Σουρουπώνω.
Λεπτές κρούσεις χρώματος,
έρχεσαι πίσω από το βουνό και υψώνεις την ψυχή μου γαληνεύοντας,
χίλιους θάνατους ήπια ώσπου να σε ορίσω,χίλιες στιγμές αυτονόητης ομορφιάς,
όλα που γύρευα άνθη στον γιαλό,
πουλιά με κάτι στο ράμφος τους, δεν ήταν αρπακτικά, ήταν λουλούδια κι αυτά,
ορίζω μέσα από κόκκινα συναισθήματα το τέλος της ερημιάς.
Καθώς οι βάρκες μετακινούνται γλυκά στην θάλασσα,
καθώς τα πλάσματα που την κατοικούν μου γνέφουν με ένα άσπρο μαντήλι με διαπερνάει μια
διάφανη ψύχρα,
μια διάφανη αγάπη,όλα κάτω λάμπουν έκθαμβα σαν μικρά παιδιά ,
κοίτα,
προεκτείνομαι τώρα,
με τυλίγουνε φτερά με συναισθήματα,
αδύνατον να πω πως δεν νιώθω, αδύνατον να με βγάλω από τούτη την σαγήνη,
τι πιο πολύτιμο απ τα μάτια της καρδιάς σου,
φτερουγίσματα μικρά και άπειρα σαν γλώσσες,
όρισε με εσύ τώρα,
σουρουπώνω...