενδοχώρα» (τ. 17-18, σ. 942, 1962).
Κλείτος Κύρου
Πηγή: Δοκιμασία – περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού – τεύχος 1 (1973).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου