ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τα δυνατά σου χέρια τ' άξια, τα κοσμικά,
χάρισμα πιο μεγάλο κι απ' τα φτερά.
Τα δυνατά σου χέρια δε σέρνουν απαλά
τον ήχο από της άρπας τη μουσική καρδιά.
Τα δυνατά σου χέρια λουλούδια δεν κρατάν
κι ολόλιγνα στο ατλάζι τα ξόμπλια δεν κεντάν.
Τα δυνατά σου χέρια εκεί που θα σταθούν
σα φυλαχτά φυλάνε, σαν άρματα βοηθούν.
Και ξέρουνε και υφαίνουν το γνέμα τ' αργαλειού
που θ' αλαφροσκεπάσει τη γύμνια του κορμιού,
κι ύστερα το λευκαίνουν στην άκρη ενός γιαλού
με τη χαρά του ήλιου και με του τραγουδιού.
Τα χέρια σου ζωσμένα γύρω σε μια καρδιά
της γίνονται σκουτάρια και θώρακες αυτά.
Τα χέρια σου την ώρα του θαλασσοδαρμού
γίνονται δυο δελφίνια χρυσά του λυτρωμού.
Τα χέρια σου κανίσκια βαστάν παρηγοριάς,
μ' αυτά στηρίζεις, δίνεις, υψώνεις, ευλογάς.
Μ' αυτά τα χέρια μού ήρθες μοιράζοντας εσύ
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί.
Κι απ' τον αφρό της λίμνης της αρμυρής
πήξατε τ' άσπρο αλάτι για μένα, ω χέρια εσείς.
Κι εκόψατε για μένα τους ώριμους καρπούς,
και φώτιζέ σας γέλιο που δεν το βάζει ο νους!
Το πήρα το άσπρο αλάτι˙ μου τα ‘δωκες εσύ
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί˙
και στο τραπέζι απάνου, στρωμένο ευλογητό,
τ' απίθωσα και σου είπα το λόγο: «Στα χρωστώ».
Κι ήταν ο λόγος μου άσπρο πουλί, πουλί ιερό
φερμένο από φωλίτσα χτισμένη σε ναό.
Κι ήταν ο νους μου μαύρου πουλιού τριγυρισμός,
της νυχτερίδας ταίρι, του κόρακα αδερφός.
Κι εκεί που με το λόγο σε χάιδευα, -τ' ακούς;-
όρνιο καταραμένο πετούσε εμένα ο νους
σε πείσματα στριμμένων, ξενύχτια αμαρτωλών,
και σ' όλα τα τραπέζια των πονηρών.
Κι ας με ρωτούσε κι όποιος για σένα ποια είσαι, εγώ
κι ας υψωνόμουν ύμνος τις χάρες σου να πω!
Το σκεβρωμένο σπίτι και το κακοχτιστό
που είν' έτοιμο να πέσει κι ακόμα στέκει ορθό!
Τα θέμελά του σκάφτει, το υγραίνει από παντού
το ακράταγο το ρέμα κρυμμένου ποταμού.
Λάβωμα του είν' ο ήλιος και φάγοσσα η βροχή,
και γύφτοι κι αγιογδύτες παραφυλάν εκεί.
Και μες στα μολυντήρια και μες στις αραχνιές
συντρίμματ' από γάστρες κι από κορμιά πληγές.
Κι ένα παιδί που αρρώστια το πλάκωσε κακιά
πλανιέται πως υπάρχει, και παίζει και γελά.
Κι ένα τυφλό αηδονάκι σε ακάθαρτο κλουβί
τη νύχτα του, και μέρα και νύχτα, κελαηδεί.
- Στο σπίτι εδώ τι θέλεις; και ποιόν αποζητάς;
που πας με τ' ανθισμένο κλαδί της λεϊμονιάς;
Πάντα τυφλό τ' αηδόνι, δε θα του γίνεις φως˙
για τ' άρρωστο παιδάκι δε βρίσκεται γιατρός.
Κι οι γύφτοι κι οι αγιογδύτες που θα σε βρουν εδώ,
ό,τι έχεις θα σου πάρουν πιο τίμιο κι ακριβό.
Εγώ είμαι απ' τη μεγάλη φυλή του γύφτου, εγώ,
μακριά απ' της χώρας τ' άξια, στον άγριο ξεπεσμό.
Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη φυλή του νάνου, εγώ˙
δεν πιάνω ούτ' όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό.
Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη γενιά του αστενικού,
που με πατάει το πόδι και του περιστεριού.
Εγώ είμ' απ τη μεγάλη του σκοτεινού φυλή˙
μακριά απ' τους ήλιους τρέχουν αφάνταστοι καιροί!
Κι είμαι στην πλάση μέσα των έντομων εγώ
το πλάσμα που ταιριάζω παράταιρο λαό.
Και με κρυφή την ίδια σιγή κι αφροντισιά
μαύρος εγώ είμ' ο σβώλος που ασάλευτα βαστά
χρόνια και χρόνια, σάμπως σε μητρική αγκαλιά,
στ' ανήλιαγα, στα κρύα, στ' ακάθαρτα, στα υγρά.
Κι εγώ είμαι και η νυφούλα του ήλιου η φτερωτή,
και τ' ασπρολούλουδο, άμα με δει, θα λιγωθεί.
Κι είμαι του κήπου η χάρη, της αύρας η χαρά,
νεράιδα από δροσούλα κι από φτερά,
και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή
μαζί και η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η Ψυχή!
Χωρίς κανένα αγώνα, κανένα σκούσμα, ωιμέ!
πλέκεται κάποιο δράμα μες στην ψυχή μου εμέ.
Τα δυνατά σου χέρια για ζώνη μού περνάς˙
τ' άζωστο ξάπλωμα είμαι μια νοτερής νυχτιάς.
Του δέντρου εγώ δεν είμαι του πράσινου ο κορμός,
είμαι του δόλου η γλίστρα, του πονηρού ο αχνός.
Τα δυνατά σου χέρια δεν είχα εγώ
ν' απλώσω, να τα σφίξω, και να τ' αρματωθώ,
και μήτε να τα σπρώξω χέρια είχα, και να πω:
«Μακριά! τον τόπο που ήρθες τον τρώει θανατικό».
Και βολετό δεν ήταν αγνά να πει σ' εσέ
μήδε το στόμα το 'Ο χ ι, μήδε η καρδιά το Ν α ί .
Το στόμα μου τ' ανοίγει του τραγουδιού η πνοή
προς την ωραίαν αλήθεια, προς την ωραία ζωή,
κι όντας μου λείψει η θεία του τραγουδιού πνοή,
της σιωπής η κρύα ταφόπετρα με κλει.
Κι όντας δειλά στον κόσμο κι ανήμπορος βρεθώ
τολμώ μ' εσένα, 'Απάτη' Ψέμα, μ' εσέ μπορώ!
- Κι εσύ που δε φοβάσαι στο πέλαο της ζωής
τη λύσσα του κυμάτου και της ανεμικής,
καλοκυβερνημένο, γερό καράβι εσύ,
προδότρες μπόρες είναι κι απάντεχοι πνιμοί!
Κι εσύ μεστή από πίστη και υγεία και χαρά,
κι ανίδεη και ωραία και απλή σαν τα παιδιά,
τα χρόνια μου τα πήρες για νιάτα, ω συφορά!
και το σπαρτάρισμά μου το πήρες για καρδιά.
Ωιμέ, φωτολουσμένο του γάμου δειλινό...
Παντρεύεται η παρθένα και παίρνει ένα στοιχειό.
Σου χάλασε τη νύχτα τον ύπνο το γλυκό
στην αγκαλιά του ονείρου σάλεμα ξαφνικό.
Και ξύπνησες και βλέπεις κάτι που αργά γλιστρά
στο πλάι σου, στο λευκό σου προσκέφαλο, εκεί δα!
Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο πράμα, ω να!
και μιαν ανατριχίλα σε σφάζει στην καρδιά.
Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο σερπετό
στον ύπνο σου είχε γίνει χρυσόνειρο θεϊκό.
Σαλεύει˙ ξυπνάς, βλέπεις, πετιέσαι... Ποιος θα πει
ποια βύθη από ποια ύψη σε πήραν, ω Ψυχή;
Ήρθε η στιγμή να σωπάσω και να πονέσω... Δε
θα 'ξερα ο ίδιος να σου πω από πού είμαι,
ποιός μ' έστειλ' εδώ... Υψωμένος και ταπεινωμένος,
αθώος και τιμωρημένος.
GOETHE (Ilmeanu)
Τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
(Τραγούδι του νεκρού αδερφού).
Τα δυνατά σου χέρια τ' άξια, τα κοσμικά,
χάρισμα πιο μεγάλο κι απ' τα φτερά.
Τα δυνατά σου χέρια δε σέρνουν απαλά
τον ήχο από της άρπας τη μουσική καρδιά.
Τα δυνατά σου χέρια λουλούδια δεν κρατάν
κι ολόλιγνα στο ατλάζι τα ξόμπλια δεν κεντάν.
Τα δυνατά σου χέρια εκεί που θα σταθούν
σα φυλαχτά φυλάνε, σαν άρματα βοηθούν.
Και ξέρουνε και υφαίνουν το γνέμα τ' αργαλειού
που θ' αλαφροσκεπάσει τη γύμνια του κορμιού,
κι ύστερα το λευκαίνουν στην άκρη ενός γιαλού
με τη χαρά του ήλιου και με του τραγουδιού.
Τα χέρια σου ζωσμένα γύρω σε μια καρδιά
της γίνονται σκουτάρια και θώρακες αυτά.
Τα χέρια σου την ώρα του θαλασσοδαρμού
γίνονται δυο δελφίνια χρυσά του λυτρωμού.
Τα χέρια σου κανίσκια βαστάν παρηγοριάς,
μ' αυτά στηρίζεις, δίνεις, υψώνεις, ευλογάς.
Μ' αυτά τα χέρια μού ήρθες μοιράζοντας εσύ
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί.
Κι απ' τον αφρό της λίμνης της αρμυρής
πήξατε τ' άσπρο αλάτι για μένα, ω χέρια εσείς.
Κι εκόψατε για μένα τους ώριμους καρπούς,
και φώτιζέ σας γέλιο που δεν το βάζει ο νους!
Το πήρα το άσπρο αλάτι˙ μου τα ‘δωκες εσύ
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί˙
και στο τραπέζι απάνου, στρωμένο ευλογητό,
τ' απίθωσα και σου είπα το λόγο: «Στα χρωστώ».
Κι ήταν ο λόγος μου άσπρο πουλί, πουλί ιερό
φερμένο από φωλίτσα χτισμένη σε ναό.
Κι ήταν ο νους μου μαύρου πουλιού τριγυρισμός,
της νυχτερίδας ταίρι, του κόρακα αδερφός.
Κι εκεί που με το λόγο σε χάιδευα, -τ' ακούς;-
όρνιο καταραμένο πετούσε εμένα ο νους
σε πείσματα στριμμένων, ξενύχτια αμαρτωλών,
και σ' όλα τα τραπέζια των πονηρών.
Κι ας με ρωτούσε κι όποιος για σένα ποια είσαι, εγώ
κι ας υψωνόμουν ύμνος τις χάρες σου να πω!
Το σκεβρωμένο σπίτι και το κακοχτιστό
που είν' έτοιμο να πέσει κι ακόμα στέκει ορθό!
Τα θέμελά του σκάφτει, το υγραίνει από παντού
το ακράταγο το ρέμα κρυμμένου ποταμού.
Λάβωμα του είν' ο ήλιος και φάγοσσα η βροχή,
και γύφτοι κι αγιογδύτες παραφυλάν εκεί.
Και μες στα μολυντήρια και μες στις αραχνιές
συντρίμματ' από γάστρες κι από κορμιά πληγές.
Κι ένα παιδί που αρρώστια το πλάκωσε κακιά
πλανιέται πως υπάρχει, και παίζει και γελά.
Κι ένα τυφλό αηδονάκι σε ακάθαρτο κλουβί
τη νύχτα του, και μέρα και νύχτα, κελαηδεί.
- Στο σπίτι εδώ τι θέλεις; και ποιόν αποζητάς;
που πας με τ' ανθισμένο κλαδί της λεϊμονιάς;
Πάντα τυφλό τ' αηδόνι, δε θα του γίνεις φως˙
για τ' άρρωστο παιδάκι δε βρίσκεται γιατρός.
Κι οι γύφτοι κι οι αγιογδύτες που θα σε βρουν εδώ,
ό,τι έχεις θα σου πάρουν πιο τίμιο κι ακριβό.
Εγώ είμαι απ' τη μεγάλη φυλή του γύφτου, εγώ,
μακριά απ' της χώρας τ' άξια, στον άγριο ξεπεσμό.
Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη φυλή του νάνου, εγώ˙
δεν πιάνω ούτ' όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό.
Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη γενιά του αστενικού,
που με πατάει το πόδι και του περιστεριού.
Εγώ είμ' απ τη μεγάλη του σκοτεινού φυλή˙
μακριά απ' τους ήλιους τρέχουν αφάνταστοι καιροί!
Κι είμαι στην πλάση μέσα των έντομων εγώ
το πλάσμα που ταιριάζω παράταιρο λαό.
Και με κρυφή την ίδια σιγή κι αφροντισιά
μαύρος εγώ είμ' ο σβώλος που ασάλευτα βαστά
χρόνια και χρόνια, σάμπως σε μητρική αγκαλιά,
στ' ανήλιαγα, στα κρύα, στ' ακάθαρτα, στα υγρά.
Κι εγώ είμαι και η νυφούλα του ήλιου η φτερωτή,
και τ' ασπρολούλουδο, άμα με δει, θα λιγωθεί.
Κι είμαι του κήπου η χάρη, της αύρας η χαρά,
νεράιδα από δροσούλα κι από φτερά,
και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή
μαζί και η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η Ψυχή!
Χωρίς κανένα αγώνα, κανένα σκούσμα, ωιμέ!
πλέκεται κάποιο δράμα μες στην ψυχή μου εμέ.
Τα δυνατά σου χέρια για ζώνη μού περνάς˙
τ' άζωστο ξάπλωμα είμαι μια νοτερής νυχτιάς.
Του δέντρου εγώ δεν είμαι του πράσινου ο κορμός,
είμαι του δόλου η γλίστρα, του πονηρού ο αχνός.
Τα δυνατά σου χέρια δεν είχα εγώ
ν' απλώσω, να τα σφίξω, και να τ' αρματωθώ,
και μήτε να τα σπρώξω χέρια είχα, και να πω:
«Μακριά! τον τόπο που ήρθες τον τρώει θανατικό».
Και βολετό δεν ήταν αγνά να πει σ' εσέ
μήδε το στόμα το 'Ο χ ι, μήδε η καρδιά το Ν α ί .
Το στόμα μου τ' ανοίγει του τραγουδιού η πνοή
προς την ωραίαν αλήθεια, προς την ωραία ζωή,
κι όντας μου λείψει η θεία του τραγουδιού πνοή,
της σιωπής η κρύα ταφόπετρα με κλει.
Κι όντας δειλά στον κόσμο κι ανήμπορος βρεθώ
τολμώ μ' εσένα, 'Απάτη' Ψέμα, μ' εσέ μπορώ!
- Κι εσύ που δε φοβάσαι στο πέλαο της ζωής
τη λύσσα του κυμάτου και της ανεμικής,
καλοκυβερνημένο, γερό καράβι εσύ,
προδότρες μπόρες είναι κι απάντεχοι πνιμοί!
Κι εσύ μεστή από πίστη και υγεία και χαρά,
κι ανίδεη και ωραία και απλή σαν τα παιδιά,
τα χρόνια μου τα πήρες για νιάτα, ω συφορά!
και το σπαρτάρισμά μου το πήρες για καρδιά.
Ωιμέ, φωτολουσμένο του γάμου δειλινό...
Παντρεύεται η παρθένα και παίρνει ένα στοιχειό.
Σου χάλασε τη νύχτα τον ύπνο το γλυκό
στην αγκαλιά του ονείρου σάλεμα ξαφνικό.
Και ξύπνησες και βλέπεις κάτι που αργά γλιστρά
στο πλάι σου, στο λευκό σου προσκέφαλο, εκεί δα!
Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο πράμα, ω να!
και μιαν ανατριχίλα σε σφάζει στην καρδιά.
Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο σερπετό
στον ύπνο σου είχε γίνει χρυσόνειρο θεϊκό.
Σαλεύει˙ ξυπνάς, βλέπεις, πετιέσαι... Ποιος θα πει
ποια βύθη από ποια ύψη σε πήραν, ω Ψυχή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου