[...]
Οι συζητήσεις για την αχρηστία και τον θάνατο της ποίησης προκαλούσαν πάντοτε την ειρωνεία του Μαγιακόβσκι (κατά βάθος οι συζητήσεις αυτές είναι ανόητες, έλεγε, αλλά μας είναι χρήσιμες για να κινητοποιήσουμε την τέχνη). Στο ποίημά του «Η Πέμπτη Διεθνής», πάνω στο οποίο ο Μαγιακόβσκι εργάστηκε πολύ καιρό και με ζήλο, αλλά το άφησε ημιτελές, σκόπευε να θέσει άμεσα το πρόβλημα της μελλοντικής τέχνης. Ο μύθος που προβάλλεται είναι ο ακόλουθος: Η πρώτη φάση της επανάστασης — η κοινωνική μεταμόρφωση του κόσμου — έχει ολοκληρωθεί. Η ανθρωπότητα ανιά. Η καθημερινότητα έχει επιζήσει. Πρέπει να περάσουμε σε μια καινούργια δράση, σε νέες παγκόσμιες ανατροπές — σε μια «επανάσταση του πνεύματος» που θα κατευθύνεται από την Πέμπτη Διεθνή στο όνομα ενός καινούργιου τρόπου ζωής, μιας καινούργιας τέχνης, μιας καινούργιας επιστήμης. Η εισαγωγή που δημοσιεύτηκε αυτού του ποιήματος είναι μια ημερήσια διάταξη προκειμένου να καταργηθούν οι καλλιέπειες του στίχου, να εισαχθεί μέσα στην ποίηση η συντομία και η ακρίβεια των μαθηματικών τύπων, καθώς επίσης και μια αναμφισβήτητη λογική. Δίνεται ένα υπόδειγμα ποιητικής σύνθεσης ακολουθώντας το μοντέλο ενός λογικού προβλήματος. Όταν του εξέφρασα τον σκεπτικισμό μου αναφερόμενος σ’ αυτό τον ποιητικό προγραμματισμό, σ’ αυτήν τη στιχουργική διδαχή ενάντια στον στίχο, ο Μαγιακόβσκι μού απάντησε μ’ ένα χαμόγελο: «Μήπως παρατήρησες ότι η λύση του λογικού μου προβλήματος είναι υπερνοηματική;» [Αναφορά στον όρο Zaumny J. Jazyk (υπερνοηματικό λεξιλόγιο), που θεωρητικοποίησαν οι Ρώσοι κυβοφουτουριστές.]
Σ’ αυτή την αντινομία ανάμεσα στο ορθολογικό και το άλογο είναι αφιερωμένο το θαυμάσιο ποίημα «Στο σπίτι». Πρόκειται για ένα όραμα συγχώνευσης των δυο αυτών στοιχείων, για μια ορισμένη ορθολογικοποίηση του άλογου:
Νιώθω πώς είμαι
μια φάμπρικα σοβιετική,
που παράγει ευτυχία.
Δεν το θέλω
να με μαζεύουν
καθώς τ’ ανθάκια σ’ ένα ξέφωτο
μετά τον μόχθο μιας εργάσιμης μέρας
...
Θέλω σαν υπεραμοιβή η καρδιά να δεχτεί έναν γιγάντιο έρωτα
Θέλω
στο τέλος της δουλειάς
η επιτροπή της φάμπρικας
να σφραγίσει τα χείλη μου
με το λουκέτο.
Θέλω
με ξιφολόγχη
να παραβάλλουν την πένα.
Μαζί με το λιώσιμο
και την παραγωγή του ατσαλιού,
η δουλειά των στίχων,
να ’ναι ό στόχος
των αναφορών του Στάλιν
ενώπιον του Πολιτικού γραφείου:
«Τα πράγματα θα πει, είναι έτσι
κι έτσι...
Κι έχουμε ανέβει
από τις τρώγλες των εργατών
μέχρι τις πιο ψηλές κορφές:
Στη Δημοκρατική
Ένωση
η κατανόηση των στίχων
ξεπέρασε
την προπολεμική νόρμα...»
[...]
Αλλά το θεμελιώδες άλογο θέμα είναι στον Μαγιακόβσκι ο έρωτας. Ένα θέμα που εκδικείται σκληρά όσους τόλμησαν να το λησμονήσουν, που διασκορπίζει σαν καταιγίδα ανθρώπους και πράγματα παραμερίζοντας όλα τα υπόλοιπα. Κι ακόμα, σε μια παράλληλη λειτουργία με την ποίηση, το θέμα αυτό είναι ταυτόχρονα αδιαχώριστο από την τρέχουσα ζωή και σε διάσταση μαζί της, καθηλωμένο «ανάμεσα σε σταδιοδρομίες, κέρδη και ούτω καθ’ εξής». Ό έρωτας έχει συντρίβει πάνω στην καθημερινότητα.
Παντοδύναμος, επινόησες ένα ζευγάρι μπράτσα,
Θέλησες ο καθένας να ‘χει ένα κεφάλι,
γιατί δεν έκανες
να μπορούσαμε χωρίς βάσανα
ν’ αγκαλιαζόμαστε, ν’ αγκαλιαζόμαστε, ν’ αγκαλιαζόμαστε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου