18 Αυγούστου 2011

Η Μυθολογία του προλεταριακού έρωτα: Λαπαθιώτης και Καβάφης [Μάρθα Βασιλειάδη]




Η Μυθολογία του προλεταριακού έρωτα: Λαπαθιώτης και Καβάφης (1)
Το χρονικό μιας (λογοτεχνικής) φιλίας.

Όταν στα τέλη του 1916 ο Λαπαθιώτης, ακολουθώντας τον πατέρα του σε μια στρατιωτική αποστολή, βρίσκεται για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, συναντά τον ώριμο πια ποιητή 54 χρονών που συνεχίζει ακόμη και τότε να διχάζει σε παρατάξεις τους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών. «Άκρως αισθητική» η συνάντηση αυτή δεν διαψεύδει σε τίποτα τις προσδοκίες του νεαρού εστέτ για το μύθο του Καβάφη, όπως δηλώνει και το σχετικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του:
Ο ιδιόρρυθμος σε όλα και χαριτωμένος ποιητής, προειδοποιημένος για το γεγονός της επισκέψεώς μας, είχε αναμμένες προς τιμήν μου τις σπανίας τέχνης κρεμαστές δαμασκηνές του λάμπες και μας περίμενε. Λυγερότατος, περιποιητικότατος, με δέχτηκε θερμά και ζωηρά, και καθισμένοι στα ντιβάνια του μικρού χαρακτηριστικού, εντελώς ανατολίτικου, γραφείου-σαλονιού του, κουβεντιάσαμε για όλα τα ζητήματα που μας απασχολούσαν (2).

Έκτοτε ο μεν Λαπαθιώτης, αμφιλεγόμενος αλλά και πασίγνωστος θα υπερασπίζει σε κάθε ευκαιρία το έργο του Αλεξανδρινού μέσα από τις σελίδες του Ελεύθερου Βήματος, του Νουμά κ.ά., ο δε Καβάφης διατηρώντας πάντα τις αποστάσεις, όπως ταιριάζει στην ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία του, θα επενδύει σ’ αυτήν τη φιλία στέλνοντας αφιερώσεις και ευχαριστήρια σημειώματα: «Χαίρομαι που με δίδεται έτσι η ευκαιρία να σας ευχαριστήσω μια φορά ακόμη για την τόσο φιλική στάσι σας απέναντι του έργου μου. Επανειλλημένως με υποστηρίξατε· γνωρίζω δε καλώς ότι έχει πολύ κύρος υποστήριξις προερχομένη από σας...». (3)

Το κατά πόσο η ποίηση του Λαπαθιώτη αλλά και των συγχρόνων του έχει επηρεαστεί ή καλύτερα καθοριστεί από τις ριζικές καινοτομίες της γλώσσας και της θεματικής του Καβάφη, είναι ένα θέμα που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Στόχος της ανακοίνωσης αυτής είναι να επισημανθούν κάποιοι κοινοί ιδεολογικοί τόποι στους δύο ποιητές σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται αλλά και βιώνουν σε προσωπικό επίπεδο την ερωτική –ομοφυλόφιλη - εμπειρία.

Ευρωπαϊκοί απόηχοι μιας κοινωνικής προοπτικής.
Γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών και οι δύο, με λαμπρή παιδεία και ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης, απόλυτα εξοικειωμένοι με το λογοτεχνικό τοπίο του ευρωπαϊκού αισθητισμού παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις καινούριες τάσεις της λογοτεχνίας η οποία στις αρχές του αιώνα απορρίπτει τα ρομαντικά σχήματα και αναζητά την τόλμη στην έκφραση και στις ιδέες. Η συμβολιστική σχολή της γαλλικής Παρακμής με τον Huysmans και τον Jean Lorrain κ.ά δημιουργεί νέους λογοτεχνικούς χαρακτήρες στιγματισμένους από νοσηρά πάθη, εκθειάζει έναν νέο τύπο ερώτων και ανατρέπει τους κώδικες της κοινής ηθικής.
Ο έρωτας, ο ομοφυλόφιλος έρωτας δεν αποσιωπάται ως διαστροφή, αλλά εξυμνείται άλλοτε ως παραισθητική εμπειρία κι άλλοτε ως ενσυνείδητη πράξη κοινωνικής καταγγελίας.
Έτσι, στα μυθιστορήματα αυτής της εποχής με άριστα χωνεμένα τα διδάγματα του νατουραλισμού εμφανίζεται ή μάλλον επανεμφανίζεται ένας λογοτεχνικός ήρωας, ένα καινούριο αντικείμενο του πόθου: πρόκειται για το νέο λαϊκής τάξης του οποίου η ταπεινή καταγωγή λειτουργεί ως πρότυπο αισθησιακής ομορφιάς κι ως μοναδικό εχέγγυο του γνήσιου πάθους.
Υπάρχει, δηλαδή, από τη μια μεριά μια πρόθεση να περιγραφεί και κατά συνέπεια να απελευθερωθεί η ομοφυλόφιλη εμπειρία του έρωτα –l’illegitime ideal de la volupe (4) - κι από την άλλη να καταγραφεί ως μια πράξη κοινωνικής αντίστασης φέρνοντας στο προσκήνιο έναν ήρωα που προέρχεται από τις μάζες.

Αναρωτιέται κανείς βέβαια τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Καβάφη που σ’ ένα σημείωμα του 1905, μεμφόταν τον συντηρητισμό της αγγλικής λογοτεχνίας και έγραφε:
Εκείνο που για μένα κάμνει την Αγγλική φιλολογία ψυχρή, είναι [...] είναι – η - πώς να την πω; - συντηρητικότης, η δυσκολία – ή η ακουσιότης - να χωρισθούν από τα παραδεδεγμένα, και ο φόβος μη προσκρούσουν προς την ηθική, την ψευδο-ηθική γιατί έτσι πρέπει να πούμε την ηθική που καμώνεται την ανήξερη. Σ’ αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια πόσα Γαλλικά βιβλία, - και καλά και κακά - γράφηκαν τα οποία εξετάζουν και παίρνουν γενναία υπ’ όψιν την νέα φάσι του έρωτος. Νέα δεν είναι· μόνο για αιώνες παραμελήθηκε, με την πρόληψι που ήταν τρέλλα (η επιστήμη λέγει όχι) ή έγκλημα (η λογική λέει όχι). Κανένα Αγγλικό, που να ξέρω. Γιατί; Γιατί φοβούνται να μη προσκρούσουν στις προκαταλήψεις. (5)

Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ο οποίος, κατά τα λεγόμενα του Τ. Κ. Παπατζώνη, λάτρευε τον Wilde και τη λογοτεχνία της Παρακμής, γνώριζε απ’ έξω και απήγγειλε στίχους καταραμένων ποιητών όπως ο Πόε, ο Baudelaire, ο Mallarme, βυθιζόταν «στις ατμόσφαιρες τις ρέπουσες προς την νευρασθένεια και τη μονομανία του Huysmans, τις κατόψεις του θανάτου με τον Μαίτερνλινγκ [...]» (6).
Θα μπορούσε αυτή η Belesenheit αστών με πολιτική ευαισθησία, όπως ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης να «μορφώσει περιοχές του έργου» τους και να διεισδύσει με τέτοιο τρόπο στην ποίησή τους, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για εκλεκτικές συγγένειες και να αναγνωρίζουμε στα φευγαλέα πρόσωπα των ποιημάτων τους το μυθιστορηματικό μοντέλο του «προλετάριου» εραστή του Huysmans, του Lorrain, του Pierre Loti;

Ο ύποπτος κοσμος της ομοφυλοφυλίας.
Είναι γεγονός ότι στην λογοτεχνία των αρχών του αιώνα προβάλλεται και σχεδόν εξαγιάζεται κάθε πάθος που ξεφεύγει από τα στεγανά «ερώτων της ρουτίνας», κάθε τολμηρή ετεροφυλόφυλη ή ομοφυλόφιλη αγάπη που ανατρέπει κοινωνικά ή ερωτικά τους νόμους της «τρεχάμενης ηθικής». Έτσι δικαιολογείται κατά κάποιο (αδέξιο ίσως) τρόπο η σκηνοθετημένη περιπέτεια του ήρωα του Huysmans, des Esseintes με ένα νεαρό αγόρι το οποίο αποπλανά για να το μυήσει στη διαφθορά και να του εμπνεύσει ένα ασίγαστο μίσος για το σαθρό οικοδόμημα της κοινωνίας κι έτσι βιώνεται η αποκαλυπτική εμπειρία του ομοφυλοφυλικού έρωτα: «ως μια ύποπτη φιλία που κράτησε για μήνες· ο des Esseintes δεν μπορούσε να την αναπολήσει χωρίς ν’ ανατριχιάσει: ποτέ δεν είχε γνωρίσει τέτοιους κινδύνους, ποτέ δεν είχε νιώσει ικανοποίηση με μεγαλύτερο πόνο» (7). Έτσι ερμηνεύεται επίσης κατά τον Wilde η επιμονή του να συναναστρέφεται ανθρώπους του υποκόσμου αναζητώντας στα ακατέργαστα πάθη τους την έξαψη του κινδύνου:
People thought it dreadful of me to have entertained at dinner the evil things of life, and to have found pleasure in their company. But they, from the point of view through which I, as an artist in life, approached them, were delighfully suggestive and stimulating. It was like feasting with panthers. The danger was half the charm... They were to me the brightest of gilded snakes. Their poison was part of their perfection. (8)
Όμως εκείνοι, από την άποψη από την οποία εγώ, ως καλλιτέχνης της ζωής, τους προσέγγιζα, ήταν ηδονικά υποβλητικοί και ερεθιστικοί. Ήταν σαν να γευμάτιζα με πάνθηρες. Ο κίνδυνος ήταν το ήμισυ της έξαψης... Για μένα ήταν τα πιο λαμπερά επιχρυσωμένα φίδια. Το δηλητήριό τους αποτελούσε μέρος της τελειότητάς του]. Για τη σχέση Λαπαθιώτη και Oscar Wilde, βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Το παγκόσμιον δράμα της Σαλώμης. Έρως και θρησκεία. Το έργον του μεγάλου συγγραφέως », εφ. Εσπερινή, 8.6.1908 [Αφιέρωμα το Ναπολέωντα Λαπαθιώτη, Νέα Εστία, 75, Μάρτιος 1964, σ. 399-400] του ιδίου, « Η Τέχνη... και τα λοιπά! [Λέξεις, σκέψεια και πεποιθήσεις]- L’Art pour l’art », εφ. Νέον Άστυ, 12-5-1909 [Αφιέρωμα το Ναπολέωντα Λαπαθιώτη, Νέα Εστία, 75, Μάρτιος 1964, σ. 400-401], καθώς επίσης και την μετάφραση του κειμένου του Andre Gide για τον Wilde: Αντρέ Ζίντ, Ο Όσκαρ Ουϊάλδ και εγώ : in memoriam De profundis, απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης, Στοχαστής, Αθήνα, 1997. Βλ. επίσης το βασικό κείμενο της λαπαθιωτικής βιβλιογραφίας, Τ.Κ. Παπατζώνης, Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά, ό.π.. Πρβλ. επίσης την ανέκδοτη διπλωματική εργασία της Αικατερίνης Ιατρού που εκπονήθηκε υπό την εποπτεία της Χριστίνα Ντουνιά, Οι τύχες του Oscar Wilde στην Ελλάδα (1895-1930): Μια πρώτη καταγραφή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2005 και κυρίως τις σελίδες 101-119 «Ναπολέων Λαπαθιώτης: ένας ουαϊλδικός καλλιτέχνης της ζωής».
Οι άνθρωποι του λαού, απαλλαγμένοι από κοινωνικές προκαταλήψεις και φοβίες, κοντά στη φύση και χωρίς χυδαία επιτήδευση, λειτουργούν στο ευρύχωρο διάπλεγμα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας όχι μόνο ως μια έντονη ερωτική φαντασίωση η οποία εξαρτάται, όσον αφορά τον ομοφυλόφυλο λόγο εν μέρει και από την εξιδανίκευση ενός καθαρά ανδρικού προτύπου ομορφιάς, αλλά συμβολίζουν και μια βαθύτερη επιθυμία κοινωνικής αντίστασης στη θεσμική καταπίεση, αποτελούν εν τέλει μια κραυγή ελευθερίας.
Θα ήταν ίσως παράτολμο να εντάξει κανείς τους δύο Έλληνες ποιητές, τους τόσο διαφορετικούς κατά τ’ άλλα μεταξύ τους στην ευρωπαϊκή παράδοση της ερωτικής μυθοποίησης του προλεταριάτου (9). Όμως δεν είναι τυχαίο ότι στα προσωπικά σημειώματα και των δύο βρίσκεται ο πυρήνας αυτής της ίδιας ιδέας που κάνει να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των λαϊκών νέων η καθαρότητα της ιδανικής ομορφιάς. Αξίζει, νομίζω να αντιπαραβάλλουμε τα δύο κείμενα:
Με αρέσει και με συγκινεί η εμορφιά του λαού, των πτωχών νέων. Δούλοι, εργάται, μικροϋπάλληλοι του εμπορίου, υπάλληλοι των μαγαζιών. Είναι η αμοιβή, θαρρείς, για τες υστερήσεις των. Η πολλή δουλειά και η πολλή κίνησις τους κάμνουν λεπτά και συμμετρικά τα σώματα. Είναι σχεδόν πάντα λιγνοί. Τα πρόσωπά τους ή άσπρα όταν η εργασία τους είναι μες σε μαγαζιά, ή ηλιοκαμένα όταν είναι έξω, έχουν πάντα ένα συμπαθητικό ποιητικό χρώμα. Είναι μια αντίθεσις στους πλουσίους νέους που είναι ή αρρωστιάρηδες και φυσιολογικώς βρώμικοι ή με πάχητα και με λίγδες απ’ τα πολλά φαγιά, και τα πιοτά και τα παπλώματα· θαρρείς που στα πρησμένα ή στα ζουρώμενα μούτρα τους φανερώνεται η ασχημία της κλεψιάς και της ληστείας αυτών και των πατέρων των, των κληρονομιών και των τόκων των. (10)
Το σημείωμα αυτό του 1908, γνωστό και πολυχρησιμοποιημένο στις καβαφικές μελέτες για την σχεδόν βίαιη αμεσότητα των εικόνων που προβάλλει μας βοηθά, κατά τον Γ. Π. Σαββίδη, να κατανοήσουμε τον «δραστικό λόγο του Καβάφη» και να ερμηνεύσουμε ποιήματα που «είτε τα προσπερνούμε, είτε τα κατατάσσουμε μηχανικώς στα «ηδονικά» ως κρυσταλλώματα κοινωνικής παρατήρησης και ενέργειας» και όχι ως φανερώματα «ενός απλού αισθησιακού λαϊκισμού» (11). Οι νέοι του Καβάφη, εκείνοι που ξεφεύγουν από το ψευδοϊστορικό πλαίσιο των ινδαλμάτων της ηδονής, ζωντανεύουν τον πολύβουο κόσμο της εργατικής τάξης, ερωτεύονται, προσδοκούν και διαψεύδονται δρώντας σε ένα «πολιτικό» σύστημα αξιών, ένα σύστημα «ερωτικής ηθικής». (12)

Για τον «πολλαπλώς συνάδελφο του Αλεξαντρειανού Καβάφη» όπως χαρακτηρίζει τον Λαπαθιώτη ο Ταγκόπουλος σ’ έναν από τους συνήθεις δημόσιους διαξιφισμούς τους, η ομορφιά των λαϊκών νέων δεν αποτελεί μόνο φαντασιακό βίωμα, μια ηθελημένη σύζευξη ζωής και τέχνης αλλά ανήκει στην βαθύτερη, ουσιαστικότερη κοσμοθεωρία του. Για τον κομμουνιστή Λαπαθιώτη, τον κομψευόμενο ποιητή που στις νυχτερινές περιπλανήσεις του διάλεγε προκλητικά τη συνοδεία του από τον κόσμο του πιο σκοτεινού περιθωρίου, η διάκριση είναι σαφής:
«Εκείνο που μου λεπταίνει και μου γαληνεύει το μυαλό, σημείωνε στις 17-4-1928 στο «ημερολόγιο» του, εκείνο που μου δημιουργεί γύρω μια ζεστή ατμόσφαιρα ειλικρίνειας και συναδελφότητος είναι να βρίσκομαι αναμεταξύ νέων. Κι οι νέοι αυτοί πρέπει να είναι ή παιδιά στοχαστικά που ασχολούνται κάπως με την Τέχνη ή απλά παιδιά του λαού» (13).

«Προλετάριοι» νέοι και «προλεταριακοί» έρωτες.
Εάν στην ποίηση του Καβάφη και ειδικά στα ποιήματα της τελευταίας δεκαπενταετίας 1919-1932, οι νέοι της λαϊκής τάξης εκτοπίζουν σταθερά τις ψευδοϊστορικές μυθοπλασίες και ο ποιητής επανέρχεται σε σενάρια και σχήματα όπου η έκβαση της ερωτικής ιστορίας εξαρτάται και από τις εφήμερες συμβάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, στο έργο του Λαπαθιώτη αντίστοιχα τα ποιήματα με πρωταγωνιστές «απλά παιδιά του λαού» χαρακτηρίζονται από έντονα ρεαλιστικά στοιχεία μεν, απορρέουν όμως από μια τελείως διαφορετική ποιητική έμπνευση. Αν δεχτούμε την άποψη του Μ. Πιερή ότι μέσα από αυτήν τη συγκεκριμένη θεματολογία ο Καβάφης προάγει «μια κοινωνική ιδεολογία που λαμβάνει υπόψιν την έννοια της ταξικής συνείδησης και εξαίρει ίσες και ισότιμες αισθηματικές σχέσεις» (14) και την προσαρμόσουμε στις ανάλογες ποιητικές περιπτώσεις του Λαπαθιώτη, προκύπτουν κάπως γενικευτικά οι ακόλουθες υποθέσεις:
1. Τα περισσότερα ποιήματα που έχουν ως θέμα τον έρωτα ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή με νέο κατώτερης κοινωνικής τάξης ανήκουν στην περίοδο της ωριμότητας 1920-1939. Ο Λαπαθιώτης αποδεσμευμένος από την ηδυπάθεια και τον άκρατο ερωτισμό της πρώτης περιόδου, δοκιμάζεται στη σκιαγράφηση ανθρώπινων τύπων που ανήκουν σε λαϊκές τάξεις και άλλοτε ξεφεύγουν από τους νόμους της κρατούσας ηθικής και με δύο πεζογραφήματα, την εκτενέστερη νουβέλα «Το τάμα της Ανθούλας» (1932) (15) με έκδηλα νατουραλιστικά στοιχεία και το πεζογράφημα «Κάπου περνούσε μια φωνή... (Σελίδα μιας Αθήνας ξεχασμένης)» (16).
Και στα δύο αυτά παραδείγματα, απαθανατίζεται η Αθήνα του μεσοπολέμου και της φτωχογειτονιάς σε τόνους που θυμίζουν Χρηστομάνο. Στο κέντρο όμως της απλοϊκής τους υπόθεσης, ένας λανθάνων ομοφυλόφιλος ερωτισμός ξεπροβάλλει φέρνοντας στο προσκήνιο χαρακτήρες ατόφιους, σύμβολα μιας αδιάφθορης λαϊκής ηθικής. «Το τάμα της Ανθούλας» και το δράμα ενός έρωτα θηλυκού υποκειμένου χωρίς ανταπόκριση δεν είναι παρά το πρόσχημα για να καταγραφεί η ερωτική φιλία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές:
[...] Έκανε παρέα με τ’ αλάνια, με τους σημειώμενους διαρήχτες, μ’ όλο το κατακάθι του Περαία. Έκανε φίλους παιδιά αδέσποτα και παραστρατισμένα, του μπουντρουμιού και του κρατητηρίου. Κι όμως, εκείνος έμενε απείραχτος απ΄ τις ολέθριες επιδράσεις. Ίσως, όμως κ’ η φιλία του Ρουσάκη να του ήταν ένα στήριγμα σπουδαίο, για την αντίστασή του στο κακό. [...] Είχαν κ’ οι δυό τους ένα γνώρισμα κοινό: το φυσικό συγκράτημα στο φέρσιμο, μια καλωσύνη[...] μιαν αντίληψη λεπτής αλληλεγγύης, που θύμιζε κάποιες παλιές, ηρωικές φιλίες, μ’ όλη την πενιχρή σκηνοθεσία, που κυλούσεν αναγκαστικά το δράμα της ανώνυμης ζωής τους. Ήταν μια λανθάνουσα στοργή, ένας απ’ τους κρυφούς δεσμούς εκείνους που γεννιούνται, μεστώνουν και φουντώνουν, μόνο μες στην αγνή, την ανεκτίμητη, τη διαμαντένια λαϊκή καρδιά. (17)
Προσπερνώντας συνειδητά τη διάσταση και το συναρπαστικό βάρος της προσωπικής ομολογίας σε ό,τι αφορά τη συνάφεια του Λαπαθιώτη με τον κόσμο των ναρκωτικών (18), διακρίνουμε στη θεματική αυτής της νουβέλας μια διάθεση να προβληθεί η ηθική ακεραιότητα των νεαρών πρωταγωνιστών, η «λανθάνουσα στοργή» και η «λεπτή αλληλεγγύη» ανάμεσα τους που «σαν εμορφιά διαρκής» τους εντάσσει στον αδιάλλακτο κόσμο του περιθωρίου αλλά και ταυτόχρονα τους προφυλάσσει από αυτόν. Η ατμόσφαιρα θυμίζει κάποια από τα ατελή ποιήματα του Καβάφη (« Έγκλημα», «Η είδησις της εφημερίδος») όπου η ερωτική σχέση καθαγιάζει το (κοινωνικό) έγκλημα, την παρανομία, την κλεψιά και νομιμοποιεί ένα άγραφο καθεστώς ανιδιοτέλειας και φιλίας (19):
Συντροφιά από τέσσαρες
Το χρήμα το κερδίζουν βέβαια όχι τιμημένα.
Μα έξυπνα παιδιά κ’ οι τέσσαρες, τον τρόπο
Βρίσκουνε και γλυτώνουν απ’ την αστυνομία.
Χώρια απ’ την εξυπνάδα, είναι πλέρια δυνατοί.
Γιατί τους δυό έχει ενώσει ο δεσμός της ηδονής. [...]
Το χρήμα το κερδίζουν βέβαια όχι τιμημένα,
Ενίοτε με τον φόβο μην φάνε μαχαιριά,
Μην πάνε φυλακή. Μα έλα που η Αγάπη
Μια δύναμη που έχει το ακάθαρτό τους χρήμα
Το παίρνει και το πλάθει στιλπνότατον, αγνό. (20)
2. Περνώντας τώρα στην ποιητική παραγωγή του Λαπαθιώτη και χωρίς να σταθούμε σε κοινά σημεία όπως η σκηνοθεσία σε ανοικτούς, δημόσιους χώρους (21) («Στο κέντρο το νυχτερινό», Μπυραρία, Μπαρ) στους οποίους διαδραματίζονται ή φαντασιώνονται οι παράνομοι έρωτες, διαπιστώνουμε ότι, ενώ στον Καβάφη προβάλλεται συστηματικά, όπως έχει επανειλημμένα αποδειχτεί από την κριτική (22), ένα ιδανικό ισοτιμίας (ηλικιακής, κοινωνικής, ερωτικής), στον Λαπαθιώτη το ποιητικό εγώ διαφοροποιείται από το ερωτικό αντικείμενο και μοιάζει αυτή του η διαφορά να λειτουργεί καταλυτικά υπέρ της ερωτικής σχέσης:
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
- μά’ ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν’ απαντηθεί!
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
- μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά...
Κι άλλοτε μού ‘τυχε ξανά, – στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
- μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια πικρή καρδιά...
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά – και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί... (23)
Εικόνα αθωότητας, το «απλό παιδί» αποπνέει μια αίσθηση υγείας, εμπνέει έναν έρωτα αγνό, απαλλαγμένο από νοσηρές προκαταλήψεις. Ο πατρικός σχεδόν τόνος του ποιητή, καθώς μοιράζεται το παράπονο του αγαπημένου του αλλάζει εντελώς το κλίμα, μας απομακρύνει από τις «έκνομες ηδονές» του Καβάφη, παραπέμποντας σ’ έναν έρωτα που κάθε άλλο παρά ισότιμος μοιάζει: ο αφηγητής ανήκει σε διαφορετική κοινωνική τάξη, αφού αξιολογεί την αδυναμία του «παιδιού» να «φερθεί με τρόπους», «να σταθεί σε σαλόνια» και η συγκινητική τρυφερότητα με την οποία περιγράφει την συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους νέους δηλώνει μια διαφορά ηλικιακής υπεροχής.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως κι αυτό σε σύγκριση πάντα με την καβαφική ποίηση, η εξαιρετική σημασία που αποδίδεται στο ενδυματολογικό στοιχείο (24). Συνώνυμο της λαϊκής ομορφιάς, «τα ρούχα της δουλειάς, τριμένα και παλιά» προωθούν την ερωτική φαντασίωση ή λειτουργούν πλαγίως και σαν κοινωνικό σχόλιο, σαν μια υπόμνηση της κοινωνικής αδικίας;
[...]
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
« εν έχουμε πεντάρα. Δύο πάμπτωχα παιδιά
Ήμεθα - ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Στο λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί ».
Ο άλλος του είχε τάξει δυο φορεσιές και κάτι
μεταξωτά μαντήλια - Για να τον ξαναπάρει
εχάλασεν τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες
Ήλθε ξανά μαζί του για τες είκοσι λίρες
Μα και, κοντά σ’αυτές, για την παληά φιλία
για την παληάν αγάπη, για το βαθύ το αίσθημά των. —
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παλήοπαιδο σωστό
Μια φορεσιά μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.
Μα τώρα πια δε θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντήλια,
Και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.
Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν. (25) [...]
Εδώ το μοτίβο της «ανάξιας πορνείας με αντάλλαγμα ακριβά και τελικώς περιττά ενδύματα» ανατρέπει την ερωτική σχέση και τοποθετεί τους εραστές μπροστά σε πλαστά διλήμματα που έρχεται να διαλύσει στο τέλος η τραγική έκβαση της ιστορίας. Δομημένο λαϊκότροπα σαν τραγούδι, το ποίημα που θυμίζει ταγκό της εποχής κατά τον Σεφέρη, συνοψίζει κάποιες από τις αρχές της καβαφικής ποιητικής: η ισοτιμία της αισθηματικής σχέσης («δύο πάμπτωχα παιδιά είμαστε») διασαλεύεται από την παρέμβαση του «άλλου», σύμβολο της εξουσίας του πλούτου («ψεύτης», «παληόπαιδο σωστό»). Σε αντίθεση με την νηφάλια ισορροπία της μη ισότιμης σχέσης (γηραιότερος # απλό παιδί /διαφορά κοινωνικής τάξης) στο Λαπαθιώτη, ο Καβάφης κατά την συνήθειά του εμπλέκει τους ομήλικες εραστές του σε ένα ερωτικό τρίγωνο όπου ο γνήσιος έρωτας, «το βαθύ αίσθημά των», υποχωρεί μπροστά στην διαβρωτική εξουσία του χρήματος.
Θα λέγαμε δηλαδή κάπως απλουστευτικά ίσως ότι ενώ οι δύο ποιητές πραγματεύονται μια παρόμοια θεματική, οι ποιητικοί δρόμοι που διαλέγουν οδηγούν σε διαφορετικής έντασης ποιητικά κατορθώματα. Έτσι, όταν ο Λαπαθιώτης καταπιάνεται με το θέμα της πορνείας, εστιάζει σε μια κατασκευασμένη θρησκευτικότητα που αποσιωπά εσκεμμένα την παραφορά του πάθους. Κατάλοιπο ενός ρομαντικού αισθησιασμού ή αυτού που ειρωνικά ο Μάριο Βίττι ονόμασε «εξαίτηση οίκτου» (26), το ζητούμενο δεν είναι να περιγραφεί η ηδονή της παρέκκλισης όπως στον Καβάφη, αλλά να αποκατασταθεί ηθικά το ερωτικό συναίσθημα αφήνοντας τελικά μια διάχυτη αίσθηση αφοπλιστικής ειλικρίνειας και ανθρωπιάς:
Ψες, τη νύχτα, σαν καθόμαστε μαζί στη μπυραρία, πλάι πλάι μεσ’ απ’ τα στενά τα ρουχαλάκια, το χιλιοδομένο στοχαζόμουνα κορμάκι, – κι ένα κλάϋμα μούρχονταν, έτσι για μιαν ιερότη. Το έτσι – καθώς είναι- καμένο απ’ το δαυλό της Απόλαψης, - τόκανε, λες η Αμαρτία, με τη φλόγα της, ιερό. Και μιαν Ευλάβεια μαραίνει το δικό μου Πόθο.
Ω! χιλιοσκοτωμένο, χιλιοδομένο, και χωρίς τιμή, τάσπρο χλωμό κρινάκι... (27)

Θερμός υποστηρικτής του Καβάφη, ο Λαπαθιώτης έχοντας εξ’ αρχής δηλώσει την ερωτική του απόκλιση σίγουρα επωφελήθηκε από τα διδάγματα του Αλεξανδρινού, χωρίς να σταθεί σ’ αυτό που μοιάζει να βασάνισε ποιητικά πολύ τον Καβάφη: τη σχέση κοινωνίας και ερωτικής ταυτότητας. Σ’ ένα από τα ποιήματά του αποκηρυγμένο από την μεταξική λογοκρισία, καταφεύγει σε γνώριμες καβαφικές πρακτικές (την τυχαία συνάντηση, την διαδικασία της αναγνώρισης, την πραγμάτωση της ερωτικής επιθυμίας) κατορθώνοντας εδώ να φτάσει στο βάθος της ποιητικής ουσίας κι ενός μοντέρνου λυρισμού:
Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ’ αγαπώ παντοτινά.
Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι
δουλεύει σ’ ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδι
και κοιμηθήκαμε μαζί. (28)
Το «εντελώς ή περίπου ή και καθόλου αθώο παιχνίδι» (29) όπως θα γράψει ο ποιητής στην απάντηση του για τον σάλο που δημιούργησε το οκτάστιχό του θυμίζει τις εύγλωττες καβαφικές σιωπές των εν δυνάμει εραστών «της προθήκης του Καπνοπωλείου» ή του γνωστού «Ρωτούσε για την ποιότητα». Μόνο που στην περίπτωση του Λαπαθιώτη το ποιητικό εγώ ναρκισσευόμενο και λυρικό δηλώνει χωρίς υπεκφυγές το βίωμα που κυοφορεί την ποίηση, ενώ στον μείζονα Καβάφη «η αποκάλυψη του ερωτισμού γίνεται κάτι περισσότερο από ένα απλό ζήτημα εξομολόγησης και αυτο-δικαιολόγησης. [...]» (30).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι στα ποιήματα με ήρωες «εργατικούς» νέους και παρά τις ουσιαστικές διαφορές τεχνοτροπίας τους, ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης συναντιούνται σε μία νέα ηθική προσέγγιση του έρωτα, αντιεξουσιαστική και αντικονφορμιστική που δεν έχει να κάνει μόνο με την προσωπική ιστορία της ερωτικής τους ταυτότητας αλλά προέρχεται από μια
ξεκάθαρη πολιτική θέση.
Το 1938, ο Λαπαθιώτης παραχωρεί συνέντευξη στον Γ. Περαστικό (Γ. Μ. Μυλωνογιάννη), η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (9-4-1938). Στην συνέντευξη περιλαμβάνεται σε αυτόγραφό και το ποίημα
του «Επεισόδιο» το οποίο λόγω του τολμηρού περιεχομένου του, ενόχλησε την μεταξική λογοκρισία. Για να επανορθώσει, ο Λαπαθιώτης απευθύνει την εξής επιστολή στον υπεύθυνο της λογοκρισίας, Τάκη Μπαρλά:
27.4.1938
Αγαπητέ μου Τάκη
Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς, ή περίπου ή και καθόλου έστω αθώο παιχνίδι – οκτάστιχο, που μπήκε, ως αυτόγραφο, στη συνέντευξή μου των « Νεοελληνικών γραμμάτων » [...] γι’ αυτό αποφασίζω ν’ αλλάξω τον τελευταίο, και τον ένοχο στίχο του, έτσι ώστε, αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει, να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως.
Λάβε, λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ότι πρέπει να διαβαστεί έτσι:
Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ’ αγαπώ παντοτινά.
Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι
δουλεύει σ’ ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδι
μα δεν πλαγιάσαμε μαζί !...
Δικός σου
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Διευκρινιστικές σημειώσεις
1. Η ανακοίνωση αυτή εκφωνήθηκε στο 10ο συνέδριο της Γερμανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών στο Βερολίνο στις 20 και 21 Ιουνίου 2008.
2 Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμ. Γιάννη Παπακώστα, Στιγμή, Αθήνα, 1986, σ. 154.
3 Βλ. Γ.Π. Σαββίδης, Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932). Περιγραφή και σχόλιο. Βιβλιογραφική μελέτη, Ίκαρος, Αθήνα, σ. 189.
4 Για τις σχέσεις Καβάφη-Λαπαθιώτη, βλ. Χαράλαμπος Καράογλου, Ο αθηναϊκή κριτική και ο Καβάφης (1918-1924), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 19854 Joris-Karl Huysmans, A rebours, επιμ. Marc Fumaroli, Gallimard, Παρίσι, 1977 [18841], σ. 165.
5 Κ. Π. Καβάφης, Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (1902-1911), παρουσιασμένα από τον Γ. Π. Σαββίδη, Ερμής, Αθήνα, 1983, σ. 110.
6 Βλ. Τ. Κ. Παπατζώνης, «Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά», Νέα Εστία, 398-399, 1 και 15 Ιανουαρίου 1944, σ. 86-95.
7 Joris-Karl Huysmans, A rebours, ό.π., σ. 213.
8 Oscar Wilde, The complete Works of Oscar Wilde, De profundis, Collins Classics, 2003, σ. 32 : Ο κόσμος θεωρούσε φρικτό να προσκαλώ σε γεύμα τα αμαρτωλά πράγματα της ζωής και να απολαμβάνω τη συντροφιά τους.
9 Βλ. Ασημάκης Πανσέληνος, «Ο Λαπαθιώτης και οι νέοι πρωτοπόροι», Η λέξη, 33, Μάρτης-Απρίλης 1984, σ. 200-203.
10 Κ. Π. Καβάφης, Ανέκδοτα σημειώματα, ό.π., σ. 43.
11 Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Ο δραστικός λόγος του Καβάφη», Μικρά καβαφικά Α, Ερμής, Αθήνα, 1978, σ. 140-141.
12 Μιχάλης Πιερής, «Έρως και εξουσία: Όψεις της ποιητικής του Καβάφη», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, 6, 1998-9, σ. 52.
13 Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Πρόσπερος, Αθήνα, 1985, σ. 78. Ας σημειωθεί επίσης ότι στα απομνημονεύματά του, [Η ζωή μου, ό.π., σ. 131 ], ο Λαπαθιώτης γράφει:
«[...] είχα σχηματίσει και παρέες από παιδιά απλά που μ’ εκτιμούσαν, σχεδόν σε κάθε γωνιά της πρωτευούσης (τότε μικρής και περιορισμένης) και δεν είχα παρά να διαλέξω το πού θα κατευθύνω την πορεία μου και ποιά
απ’ όλες τις συντροφιές θα προτιμούσα! Ήμουν, αυτή την εποχή κι όπως το βλέπω τώρα, ένας μικρός κατακτητής στο είδος μου – κάτι σα δημοφιλής κι υποψήφιος, με το πλήθος των γνωριμιών μου και με τον τρόπο που εκείνες με λογάριαζαν και με θεωρούσαν αρχηγό τους!»
14 Μιχάλης Πιερής, «Έρως και εξουσία : Όψεις της ποιητικής του Καβάφη», ό.π., σ. 57. Βλ. επίσης του ίδιου, « Έρως και εξουσία : Όψεις της ποιητικής του Καβάφη » [β], Πολίτης, 74, 2000, σ. 56-61· « Έρως και εξουσία: Καβάφης-Ελύτης », Νέα Εστία, 82, Ιούνιος 2008, σ. 1087-1105. Πρβλ. επίσης Giampero Bellingeri, « Για ίσες /ισότιμες σχέσεις;», Η ποίηση του κράματος, επιμ. Μιχάλη Πιερή, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2000, σ. 273-287.
15 Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, Λιβάνης, Αθήνα, 2006.
16 Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Κάπου περνούσε μια φωνή... (Σελίδα μιας Αθήνας περασμένης») στο Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Πρόσπερος, Αθήνα, 1985, σ. 145.
17 Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, ό.π., σ. 33-34.
18 Για το θέμα αυτό, βλ. το υποκεφάλαιο β΄ «Το αράπικο χασισοποτείο» στην εισαγωγή του Γ. Παπακώστα στο τάμα της Ανθούλας, ό.π., σ. 110-120.
19 Βλ. την ανάλυση της Diana Haas, «Νόμος και έγκλημα στην ερωτική ποίηση του Καβάφη», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, 7, 2000, σ. 119-145, καθώς και την εισαγωγή της Renata Lavagnini, «Τα νέα ποιήματα» στην εισαγωγή της στην έκδοση Κ. Π. Καβάφη, Ατελή ποιήματα 1918-1924, Ίκαρος, Αθήνα, σ. 50-52.
20 Κ. Π. Καβάφη, Ατελή ποιήματα 1918-1924, ό.π., σ. 289.
21 Για το θέμα αυτό, βλ. Matthew Gumpert, «Freedom Within the Margin: The Caf in the Poetry of Cavafy», Journal of Modern Greek Studies, 9, Οκτώβριος 1991, σ. 215-255.
22 Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Giampero Bellingeri, ό.π., σ. 287 : [...] Εάν στον Καβάφη, υπάρχουν προυποθέσεις «ταξικού προσδιορισμού» πέρα από αυτές της ηλικίας, θα απαντούσα πως οι νέοι ανάμεσα στα είκοσι και τριάντα χρόνια, που είναι σύγχρονοι του ποιητή (δηλαδή μοντέρνοι), φανερώς ανήκουν στις περισσότερες περιπτώσεις σ’ έναν «προλεταριακό», δηλαδή εκτεθειμμένο, ξεσκέπαστο, ανοιχτό κόσμο: άνθρωποι που δουλεύουν, ή χαζεύουν δημοσίως. Αντιθέτως, ο αριστοκράτης, ο πλούσιος, είναι συχνά «συγκαλλυμένος», κλειστός και δεν χρειάζεται, ούτε αναγκάζεται να εκτίθεται δημοσίως μέσα από την ασχολία του με κάποιο επάγγελμα. Με αυτή την έννοια –που είναι πολύ πιο πολύ κοινωνική, παρά πολιτικά στρατευμένη- ο Καβάφης, απεικονίζει νέους με « λαδωμένα χέρια » και μισάνοιχτα πουκάμισα : νέους, δηλαδή, που ανήκουν σε κοινωνικά κατώτερες τάξεις.
23 Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σ. 126.
24 Για το θέμα αυτό, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, « Ένδυμα, ρούχο και γυμνό στο σώμα της καβαφικής ποίησης », Μικρά καβαφικά Α, Ερμής, Αθήνα, 1985, σ. 211-246. Πρβλ. επίσης Μίμης Σουλιώτης, «Ένα άσπρο πρωϊνό σακάκι», εφημ. Το Βήμα, 30-7-2000. Βλ. επίσης την λεπτομερή συγκριτική μελέτη του Βαγγέλη Ψαραδάκη (Α. Β. Στρατή), «Πενήντα συν κάτι για τον Λαπαθιώτη», Οδός Πανός, 79-80, Μάϊος 1995, σ. 4-57 και κυρίως σ. 35-57. Αθησαύριστο υλικό για τον Λαπαθιώτη μπορεί κανείς να βρει στο άρτιο ιστολόγιο www.sarantakos.com.
25 Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα (1919-1933), τόμος Β, Ίκαρος, Αθήνα, σ. 83. « Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ». Για το ποίημα αυτό, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ωραία λουλούδια κι άσπρα...», Ποίηση, 8,
1996, σ. 156-168.
26 Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1958, σ. 321. Για τη σχέση της κριτικής με την ποίηση του Ν. Λαπαθιώτη, βλ. Αντώνης Κάλφας, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και τρία παραδείγματα
κριτικής», Διαβάζω, 95, 30 Μαϊου 1984 (Αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη), σ. 39.
27 Τάκης Σπετσιώτης, « Η Λαμπάδα », Χαίρε Ναπολέων. Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέωντα Λαπαθιώτη και 63 εικόνες του Άγγελου Παπαδημητρίου, Άγρα, Αθήνα, 1999, σ. 280.
28 Τάσος Κόρφης, ό.π., 132. Βλ. Σωτήρης Τριβιζάς, Ναπολέων Λαπαθιώτης : « Ρόδον εύοσμον ». Μια παρουσίαση από τον Σωτήρη Τριβιζά, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2000, σ. 73-74 και Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σ. 41-42.
30 Μιχάλης Πιερής, «Έρως και εξουσία: Καβάφης-Ελύτης», ό.π., σ. 1102.


πηγή: εδώ