(από την ενότητα "Έτσι που τραύλισα" της ποιητικής συλλογής "Εν γη αλμυρά")
V
Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος
Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος·
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκόρπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πώς γίνεται να ‘χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλά, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πως να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά
Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ‘ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους, στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ‘λεγαν μεταξύ τους στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε που ‘ναι πεταμένα τα κόκκαλα της μάνας μας...
Έχουμε αποκοπεί απ’ τούς πεθαμένους
δεν ακούγεται πιά η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε
Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα
VI
Εδώ, στο συνοικιακό νεκροταφείο
που μαζευτήκαμε να κεραστούμε
καφέ, παξιμαδάκι και κονιάκ
για τον αγαπημένο μας που χάθηκε νέος πολύ εν αρετή και θλίψει
και λίγο πριν στη γη απιθώσαμε το σώμα του
- το βάρος μιας νεότητας ασήκωτο σα μεταμέλεια...—
η σύναξη ετερόκλητη
φίλοι και συγγενείς εγγύτεροι και απώτεροι οι συμμετασχόντες
— σε τι συμμετασχόντες
και ποιοι τώρα οι «εγγύς» και ποιοι οι απώτεροι...—
λόγια συμβατικά για τον νεκρό, τριμμένα κι άλλα που σωπαίνονται
και εγκώμια σε παληά ελληνικά όπως συνηθίζεται
«αναλωθείς...», «διαπρέψας...», «υπερακοντίσας...»
Το τελευταίο αυτό με λύγισε
Τί λέξη, αλήθεια, και τί μοίρα
γι’ αυτούς πού ξεπεράσανε το στόχο
κι έτσι, υπερακοντίσαντες, αστόχησαν
Τί έγινε ή ορμή τους
που καρφώθηκε το ακόντιο...
Δε μέτρησε η βολή τους τίποτε δε μέτρησε
V
Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος
Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος·
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκόρπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πώς γίνεται να ‘χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλά, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πως να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά
Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ‘ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους, στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ‘λεγαν μεταξύ τους στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε που ‘ναι πεταμένα τα κόκκαλα της μάνας μας...
Έχουμε αποκοπεί απ’ τούς πεθαμένους
δεν ακούγεται πιά η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε
Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα
VI
Εδώ, στο συνοικιακό νεκροταφείο
που μαζευτήκαμε να κεραστούμε
καφέ, παξιμαδάκι και κονιάκ
για τον αγαπημένο μας που χάθηκε νέος πολύ εν αρετή και θλίψει
και λίγο πριν στη γη απιθώσαμε το σώμα του
- το βάρος μιας νεότητας ασήκωτο σα μεταμέλεια...—
η σύναξη ετερόκλητη
φίλοι και συγγενείς εγγύτεροι και απώτεροι οι συμμετασχόντες
— σε τι συμμετασχόντες
και ποιοι τώρα οι «εγγύς» και ποιοι οι απώτεροι...—
λόγια συμβατικά για τον νεκρό, τριμμένα κι άλλα που σωπαίνονται
και εγκώμια σε παληά ελληνικά όπως συνηθίζεται
«αναλωθείς...», «διαπρέψας...», «υπερακοντίσας...»
Το τελευταίο αυτό με λύγισε
Τί λέξη, αλήθεια, και τί μοίρα
γι’ αυτούς πού ξεπεράσανε το στόχο
κι έτσι, υπερακοντίσαντες, αστόχησαν
Τί έγινε ή ορμή τους
που καρφώθηκε το ακόντιο...
Δε μέτρησε η βολή τους τίποτε δε μέτρησε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου