01 Μαρτίου 2017

Για την περίεργα χρήσιμη σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]






















Για την περίεργα χρήσιμη σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής
[Εδώ κατεβάστε το σε ebook (pdf)]



















Η σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής ανάγεται στην αρχαιότητα κι έχει μεγάλη και ενδιαφέρουσα ιστορική διαδρομή. Οι δύο επιστήμες και τέχνες, βάδισαν μαζί σχεδόν σε όλα τα μονοπάτια της ιστορίας, κι η μία βοήθησε, ενέπνευσε και ευαισθητοποίησε την άλλη, με τον τρόπο της. Η λογοτεχνία όμως έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη σταδιοδρομία του γιατρού, στην αέναη δηλαδή προσπάθειά του για θεραπεία των σωματικών και ψυχικών προβλημάτων του ασθενούς που προσφεύγει σε αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πατέρας της ιατρικής, ο Ιπποκράτης, με τον περίφημο όρκο του, μας άφησε παρακαταθήκη ένα ‘λογοτεχνικό’ κείμενο με τις πολυποίκιλες και πολυεπίπεδες σχέσεις και συμπεριφορές που αφορούν γιατρούς και ασθενείς. Κι αν έρθουμε στη συνέχεια στον Όμηρο, αρκετές από τις περιγραφές των πολεμικών τραυμάτων, φανερώνουν αξιοθαύμαστη ενημέρωση του οικουμενικού ποιητή στα ιατρικά δρώμενα της εποχής του. Οι γιατροί πάντοτε υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του πόνου, της χαράς και της ατομικής και οικογενειακής δυστυχίας των ασθενών του, βιώνοντας και εισπράτοντας οι ίδιοι ανάλογα συναισθήματα. Όλες αυτές οι εμπειρίες αποτέλεσαν πλούσια συναισθηματική αποθήκη, εξαιρετικά χρήσιμη για τις σχετικές απόπειρες και προσπάθειες συγγραφής και των λογοτεχνικών κατορθωμάτων πολλών εξ αυτών. 

Το μέλλον της ποίησης είναι τεράστιο, έγραψε το 1889, ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Μάθιου Άρνολντ (1822-1888), γιατί στην ποίηση η οποία είναι αντάξια του υψηλού πεπρωμένου της, η φυλή μας, όσο περνάει ο καιρός, θα βρίσκει ένα ολοένα και πιο σίγουρο και ασφαλέστερο καταφύγιο. Η ‘ποίηση’, όρος στον οποίο ο Άρνολντ περιελάμβανε τη μυθοπλασία, το δράμα και την ποίηση, με την πάροδο του χρόνου πρόσφερε και προσφέρει μια ασφαλέστερη παραμονή και καταφύγιο στην ιατρική. Με το πέρασμα των αιώνων και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια με την πληθώρα των έντυπων, των εφημερίδων και των δημοσιεύσεων, αυξήθηκε έτι περαιτέρω το ενδιαφέρον πολλών στελεχών της υγείας για τα λογοτεχνικά κείμενα πολλά από τα οποία άρχισαν να οδεύουν για διδασκαλία μέσα σε ιατρικές σχολές και στα νοσοκομεία, ειδικά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και να γίνονται καθημερινές πρακτικές για γιατρούς και ασθενείς. Όλη αυτή η κίνηση αποκαλείται ‘ιατρική και λογοτεχνία’ και εντυπωσιάζει ολοένα και περισσότερο τους εκπαιδευτές των ιατρικών σχολών που είναι υπεύθυνοι της σύνταξης των προγραμμάτων εκπαίδευσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρκετές ιατρικές σχολές της Βόρειας Αμερικής άρχισαν να διορίζουν λογοτέχνες μελετητές και να συμπεριλαμβάνουν τη μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων στα προγράμματα σπουδών τους. Τα λογοτεχνικά κείμενα αποδείχτηκαν πλούσια σε πηγές βοηθώντας τους φοιτητές ιατρικής και τους γιατρούς να κατανοήσουν τον πόνο και τα βάσανα των ασθενών που νοσηλεύουν. Κάποιες μέθοδοι προσεκτικής ανάγνωσης αποδείχτηκαν χρήσιμες για την εκπαίδευση γιατρών γιατί τους βοήθησε στην καλύτερη λήψη και ερμηνεία του ιατρικού ιστορικού των ασθενών, και να κατανοήσουν σε μεγαλύτερο βάθος τη δύσκολη αλλά τόσο εντυπωσιακή σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς, καθώς και την δύστροπη και πολυεπίπεδη έννοια της ανθρώπινης ασθένειας. Εξετάζοντας τις βαθιές πηγές της συντροφικότητας αυτών των δύο αρκετά ανόμοιων εκ πρώτης όψεως πεδίων και της ιστορικής τους σχέσης, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η σύνδεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιατρική είναι διαρκής, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι έμφυτη. Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς το λούστρο της βαθύτερης καλλιέργειας γιατρού και η ιατρική δεν είναι απλώς η πηγή εμπνεύσεων για τον μυθιστοριογράφο ή τον ποιητή. Αντ’ αυτού, οι πεποιθήσεις, οι μέθοδοι και οι στόχοι των δύο αυτών κλάδων, όταν ειδωθούν με ένα ιδιαίτερο φως, είναι εντυπωσιακά όμοιοι. Οι λογοτεχνικές σπουδές προκύπτουν από τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο και η λογοτεχνική γλώσσα, γραπτή ή προφορική, σημαίνουν κάτι περισσότερο και βαθύτερο από το άθροισμα των εννοιών των μεμονωμένων λέξεων που φιλοξενούν. Μέσω της δομής και υπόθεσής τους, τα λογοτεχνικά κείμενα φέρνουν τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη να καταλάβουν αρκετά που όμως δεν μπορούν να αρθρωθούν. Αρκετές μελέτες επιχειρούν παράλληλα να απαντήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε θεμελιώδη ερωτήματα, όπως ‘γιατί διαβάζουμε’ και ‘γιατί γράφουμε’, προτείνοντας ότι οι άνθρωποι με τη συγκεκριμένη χρήση της γλώσσας, αποκαλύπτουν κάτι περισσότερο απ’ ότι λένε οι συγκεκριμένες λέξεις. Ο σοβαρός αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου γίνεται με τον τρόπο του διαγνωστικό εργαλείο για το κείμενο, προσφέροντας τον εαυτό του ως ένα μέσο για τη μετατροπή του κειμένου σε κάποια έννοια, ένα νόημα. 

























Αν και η ιατρική, όμως, δεν είναι λογοτεχνικό εγχείρημα, η πρακτική της εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο μέσα σε κείμενα που βασίζονται στη γλώσσα και ως εκ τούτου, όπως και η λογοτεχνία, ίσως υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα. Τα διάφορα κείμενα που εμφιλοχωρούν στην άσκηση της ιατρικής, ειδικά εκείνα που αφορούν τους νεότερους γιατρούς, για παράδειγμα, η ιατρική συνέντευξη, η παρουσίαση περιπτώσεων ασθενών, τα διαγράμματα των φύλλων νοσηλείας νοσοκομείων, οι εκθέσεις των συμβούλων γιατρών, μπορούν επίσης να αποκαλύπτουν περισσότερα απ’ όσα φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Όπως και τα λογοτεχνικά, έτσι και τα ιατρικά κείμενα, είναι περιπτώσεις μιας ειδικής γλώσσας που διέπεται από ειδικές συνήθειες και προθέσεις. Κάποια προσοχή στα κείμενα της ιατρικής έχουν τη δύναμη να αποκαλύψουν πολύπλοκες αντιλήψεις σχετικά με την άσκηση αυτής καθεαυτής της ιατρικής, που δεν είναι διαθέσιμη με άλλους τρόπους. 

















Τόσο η λογοτεχνία όσο και η ιατρική, στο πιο θεμελιώδες επίπεδό τους, ασχολούνται με την προέλευση, την καταγωγή και τις τύχες μεμονωμένων ατόμων. Ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας παρέχει υπαινιγμούς αντί για απαντήσεις στα ερωτήματα του αναγνώστη. Οι μύθοι της δημιουργίας, η Γραφή, τα παραμύθια, τα εθνικά έπη, τα μυθιστορήματα και οι αυτοβιογραφίες, είναι ιδιαίτερα σαφή παραδείγματα απαντήσεων στο ερώτημα, από πού ερχόμαστε και που θα καταλήξουμε. Ταυτόχρονα, η λογοτεχνία μπορεί να δώσει δειλά κάποιες απαντήσεις στις ερωτήσεις του αναγνώστη, αλλά και του συγγραφέα σχετικά με τους δικούς τους προορισμούς. Με μια παράλληλη φόρμα και μορφή, η ιατρική αναζητά απαντήσεις σε δύο ερωτήματα του ασθενούς. ‘Πως έφτασα ως εδώ, και τι γίνεται από εδώ και πέρα. Που πάω’; Δεν είναι μόνο ο ασθενής όμως, στον οποίο εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την προέλευση και το πεπρωμένο του, αλλά και όλοι εκείνοι που υποφέρουν από το μαρτύριο των δικών τους χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν, που πρέπει να βρουν απαντήσεις σε βαθιά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο της ανθρώπινης υπόστασης. Σε κάποιες από τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις και στόχους της λογοτεχνίας και της ιατρικής, μπορεί να βρεθούν γεωμετρικοί τόποι. Όταν ένας γιατρός και ένας ασθενής συναντιούνται για να αντιμετωπίσουν από κοινού ένα κλινικό πρόβλημα, αμφότεροι ασχολούνται με τη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής της ζωής του ασθενούς, σε κάποια γεγονότα της ζωής του που αποτελούν και το πλαίσιο ενός ιατρικού προβλήματος. Η λήψη του ιατρικού ιστορικού από τον ασθενή, είναι μια δραστηριότητα που βασίζεται στη γλώσσα και για να είναι η όλη διαδικασία κλινικά αποτελεσματική, ο γιατρός πρέπει να κατανοήσει τις πολλαπλές αντιφατικές έννοιες των αναφερομένων, τουτέστιν τα συμπτώματα, την πορεία της ασθένειας, τις απόψεις των άλλων επαγγελματιών υγείας, την φυσική εξέταση του σώματος, κάποιες εξετάσεις του αίματος και των ιστών του ασθενούς, αναλύοντας και συνθέτοντας όλα αυτά κατάλληλα για να φτάσει στην πολυπόθητη και φυσικά σωστή ερμηνεία. Πρέπει όμως να ανεχτεί την ασάφεια και την αβεβαιότητα για όσα ακούει από τον ασθενή, προσπαθώντας ανάλογα να οδηγηθεί στην αποκάλυψη κάποιων προσωπικών μυστικών, και σε αυτή την προσπάθεια θα βρει βοήθεια από τη λογοτεχνία κι όχι από την επιστήμη. 

Η λογοτεχνία ζει στη σκιά των θεμάτων και των ανησυχιών της ιατρικής, και η ιατρική σέβεται την διαγνωστική και θεραπευτική δύναμη των λέξεων. Συγγραφείς όπως οι Σοφοκλής, Σαίξπηρ, Δάντης, Λέων Τολστόι, Χένρι Τζέιμς, Τζώρτζ Έλιοτ, Τόμας Μαν, Τόνι Μόρρισον και τόσοι άλλοι, έφτιαξαν και φτιάχνουν υποθέσεις πλούσιες και αρκετά πολύπλοκες για να συλλάβουν τις ανθρώπινες αντιξοότητες, και συχνά φτάνουν σε ρίζες βαθιά κρυμμένες. Αυτό που συμβαίνει μέσα στο βλέμμα του κάθε γιατρού, κάθε μέρα, είναι ακριβώς αυτό που επιτρέπει στους καλλιτέχνες να εκφράσουν και να φωτίσουν τις πιο βαθιές και πανανθρώπινες αλήθειες για την ανθρώπινη ζωή. Εάν η λογοτεχνία δανείζεται υποθέσεις από την ιατρική, έτσι και η τελευταία δανείζεται φόρμες από τη λογοτεχνία. Ο Ιπποκράτης κατανόησε γρήγορα τη σπουδαιότητα του να περιγράψει ότι του εξομολογούνταν οι ασθενείς του. Κάποιες ιστορίες που γράφτηκαν τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα από τους γιατρούς, αντικατοπτρίζουν την εξαίσια και την κλινικά σημαντική προσοχή στη λεπτομέρεια και εμμέσως αναγνωρίζουν τη σημασία της αφήγησης των λεπτομερειών της ασθένειας. Τα ιατρικά ιστορικά του Τόμας Άντισον (1793-1860), για παράδειγμα, αλλά και πολλών άλλων, απέδειξαν πόσο η παθολογική σκέψη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με ιστορίες μεμονωμένων ασθενών που επλήγησαν από τη νόσο. Οι νευρολογικές και ψυχιατρικές ιστορίες του Γιόζεφ Μπόυερ και του Σίγκμουντ Φρόυντ, αποκαλύπτουν όλα και πιο δυνατά την έμφυτη σχέση μεταξύ αφήγησης και θεραπείας. Ο Φρόυντ αναγνώρισε ότι οι υποθέσεις των ιστοριών του, διαβάζονται σαν διηγήματα και ότι οι κλινικές του αναφορές αποκάλυψαν μια οικεία σχέση μεταξύ της περιγραφής των ταλαιπωριών του ασθενούς και των συμπτωμάτων της ασθένειάς του. 

















Ωστόσο, η ανάπτυξη της παθολογικής ανατομίας τον 18ο αιώνα και η ανακάλυψη της θεωρίας των μικροβίων, τον 19ο αιώνα, οδήγησαν τη νόσο να ‘ξεφεύγει’ από το στενό πλαίσιο του σώματος του ασθενούς. Αντί να δίνει την εντύπωση ενός μεμονωμένου περιστατικού σε συγκεκριμένη ανθρώπινη ζωή, η ασθένεια άρχισε να εκλαμβάνεται ως κάποιο επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, ανεξαρτήτως από τον άνθρωπο-ασθενή που τη ‘φιλοξενούσε’ στο σώμα του. Αντί για τη πολυσυζητημένη συστημική χυμική ανισορροπία που επηρέαζε ολόκληρο τον οργανισμό του ασθενούς, οι ασθένειες άρχισαν να γίνονται αντιληπτές ως κάποια περίεργη εντόπιση σε συγκεκριμένα όργανα ή ακόμα και σε συγκεκριμένους ιστούς εντός των οργάνων, και ότι η ελπίδα για θεραπεία θα προκύψει μέσα από όλο και πιο εξειδικευμένες απεικονίσεις του σώματος του ασθενούς. Η συνομιλία με τον ασθενή αντικαταστάθηκε από την επίκρουση και την ακρόαση και η ιατρική πρακτική μετακινήθηκε σταδιακά από το να είναι μια αφήγηση και προσωπική δραστηριότητα που ελάμβανε χώρα δίπλα στο κομοδίνο του ασθενούς όπου ο γιατρός άκουγε προσεκτικά και άγγιζε τον ασθενή, σε μια διαφορετική τεχνική, μια απρόσωπη πλέον δραστηριότητα που πραγματοποιείται στα εργαστήρια, στις αίθουσες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών και στο διαδίκτυο, μακρυά από τον υποφέροντα και αγωνιούντα ασθενή. Ο διαγνωστικός εξοπλισμός, τα μηχανήματα ακτίνων Χ, οι καινούργιες πολυδύναμες ακτινολογικές μηχανές της υπολογιστικής τομογραφίας και της αντίστοιχης μαγνητικής, ο ηλεκτροκαρδιογράφος, τα μικροβιολογικά και βιοχημικά εργαστήρια, περιόρισαν την ανάγκη να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς ο ασθενής, και η ιατρική μετατράπηκε σε μια γλώσσα που βασίζεται περισσότερο σε μηχανογραφική δραστηριότητα. 

Παρά το γεγονός ότι αυτή η ‘μεταμόρφωση’ δεν χρειάζεται να επισημάνει και σηματοδοτήσει και τη διάλυση του ανθρωπισμού, τα ισχυρά συμφέροντα και οι πολιτιστικές δυνάμεις, πρέπει να βοηθήσουν και να ωθήσουν τους γιατρούς και το επάγγελμά τους προς την αποτίμηση των τελευταίων δραστηριοτήτων σε σύγκριση πάντοτε με το παρελθόν. Το αποκορύφωμα, βέβαια, όλων αυτών των θεωρητικών και πρακτικών τάσεων ξεκίνησε στην χρυσή εποχή της έρευνας στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη δεκαετία του 1950, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η τεράστια μεταπολεμική έρευνα των επιχειρήσεων, που τροφοδοτείται από χρήματα που διατίθενται από το αισιόδοξο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, ενθάρρυνε τέτοιες έρευνες στα πλαίσια της ακαδημαϊκής ιατρικής, με παράλληλη όμως πρόοδο σε θεραπεία επιμέρους ασθενειών, όπως καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμία, άσθμα, σχιζοφρένεια, και τόσες άλλες. Ίσως όμως η επιτυχία στην απεικόνιση ζώντων οργάνων και ιστών, μετρώντας τις πτυχές των φυσιολογικών λειτουργιών και ποσοτικοποιώντας τις χημικές ουσίες στο σώμα, μείωσαν την επεξηγηματική δύναμη των λέξεων για να περιγράψουν την ανθρώπινη ασθένεια. Έχοντας το ΡΕΤ-scan του εγκεφάλου ανά χείρας, ποιος χρειάζεται σήμερα την ιστορία της αύρας και της φωτοφοβίας για τη διάγνωση της ημικρανίας; Οι φραστικές δεξιότητες που επέτρεπαν κάποτε στους γιατρούς να αναγνωρίσουν αυτό που συνέβαινε στους ασθενείς τους, όλο και περισσότερο αγνοούνται από τη σύγχρονη ιατρική υπέρ ενός αμείλικτου βιολογικού θετικισμού που αφορά τις παραδοσιακές σχέσεις ανάμεσα σε γιατρούς και ασθενείς. Παρά την παρατεταμένη τεχνική πρόοδο που έχει σημειωθεί σε διαγνωστικά και θεραπευτικά θέματα κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, ένα σύνολο ανησυχιών σχετικά με την άσκηση της ιατρικής ακούγεται με αυξανόμενη συχνότητα. Οι γιατροί δεν ακούν τους ασθενείς τους, φαίνονται ανίκανοι να αναγνωρίζουν την ταλαιπωρία των ασθενών και των οικογενειών τους που πρέπει να υπομείνουν, αποτυγχάνουν να εκτιμήσουν τις έννοιες αυτού που συμβαίνει γύρω τους, και φαίνονται ασυγκίνητοι από τα βιώματα των ασθενών τους. Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά προς τα πίσω, και εξετάζοντας τη σχέση της ιατρικής με την αφήγηση, διαπιστώνουμε ότι η ανάπτυξη και η παρακμή της ιατρικής, είναι μια κατάσταση που επηρεάστηκε τα μέγιστα από τη χρήση της γλώσσας και της λεκτικής προσπάθειας για επαφή και συνεννόηση. Αυτό που αντικατοπτρίζεται κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες με την αύξηση του ενδιαφέροντος της ιατρικής στη λογοτεχνία και την αφήγηση, πιθανόν να είναι μια περιοδική επιστροφή στο σεβασμό από μεριάς της ιατρικής της δύναμης των λέξεων. Αντ' αυτού, η ανάπτυξη της σχέσης λογοτεχνίας και ιατρικής μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ότι η ιατρική άρχισε και πάλι να γίνεται γόνιμη και να προσβλέπει σε ότι καινούργιο μπορεί να μάθει ξανά μέσα από τη γλώσσα, στις καινούργιες καταστάσεις όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ίσως ήρθε η ώρα πάλι η ιατρική πρακτική να αναγνωρίσει τη λογοτεχνία και τις μοναδικές διαστάσεις της ασθένειας, με προσοχή στις ιστορίες των ασθενών και των γιατρών και των βαθύτερων εννοιών τους. Αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν μια τέτοια τοποθέτηση, είναι διαθέσιμα από το ιατρικό επάγγελμα και τη λαϊκή κουλτούρα. Είναι πλέον η κατάλληλη εποχή να ακούσουμε τις ιστορίες, ασθενών και γιατρών, τις αφηγήσεις τους, να ενεργοποιήσουμε την ακρόαση και τον προβληματισμό σχετικά με την έννοια των κλινικών συμπτωμάτων, γιατί σίγουρα όλες αυτές οι αφηγήσεις δεν αποτελούν προϊόν μιας ψευδώς τοποθετημένης νοσταλγίας για τις παλιές καλές μέρες που, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξαν και τόσο καλές! 

Εν όψει όλων αυτών, η σημερινή πρακτική της ιατρικής και της λογοτεχνίας, μπορεί να αναγνωριστεί ως μια κάποια λύση στο διαφαινόμενο κενό μεταξύ της ιατρικής και των ασθενών που αυτή εξυπηρετεί. 

    
       
Βιβλιογραφία για περαιτέρω πληροφόρηση
* Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Επαναχάραξη της σχέσεως Λογοτεχνίας και Ιατρικής. Ιατρικός Τύπος. 14 Φεβρουαρίου 2014.
* Φώτης Παυλάτος: Ο γιατρός λογοτέχνης: Το ταιριαστό δίδυμο. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής. 2012; 29(2): 151-153. 
* Rita Charon: Literature and Medicine: Origins and Destinies. Academic Medicine, 2000; 75 (1): 23–27.
* Anne Hudson Jones: Literature and medicine: physician-poets. Lancet. 1997; 349: 275–278. 
* Chris Power: Prescribed reading: medicine in literature. The Guardian. Thursday 5 November 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια: