... του Isidore Ducasse, Comte De Lautreamont (1846-1870) μεταφρασμένο από τον Νίκο Εγγονόπουλο, το 1944, στο υπόγειο τού σπιτιού τού Αντρέα Εμπειρίκου, κριμένου από τους Γερμανούς, εξαιτίας τού ποιήματός του Μπολιβάρ.
Έχω σκοπό, δίχως την παραμικρή συγκίνηση, ν' απαγγείλω μεγαλόφωνα το ψυχρό και σοβαρό ποίημα που πρόκειται ν' ακούσετε. Εσείς, πάλι, προσέξτε τι περιέχει και φυλαχτείτε από τη θλιβερή εντύπωση, που δεν μπορεί να μην προκαλέσει, όμοια μ' αισχρή κηλίδα, μέσα στις ταραγμένες σας φαντασίες. Μην πάει και βάλετε με το νου σας πως τούτη τη στιγμή βρίσκομαι στο κατώφλι του θανάτου, όχι, δεν βρικολάκιασα ακόμη, και τα γεράματα δεν μου έχουν κολλήσει στο μέτωπο...
Γέροντα ωκεανέ, είσαι το σύμβολο της μονιμότητας. Πάντα, ατέλειωτα, μένεις ο ίδιος. Δεν αλλάζεις ποτέ σημαντικά, κι αν κάποτες, εδώ να πούμε, είναι τα κύματά σου αγριεμένα, κάπου αλλού, πιο πέρα, είναι τελείως ήσυχα. Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο, που σταματά στον δρόμο να χαζέψει δυο κοπρόσκυλα π' αρπάχτηκαν απ' τα λαρύγγια και δεν στέκεται ούτε στιγμή όταν τύχει και περνά κηδεία. Που το πρωί είναι ήσυχος και το βράδυ πνιγμένος στη γρουσουζιά, που γελά σήμερα κι αύριο κλαίει. Σε χαιρετώ γέροντα ωκεανέ!...
Kαι το ίδιο απόσπασμα μεταφρασμένο από την Έλλη Νεζερίτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Σκοπεύω ν' απαγγείλω ψύχραιμα και δυνατά την κυριότερη στροφή. Επειδή όμως είναι αποκαρδιωτική, σεις, ακούγοντας της δώστε στο νόημά της μόνο προσοχή, και φυλαχτείτε από τη θλιβερή εντύπωση, που σίγουρα θ αφήσει σαν σημάδι από καμένο σίδερο στα ταραγμένα πνεύματά σας. Και μη νομίσετε πως πρόκειται να βγει η ψυχή μου, δεν έγινα ακόμη σκελετός, κι ούτε και τα γεράματά άφησαν τη σφραγίδα τους στο μέτωπό μου...
Γέρο ωκεανέ, συ είσαι το σύμβολο, για να είναι κανείς αυτό που είναι. Πάντα ίδιος με τον εαυτόν σου. Συ, δεν αλλάζεις, έτσι που να γίνεσαι αγνώριστος. Κι αν τύχει κάπου τα κύματά σου να σηκώνονται βουνά, πιο μακριά, σε κάποια άλλη ζώνη, κυλάνε ήρεμα γαληνεμένα. Του λόγου σου, δεν είσαι σαν τον άνθρωπο, που σταματάει στο δρόμο, να δει δυο καπροδοντικά σκυλιά πιασμένα απ' το λαιμό να τρώγονται, και που δεν σταματάει όταν μπροστά του περνάει κηδεία, και που το πρωί είναι στα κέφια του, και το βράδυ στις ακεφιές του, και που σήμερα γελάει κι αύριο κλαίει. Χαίρε, ωκεανέ!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου