26 Δεκεμβρίου 2015

H Ιδεολογία της μη μη-ιδεολογίας (τέσσερις σημειώσεις για την αμεσότητα) [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] ΙΙ


II

Σήμερα που η ζωντανή σχέση παρόντος - παρελθόντος εκπίπτει στην παρωδία της ή στην άγονη αντιπαράθεση παλαιού - νέου, ο βιαστικός και επιπόλαιος χαρακτήρας της «αμφισβήτησης» δεν μας αφήνει καν να δούμε πως εδώ και πολύ καιρό αλλάζουμε απλώς ονόματα στα πράγματα και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια — και τα κάνουμε μάλιστα όλο και χειρότερα καθώς ο ρυθμός της έκπτωσης επιταχύνεται: το «αμφισβητούν» προϊόν παίρνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα τη θέση του «αμφισβητούμενου» μέσα στην καταναλωτική ροή όπου οι ποιητικές γενεές αναγγέλλονται κατά αλλεπάλληλα κύματα σαν μοντέλα αυτοκινήτων.
Ωστόσο, πολύ πρόσφατα, μέσα σ’ αυτή τη γενική εικόνα ενός πολιτισμού που κορυφαία του μορφή τέχνης είναι η αφίσα ήλθε να προστεθεί ένα παράδοξο και αντιφατικό γεγονός: η νεκρανάσταση του ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία. Η αντιφατικότητα του γεγονότος αυτού είναι φαινομενική. Στην πραγματικότητα το παράδοξο του φαινομένου απλώς συνεισφέρει στη βαθύτερη αποκρυπτική τάση της εποχής. Αυτό το «ενδιαφέρον» για τη «λογοτεχνία» συμπλέει με τη λειτουργία της και καλύπτει τη σημασία μιας άλλης πραγματικότητας, δηλαδή της πόλωσης μεταξύ της «λογοτεχνίας» και της «θεωρίας» της: η απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος αντιτάσσεται, από την αγορά και από τις λειτουργίες της αγοράς, στην απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός κειμένου για το ίδιο το μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια στην δεύτερη περίπτωση μάς απαγορεύεται να μιλάμε για «απόλαυση» επειδή υποτίθεται ότι ένα θεωρητικό κείμενο δεν μπορεί να δίνει στον αναγνώστη του ό,τι δίνει στους δικούς της η «καθαρή» λογοτεχνία.

Αυτός ο διαχωρισμός, εύλογος εκ πρώτης όψεως, οδηγεί στην επέκτασή του πολύ μακριά — στη θεωρητική αρχή και δικαιολόγηση ενός χάσματος που ματαιώνει τη σ φ α ι ρ ι κ ή απόλαυση της τέχνης του λόγου αποσυνδέοντας τους δύο πόλους της: το «παθητικό» και το «ενεργητικό». Ο διχασμός αυτός εκδηλώνεται πρακτικά με τη δημιουργία δύο άνισων καταναλωτικά ομάδων. Η πρώτη, η συντριπτικά μεγαλύτερη, καταναλώνει όλη την άμεσα «απολαυστική», «ηδονιστική» δυνατότητα της λογοτεχνίας — με καθοδική τάση προς το σύγχρονο λαϊκό ανάγνωσμα, προς τη λογοτεχνία-σκουπίδι. Η άλλη, η μικρή ομάδα των «ειδικών» διαβάζει τις θεωρίες για τη λογοτεχνία ή διαβάζει την ίδια τη λογοτεχνία ερευνητικά, «συστηματικά» — χωρίς να την απολαμβάνει. Είναι φανερό εδώ το πόσο φτωχή είναι κάθε ομάδα χωριστά σε σχέση με την άλλη. Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τάσεις δείχνει το βαθμό της πνευματικής αρρώστιας της εποχής μας όπου η γνώση στεγνώνει ολοένα παύοντας να είναι «χαρούμενη» και όπου η χαρά γίνεται ολοένα πιο βλακώδης.

Φαινόμενο υπάλληλο προς την αγοραστική διόγκωση της «λογοτεχνίας» έναντι της θεωρητικής σκέψης αποτελεί και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για μια ειδική πλευρά της αφηγηματικής λογοτεχνίας: εννοούμε τη συστηματική τώρα τελευταία εκμετάλλευση μιας «καταραμένης» — πλην όμως εμπορικώτατης — φιλολογίας. Συγγραφείς χαμένοι, άτυχοι, απωθημένος σχεδόν «εξωτικοί» στην αφάνειά τους (Πικρός, Ιστράτι, Νικολαΐδης, Παρορίτης κ.α.) , ή συγγραφείς - αστέρες μιας εποχής κι ενός είδους που αρχίζει από το λαϊκό αστυνομικό ανάγνωσμα και πάει μέχρι το αναρχίζον πορνογράφημα, νεκρανασταίνονται μέσω μιας διαδικασίας «ρετρό» και επιστρατεύονται όπως-όπως από την αμηχανία μιας αγοράς που θυμάται ξαφνικά τους «ξεχασμένους» της και τους ξεθάβει για να τους θάψει ακόμη βαθύτερα μέσα στα σύγχρονα πολυτελή σκουπίδια της, πλασάροντας στα καροτσάκια της και στις βιτρίνες της φύρδην-μίγδην όλο το «περιθώριο»— «μπήτνικς» και «ρεμπέτες» της νεοελληνικές λογοτεχνίας.
(Βεβαίως τέτοιες εμποροπανηγύρεις καμιά τιμή δεν φέρνουνε στους «ξεχασμένους». Από τη μια μεριά τα ονόματά τους στολίζονται και φωταγωγούνται σαν τα σφαχτά του Πάσχα κι από την άλλη η απαστράπτουσα μωρία της εποχής κάνει τα δικά της. Ιδού π.χ. πώς σχολιάστηκε η επανέκδοση των ποιημάτων του Μήτσου Παπανικολάου: «Συγκεντρωτική έκδοση Β’ των ποιημάτων ενός μετρίου λογίου, πρώην χωροφύλακος και μετέπειτα συμβολιστού, ακμάσαντος περί το 1920. Ζητείται ο αποχρών λόγος της παρούσης εκδόσεως». (ΕΠΟΠΤΕΙΑ, αριθ. 43). Α υ τ ά ακριβώς για τον ποιητή Μήτσο Παπανικολάου, ενώ δύο σελίδες παρακάτω συνιστάται θερμά στους αναγνώστες το τελευταίο δημιούργημα τοδ κ. Νίκου Δήμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: