Ήταν ένα υπέροχο, βροχερό απόγευμα. Όλη η πόλη σταμάτησε ξαφνικά. Στο αναμμένο της πρόσωπο, στα συνθήματα. Μιας φυλής απ΄όλες εκείνες που υπερασπίζονται δικαιώματα, δίνοντας νόημα στις ζωές. Στάθηκε εμπρός της με τ΄αφοπλιστικό του χαμόγελο, είκοσι χρόνια και βάλε μετά. Ήταν το ίδιο αποφασιστικός, σαν τίποτε να μην πήγε στραβά σ΄αυτήν την περίπτωση. Δεν είπαν πολλά. Στην αρχή δίστασαν, όμως έπειτα μυστικά και οι δυο τους εμπιστεύτηκαν το ποτάμι της πόλης, σηκώνοντας τα χέρια, ικετευτικά χέρια που αλλιώς θα σήμαιναν, γύρισε πίσω. Μαζί σου λείπουν είκοσι χρόνια. Ήταν στ΄αλήθεια συντρίμμια, έτρεμε όπως έφευγε. Μετρούσε έναν πόλεμο ήδη και είναι πολύ σ΄αυτή τη ζωή ένας τέτοιος σταθμός. Γύρισε και την κοίταξε στο τέλος της μουσικής. Μαζί της χανόταν μια ολόκληρη γενιά αφοσιωμένη στις πιο παράφορες συγκυρίες.
Εκείνος έζησε μερικά χρόνια ακόμη. Μελαγχολικός, ζωγράφισε πορτραίτα και απόψεις της πόλης. Ένα παράθυρο σε κόκκινο, σβησμένο σαν μες στην κορνίζα του, πίσω απ΄ τα φυλλώματα τ΄ αφιέρωσε σ΄ εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου