20 Αυγούστου 2018

Ο πρόλογος, του Claude Lefort, από το βιβλίο «Εξουσία και Ελευθερία στις Πρωτόγονες Κοινωνίες» του Pierre Clastres, σε μετ. Νίκου Β. Αλεξίου, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», έτος έκδοσης το 1999.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχουν παρέλθει ακριβώς 15 χρόνια (ΣτΜ. από το 1963) αφ’ ότου ο Πιέρ Κλαστρ άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του. Ήδη στο πρώτο του δοκίμιο, «Ανταλλαγή και Εξουσία: η Φιλοσοφία του Θεσμού του Αρχηγού στους Ινδιάνους» - με μια βεβαιότητα, ακριβολογία και κομψότητα, οι οποίες έμελλε να σημαδεύσουν όλα του τα κείμενα - έθεσε τις βάσεις της πολιτικής ανθρωπολογίας του. Ακόμη περισσότερο: το κείμενο αυτό, στην ουσία του, εμπεριείχε ήδη την ερμηνευτική του περί του λεγομένου πρωτόγονου ή άγριου κόσμου, την οποία, έκτοτε, δεν έπαψε να εμπλουτίζει. Φαινόμενο εντελώς μοναδικό, ο Κλαστρ ανακάλυψε, χωρίς δισταγμούς, χωρίς λοξοδρομήσεις, χωρίς παρεκκλίσεις - μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε: χωρίς ερευνητικό μόχθο - τον δρόμο που θα ακολουθούσε στο έργο του, τον οποίο και βάδισε χωρίς ολιγωρία.

Βεβαίως, έζησε πολύ καιρό ανάμεσα στους Ινδιάνους. Από το 1963, και για περισσότερα από 10 χρόνια, έζησε σε χώρες της Ν. Αμερικής, και συγκεκριμένα στην Παραγουάη, την Βραζιλία και την Βενεζουέλα. Κατ’ αρχάς, ανάμεσα στους Γκουαγιάκι, εν συνεχεία ανάμεσα στους Γκουαράνι, κατόπιν ανάμεσα σε μια σημαντική φυλή τούς Τσάκο, μετά ανάμεσα στους Τσουλουπί-Ασλουσλάι και, τέλος, ανάμεσα στους Γιανομάμι· εκεί συγκέντρωσε ένα τεράστιο πλήθος πληροφοριών, οι οποίες του επέτρεψαν να γράψει με την ίδια επάρκεια και ευστοχία, για θέματα τόσο διάφορα όσο η καθημερινή ζωή της ομάδας, ο ρόλος των αρχηγών, των μύθων, των τελετουργιών μύησης και του πολέμου. Όμως, ακόμη πιο αξιόλογη φαίνεται η πρόωρη γονιμότητα μιας θεώρησης, την οποία είχε ήδη διαμορφώσει προτού αρχίσει να ταξιδεύει. Αδίκως θα υποψιαζόταν κανείς ότι όταν βρισκόταν επιτόπου, δεν ήθελε ή δεν μπόρεσε να δει παρά μόνον όσα ανταποκρίνοντο στις προσδοκίες του. Αντιθέτως, διαβάζοντάς τον, εντυπωσιαζόμαστε από την συνάντηση με τον «άλλον», ο οποίος είχε ήδη προσχηματισθεί στην σκέψη του. Ο Κλαστρ, είναι αλήθεια, είχε ανακαλύψει τους Ινδιάνους στα βιβλία προτού τους ανακαλύψει στην τροπική ζούγκλα, ιδίως μέσα από τις αναγνώσεις των αφηγήσεων παλαιότερων περιηγητών και ιεραποστόλων· ωστόσο, εάν μπόρεσε με τέτοια ταχύτητα να αποκρυπτογραφήσει όσα εκείνοι άφηναν να διαφαίνονται χωρίς να τα κατονομάζουν και, ενίοτε, αποκρύπτοντάς τα, αυτό συνέβη, αναμφιβόλως, επειδή, προτού ακόμη αφοσιωθεί στην εθνολογία, έφερε ήδη μέσα του την φυσιογνωμία του «άλλου», επειδή προοριζόταν να τον αναγνωρίσει στον εξωτερικό κόσμο, να αποκαλύψει την ταυτότητά του και να του δώσει την δυνατότητα να μιλήσει. Την εσώτατη αυτή ψυχική διάθεση μαρτυρά, καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο έργο του, «Το Χρονικό των Ινδιάνων Γκουαγιάκι» - θαυμάσιο δείγμα ανασύνθεσης μιας άλλης ανθρωπότητας, της οποίας η πραγμάτωση είχε την αιτία της στην γόνιμη ευαισθησία του απέναντι στην ιδιαιτερότητά της.

Στον πυρήνα των μελετών του Κλαστρ, συναντάμε την ίδια βεβαιότητα: ότι οι ινδιάνικες, οι πρωτόγονες κοινωνίες εν γένει, έχουν παρερμηνευθεί διττά: είτε επιχειρούν να τις αναγάγουν σε ένα κατώτερο στάδιο της ανθρωπότητας, εντάσσοντάς τες μεν στην Ιστορία, αλλά μόνο και μόνο για να τις τοποθετήσουν στην θέση εκείνου που δεν είναι ακόμη πολιτισμένο - αυτή είναι η προοπτική της εξελιξιαρχίας, η οποία είναι αδύνατον να βελτιωθεί, ακόμη και αν εξωραϊσθεί με τα χρώματα της μαρξιστικής επιστήμης· είτε εξαλείφουν την ιστορική διάσταση, με σκοπό να περιορίσουν την ιδιοτυπία της πρωτόγονης κοινωνίας σε κάποια σημεία δομής ή συνόλου δομών, σημεία τα οποία, εντός του συμπαντικού πολιτισμού, υποτίθεται ότι τις διαφοροποιούν από τις άλλες κοινωνίες. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του στοχασμού εκείνο που καθιστά πρωτόγονη μια πρωτόγονη κοινωνία, και αυτό είναι ο αυτοαναφορικός της λόγος, ο λόγος, δηλαδή, ο οποίος την συγκροτεί ως μονάδα και εμφανιζόμενη ως τέτοια, εν ολίγοις, παραμένει εκτός της εμβέλειας του στοχασμού η πολιτική της ύπαρξη. Ωστόσο, ούτε από την σκοπιά της εξελιξιαρχίας ούτε από την σκοπιά του στρουκτουραλισμού, δεν εγείρεται το ζήτημα της θέσης της εξουσίας. Μόνον εάν εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η πρωτόγονη κοινωνία καθορίζει την θέση της εξουσίας, θα μπορέσουμε, απαλλασσόμενοι από την απλοϊκή και θετικιστική αντίληψη περί της ανάπτυξης της ανθρωπότητας, να θέσουμε και πάλι, με νέους όρους, το ζήτημα της Ιστορίας, επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε μια μεταλλαγή: την μετάβαση από έναν κόσμο χωρίς κράτος στον κόσμο του κράτους (ανεξαρτήτως των ποικίλων μορφών τις οποίες προσλαμβάνει, από τους αρχαίους δεσποτισμούς έως τις σύγχρονες δημοκρατίες και τους ολοκληρωτισμούς). Κάτι το οποίο υπογράμμιζαν συνήθως οι πρώτοι παρατηρητές και εθνολόγοι, είναι το ότι οι ινδιάνικες κοινωνίες δεν γνωρίζουν το κράτος, ή μάλλον, ορθότερα, ότι δεν εμφανίζουν ίχνη μιας εξουσίας, αποσπασμένης από το κοινωνικό σύνολο, την οποία ασκεί ένας άνθρωπος ή ολίγοι επί των υπολοίπων. Όμως, η εθνοκεντρική και σε τελευταία ανάλυση η πολιτική προκατάληψη [της δυτικής εθνολογίας] ήταν τόσο βαθιά, ώστε το σημαντικό αυτό χαρακτηριστικό - στο μέτρο που προσπαθούσαν να το αιτιολογήσουν - δεν ερμηνευόταν παρά ως ένδειξη μίας απλής έλλειψης. 

Η απουσία κράτους - δηλαδή μιας εξουσίας περιορισμένης εντός των ορίων ενός θεσμού που λειτουργεί ως εκπρόσωπος, εγγυητής, όργανο μετάδοσης του νόμου και, υπό τις ιδιότητες αυτές, ως κάτοχος των μέσων εξαναγκασμού - εξελήφθη ως ανωριμότητα της κοινωνικής οργάνωσης, η οποία, άλλωστε, μπορούσε να αποδοθεί στην ανεπάρκεια της τεχνικής ανάπτυξης αφ’ ενός, και του καταμερισμού της εργασίας αφ’ ετέρου. Η πρωτοτυπία του Κλαστρ, εν προκειμένω, συνίσταται στο ότι έδειξε ότι οι τεχνικές και οικονομικές συνθήκες, όχι μόνον δεν αποτελούν καθοριστικές παραμέτρους, αλλά και ότι εξαρτώνται αμφότερες από μία πολιτική επιλογή, η οποία απαγορεύει στην [πρωτόγονη] κοινωνία τόσο την δημιουργία μιας αυτονομημένης και εξαναγκαστικής εξουσίας, όσο και την παραγωγή ενός μη αναγκαίου για την επιβίωση της κοινότητας και αντίθετου προς την αρχή της ισορροπίας της πλεονάσματος αγαθών. Έτσι, ανατρέποντας την κρατούσα αντίληψη, υποστηρίζει ότι η ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία εκλαμβάνεται ως κινητήρια δύναμη της Ιστορίας και προϋπόθεση της εμφάνισης του κράτους από τους μαρξιστές ιδεολόγους, θα έπρεπε, ορθότερα, να θεωρηθεί απόρροια της εμφάνισης του κράτους. Είναι πεπεισμένος ότι για να διερευνηθεί η Ιστορία, πρέπει να αποκατασταθεί η πρωτοκαθεδρία του πολιτικού.

Η θέση του θεμελιώνεται θαυμάσια στην ανάλυση του ρόλου των αρχηγών στις ινδιάνικες κοινωνίες. Θα ήταν πράγματι άχρηστη η παρατήρηση πως οι συγκεκριμένες κοινωνίες δεν διαθέτουν κανένα όργανο εξουσίας, εάν ταυτοχρόνως κανείς δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει και να ερμηνεύσει το αμφιλεγόμενο φαινόμενο ενός θεσμού, ο οποίος εισάγει μια καθολική διαίρεση της ομάδας, εξουδετερώνοντας, συγχρόνως, τις επενέργειές του, του δίδει σχήμα και μορφή, ενώ την ίδια στιγμή τον εκμηδενίζει. Ιδού το παράδοξο το οποίο ο Κλαστρ με τόση προσήλωση προσπάθησε να εξιχνιάσει: η ύπαρξη ενός αρχηγού στον οποίο αναγνωρίζονται το κοινωνικό κύρος και τα προνόμια του λόγου, της πολυγυνίας και της απόκτησης πλούτου, ο οποίος όμως δεν θα ήξερε να διατάζει, εξαιρουμένων των εκτάκτων περιστάσεων (διεξαγωγή ενός πολέμου)· η ύπαρξη ενός αρχηγού ο λόγος του οποίου εκφράζεται για να υπενθυμίζει τις αρετές της υπακοής στους προγόνους και τον νόμο, ο οποίος αρχηγός όμως δεν διαθέτει δύναμη επιβολής και του οποίου τα αγαθά αποκτώνται με μόχθο, για να διανεμηθούν, εκ νέου, γενναιόδωρα στα μέλη της κοινότητας. Από την ανάλυση συνάγεται ότι, ουσιαστικώς, η εξουσία παραμένει εντός της ομάδας, η οποία, αρνούμενη την εξωτερικότητά της, την ασκεί μόνον εμμέσως.

Η πρώτη πρόταση επαληθεύεται μέσω της εξέτασης της τύχης αρχηγών οι οποίοι, όπως λέει ο συγγραφέας μας, θέλουν να κάνουν τους αρχηγούς, οι οποίοι, παρασυρόμενοι από την λογική του αυταρχισμού, χάνουν οριστικά το κύρος τους. Όχι μόνον δεν θα τους υπακούει κανείς, δεν θα βρουν υπηκόους, αλλά θα χάσουν την κοινωνική αναγνώριση ή, ακόμη, και την ίδια τους την ζωή.

Η δεύτερη πρόταση αποκαλύπτει το μυστικό της πολιτικής διαδικασίας που διέπει την θέσμιση της κοινωνίας. Και αυτό θα ήταν καλό να υπογραμμισθεί, ώστε να διαλυθεί μια ήδη διαδεδομένη παρανόηση. Διότι ο Κλαστρ, αν και μίλησε περί αδιαιρετότητας της πρωτόγονης κοινωνίας, στην πραγματικότητα μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι αυτή η κοινωνία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της διαίρεσής της και δεν το αφήνει αναπάντητο. Η έννοια της διαχωρισμένης εξουσίας δεν της είναι ξένη, εξορκίζει απλώς την απειλή της. Εάν δεν υιοθετούσαμε κάτι τέτοιο, θα ήταν ακατανόητη η διατύπωσή του περί μιας εξουσίας εναντίον του κράτους, δηλαδή η ιδέα του περί της άρνησης ενός νομοθετικού και καταπιεστικού ανθρώπινου θεσμού. Συνεπώς θα έπρεπε, αναγκαστικά, να του αποδοθεί μια φυσιοκρατική αντίληψη, την οποία ο ίδιος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καταπολεμήσει. Παρ’ ότι το αντικείμενο της άρνησης δεν διαμορφώνεται στην συνείδηση, παρ’ ότι το κράτος είναι άγνωστο σε εκείνους που αντιμάχονται την έλευσή του, τόσο ο λόγος όσο και η πρακτική των πρωτόγονων μαρτυρούν μία σιωπηρή αναγνώριση της διαίρεσης της κοινωνίας και της ενδεχόμενης μετεξέλιξης τής διαίρεσης αυτής.

Εάν, τέλος, διαβάσουμε την διεισδυτική μελέτη του περί των βασανιστηρίων κατά την διάρκεια της μύησης (κεφ. 10ο στο «Η Κοινωνία εναντίον του Κράτους»), καθώς και τα τελευταία του άρθρα περί πολέμου (στο περιοδικό «Libre», τεύχη 1 και 2), θέμα στο οποίο σκόπευε να αφιερώσει ένα μελλοντικό βιβλίο, θα πεισθούμε ότι ο Κλαστρ δεν υπέκυψε ποτέ - όπως τον κατηγορούν κάποιοι - στην φανταστική εικόνα των αρμονικών κοινωνιών, των οποίων κακό αντίποδα αποτελούν οι κρατικές κοινωνίες. Είναι βέβαιο ότι θαύμαζε την αντίσταση την οποία προέβαλαν, επί χιλιετίες ολόκληρες, ενάντια στην εδραίωση της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, εκείνοι τους οποίους εμείς χαρακτηρίζουμε πρωτόγονους. Εξετάζοντας, όμως, προσεκτικά το φαινόμενο της βίας, όσο ελάχιστοι πριν από αυτόν εθνολόγοι, ποτέ δεν αποδέχθηκε την εικόνα του «καλού αγρίου». Το πάθος του συνίστατο στην διερεύνηση ενός ανθρώπινου κόσμου, με σκοπό τον εμπλουτισμό της προσωπικής του αναζήτησης, η οποία και αποτελεί την κοινωνική του συνθήκη. Το έργο το οποίο μας αφήνει, έργο πυκνό, παρ’ ότι διεκόπη απότομα, κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στην πληθώρα των εθνολογικών έργων της εποχής μας, καθώς αυτά υπόκεινται στο ιδανικό της μετριότητας, υπενθυμίζοντάς μας ότι η επιστήμη, η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι αλληλένδετες στα πλαίσια μιας ανθρωπολογίας η οποία όντως βρίσκεται σε αναζήτηση της αλήθειας.

Κλοντ Λεφόρ
(Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1978 στην «Encyclopedia Universalis», και αναδημοσιεύθηκε το ίδιο έτος στο γαλλικό περιοδικό «Libre», τεύχος 4.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1)Οι θεματικές ενότητες τού βιβλίου, είναι 
α) Η Πρωτόγονη Οικονομία
β) Το Ζήτημα της Εξουσίας στις Πρωτόγονες Κοινωνίες
γ) Η Αρχαιολογία της Βίας: Ο Πόλεμος στις Πρωτόγονες Κοινωνίες
δ) Οι Μαρξιστές και η Ανθρωπολογία τους
ε) Παράρτημα (Συνεντεύξεις του Περιοδικού El Viejo Topo)

2) Η ενότητα: «Η Αρχαιολογία της Βίας: Ο Πόλεμος στις Πρωτόγονες Κοινωνίες», που συνιστά και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, κυκλοφορεί αυτοτελώς και από τις εκδόσεις «Έρασμος», έτος έκδοσης το 2004, σε μετάφραση Βασίλη Κούγκουλου.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: