Το κατωτέρω απόσπασμα, χαρακτηριστικό του τρόπου ανάλυσης και προσέγγισης που ακολουθεί, στο βιβλίο / μελέτη: «Επιστήμη και Διαλογισμός», ο Martin Heidegger, όπου καταθέτει και αναπτύσσει τους γόνιμους προβληματισμούς του πάνω
- στους όρους «θεωρία»
και «πραγματικό» της θέσης: «Η επιστήμη είναι η θεωρία του πραγματικού» και
- στο ερώτημα: «Ποια
αφανής κατάσταση πραγμάτων λανθάνει στην ουσία της επιστήμης;».
[...]
Ρωτάμε με άλλα λόγια: Τί σημαίνει η λέξη «θεωρία» στην πρόταση «η επιστήμη είναι η θεωρία του πραγματικού»; Το όνομα θεωρία προέρχεται από το ελληνικό ρήμα θεωρείν. Είναι το ουσιαστικά του. Αυτά τα ρήματα κατέχουν ένα μυστηριώδες και υψηλό νόημα. Το ρήμα θεωρείν σχηματίζεται από την ένωση δύο λέξεων: θέα και οράω. Θέα είναι η θέαση, η όψη στην οποία κάτι δεικνύεται, η άποψη (Ansicht) μέσα στην όποια προσφέρεται.
Ο Πλάτων ονομάζει αυτή την όψη με την οποία το παρόν ον δείχνει αυτό που είναι, το είδος. Έχω ιδεί αυτή την όψη, είδεναι σημαίνει «γνωρίζω». Το δεύτερο συνθετικό του θεωρείν οράω σημαίνει: Προσ-βλέπω κάτι, το επί-θεωρώ, το «θέτω κάτω από τα μάτια μου». Προκύπτει λοιπόν ότι το θεωρείν είναι θέαν οράν: Παρατηρώ την όψη στην οποία παίρνει εμφάνιση το παρόν ον και μέσω αυτής της θέασης «διατρίβω» επιβλέπων κοντά του.
Τον τρόπο της ζωής (βίος) που δέχεται τους καθορισμούς του από το θεωρείν και του αφιερώνεται, οι Έλληνες τον αποκαλούν βίον θεωρητικόν: Τρόπος ζωής αυτού που ενοράται, που θεάται το καθαρό φαίνεσθαι του παρόντος όντος.
Διακρίνεται από αυτόν, ο πρακτικός βίος που αφιερώνεται στη δράση και την παραγωγή. Αν εξετάσουμε αυτήν τη διάταξη θα πρέπει να εμπεδώσουμε το εξής: Για τους Έλληνες, ο θεωρητικός βίος, ο ενορατικός βίος, ιδίως με την καθαρότερη μορφή του, τη σκέψη, είναι η πλέον υψηλή πράξη. Η θεωρία είναι η εκπληρωμένη μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης, από μόνη της και όχι συνεπεία μιας επιγενόμενης χρησιμότητας.
Γιατί η θεωρία είναι η καθαρή σχέση με τις όψεις
Του παρόντος, οι οποίες αποτείνονται στον άνθρωπο με το φαίνεσθαί τους, κάνοντας να ακτινοβολεί η παρουσία των Θεών.
Δεν μπορούμε να στοχαστούμε εόώ επ’ αυτού, πράγυα που θα απαιτούσε μια «εξέταση» αυτού που η ελληνική εμπειρία εννοούσε με τα ρήματα που αναπαριστούμε εδώ και πολύν καιρό ως pricipium και causa, λόγο [grund] και Αίτιο [Ursache] (βλ. Αριστοτέλους, Ηθικά Νιχομάχεια, VI, κεφ. 2, 1139 κ.έ.).
Οι Έλληνες, οι οποίοι μ’ έναν μοναδικό τρόπο, στοχάζονταν με τη γλώσσα τους, ελάμβαναν δηλαδή από αυτήν το Είναι τους, μπορούσαν ακόμα να ακούν και κάτι αλλο στη λέξη Θεωρία κι ετούτο σέ σχέση με την υψηλή θέση, την κατακτημένη από τη θεωρία στο εσωτερικό του ελληνικού βίου. Τα δύο συνθετικά θέα και οράω μπορούν να ηχήσουν και μ’ έναν άλλον τονισμό: θεά και ώρα. Θεά είναι η θεότητα. Ως τέτοια εμφανίζεται στον πρώιμο στοχαστή Παρμενίδη, η αλήθεια, η εκκάλυψη από την οποία και στην οποία το παρόν ον εκδιπλώνει την παρουσία του.
Μεταφράζουμε την αλήθεια με τη λατινική λέξη veritas και τη γερμανική wahrheit.
Η ελληνική λέξη ώρα σημαίνει τη σεβάσμια περιοχή που έχουμε, την τιμή και την εκτίμηση που παράσχουμε. Αν στοχαστούμε τώρα τη λέξη θεωρία με βάση αυτές τις τελευταίες σημασίες, η θεωρία είναι λοιπόν η σεβάσμια προσήλωση στην εκκάλυωη του παρόντος όντος.
Η θεωρία με το αρχαίο νόημά της, με την πρώιμη δηλαδή σημασία της, τη διόλου «απηρχαιωμένη», είναι η φυλάττουσα θέα της αλήθειας [Das hϋtende schauen der Wahrheit].
Η λέξη wara της παλαιάς Γερμανικής ίαπ΄ όπου Wahr αληθινός, wahren διαρκώ, wahrheit αλήθεια) απηχεί την ίδια ρίζα με το ελληνικό οράω, ώρα: Fopa. Η πολυσήμαντη κι από κάθε άποψη υψηλή ουσία της θεωρίας τέτοιας όπως την αναλογίζονταν οι Έλληνες παραμένει κεκαλυμμένη όταν μιλάμε σήμερα στη Φυσική για τη θεωρία της σχετικότητας, στη Βιολογία για τη θεωρία της καταγωγής, στην Ιστορία για την κυκλική θεωρία, στη Νομική επιστήμη για τη θεωρία του φυσικού δικαίου.
Ωστόσο διαμέσου της «θεωρίας» με τη σύγχρονη έννοια, περνά πάντοτε η σκιά, της πρώτης αυγινής θεωρίας. Η σύγχρονη ζει από την αρχαία και όχι μόνο με την εξωτερική διαπιστώσιμη έννοια μιας ιστορικής εξάρτησης. Ό,τι συμβαίνει κατ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο εδώ, θα γίνει, σαφέστερο αν ρωτήσουμε τώρα: τί είναι η θεωρία που δηλώνεται στη φράση «η σύγχρονη επιστήμη είναι η θεωρία του πραγματικού» και σε τι διαφέρει από την αρχαία - πρώιμη θεωρία; Επιλέγοντας έναν φαινομενικά εξωτερικό δρόμο απαντάμε με την αναγκαία συντομία.
Ας προσέξουμε τον τρόπο με τον όποιο οι ελληνικές λέξεις θεωρείν και θεωρία έχουν μεταφραστεί στα λατινικά και στα γερμανικά.
Λέμε εσκεμμένως τα ρήματα και όχι οι λέξεις για να αφήσουμε να εννοηθεί ότι στην ουσία και στην κυρίαρχη επιρροή της γλώσσας αποφασίζεται, κάθε φορά, ένα πεπρωμένο.
Οι Ρωμαίοι μετέφρασαν το θεωρείν με contemplari, τη θεωρία με το contemplatio. Αυτή η μετάφραση που έχει γίνει στο πνεύμα της ρωμαϊκής γλώσσας, σ’ αυτό δηλαδή της ρωμαϊκής ιστορικής ύπαρξης, εξαφανίζει δια μιας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του λεγόμενου στα ελληνικά ρήματα. Γιατί contemplari σημαίνει: Τέμνω, διαιρώ κάτι και το περιφράσσω. Το templum είναι το ελληνικό τέμενος που εκπηγάζει από μια τελείως άλλη εμπειρία όπως και το θεωρείν. Τέμνειν σημαίνει: αποκόπτω, διαχωρίζω.
Το αδιαίρετο είναι το άτμητον, το άτομον. Στην αρχέγονη σημασία του, το λατινικό templum δηλώνει την κεχωριμένη ζώνη στον ουρανό και στη γη, το σημείο του ορίζοντα, την περιοχή του ουρανού συμφώνως με την ηλιακή τροχιά.
Είναι στο εσωτερικό του templum που οι οιωνοσκόποι κάνουν τις παρατηρήσεις τους για να προλέγουν το μέλλον στην πτήση, στις κρωξιές και στη βρώση των πουλιών (βλ. Ernout-Meillet, Dictiormaire etymologique de la langue latine, 3η έκδ., 1951, σ. 1202: «contemplari dictum est a templo, i.e. loco qui ad omni parte aspici, res ex quo omnis pars videri potest, quern antiqui templum nominabant»).
Στη θεωρία γενόμενη contemplatio αναγγέλλεται ήδη η καθοριστική στιγμή της ανατομικής και χωριστικής θέασης, προπαρασκευασμένη στον ελληνικό στοχασμό. Με μια μεριστική και επεμβατική «ενέργεια» οδεύουμε προς αυτό που πρέπει να συλληφθεί οπτικά και ο χαρακτήρας αυτής της ενέργειας αποκτά ισχύ στη γνώση. Μόνο που ακόμα η vita contemplativa παραμένει διακριτή από τη vita activa.
Στη γλώσσα της ευλάβειας και της χριστιανικής-μεσαιωνικής θεολογίας, αυτή η διάκριση παίρνει ακόμη ένα άλλο νόημα. Προάγει την αντίθεση του διασκεπτικού-μοναστικού και του κοσμικού-«πρακτικού» βίου.
Η γερμανική λέξη για την contemplatio είναι Betrachtung. Ίο ελληνικό θεωρείν, η θέαση της όψης του παρόντος όντος, εμφανίζεται τώρα ως «εξετάζω», «παρατηρώ» Betrachten. Η θεωρία γίνεται παρατήρηση-εξέταση του πραγματικού. Τί σημαίνει όμως Betrachtung; Μιλάμε για Betrachtung με την έννοια ενός θρησκευτικού διαλογισμού και μιας καταβύθισης σε σκέψεις. Αυτό το είδος Betrachtung ανήκει στην περιοχή της vita contemplativa στην οποία μόλις αναφερθήκαμε. Κάνουμε λόγο επίσης για τη στοχαστική ενατένιση ενός έργου τέχνης στη θέα του οποίου απελευθερωνόμαστε. Σε τέτοιες γλωσσικές χρήσεις η λέξη Betrachtung παραμένει πλησίον της στοχαστικής ρέμβης και φαίνεται να εννοεί κάτι παρόμοιο με την πρώιμη λέξη των Ελλήνων θεωρία. Μόνο που όταν η σύγχρονη επιστήμη ορίζεται ως Theorie είναι κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από την ελληνική θεωρία.
Αν λοιπόν μεταφράζουμε τη θεωρία με το Betrachtung δίδουμε στη γερμανική λέξη μιαν άλλη σημασία, όχι αυθαίρετα επινοημένη αλλά αυτή την ίδια που κληρονομεί από την αρχέγονη καταγωγή της. Αν λαμβάνουμε στα σοβαρά υπόψη αυτό που υποδηλώνει η γερμανική λέξη Betrachtung, τότε γνωρίζουμε ό,τι είναι «νέο» στην ουσία της σύγχρονης επιστήμης ως θεωρίας του πραγματικού. Τί αποκαλούμε Betrachtung; Trachten είναι το λατινικό tractare, πραγματεύομαι [behandeln], επεξεργάζομαι [bearbeiten], Trachten προς κάτι... σημαίνει: Απ-εργάζομαι κάτι, το παρ-ακολουθώ, το τοποθετώ για να διασφαλισθώ επ’ αυτού. Η θεωρία συνεπώς ως Betrachtung θα ήταν αυτή η επεξεργασία του πραγματικού που το ακολουθεί «κατά πόδας» και για το οποίο διασφαλίζεται.
Αυτός ο χαρακτηρισμός της επιστήμης θα μπορούσε κάλλιστα να αντέβαινε την ουσία της. Γιατί η επιστήμη ως θεωρία είναι ιακριβώς «θεωρητική».
Απέχει από την επεξεργασία του πραγματικού. Κάνει τα πάντα για να το συλλάβει τέτοιο όπως είναι. Δεν δράττεται καθόλου του παρόντος όντος για να το μεταβάλει. Η καθαρή επιστήμη, διακηρύσσεται, είναι «άνευ σκοπιμότητας».
Και όμως: Η σύγχρονη επιστήμη ως θεωρία με την έννοια της «βλέψης» [Be-trachtens) είναι μια ανησυχαστική, ανοίκεια και επεμβατική επεξεργασία του πραγματικού.
Με αυτή την επεξεργασία ανταποκρίνεται συγκεκριμένα σ’ ένα θεμελιώδες γνώρισμα του ίδιου του πραγματικού. Το πραγματικό είναι το παρόν ον που εκτίθεται προς απόδειξη.
Στους νεότερους χρόνους ωστόσο, το παρόν ον δεικνύεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε «ακινητοποιείται» στην αντικειμενότητα. Σε αυτό το βασίλειο του αντικείμενου ως τρόπου της παρουσίας, ανταποκρίνεται η επιστημη καθόσον απ’ την πλευρά της, ως θεωρία προκαλεί το πραγματικό σκοπεύοντας ιδίως στην αντικειμενότητά του. Η επιστήμη τοποτηρεί το πραγματικό. Ίο «τοποθετεί» έτσι ώστε κάθε φορά να παρουσιάζεται ως απεργασμένο στα οφθαλμοφανή αποτελέσματα των καθορισμένων αιτιών. Στο εξής, το πραγματικό μπορεί να ακολουθείται και να γίνεται διαμιάς ορατό στις συνέπειές του. Η Επιστήμη διασφαλίζεται για την αντικειμενότητα του πραγματικού. Το πραγματικό συναγεται από τις επικράτειες των Αντικειμένων που η επιστημολογική παρατήρηση μπορεί να «επιβουλεύεται» με τον τρόπο της.
Το αναπαριστάνειν που επιβουλεύεται το πραγματικό και διασφαλίζεται επ’ αυτού στην επακόλουθη αντικειμενότητά του, είναι ο κανόνας, ο θεμελιώδης κανόνας της αναπαράστασης με την όποια η σύγχρονη επιστήμη απάντα στο πραγματικό.
[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου