17 Σεπτεμβρίου 2018

Το καρδιοχτύπι [Edgard Allan Poe, μετ. Στάβρος Μαυροθαλασσίτης]

Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχη 569 - 570 (1915)
(στο κείμενο που ακολουθεί διατηρείται η ορθογραφία του μεταφραστή, αλλά η μεταφορά γίνεται στο μονοτονικό)

ΤΟ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ

Αλήθεια! — νεβρικός — πολύ, παραπολύ, φοβερά νεβρικός είμουν και είμαι· όμως, γιατί, πώς μπορείτε να πήτε ότι είμαι τρελλός; Η αρρώστεια μου αφτή μούχεν οξύνει τις αιστήσες — δε μου τις χάλασε, δε μου τις άβλυνε. Και πάνου απ’ όλες η ακοή μου είταν οξύτατη: όλες τις άκουγα τις ψαλμουδιές στα ουράνια, κι όλα τάκουγα που γίνουνταν στη γις κι άκουγα κι απ’ τα ξεχύματα της Κόλασης πολλά! Πώς, λοιπόν, στο Θεό σας, είμαι τρελλός; Ακούστε, και προσέξετε, πόσο ισόρροπα, πόσο γερά — πόσο γαλήνια μπορώ να σας το πω όλο μου το ιστορικό.

Μούναι αδύνατο να πω πώς μου πρωτοκατέβηκεν η ιδέα· μα μια και μούρθε στο κεφάλι, μανησυχούσεν ολοένα, μέρα και νύχτα. Σκοπός μου κανείς. Πάθος — κανένα. Τον αγαπούσα εγώ το γέρο. Ποτέ του δε μ’ αδίκησε. Ποτέ του δε με πείραξε, καμμιάν από μέρους του προσβολή δεν είχα δοκιμάσει. Για τον πλούτο του ποτέ δε μούκαψε τα στήθη πόθος.

Θαρρώ είταν το μάτι του! Ναι, ναι, αφτό, αφτό η αίτια! Ένα απ’ τα μάτια του έμοιαζε σα μάτι γύπα —ένα ωχρογάλαζο μάτι, με μια ψιλοκορδέλα, μ’ ένα κακόπεπλο απάνουθέ του. Κάθε που το αντίκρυζα μου πάγωνε το αίμα· κι έτσι, σιγά — σιγά — πολύ βαθμηδικά —  το πήρα απόφασή μου να του στερήσω τη ζωή τού γέρου — να, γλύτωνα για πάντα απ’ το στρίγγλικό του μάτι.

Λοιπόν, εδώ είνε το παράξενο. Σεις θα με παίρνετε για τρελλό. Οι τρελλοί δεν ξέρουνε τίποτε. Μα έπρεπε να με βλέπατε. Θάξιζε να με βλέπατε με τι νου δούλεψα — με τι προφύλαξη — με τι πρόβλεψη — με τι προσποίηση άρχισα και τελείωσα τη δουλειά μου! Ποτέ μου δεν εδείχτηκα πιο αγαθός προς το γέροντα, ποτέ εβγενικώτερα δεν του φέρθηκα απ’ την εβδομάδα πριν τόνε σκοτώσω. Και κάθε νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα, έστριβα το μάνταλο της θύρας του και την άνοιγα —α, μα τόσο απαλά! Κι έπειτα, όταν την άνοιγα αρκετά για να χωρέση το κεφάλι μου μαζί μ’ ένα φανό ολόκλειστο, μπουλωμένο έτσι προσεχτικά που να ταν αδύνατο να ξεχυθή στο δωμάτιο το φως του, έχωνα το κεφάλι μου μέσα! Ω, θα γελούσατε χωρίς άλλο, αν με βλέπατε με τι πονηριά τόσπρωχνα μέσα! Το κινούσα σιγά πολύ, πολύ σιγά, έτσι που να μην είτανε φόβος να χαλάσω του γέροντα τον ύπνο. Έκανα μιαν ώρα να το περάσω ολόκληρό μου το κεφάλι μέσα απ’ τ’ άνοιγμα, ώστε να τόνε βλέπω πλαγιασμένο πάνου στο κρεββάτι του. Α! — Ένας τρελλός μπορούσε να ναι ως τόσο καλοβολεφτής; Κι υστερώτερα, όταν πεια το κεφάλι μου βρίσκουνταν για καλά μέσα στην κάμαρα, σιγοξεσκέπαζα το φανό, προσεχτικώτατα — ω, έτσι προφυλαχτικά — προσεχτικά "γιατί τρίζαν τα στριφτάρια" τον ξεμπούλωνα λιγουλάκι, που μια μόνο ψιλούτσικη αχτιδούλα έπεφτε πάνου στο μάτι του γύπα. Κι αφτό τόκανα εφτά ολόκληρες νύχτες — κάθε βράδι στις δώδεκα ακριβώς — μα πάντα το μάτι τόβρισκα κλειστό· κι έτσι μούταν αδύνατο ν’ αποτελειώσω το έργο μου. Γιατί κείνο που μ’ ερέθιζε εμένα είχανε το Κακό το Μάτι του γέρου, κι όχι ο γέροντας. Και κάθε πρωί, με το ξημέρωμα, θρασύτατα πήγαινα στο δωμάτιό του, και του μιλούσα θαρρετά, κράζοντας τον εγκάρδια με τόνομά του και ρωτώντας τον πώς πέρασε τη νύχτα. Έτσι, βλέπετε, έπρεπε νάτανε πολύ σοφός και μαντικός, αλήθεια, ο γέροντας για να υποψιάζουνταν πως κάθε νύχτα, ακριβώς στις δώδεκα, τον επιθεωρούσα ενώ εκοιμούνταν.

Την όγδοη νυχτιά τη θύρα την άνοιξα με περσότερη απ’ τις άλλες φορές προφύλαξη. Του ωρολογιού ο ωροδείχτης φέρνει γύρα γοργότερα παρά που εκινούνταν εμένα το χέρι μου. Ποτέ πριν από κείνη τη βραδιά δεν εννοίωσα τι πλάτος, τι έχταση είχα σε δύναμη — τι οξύνοια. Μόλις κι εκρατιούμουν απ’ τη συναίστηση του θριάμβου μου. Να συλλογίζεσαι πώς είμουνα εκεί εγώ, πως άνοιγα την πόρτα, λίγο — λίγο, κι αφτός, ούτε να μην ονειρέβεται τους μυστικούς μου λογισμούς, τα μυστικά μου τα καμώματα. Πνιχτογελούσα μ’ αφτή μου την ιδέα· κι ίσως να μάκουσε — γιατί σάλεψε πάνου στο κρεββάτι του ξαφνικά, σα να ξυπάστηκε. Τόρα, σεις ίσως θα θαρρέψετε πως τραβήχτηκα πίσου — μα όχι. Η κάμαρά του είτανε μάβρη σαν πίσσα από τ’ ολόπυκνο σκοτάδι «τα κανάτια είταν κλειστά από φόβο προς τους κλέφτες» κι έτσι είμουνα βέβαιος πως δε θα μπορούσεν ο γέρος να ιδή το άνοιγμα τής πόρτας, κι έτσι ξακολουθούσα να το σκουντώ μέσα το κεφάλι μου σταθερά, σταθερά.

Πέρασα το κεφάλι μου μέσα, κι ίσα που ετοιμαζόμουνα ν’ ανοίξω το φανό, όταν το δάχτυλό μου το μεγάλο γλύστρισε πάνου στο εξαρτήριό του το τενεκεδένιο, και πήδηξεν ο γέροντας πάνου στο κρεββάτι του με μια φωνή: — Ποιος είν’ αφτού;

Στάθηκα καρφωμένος, και δεν έβγαλα μιλιά — τσιμουδιά. Ως μιαν ολόκληρην ώρα δε σάλεψα ούτε τρίχα, και στο μεταξύ δεν τον άκουσα να ξαναπλαγιάση. Κάθουνταν ακόμα στο κρεββάτι του αφηκραζόμενος — ακριβώς όπως έκανα κι εγώ νύχτα κατόπι στη νύχτα ακούγοντας τις ώρες του θανάτου να κροτούν απάνου στον τοίχο. Κάποτες άκουσα ένα βόγγισμα, και το γνώρισα. Είταν το βόγγισμα του τρόμου του θανάτου. Δεν είταν βόγγος πόνου ή λύπης — α, όχι! — είταν ο απόβαθος και ο πνιγμένος ήχος που ξεσηκώνεται απ’ τα βάθια της ψυχής όταν παραφορτώνεται απ’ τον πελώριο και το μυστηριακό το φόβο. Τον είξερα καλά τον ήχο. Πολλές νυχτιές, το μεσονύχτι ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμούνταν, ξεπήδηζε κι απ’ το δικό μου κόρφο, βαθαίνοντας και πιο πολύ, με τον τρομαχτικό του αντίλαλο, τους τρόμους πού με τάραζαν, Λέγω το: τον είξευρα καλά. Είξερα τι αιστάνουνταν ο γέρος και τον σπλαχνιούμουνα, μ’ όλο που στην καρδιά μου πνιχτογέλαγα. Είξερα ότι κοίτουνταν ξυπνητός πάντα απ’ τον πρώτο λαφροθόρυβο, σαν είχε στρίψει στο κρεββάτι του. Οι φόβοι του όλο και θα πλήθαιναν. Θα έκανε να τους πάρη γι’ άλογους και παράλογους, μα δε θα του βολούσε. Θάλεγε του εαφτού του: «Δεν είναι τίποτε· ο αγέρας μέσα στην καπνοδόχο - κάνα ποντίκι φέρνει γύρα πάνου στο πάτωμα. Κάνα τρειδόνι θα πίπισε καμμιά φορά». Ναι, ναι, θα προσπαθούσε να παρηγορηθή με τέτοιες υποθέσες· μα όλα θα τάβρισκε μάταια. Όλα του κάκου. Γιατί ο χάρος σιμώνοντας τόνε είχε στηλωθή με την πυκνόμαβρή του τη σκιά μπροστά του, και περιτύλιξε το θύμα. Κι είτανε το πένθιμο βάρος της ανεπαίστητης σκιάς που του προξενούσε το αίστημα — μολονότι αφτός ούτε είδε ούτε άκουσε — το αίστημα της παρουσίας του κεφαλιού μου μέσα στο δωμάτιό του.

Όταν πια είχα φυλάξει αρκετά, πολύ υπομονητικά, χωρίς να τον έχω ακούσει να ξαναπλαγιάση, αποφάσισα ν’ ανοίξω μια μικρή — μια πολύ, πολύ μικρή χαραμάδα στο φανό. Και την άνοιξα — δεν μπορείτε να φανταστήτε πόσο κλεφτάτα. Κλεφτάτα — όσο που επιτέλους, μια θαμπή αχτιδούλα, σα μιαν αραχνόκλωστη, ξερρίχτηκε απ’ τη χαραματιά κι έπεσε πάνου στο μάτι τού γύπα.

Είτανε ανοιχτό — πλατειά ανοιχτό — σκύλιασα όταν το κοίταξα. Το είδα πολύ ξεχωριστά — ολόκληρο, ένα θαμπογάλαζο μάτι μ’ ένα βρωμόπεπλο από πάνου του, που μούφερεν ανατρίχιασμα και σύγκρυο ως το μεδούλι των κοκκαλιώ μου· μα άλλο κανένα μέρος απ’ το πρόσωπο και απ’ το σώμα του δεν μπόρεσα να ιδώ, γιατί είχα διεφτύνει την αχτίδα, ψυχόρμητα σάμπως, ίσα - ίσα πάνου στο διαβολότοπο.

Και τώρα, δε σας είπα πως ό,τι του λόγου σας παίρνετε για τρέλλα εγώ το λέγω, και είναι, μόνο υπεροξύτητα των αιστήσεων; Λοιπόν, ακούστε, μονομιάς ύστερα έφτασε σταφτιά μου ένας απόβαθος, σφιχτός, γοργόρριχτος ήχος, τέτοιος σαν που κάνει ένα ωρολόγι τυλιγμένο σε μπαμπάκι. Και τον είξερα κι αφτόν τον ήχο καλά: Είταν ο χτύπος της καρδιάς του γέρου. Μου άφξησε τη λύσσα όπως ο χτύπος του τυμπάνου κεντάει το στρατιώτη προς το θάρρος.

Μα και πάλι συγκρατήθηκα. Μόλις κι ανάσαινα. Κρατούσα ακίνητο το φανάρι. Δοκίμαζα ως πόσο σταθερά μπορούσα να βαστάξω την αχτίδα πάνου στο μάτι. Στο μεταξύ το διαβολικό σάλπισμα της καρδιάς δυνάμωνε. Γινότανε γοργότερο και γοργότερο, και πιο δυνατόφωνο κάθε στιγμή! Του γέροντα ο τρόμος θάταν ακράτητος! Δυνάμωνε, σας λέγω, δυνάμωνε κάθε στιγμή. Με καταλαβαίνετε, με προσέχετε; καλά, καλά, ε; Σας έχω μολογήσει πως είμαι νεβρικός; Και είμαι. Την ώρα εκείνη του θανάτου, τη νύχτα, μέσα στην τρομαχτική σιγαλιά εκειού του γέρικου σπιτιού, ένας τέτοιος θόρυβος με παραρέθισε και μέρριξε σέ τρόμο. Μα κι ακόμα, λίγα ακόμα λεπτά, κρατήθηκα και στέκουμαν ακίνητος. Όμως ο χτύπος όλο και γίνουνταν πιο δυνατόφωνος! Είπα μην έσκαζε η καρδιά του. Και τώρα μέπιασε μια άλλη αγωνία — χωρίς άλλο κάποιος, κανείς θεν’ άκουγε το χτύπο! Ήρθε του γέρου η ώρα! Με μια δυνατή, στριγγιά φωνή άνοιξα αστραπόγοργα το φανό και τινάχτηκα μέσα στην κάμαρα. Ο γέρος έβγαλε ένα ούρλιασμα, ένα μονάχα τσίριγμα. Σε μια στιγμή τον έσυρα κάτου στο πάτωμα, και τράβηξα το βαρί κρεββάτι απάνου του. Έπειτα μούρθανε χαρωπά χαμόγελα απ’ τη χαρά της επιτυχίας μου. Μα, αρκετά λεπτά χτυπούσεν η καρδιά του μ’ ένα σκεπασμένο ήχο. Το καρδιοχτύπι του... Αλλά τούτο δε μ’ ερέθιζε πια· ποιος θα μπορούσε να τακούση; Επί τέλους έπαψε. Τελείωσε ο γέροντας. Τράβηξα το κρεββάτι και ξέτασα το σώμα του. Ξερό – πέτρα. Ναι, είτανε πέτρα, πέτρα ξερό. Έβαλα το χέρι μου πάνου στην καρδιά του και το κράτησα εκεί πολλήν ώρα. Παλμός κανένας. Παγωμένος, κρύος, πέτρα. το μάτι του δε θα με πείραζε πιά...

Αν ακόμα με θαρρείτε τρελλό, θαλλάξετε χωρίς άλλο γνώμη, όταν σάς περιγράφω τα προφυλαχτικά μου μέτρα. Σιγοτέλειωνεν η νύχτα κι εγώ δούλεβα βιαστικά και σιωπηλά. Πρώτ’ απ’ όλα κομμάτιασα το κορμί. Έκοψα το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια. Έπειτα ξεκάρφωσα απ’ το πάτωμα δυο - τρία σανίδια κι έβαλα τα κομμάτια μέσα στα χωρίσματα. Μετά, ξανακάρφωσα τα σανίδια έτσι επιτήδεια, έτσι πονηρά, που κανένα μάτι — ούτε το δικό του — δε θα μπορούσε να ξεχωρίση τίποτε. Δεν έμεινε τίποτε για πλύσιμο — κανείς κόμπος — καμμιά αιματοσταλιά. Είχα φροντίσει πολύ αποτελεσματικά για όλα. Ένας κουβάς νερό όλα τά καθάρισε — χα! χα! ...

Όταν αποτέλειωσα τη δουλειά μου, είτανε η ώρα τέσσερις — σκοτεινά ακόμα σα μεσάνυχτα. Εκεί που λαλούσεν η καμπάνα την ώρα, άκουσα ένα χτύπο στην οξώπορτα. Κατέβηκα ν’ ανοίξω ολοήμερος. Τ’ είχα πια να φοβηθώ; Μπήκαν τρεις άνθρωποι που μου συστήθηκαν πολύ εβγενικά ως αστυνόμοι. Ένα στριγγοφώνημα είχεν ακούσει κάποιος γείτονας τη νύχτα· γεννήθηκεν υποψία κάποιας βρωμοδουλειάς· ο αστυνομικός σταθμός είχεν ειδοποιηθή, κι οι κύριοι είτανε σταλμένοι να ερεβνήσουν στο σπίτι.

Εγώ χαμογέλασα — τ’ είχα να φοβηθώ; Τους καλοδέχτηκα, το στριγγοφώνημα, τους είπα, τόχα βγάλει εγώ στον ύπνο μου. Ο γέροντας του σπιτιού, τους ανάφερα, έλειπε στη χώρα. Τους γύρισα έπειτα σ’ όλο το σπίτι. Τους παρακάλεσα να ερεβνήσουν — να έρεβνήσουν καλά. Στα υστερνά τους πήγα και στο δωμάτιό του. Τους έδειξα το βιός του σώο κι’ απείραχτο. Και στον ενθουσιασμό μου σπάνου έφερα και καρέκλες και τους πρότεινα να ξεκουραστούνε λίγο, κι εγώ, απ’ την άγρια ξετσιπωσιά του θριάμβου μου, έβαλα την καρέκλα μου πάνου στο ίδιο μέρος που κάτουθέ του αναπάβουνταν το θύμα. Οι αστυνόμοι μείνανε φχαριστημένοι. Ο τρόπος μου τους είχε βγάλει κάθε υποψία απ’ το νου. Είμουνα ήσυχος. Αφτοί κάθησαν και κουβέντιαζαν τα δικά τους ενώ εγώ τους παρακολουθούσα μ’ εφθυμία. Μα δεν πέρασε πολλή ώρα και έννοιωσα να με πιάνη μια ωχράδα, και μούρθεν η επιθυμία να φέβγανε. Μου πόνεσε το κεφάλι, και μούρθε ένα βούισμα στ’ αφτιά. Κι αφτοί ακόμα κάθουνταν, κι ακόμα κουβέντιαζαν. Το βόισμα γίνουνταν όλο και πιο ξεχωριστό. Άρχισα να τους μιλώ πιο λέφτερα, για να γλυτώσω απ’ το αίστημα τούτ· μ’ αφτό ξακολουθούσε κι όλο - ένα γίνουνταν πιο ωρισμένο, ως που, στα υστερνά βρήκα πως ο θόρυβος αφτός δεν είταν των αφτιώ μου.

Χωρίς άλλο θάχα κιτρινιάσει περσότερο — μα και μιλούσα πιο βιαστικά, και σέ ζωηρότερο τόνο. Ολοένα κι αψήλωνε ο ήχος, και τι μπορούσα να κάνω; Είταν ένας απάβαθος, σφιχτός, γοργόριχτος ήχος — παρά πολύ σαν τον ήχο που βγάζει ένα ωρολόγι τυλιγμένο σε μπαμπάκι. Μούπιασε σα λαχάνιασμα, άρχισα να γοργανασαίνω — κι όμως οι αστυνόμοι δε φαίνουνταν ν’ ακούνε τίποτε. Τους μιλούσα ληγορώτερα, ορμητικώτερα· μα ο θόρυβος όλο και δυνάμωνε. Μα γιατί επί τέλους δεν έλεγαν να φύγουν; άρχισα το σουλάτσο σα λυσσασμένος — μα και πάλι ο χτύπος δυνάμωνε. Ω θεέ μου! Τι μπορούσα να κάνω; άφρισα σκύλιασα, έβρισα! Εκουνούσα την καρέκλα μου και την έσερνα πάνου στα σανίδια, μα το πνιχτό τουκ, τικ, τακ, πάνου απ’ όλα και ξακολουθητικά δυνάμωνε. Δυνατώτερος και δυνατότερος — κάθε στιγμή και πιο δυνατός — ο θόρυβος, η βοή... Κι ακόμα οι αστυνόμοι κουβέντιαζαν ανυποψίαστα κι αναπαμμένα, και χαμογελούσαν. Είτανε δυνατό να μην άκουγαν; Παντοδύναμε! — όχι, όχι! Άκουγαν! υποψιάζουνταν! Τόξεραν. — Κορόιδεβαν με τον τρόμο μου! — Αφτό νόμιζα κι αφτό νομίζω. Μα κάθε τι θα με παίδεβε λιγώτερο απ’ αφτή την αγωνία! Κάθε άλλο θα το υπόφερνα πιο πολύ απ’ αφτή την κοροϊδία! Δε μπόρεσα πια να τα βαστάξω κείνα τα υποκριτικά τα χαμόγελα! Μούρθε να φωνάξω — αλλοιώς θα πέθνησκα! — και τώρα —ξανά! αλλοί μου δυνατότερα, ακόμα, κι ακόμα, κι όλο πιο δυνατά.

— «Παλιάνθρωποι», τους έκραξα, «πάψτε πια με την υποκρισία σας! Το μολογώ! ναι, να, ξυλώστε τα σανίδια! — Εδώ, εδώ! — Είναι ο χτύπος της βρωμοκαρδιάς του. Είνε το καρδιοχτύπι του.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: