19 Αυγούστου 2013

Εξόριστη Λιθουανική Λογοτεχνία [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]

Στην παρούσα και στην ανάρτηση της 23.08.2013 παρουσιάζονται δυο από τα κεφάλαια του μοναδικού στην ελληνική γλώσσα εξαιρετικού ταξιδιωτικού - γραμμένου μάλιστα σε λογοτεχνικό ύφος με τρόπο που να μην προδίδει τον ταξιδιωτικό του χαρακτήρα - βιβλίου (το "οδηγός" δε θα εξέφραζε το βιβλίο και μάλλον θα το υποτιμούσε), του γιατρού και συγγραφέα Γιώργου Σχορτετσανίτη: "Οδοιπορικό στη Σοβιετική και Νέα Βαλτική", για τις χώρες της Βαλτικής: Εσθονία, Λεττονία και Λιθουανία. Η επιλογή των δυο κεφαλαίων (να σημειώσουμε εδώ ότι κάθε ένα από τα 29 κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί και αυτοτελώς, χωρίς την ανάγκη των προηγούμενων) έγινε με γνώμονα το θέμα τους. Από τις σταλινικές διώξεις των λογοτεχνών (εδώ των Λιθουανών) στο σημερινό απαρτχάιντ σε βάρος των ρωσικών μειονοτήτων που κατοικούν στις ανεξάρτητες πλέον, αλλά και μελών της Ε.Ε., βαλτικές χώρες.  



Εξόριστη Λιθουανική Λογοτεχνία


‘’Έχω κάθε λόγο να ισχυρίζομαι ότι όσο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα ενεργεί η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος επιμένει να αντιστρατεύεται τον εξανδραποδισμό του’’
 Βέης Γιώργος


ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Σύντομα, πιστεύω δεν θα υπάρχω πια,
σύντομα, θα πάω για ύπνο:
Η χώρα μου είναι ο χειμώνας,
η χώρα μου είναι τα μεσάνυχτα,

μόνο στην παλάμη της χώρας μου
ενώ το φεγγαρόφωτο λάμπει,
ένα χιονισμένο  οπωροφόρο δέντρο τρεμοφέγγει

Η χώρα μου είναι ο χειμώνας,
η χώρα μου είναι τα μεσάνυχτα,
μια μοναχική φωνή
στην εποχή των χαμένων πατρίδων,

μόνο στα άσπαρτα χωράφια της  χώρας μου,
σε αναμονή του ύπνου,
αντηχούν τα κουδούνια των ελκήθρων

Εγώ δεν θα υπάρχω πια, αλλά όχι ακόμη
Θα γίνω κουφός, αλλά όχι ακόμη!

  Algimantas Mackus  (1932 – 1964)




     Η δεύτερη έλευση του σοβιετικού στρατού στη Λιθουανία το 1944, έριξε πολλούς Λιθουανούς διανοούμενους, επαγγελματίες και  συγγραφείς στον κόλαφο  της εξορίας. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ίσως οι περισσότερο ανήσυχοι και αυτοί που προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη σοβιετική κυριαρχία από οποιονδήποτε άλλον, γιατί θυμόντουσαν πολύ καλά ότι οι μαζικές απελάσεις των Λιθουανών κατά την πρώτη κατοχή του 1940-41 στρέφονταν πάνω απ' όλα εναντίον των μορφωμένων τάξεων. Αυτή η εξορία δημιούργησε  μια παράδοξη κατάσταση, στην οποία  η τέχνη στη μητρική γη πήρε δεκαετίες για να ανακάμψει, όχι μόνο λόγω της πολιτικής καταπίεσης, αλλά και λόγω της έλλειψης, από καθαρά  αριθμητική άποψη, συγγραφέων και καλλιτεχνών.
   Στην  εξορία  σε αντίθεση, με το πέρας του πολέμου, η λογοτεχνική κίνηση ξεκίνησε μια έντονα αυξανόμενη πορεία. Στα στρατόπεδα εκτοπισμένων, γρήγορα άνοιξαν σχολεία, κυκλοφόρησαν λογοτεχνικά περιοδικά, εκδόσεις βιβλίων, λογοτεχνικά βραβεία,  θέατρο, ακόμα και  όπερα.  Από την άλλη πλευρά, ήταν φυσικά αδύνατο να συνεχίσουν με την προηγούμενη λογοτεχνική τάση και τα θέματα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Γιατί  κάτι συνέβη: το τεράστιο γεγονός της εξορίας, η οποία έκανε τα πάντα αμετάκλητα διαφορετικά! Οι περιγραφές των πραγμάτων και των συναισθημάτων  και οι παραδοσιακές καλλιτεχνικές εικόνες και περιγραφές έχασαν τους προηγούμενους δεσμούς τους στην ξένη γη, και όλες οι ανθρώπινες ανησυχίες αλλοιώθηκαν στο  περιεχόμενο και την έκφρασή  τους από τις νέες μεταβλητές.  Η λυρική ποίηση, επειδή αποτελείται από σύντομα βιώματα και δηλώσεις εμπειρίας, ανταποκρίθηκε πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ευαισθησία στο γεγονός της εξορίας, αν και  ορισμένοι ποιητές αντέδρασαν με απλή και αφελή αγωνία, σαν  μικρά παιδιά που ξύπνησαν ξαφνικά σε μια ξένη χώρα.
    Από αυτούς, ο  Kazys Bradunas (1917-2009) έφερε στην επιφάνεια τη φυσική αίσθηση της απώλειας που κατακλύζει ένα γεωργό μακριά από τα γνωστά αντικείμενα, το πατρικό σπίτι και το χωράφι του. Το πρώτο του βιβλίο στην εξορία, ‘’Alien Bread’’, (1945) είναι γεμάτο από μικρά οδυνηρά χρονογραφήματα  καθημερινής εμπειρίας, όπου η μυρωδιά ενός λουλουδιού,  μία στροφή σ’ ένα  ποτάμι ή το χλωμό φως του πρωινού, θα εξαπατήσει αρχικά τους ξένους-εξόριστους με μια περίεργη εξοικείωση, για να την κλονίσει στη συνέχεια με τη συνειδητοποίηση ότι το λουλούδι δεν ήταν γνωστό στο σπίτι, το ποτάμι έχει κάποιο περίεργο γερμανικό όνομα και το πρωί υπόσχεται μια άλλη ημέρα σκληρής εργασίας για τα ξένα αφεντικά. 
    Ένας άλλος ποιητής, ο Jonas Mekas (1922- ), ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο παππούς του αντεργκράουντ κινηματογράφου, γλίστρησε στην εξορία μέσα στα ενδότερα της μνήμης και στη ζωή των αγροτών στα χωράφια της πατρίδας του. Στο βιβλίο του ‘’The  Idylls of Semeniskiai’’ (1948), δεν εξιδανικεύει το χωριό του, αλλά αντίθετα επικεντρώνεται στην σκληρή, γήινη πτυχή της ζωής των αγροτών μέσα στη ζέστη, τη  λάσπη και κυρίως το κρύο. Αυτή η ζωή παρουσιάζεται λυρική και όμορφη γιατί είναι γεμάτη από την ενέργεια του  ποιητή, ο οποίος μετατρέπει όλα τα φυσικά στοιχεία σε συμβολικά και μαγικά σημάδια που σηματοδοτούν τον αθάνατο δεσμό μεταξύ της γης και του ανθρώπου. 
   Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία  ποιητής, ο Bernardas Brazdzionis (1907- 2002), αντέδρασε σ’ αυτή την εξορία με έντονα πατριωτικούς στίχους στους οποίους ξεχειλίζει η οργή για την αδικία κατά του έθνους του και η  περιφρόνηση στην τυραννία, τόσο φορτισμένη συναισθηματικά, που καταντάει σε πολλά σημεία σχεδόν υστερική. Η στάση που πήρε στα έργα του αυτά, όπως τa ‘’Alien Mountains’’ (1945), ‘’The Northern Lights’’ (1947) ή πάλι, ‘’The Great Crossroads’’ (1953), ήταν αυτό του ποιητή και του προφήτη, που καλούσε το λαό του να συνεχίσει να προσεύχεται, να επιμένει, να ελπίζει, να αναφέρει και να  καταγγέλλει  σε ολόκληρο τον κόσμο για την σκληρή μοίρα που επιφυλάσσει αυτή η κατοχή στη χώρα τους. Με την πάροδο των ετών η ποίησή του εξελίχθηκε σε ένα είδος προσκυνήματος σε όλη την ξένη επικράτεια. Πολλά από τα ποιήματά του επικεντρώνονται γύρω από την εικόνα ενός κουρασμένου ταξιδιώτη με το βάρος της αδικίας στην πλάτη του και το στολίδι της πίστης στην καρδιά του, καλώντας τον Θεό του σε όλα τα σταυροδρόμια του κόσμου.  Αυτή η εικόνα ήταν στην ουσία μια επανάληψη προηγούμενων ποιητικών εικόνων του, αλλά αποστασιοποιημένη και  σε  μια διαφορετική βάση, όπου η ανθρώπινη ζωή είναι προορισμένη και σχεδιασμένη σ’ ένα ασταμάτητο ταξίδι προς τη μεταφυσική πλευρά της ψυχής, πέρα από τις πύλες του θανάτου.
    Ο Jonas Aistis  (1904-1973) πρόσθεσε την προφητική φωνή του σε εκείνη του Brazdzionis, αλλά με μια άλλη έννοια. Πριν από τον πόλεμο, ο Aistis είχε γίνει δημοφιλής ως ιμπρεσιονιστής ποιητής, που τον αφορούσε κυρίως ο γλυκός πόνος της αγάπης, ενώ του άρεσε ταυτόχρονα  να πειραματίζεται με νέες εικόνες και ρυθμικές δομές, ορισμένες φορές σχεδόν αναγκάζοντας την ποιητική γλώσσα του για να ξεπεράσει τον εαυτό της. Περιέργως, ο Aistis δοκίμασε και εξέφρασε μέσα στην ποίησή του το αίσθημα της εξορίας, ακόμη και πριν συμβεί οτιδήποτε στη χώρα του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πήγε στη Γαλλία πριν από τον πόλεμο, από όπου και είδε τον ερχομό των Μπολσεβίκων  στην αγαπημένη του Λιθουανία. Στις συλλογές ‘’Longing for the  Nemunas River’’ (1947) και ‘’Sister Life’’ (1953), ο Aistis επέστρεψε σε  πιο παραδοσιακές φόρμες και τα  πρώην ρομαντικά θέματα αντικαταστάθηκαν από ηθικές και φιλοσοφικές ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από τραγική μοίρα του έθνους του.  
    Ο Henrikas Radauskas (1910-1970), φαίνεται πως είναι  ο μεγαλύτερος ποιητής της Λιθουανίας όλων των εποχών. Ο στίχος του μπορεί να αποκληθεί  μοντερνιστικός με την έννοια ότι κάθε λέξη φέρει ένα τεράστιο φορτίο με σιωπηρές σημασίες, υπαινιγμούς και νέες σημασιολογικές οντότητες που απορρέουν από απροσδόκητες παραθέσεις εικόνων και εννοιών στο πλαίσιο της διάρθρωσης ενός ποιήματος. Ο Radauskas αξιοποιεί ολόκληρη την κληρονομιά της παγκόσμιας μυθολογίας, καθώς και τα επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος και των θρησκευτικών παθών, προκειμένου να κατασκευάσει μια σειρά από ποιητικές δηλώσεις που οδηγούν στην δημιουργία ενός λεκτικού σύμπαντος που από μόνο του είναι  πλουσιότερο και περισσότερο βαθύ από το σύνολο των ανθρωπίνων εμπειριών.
     Ο ποιητής  Alfonsas Nyka-Niliunas   (1919-) στο βιβλίο του με τίτλο ‘’The Symphonies of Dispossession’’ (1946), ασχολείται με δύο από τις βασικές ψευδαισθήσεις του ανθρώπου. Η μια ψευδαίσθηση είναι ενσωματωμένη στην προαιώνια τάση του ανθρώπου να αναζητάει αδιαλείπτως μακρινούς ορίζοντες,  σωματικούς  και πνευματικούς, ως εάν να υπήρχε κάποιο Ελντοράντο  κάπου στο τέλος του κόσμου, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει τη δική του βαθύτερη ικανοποίηση και λύση των πολυποίκιλων και πολυεπίπεδων προβλημάτων του. Φυσικά δεν υπάρχει, βέβαια, κανένα Ελντοράντο και όλοι οι  στοιχειωμένοι ταξιδιώτες του κόσμου δεν φτάνουν ποτέ σε κάποια συγκεκριμένη πραγματικότητα, επομένως, είναι εξ ορισμού εξόριστοι! Η άλλη βασική ψευδαίσθηση του ανθρώπου εκπροσωπείται από τον πόθο του για την ζεστή γωνιά του σπιτιού του. Είναι το όνειρο καθενός  χαμένου περιπλανώμενου που νομίζει ότι έχει κατανοήσει σε βάθος την αλήθεια σχετικά με το βαθύτερο και αθέατο νόημα της ζωής. Το λησμονημένο σπίτι αρχίζει τότε να λάμπει με θαυμαστές αποχρώσεις της νοσταλγικής μνήμης, ενώ στην πραγματικότητα, στον κόσμο του Niliunas ως εξόριστου ποιητή της Λιθουανίας, το πολυπόθητο και θαυμάσιο αυτό σπίτι, δεν είναι τίποτα παραπάνω από  μια βασανισμένη, ματωμένη και μακρινή γη.
    Η αρχή της δεκαετίας του 1950 σημειώνει και οριοθετεί ένα είδος διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην λιθουανική λογοτεχνία των εξόριστων και εκτοπισμένων λογοτεχνών στη Γερμανία και την αναζήτηση νέων κατευθύνσεων από άλλους στην αμερικανική ήπειρο. Μια σειρά από συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των ήδη αναφερθέντων Bradunas και Niliunas, συγκεντρώθηκαν το 1952 γύρω από ένα νέο περιοδικό, το ‘’Literary Folios’’, με σκοπό να ωθήσουν και να οργανωθούν σε νέα και συνεκτική αισθητική μορφή η λιθουανική πολιτιστική κληρονομιά και οι νέες κοσμοπολίτικες επιρροές που προέρχονταν από την παγκόσμια λογοτεχνία. Φυσικά ο Bradunas, ήταν στο επίκεντρο της νέας μυθολογίας. Σε αρκετές ποιητικές συλλογές του, όπως τις ‘’Nine Ballads’’ (1955), ‘’Marshland Fires’’ (1958) και ‘’Silver Bridles’’ (1964), τα ποιήματά του διατηρούν μια επιφανειακή  απλότητα,  μια εκ πρώτης όψεως αφελή και γοητευτική απορία και αγωνία για την  ομορφιά του πλανήτη ως  ζωντανού οργανισμού, αλλά επίσης περιέχουν και  συμβολικές και σύνθετες σιωπηρές αναφορές  στο συνεχές διάβα της ζωής μέσα από όλες τις λιθουανικές γενιές που θυσιάστηκαν προκειμένου  η γη τους να ευημερήσει ξανά.
     Ένας άλλος ποιητής, που ανήκε επίσης στην  ομάδα αυτή (Earth, Γη), είναι ο Henrikas Nagys (1920- ), η ποίηση του οποίου είναι απλούστερη και πιο ρομαντική από εκείνη του Niliunas. Η πατρίδα, η εξορία, οι χαοτικοί και δυσοίωνοι θόρυβοι του σύγχρονου κόσμου, φιλτράρονται μέσα από το συναίσθημα του ποιητή με αποτέλεσμα ρομαντικές αλλά και  μελοδραματικές εικόνες. Μεταξύ των βασικών συναισθημάτων του Nagys ως ποιητή, βαρύνει κατ' αρχάς η συνείδηση της ροής του χρόνου. Στο βιβλίο του ‘’November Nights’’ (1947),  o χρόνος μετρά στο ρυθμό των χτύπων των φτερών ενός πουλιού, των δεικτών ενός ρολογιού, στους χτύπους  της καρδιάς του ποιητή, και ακόμη στον μεταφορικό μετασχηματισμό του τοπίου, όπου, όπως σε ένα ποίημα, το βράδυ έρχεται ως τεράστιο μαύρο σύννεφο-φέρετρο, που μεταφέρεται με τα γυμνά κλαδιά των αρχαίων βελανιδιών τη στιγμή που ξεκινάει το  ηλιοβασίλεμα. Μια άλλη αίσθηση είναι αυτή  της φιλίας μέσα στη  θανατηφόρα ροή του χρόνου, οι πολύτιμοι αδελφοί ποιητές  που προέρχονται από διαφόρους  χώρους και περιόδους της ιστορίας. Τέλος, πέρα από το χρόνο, τη φιλία, τις  αντιπαραθέσεις και τις  καταστροφικές συνέπειες της εξορίας, στο έργο του παρουσιάζεται μια αίσθηση φρεσκάδας και παιδιάστικης αμεσότητας στην αντίληψη της πραγματικότητας. Η λαχτάρα για την ανάκτηση αυτή τη φρεσκάδας, διαπερνά όλα τα βιβλία του, συμπεριλαμβανομένων των ‘’The Sundials’’ (1959), tο ‘’Blue Snow’’ (1960), ενώ σε άλλα (Brothers the Winged Spirits, 1970) μεταφέρει αυτή την αθώα και άμεση  αίσθηση της πραγματικότητας σε μια μυθική χώρα, τη διαχρονική Λιθουανία, που αναγνωρίζεται ως ο εσωτερικός πυρήνας όλων των δημοτικών τραγουδιών, της ιστορίας και της  μυθολογίας ετούτης της χώρας. 
     Ο νεότερος των εξόριστων συγγραφέων  που  συζητούνται, και ο νεώτερος που πέθανε, ο  Algimantas Mackus (1932-1964) ήταν ένας ποιητής έντονα αφιερωμένος στο θέμα της εξορίας και του θανάτου. Στο πρώτο βιβλίο του ‘’Elegies’’ (1950)  περιέχονται στίχοι με έντονα  πατριωτικά αισθήματα. Εννέα χρόνια μετά, στο δεύτερο βιβλίο του ‘’His is the Earth’’ (1959), o Mackus  άλλαξε ριζικά την ποιητική του γλώσσα  και τις ιδέες του και  διακήρυξε απογοητευμένος, ότι η εξορία δεν είναι απλώς κάτι που συμβαίνει σε αθώους παρευρισκομένους στην ιστορία και ότι κάθε φορά που χρησιμοποιούμε  λέξεις να χτίσουμε την σύγχρονη ποίηση, βλέπουμε όλο και πιο καθαρά ότι όλα όσα πιστεύουν οι άνθρωποι συνήθως δεν έχουν καμία ουσία. Έτσι, το δεύτερο βιβλίο του, καθώς επίσης και το επόμενο ‘’The Generation of Unornamented Speech and its World’’ (1962) έγιναν ένα είδος νεκρικής πομπής, ενταφιάζοντας πρώτα απ' όλα το Θεό, αργότερα την  ελπίδα, στη συνέχεια την πατρίδα και τέλος, την ίδια την ποιητική γλώσσα. Η ασυμβίβαστη ειλικρίνεια της προσπάθειας του  Mackus, δίνει στη ποίησή του ένα σκοτεινό και τραγικό μεγαλείο. Το τελευταίο του βιβλίο, ‘’Chapel Β’’, αποτελεί έναν  τραγικό εορτασμό του θανάτου του  Antanas Skema σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στην Πενσυλβάνια το 1961, χωρίς να γνωρίζει, φευ,  πως κι’ αυτός θα βρει με τον ίδιο τρόπο το τέλος του, τρία χρόνια αργότερα  στο Σικάγο!
    Σαν τέλος, θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι η εμπειρία της τραυματικής εξορίας δεν πτόησε τις δημιουργικές δυνάμεις των συγγραφέων της Λιθουανίας, αλλά   μάλλον οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: