Το ξηρό κλίμα της Αττικής υποχρέωνε τους κατοίκους της να εκμεταλλεύονται εντατικά τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και τα διάφορα ρέματα. Κοινή πρακτική στους αρχαίους χρόνους υπήρξε η κατασκευή φρεάτων και δεξαμενών, που συχνά συνδέονταν με ένα περίπλοκο δίκτυο αγωγών.
Ο υπόγειος αγωγός ρωμαϊκών χρόνων που εντοπίστηκε το 2013 στο πλαίσιο διευθέτησης της κοίτης του ρέματος Εσχατιάς φαίνεται πως αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το εύρημα ήταν εν μέρει ορατό. Η πρώτη περιγραφή και τυπογραφική αποτύπωση έγινε το 1877 από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, ο οποίος είχε αναλάβει τη σχεδίαση και κατασκευή πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων της Αθήνας.
Στον αιώνα που μεσολάβησε, ο αγωγός καλύφθηκε πλήρως από τις προσχώσεις, για να αποκαλυφθεί εκ νέου σε βάθος 4,50μ κάτω από τη σημερινή επιφάνεια. Σωζόμενος σε μήκος 16,50 μ, έχει κατεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ με κλίση προς Νότο, πλάτος 0,45 μ και ύψος 0,90 μ. Το ανώτερο τμήμα είναι κατασκευασμένο με πήλινες πεταλόσχημες κεραμίδες οι οποίες εδράζονται σε δύο παράλληλα πλινθόκτιστα τοιχία. Στο κατώτερο τμήμα υπάρχει λαξευμένη αύλακα διατομής ανεστραμμένου Π επενδεδυμένη με κεραμεικές πλάκες.
Ο αγωγός συνδέεται με δύο φρεάτια. Το πρώτο είναι ελλειψοειδές, ύψους 1,55 μ πάνω από τον αγωγό και διαμέτρου 0,70 μ. Είναι κατασκευασμένο εσωτερικά με επάλληλους πήλινους δακτυλίους, εξωτερικά με αργούς λίθους και θραύσματα πλίνθων. Το δεύτερο φρεάτιο είναι τετράπλευρο, ύψους 0,85 μ και πλάτους 1,95 μ. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν αργοί λίθοι και πλίνθοι συνδεδεμένοι με κονίαμα.
Το έργο υπήρξε ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους των αρχαίων δήμων Χολαργού και Ευπυριδών. Τη σπουδαιότητα του αγωγού μαρτυρεί η επιμελημένη του κατασκευή και οι επιδιορθώσεις που έχει υποστεί στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του. Βάσει των ευρημάτων που προέκυψαν από την τάφρο θεμελίωσης, χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους (1-3 αι. μ.Χ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου