31 Δεκεμβρίου 2014

Για τον Πάμπλο Νερούντα κι έξι ποιήματα [Εσπέρια Καπόγλου]

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Πάμπλο Νερούντα δεν είναι όσο θα έπρεπε γνωστός στην Ελλάδα. Κι ενώ το έργο του, μεταφρασμένο στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, έχει κερδίσει από καιρό τη διεθνή αναγνώριση, στη χώρα μας δεν φαίνεται να πήρε μέχρι σήμερα τη θέση που του ταιριάζει. Ίσως γιατί ο ποιητής έμεινε γνωστός σ’ έναν κύκλο σχετικά περιορισμένο. Ίσως γιατί άλλοι άφησαν ν’ ακουστεί, κατά προτίμηση, η φωνή του Νερούντα, όπως βγαίνει μέσα από τα «αντιστασιακά» του ποιήματα. Εξ άλλου, πολύ λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να χαρούν στο πρωτότυπο το πλούσιο έργο του. Οπωσδήποτε τελευταία, με την απονομή του βραβείου Νομπέλ στο Γιώργο Σεφέρη, το όνομα του Χιλιανού ποιητή έγινε πλατύτερα γνωστό. Τον γνωρίσαμε σαν τον πιο σοβαρό διεκδικητή του βραβείου που, τελικά, δόθηκε στον ποιητή της «Στροφής».

Ο Πάμπλο Νερούντα γεννήθηκε στο Παρράλ της Χιλής στα 1904. Το πραγματικό του όνομα είναι Νεφταλί Ρικάρντο Ρεγιές υ Μπασοάλτο. Ο πατέρας του, ένας μικροαστός σιδηροδρομικός υπάλληλος, θα φέρει αργότερα την οικογένεια του από το Παρράλ στο Τεμούκο, μια περιοχή όλο δάση και πυκνή τροπική βλάστηση. Το τοπίο, μεγαλόπρεπο, θα μεταδώσει στο νεαρό Ρεγιές τα πρώτα μηνύματα της παντοδύναμης φύσης. Είναι το ίδιο αυτό τοπίο που θα επανέρχεται επίμονα στο κατοπινό του έργο.
Εδώ θα πάρει τα πρώτα μαθήματα κι εδώ, για πρώτη φορά, ακούσει τη φωνή της Γης, θ’ αφουγκρασθεί τα μυστικά της και θα δεθεί αξεδιάλυτα με το νερό και το χώμα: δυο στοιχειά παρθενικά που θα βάλουν τη σφραγίδα τους στο έργο του.

Στα 1920 θα πάει για σπουδές στο Σαντιάγο. Νεαρός φοιτητής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου θα κερδίσει πανηγυρικά στο εαρινό Φεστιβάλ Φοιτητικού Συλλόγου το πρώτο βραβείο με το «Canciὸn de la fiesta» — «Τραγούδι της γιορτής». Οι μνήμες από το Τεμούκο τον συντροφεύουν. Η ομορφιά κι η αγριάδα του τοπίου ξαναγυρίζουν. Και μαζί οι φωνές που μίλησαν τότε μέσα του. Είναι οι φωνές όλων εκείνων που γνώρισε στα πρώτα σκόρπια και ασύνταχτα διαβάσματά του, τότε που καταβρόχθιζε, χωρίς σειρά, ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Ήτανε φυσικό οι πρώτοι του στίχοι «Canciὸn de la fiesta» και «Crepusculario» να φέρουν τον αντίλαλο εκείνων των φωνών. Επικρατούσε ακόμα, μόλο που άρχιζε να ξεφτίζει, το κίνημα «μοντερνισμού»: ένα ρεύμα λογοτεχνικό που στην Ευρώπη είχε βρει την έκφρασή του στον παρνασσισμό και στους γάλλους συμβολιστές. Είχε γεννηθεί από αντίδραση στο φτηνό ρομαντισμό και με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ruben Dario έδωσε μια καινούργια πνοή στην Ισπανό-Αμερικάνικη ποίηση.

Οι ποιητές του «μοντερνισμού» πρόσεχαν πολύ την εκφραστική τελειότητα, το ρυθμό, το μέτρο κι είχαν μια πλατειά ιδεαλιστική κουλτούρα και συνείδηση. Σο περίτεχνο, στο εξωτικό και πολύτιμο αναζητούσαν τη νέα τους θεματογραφία. Ο νεαρός ποιητής τους ήξερε, όπως ήξερε και τους γάλλους συμβολιστές. Κι ενώ τα πρώτα του έργα απηχούν ακριβώς την επίδραση όλων αυτών, είναι ωστόσο, εύκολο να διακρίνει κανείς τον προσωπικό τόνο του ποιητή, ν’ ακούσει τον Πάμπλο Νερούντα, που δεν θ’ αργήσει να βρει τον γνήσιο ποιητικό εαυτό του.

Η μεγάλη κρίση που ακολουθεί τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κρίση συνειδήσεων και εκφραστικών μέσων, θα φέρει και την πτώση του «μοντερνισμού». Τα παλιά είδωλα θα πέσουν. Τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα κυβισμός, φουτουρισμός, ντανταϊσμός, με τελικό ξέσπασμα τον σουρεαλισμό (σ.σ. εδώ και σε όλο το πρωτότυπο αναφέρεται ως συρρεαλισμός), είναι μια βίαιη αντίδραση στη λογοκρατούμενη προπολεμική λογοτεχνία. Καινούργιες προοπτικές ανοίγονται κι ένας κόσμος αβυθομέτρητος, o κόσμος του ασυνειδήτου, παίρνει τη θέση του λογικού. Ο Νερούντα από ιδιοσυγκρασία αφήνεται στις αισθήσεις του. Αντικρίζει κατάματα τον κόσμο. Το προσποιητό και το ψεύτικο των «μοντερνιστών» συντρίβεται μπροστά στην αλήθεια και στην πραγματικότητα που του αποκαλύπτουν οι αισθήσεις. «Στα είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα απελπισμένο τραγούδι» (1924) ο νεαρός ποιητής δεν φαίνεται να έχει αποτινάξει οριστικά την πέδη της παλιάς ποιητικής. Την εξωτερική μορφή στα συνθέματα του εξακολουθεί να την υπαγορεύει ακόμα η αυστηρή πατροπαράδοτη στιχουργική. Εκείνο που οπωσδήποτε όμως έχει αλλάξει είναι ή στάση του ποιητή απέναντι στον κόσμο.

Τυραννικά αισθησιακός, παραδίνεται στο ηδονικό και αξεδίψαστο μεθύσι της σάρκας. Ανακαλύπτει το σώμα που έχει κι αυτό τη γονιμότητα της γης. Είναι κι αυτό μια χώρα με δικά της γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Σκοτάδι μέσα κι απ’ έξω βροχή, λάσπη και γύμνια. Είναι χαρακτηριστικό για την ποίηση του Νερούντα η κοσμογονική του αντίληψη, η θέλησή του να ταυτίζει τη γη με τον άνθρωπο, η τυφλή του εμπιστοσύνη στις αισθήσεις. Τα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα» δίνουν την πιο υλική, την πιο σαρκική από τις αγάπες, ενώ το πάθος ξετυλίγεται πρωτόγονο, βίαιο, μέσα από διάφορες φάσεις, όπως η μια εποχή διαδέχεται στη φύση την άλλη.

Στα 1925 κυκλοφορεί ή «Tentativa del hombre infinito». Η συλλογή αυτή θα σημαδέψει την απαλλαγή του ποιητή από κάθε δεσμό με την καθιερωμένη ποίηση. Εναγώνια θ’ αναζητήσει καινούργιους εκφραστικούς τρόπους, θα καταλύσει το λογικό σχηματισμό των εννοιών και θα αγνοήσει τη στίξη, το ρυθμό, το μέτρο, για ν’ αφήσει το αίσθημα και την ποιητική έμπνευση να βρουν αυτόματη πηγαία διατύπωση. Αρχίζει η πάλη για το φτάσιμο στην προσωπική έκφραση. Η συγκίνηση, απλή και βαθειά, θα της δώσει το μέτρο και τον τόνο. Είναι η εποχή που ο ποιητής κάνει τη γνωριμιά του με τον πλατύτερο κόσμο. Για τη χώρα του ήταν κιόλας μια μεγάλη ελπίδα˙ για την Ευρώπη μια φωνή που έφερνε καινούργια μηνύματα.

Στα χρόνια από το 1927 μέχρι το 1936 γυρίζει Δύση κι Ανατολή, σταλμένος από την επίσημη Κυβέρνηση σε διάφορες διπλωματικές αποστολές. Το 1933 επιστρέφει στη Χιλή και σε συνέχεια διορίζεται πρόξενος στο Μπουένος Άιρες και κατόπι το 1934 στη Μαδρίτη. Εδώ έρχεται σε επαφή με μια εκλεκτή πλειάδα από ανθρώπους τον γραμμάτων. Στενή κι εγκάρδια φιλία τον δένει με τούς Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Μίγουελ Χερνάντεθ και τη συντροφιά τους. Εκδίδει ένα λιγόζωο περιοδικό, «Το πράσινο άλογο για την ποίηση», και τυπώνει τα δυο πρώτα βιβλία τον «Residentias» που γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Ξεσπάει όμως ο εμφύλιος πόλεμος κι ο ποιητής δεν κρύβει τα φιλελεύθερα δημοκρατικά του αισθήματα. Η έκδοση του περιοδικού διακόπτεται κι ο διπλωμάτης καλείται να επιστρέψει στη χώρα του. Το 1939 τον ξαναβρίσκουμε στο Παρίσι, έπειτα πίσω στη Χιλή και τέλος στη χώρα του Μεξικού, τελευταίο σταθμό της διπλωματικής του καριέρας.

Τα χρονιά της ζωής του σαν διπλωμάτη είναι χρόνια πυκνά σε δράση και μεστά σε δημιουργία. Οι δυο τόμοι που μιλούν για την «αντίσταση πάνω στη γη» υψώνουν τη φωνή του σε κραυγή διαμαρτυρίας. O λόγος του τώρα γίνεται ολότελα άμορφος, χάνει το περίγραμμά του και τη σαφήνεια και παίρνει έναν τόνο ερμητικό. Η στίξη καταργείται, η σύνταξη γίνεται ανώμαλη, ο στίχος γυμνός μοιάζει με πρόζα σε ρυθμό ασθματικής αγωνίας. Εικόνες παράξενες και στοιχεία ονειρικά, ένα πλήθος σύμβολα και μύθοι υφαίνονται γύρω από πράγματα άψυχα. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ο σουρεαλισμός βρίσκεται στο απόγειό του. Η παντοδυναμία του ονείρου, η αυτόματη διατύπωση της αλήθειας, όπως τη φέρνει στο φώς το υποσυνείδητο, χωρίς την επέμβαση του λογικού, είναι όλα στοιχεία του σουρεαλισμού, αλλά και στοιχεία που κυριαρχούν σ’ αυτή την καινούργια ποίηση του Νερούντα. Ωστόσο, και κάτω από αυτή την εμπειρία, ο ποιητής μένει δεμένος με τη γη, την ύλη και τις αισθήσεις. Κι αυτός ο ακατάλυτος δεσμός θα τον κρατήσει μακριά από τη σουρεαλιστική μεταφυσική αντίληψη. Μέσα του ζει ολάκερη η φύση, αχόρταγη κι αξεδίψαστη, κι ο ποιητής ταυτίζεται μαζί της. Ένας ηδονισμός αισθησιακός τον βγάζει απ’ τη μοναξιά και τον φέρνει κοντά στο φώς και την πραγματικότητα. Είναι η «κατ’ εξοχήν» ερμητική περίοδος του Νερούντα.

Στα 1933, χρονιά που κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο των «Residentias», ο ποιητής κυκλοφορεί κι ένα παλιότερο βιβλίο του «Εl hondero entusiasta» — «Ο αισιόδοξος αυτόχειρ». Είναι μια φωτεινή αναλαμπή χαράς και αισιοδοξίας που θα σημάνει και την κατοπινή μεταστροφή του Νερούντα.

Η συλλογή «Espana en el corazὸn» — «Ισπανία μες στην καρδιά» — (1937), είναι μια πονεμένη κραυγή διαμαρτυρίας και καταδίκης. Βγαλμένη μες απ’ τον εμφύλιο σπαραγμό της Ισπανίας, οι στίχοι της έχουν κάτι από την αποσύνθεση και το χάος που έφερε ο πόλεμος, κάτι από την απόγνωση και την αγωνία που μετέδωσε στους ανθρώπους. Είναι ένα κομμάτι από την «Τρίτη Αντίσταση», ποιητική μετάπλαση της πικρής εμπειρίας από την δεκαετία 1935—1945. 0 τρίτος αυτός κύκλος με την αντιστασιακή ποίηση θα δει το φως συμπληρωμένος στα 1947.

Κι η μεταστροφή του ποιητή, βαθειά, ριζική, έχει συντελεσθεί. Ο Αλόνσο, σ’ ένα κριτικό του δοκίμιο που άφησε εποχή, παρατηρεί χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: «Σωστά κι όταν έπρεπε ο Νερούντα κατάφερε ν’ απαγκιστρωθεί από τη φοβερή αραχνιά της αγωνίας, χάρη σε μια καθολική μεταστροφή˙ όχι στροφή προς το θεό, άλλα στροφή προς τον «πλησίον». Κι ο ίδιος ο ποιητής θα πει κάπου: «Ο κόσμος άλλαξε κι έχει αλλάξει και η ποίησή μου». Μες απ’ το αίμα, τη στάχτη και τα ερείπια που είδαν τα μάτια του, θα βγει μια καινούργια πίστη˙ πίστη στις αιώνιες κι ακατάλυτες αξίες του ανθρώπου, στην ιερότητα της θυσίας και των αγώνων του.

Σ’ αυτό το μεταξύ ο ποιητής αρχίζει μια νέα κοινωνική και πολιτική δράση. Με την επιστροφή του στη Χιλή στα 1943 παίρνει ενεργό μέρος στην πολιτική κι εκλέγεται γερουσιαστής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στα 1948 με 49 το Κόμμα «τίθεται έκτος νόμου» και ο ποιητής χάνει τη θέση του. Αρχίζει η μυστική περιπλάνηση στο εσωτερικό της Χώρας κι ακολουθούν τα χρόνια της εξορίας στο Μεξικό, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ερυθρά Κίνα πρώτα, κι έπειτα ξανά στην Ευρώπη. Από το 1953, χρονιά που του δόθηκε το Βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη, ο ποιητής φαίνεται να βρήκε τη χαμένη γαλήνη. Στην ειδυλλιακή Isla Negra, στο αγαπημένο του χιλιανό τοπίο, συνεχίζει να γράφει μέχρι σήμερα για τη ζωή και τον άνθρωπο.

Η συλλογή του «Canto General» τυπώνεται στα 1950, όταν ο ποιητής βρίσκεται ακόμα εξόριστος στο Μεξικό. Είναι μια πλατειά επική σύνθεση, αληθινή «κοσμογονία», όπως την χαρακτήρισε ο Luis Monguiό. Κι είναι πρώτ’ απ’ όλα η ιστορία της Αμερικής δοσμένη διαλεκτικά, σε μια σειρά ατέλειωτη από παραδόσεις και μύθους. Είναι η ψυχή του Αμερικανού, το θαυμάσιο αμερικανικό τοπίο σε μια θαμπωτική σκιαγράφηση γεμάτη συγκίνηση, ευγλωττία και πάθος. Μα, πέρα απ’ αυτή τη δημιουργική ανάπλαση του χώρου και του χρόνου της ζωής των πατέρων του, είναι και μια πανανθρώπινη, οικουμενική, θα λέγαμε, αποκάλυψη της ζωής, όπως ξετυλίγεται μέσα στον κόσμο. Θυμίζει Ruben Dario και Whitman η πρωτεϊκή, κοσμογονική σύλληψη του έργου. Οπωσδήποτε σ’ αυτό τα λιγότερο ποιητικά κομμάτια δεν είναι σπάνια. Ο ποιητής έχει τάξει από καιρό την ποίησή του στην υπηρεσία της καθημερινής αμεσότητας.

Είναι φυσικό, λοιπόν, να περισσεύουν τα αντιποιητικά κομμάτια. Αλλά και σ’ αυτά η ομορφιά της γνήσιας έμπνευσης χαρίζει μια κάποια ποιητικότητα. Εξ άλλου ο ίδιος ο ποιητής, ζητώντας να επικοινωνήσει αμεσότερα με τον άνθρωπο, υιοθετεί τη λεγόμενη «μη καθαρή ποίηση». Είναι ολάκερη η ποίηση που ακολουθεί το «Canto General».

«Τα σταφύλια κι ο άνεμος», μια συλλογή με θέματα πολιτικού περιεχομένου είναι καρποί της εξορίας του. Βλέπουν το φως στα 1954 κι όπως ολάκερη η πολιτική ποίηση του Νερούντα έχει προκαλέσει κι αυτή τις πιο αντιφατικές γνώμες των κριτικών. Πολλοί την καταδίκασαν ενώ άλλοι βρήκαν επαινετικά λόγια για να την κρίνουν.

Με τις «Odas Elementales» (1954) – «Στοιχειώδεις Ωδές» - τις «Nuovas Odas Elementales», (1956) — «Νέες Στοιχειώδεις Ωδές» — τις «Tercer libro de las Odas» (1957) — «Τρίτο βιβλίο των Ωδών» — το «Estravagario», (1958)  «Βιβλίο των Παραδόξων» — και με τη συλλογή «Navegaciones y regresos», (1959) — «Ταξίδια και Νόστοι» — ο ποιητής προσπαθεί να βρει έναν καινούργιο δρόμο, απλό και φυσικό, που τον φέρει κοντά στον άνθρωπο. Εκείνο που θέλει τώρα είναι να μιλήσει για ένα σωρό ταπεινά κι ασήμαντα πράγματα που αποτελούν τον κόσμο του κάθε ανθρώπου. Θέλει να συγκινήσει και να συγκινηθεί, να νοιώσει τους άλλους και να τον νοιώσουν. Κι η αφαίρεση του περιττού και του ανώφελου συνεχίζεται γι' αυτό το σκοπό: να κοινωνήσει με τον άνθρωπο, όποιος κι αν είναι κι όπου κι αν βρίσκεται. Γι’ αυτό κι η γλώσσα του, ντυμένη τη δωρική λιτότητα, έχει μια θαυμαστή σαφήνεια που δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Έχει πολύ λυρισμό ο λόγος έτσι που να μη κινδυνεύει να πέσει σε στείρα πεζολογία. Τον θέλει όμως φυσικό, απαλλαγμένο από το φόρτο της κούφιας ωραιολογίας. Θέλει μια ποίηση, όπως θα πει ο ίδιος, «βρώμικη σαν τα ρούχα που φοράμε, ή σαν τα κορμιά μας, λεκιασμένη από σούπα, λιγδωμένη απ’ την άθλια, συμπεριφορά μας, απ’ τις ρυτίδες μας, τα ξενύχτια και τα όνειρα,...»

Εσπέρια Καπόγλου, 1963.





















Εδώ κατεβάστε το ανωτέρω κείμενο (με τα έξι μεταφρασμένα ποιήματα του Νερούντα) σε μορφή pdf.

Δεν υπάρχουν σχόλια: