Μετά ξυπνάς
Τον πρώτο στίχο σου χαρίζουν οι θεοί,
μετά ξυπνάς πεσμένος σε πηγάδι.
Κανείς διαβάτης δεν περνάει από κει.
Εσύ, η μούχλα και δυο ψόφιοι ποντικοί,
μ’ ένα κομμάτι ουρανό ως το βράδυ.
Οι Άγιες μαμάδες
Στον Γ. Πρίμπα
Οι Άγιες μαμάδες
σε κάποιο ταμείο
με το μπαστουνάκι τους,
λίγα ψιλά και
παιδικές φωτογραφίες.
Οι Άγιες μαμάδες
σε κάποια ουρά
με την υπομονή τους,
ανάγλυφες τις γαλάζιες
φλέβες στο χεράκι τους.
Οι Άγιες μαμάδες
σε κάποιο τρίστρατο
με τη μορφή τους
τη σεβάσμια κι αυστηρή,
όταν σε μάλωναν.
Οι Άγιες μαμάδες
υποστυλώματα
έργων ανολοκλήρωτων,
που έμειναν να βρέχονται
καταμεσής της ερημιάς.
Και τελείωσε
Είπε πως είναι ποιητής.
Πάει και τελείωσε!
Μέχρι τον τρίτο στίχο
Ο καφές του κρύωσε.
Έξω βροχή δέρνει τους δρόμους.
Στον έκτο στίχο ήδη
Σπάζουν κλαδιά, ουρλιάζουν λύκοι·
Ποτάμια μπουκώνουν τους υπονόμους.
Κάποτε, κάνει να σηκωθεί.
Μα δε σηκώνεται.
Στο πέρας του ποιήματός του
Αφιερώνεται.
Από τη συλλογή ποιημάτων του: "Σκάρτη Πραμάτεια".
Αντί προλόγου και εισαγωγής:
Υπάρχει ένα χρηματιστήριο ποίησης, με αξίες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Σ' αυτό παίζουν τα ονόματα όσων ζουν κι όσων δε ζουν. Παίζουν οι φιλοδοξίες, παίζουν οι γνωριμίες, παίζουν οι κριτικές και οι παραγγελίες, παίζουν οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες. Ελάχιστοι ζουν με την ποίηση και για την ποίηση. Άλλοι την βλέπουν ως ευκαιριακό όχημα, άλλοι ως γουστόζικο χόμπι, άλλοι ως νόστιμο συμπλήρωμα στο βιογραφικό. Η ποίηση δεν αντανακλά (σ)τις ζωές τους. Δεν χορεύουν στίχοι στο κεφάλι τους, δεν γράφουν στον ύπνο τους ποιήματα που το πρωί έχουν ξεχάσει, δεν εξοργίζονται με την αδικία, δεν συμπάσχουν με τον ανίσχυρο. Περνούν μέσα από το ποτάμι του κόσμου αδιάβροχοι. Όλο και περισσότερο παρατηρώ τέτοιους ανθρώπους να καταπιάνονται με την ποίηση. Και κανένα φίλτρο να μην τους αντιλαμβάνεται. Και κανένας εκδότης να μην προβληματίζεται. Και κανένας επιμελητής να μην απεργεί. Και κανένας ανθολόγος να μην μεταναστεύει.
"Και τώρα τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της νεοαντιστασιακής κομφορμιστικής «αμφισβήτησης» - μα η δίψα του κόσμου για τις πηγές γίνεται όλο και εντονότερη." Πόσο μπροστά κοιτούσε, αλήθεια, ο Βύρων Λεοντάρης όταν έγραφε αυτό, στα 1973 (Θέσεις για τον Καρυωτάκη, Σημειώσεις, τχ1). Μιλούσε, άραγε, μόνο για τη μεταπολίτευση, που την έβλεπε να έρχεται με διαθέσεις οδοστρωτήρα, ή και για το σήμερα; Έχει, νομίζω, τόσα να μας πει εκείνο το "κομφορμιστική αμφισβήτηση". Με κάτι τέτοια, εκφράζοντας θαρρετά την πραγματική εικόνα, χωρίς στρογγυλέματα και ψιμύθια, μπαίνεις για καλά στη μαύρη λίστα. Όσοι βολεύονται κάτω από σημαίες ευκαιρίας, όσοι συνασπίζονται για να ορίσουν στον τόπο μας τις αξίες (τότε και τώρα), συμπεριλαμβάνοντας μέσα σε αυτές και τους εαυτούς τους (πώς αλλιώς;), δεν πρόκειται να σου το συγχωρήσουν. Βεβαίως, δεν θα καταφέρουν ποτέ να φέρουν στα μέτρα τους τους "αυτοκτόνους" και τους "βλάσφημους", λίγο τους νοιάζει. Αυτό που προέχει είναι να μη συζητιέται η πραγματική εικόνα, αυτή η τόσο απεχθής και αναλλοίωτη. Ο μηχανισμός της απώθησης, όπως τον περιγράφει ο Λεοντάρης, θυμίζει κλειστές τοπικές κοινωνίες με "τρελούς του χωριού". Με ανθρώπους δηλ. (καλλιτέχνες, εν προκειμένω), που μόνο τους όπλο, μαζί με την άγνοια κινδύνου, έχουν τις ουλές και τον πυρετό τους (γνησιότητα). Ναι, δίψα υπάρχει. Πολύ φοβάμαι, όμως, έτσι όπως έχουμε κλειστεί στις ακροπόλεις μας, πως το μόνο που μας απέμεινε, δηλ. οι πηγές, κινδυνεύουν κι αυτές σε συνθήκες πολιορκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου