18 Νοεμβρίου 2018

ΦΑΡΕΝΑΪΤ 451 [Εύα Γαλατσάνου]

ΦΑΡΕΝΑΪΤ 451
(πηγή: 24grammata.com.)























Ο Αμερικανός συγγραφέας Ray Bradbury γεννήθηκε το 1920 στο Ιλινόις. Από μικρή ηλικία διάβαζε συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, όπως ο Ιούλιος Βερν και ο Χέρμπερτ Γουέλς. Αποφοιτώντας από το Λύκειο του Λος Άντζελες το 1938 λόγω έλλειψης χρημάτων δεν συνέχισε στο κολέγιο αλλά επισκεπτόταν τη βιβλιοθήκη στο κέντρο της πόλης τρεις- τέσσερις φορές την εβδομάδα. Αναφέρει ότι χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης ο πρόεδρος του κολεγίου γνωρίζοντας την ενασχόληση με την λογοτεχνία ανακοίνωσε επίσημα την «αποφοίτηση» του από την βιβλιοθήκη. Έχοντας απαλλαγεί από την στρατιωτική θητεία εξαιτίας προβλημάτων όρασης, άρχισε να γράφει ιστορίες φαντασίας σε διάφορα αυτοσχέδια περιοδικά.
Όπως τονίζει σε συνέντευξη του, έγραφε ιστορίες φαντασίας, το μόνο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που έγραψε ήταν το «Φαρενάϊτ 451» το 1953. Γενικά ασχολήθηκε και με την συγγραφή σεναρίων για τηλεοπτικές σειρές όπως Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, ανέβασε στην σκηνή δύο θεατρικά έργα που έγραψε.
Ένα βράδυ περπατώντας με ένα φίλο του στο Λος Άντζελες τους σταματά ένας αστυνομικός για να τους ρωτήσει τι έκαναν εκεί. Ύστερα από μία σύντομη στιχομυθία, ο αστυνομικός καταλήγει λέγοντας τους να μην ξαναπερπατήσουν. Σοκαρισμένος γυρνώντας στο σπίτι έγραψε τον «Πεζό», αναφερόμενος σε μια μελλοντική εποχή που απαγορεύεται το περπάτημα και οι πεζοί θεωρούνται εγκληματίες. Λίγους μήνες αργότερα πήρε τον περιπατητή από τον «Πεζό» και τον έβαλε να στρίψει σε μια γωνία όπου συναντά μια κοπέλα που του λέει «Κατάλαβα ποιος είστε από τη μυρωδιά της κηροζίνης. Είστε αυτός που καίει τα βιβλία». Φαρενάϊτ 451 είναι οι βαθμοί στους οποίους καίγονται τα βιβλία. Η ιστορία αφηγείται μια κοινωνία κυριαρχημένη από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, οι άνθρωποι είναι καλωδιωμένοι με τα μικρά Κοχύλια- πρόδρομοι των γουόκμαν όπως αναφέρει ο συγγραφέας- και βομβαρδίζονται με ψυχαγωγικά προγράμματα από τις γιγαντοοθόνες. Το βιβλίο είναι ο μεγαλύτερος εχθρός καθώς μπορεί να προκαλέσει σκέψη «Ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο». Γι’ αυτό η πυροσβεστική έχει αλλάξει σκοπό, καίει όσα σπίτια έχουν βιβλία ενίοτε μαζί με τους «εγκληματίες» ενοίκους. Ο ήρωας είναι ο Γκαυ Μόνταγκ, συνεπής και αποδοτικός πυρονόμος ο οποίος μετά από δύο σημαντικά γεγονότα αλλάζει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του. Το πρώτο είναι η τυχαία συνάντηση με την έφηβη Κλάρις Μακ Κλέλαν. Η «αλλόκοτη» συμπεριφορά της κοπέλας αρχίζει να τον κάνει να έχει τις πρώτες αμφιβολίες για την ορθότητα του επαγγέλματος του, οι οποίες θεμελιώνονται και τον ωθούν να δράσει αντίθετα μετά μετά το συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη ένα βράδυ που κλήθηκαν να κάψουν ένα σπίτι με βιβλία. Η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια αποφάσισε να καεί μαζί με τα βιβλία της. Ο Μόνταγκ αρχίζει να διαβάζει βιβλία και έρχεται σε επαφή με έναν ηλικιωμένο καθηγητή λογοτεχνίας, τον Φάμπερ. Ωστόσο, οι εξελίξεις είναι γρήγορες, η ίδια η γυναίκα του, αναφέρει στην πυροσβεστική υπηρεσία την κατοχή βιβλίων με αποτέλεσμα ο επικεφαλής των Πυραγών, ο Μπήτυ, να αναγκάσει τον Μόνταγκ να κάψει ο ίδιος το σπίτι του. Μόνο που στο τέλος ο ίδιος σκοτώνει τον αρχηγό της πυροσβεστικής και το καταδιωκτικό ρομπότ της υπηρεσίας. Καταζητείται σε όλη την πόλη με ένα εξαιρετικά σύγχρονο οπλισμό και συστήματα ανίχνευσης. Ωστόσο, καταφέρνει να διαφύγει έξω από τα όρια της πόλης ακολουθώντας το ποτάμι. Εκεί βρίσκει μια ομάδα ανθρώπων οι οποίο έχουν δημιουργήσει μια οργάνωση που τα μέλη της απομνημονεύουν ολόκληρα βιβλία και με αυτόν τον τρόπο χωρίς να κρατάνε στα χέρια τους τα «επικίνδυνα» βιβλία, τα κρατάνε στο μυαλό τους, κάθε άνθρωπος είναι ένα βιβλίο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να το απαγγείλει.
Το βιβλίο είναι μια δυστοπία, ο συγγραφέας αντλώντας υλικά από την πραγματικότητα τα επενδύει με το φανταστικό στοιχείο δημιουργώντας έναν ου- τόπο, έναν τόπο που δεν υπάρχει και είναι εφιαλτικός. Όπως και με άλλες ουτοπίες που εμφανίστηκαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η Πολιτεία του Πλάτωνα στα αρχαία χρόνια, η Ουτοπία του Τόμας Μουρ, η Πολιτεία του Ήλιου του Καμπανέλλα, η Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέικον στην Αναγέννηση και το 1984 του Όργουελ (1949) και o Θαυμαστός καινούριος κόσμος του Άλντους Χάξλευ (1932). Οι συγγραφείς γράφουν για αυτούς τους τόπους εμπνεόμενοι από την πραγματικότητα και με μέσο την φαντασία εκφράζουν τις ελπίδες, τους φόβους, την άποψη τους για το πώς θα είναι μια κοινωνία προς μίμηση ή προς αποφυγή. Ο Ray Bradbury περιγράφει μια κοινωνία που έχει υποδουλωθεί πλήρως σε μια κατασταλτική πολιτική ελέγχου της σκέψης, κυριαρχίας της τεχνολογίας, καταδυνάστευσης του προσωπικού χώρου από γιγαντοοθόνες που παρέχουν συνεχώς ενημερωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα.

















Erik makes happy, Erik van Lieshout, κομμάτι από την έκθεση του που πραγματεύεται την ά-λογη λογική της κατανάλωσης. Κάθε προϊόν που διαφημίζεται είναι επιφορτισμένο με μια συνεχή επιχειρηματολογία για την αξία χρήσης του. Επί της ουσίας δεν πωλείται κανένα σχεδόν προϊόν με τα χαρακτηριστικά που προβάλλουν.  

Σε αυτήν την κοινωνία ο στόχος είναι η απόλυτη διασκέδαση, η προσπάθεια εξολόθρευσης οποιουδήποτε πνευματικού ζιζανίου που μπορεί να προκαλέσει προβληματισμό για την υπάρχουσα κατάσταση. Η σκέψη ισοδυναμεί με κατάθλιψη και η αμφισβήτηση με κολλητική αρρώστια που πρέπει να εξολοθρευτεί. Δεν υπάρχει προσωπικός χρόνος, όλοι μοιράζονται τον ίδιο χρόνο όπως τους το υπαγορεύουν τα ψυχαγωγικά και τηλεοπτικά κανάλια. Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι η κατοχή βιβλίων και η ανάγνωση τους και αυτό γιατί έχουν την δυνατότητα να αφυπνίσουν το μυαλό των ανθρώπων, να σπινθηροβολήσουν τα μάτια των αναγνωστών και αυτές τις «πνευματικές» φωτιές η κοινωνία δεν μπορεί να τις καταστείλει αλλιώς πέρα από τον πλήρη αφανισμό των βιβλίων και την εξόντωση των ιδιοκτητών τους είτε μέσω της σύλληψης είτε μέσω του καψίματος τους. Τα ΜΜΕ έχουν κυριαρχήσει το συλλογικό φαντασιακό μέσω των πολύχρωμων εικόνων, της εκκωφαντικής μουσικής και της συνεχής ανανέωσης προγράμματος. Αποτελούν μέσα παραγωγής σημείων που δεν αφήνουν περιθώρια αλληλεπίδρασης στον αποδέκτη.























Frozen Images, Marshall Arisman (1973), Το θέαμα βρίσκεται πάντα εκεί για να σου κρατήσει «παρέα», προβάλλει αυτά που θέλει ο θεατής, τον διασκεδάζει και τον φοβίζει στις απαραίτητες δόσεις. Ωστόσο, η λειτουργία του είναι αφοπλιστική, σε σημαδεύει στο κεφάλι, στο μυαλό πριν καν εσύ το καταλάβεις γιατί είσαι απασχολημένος με το «κυνήγι» των εχθρών στην οθόνη.

Έτσι, όπως αναφέρει ο Ζαν Μποντριγιάρ, το ψυγείο και μια τηλεόραση δεν έχουν μεγάλη διαφορά καθώς και στα δύο είναι ενσωματωμένος ο λόγος χωρίς απόκριση. Σε αυτόν τον πολιτισμό η κατάργηση των βιβλίων δεν επιβλήθηκε ξεκάθαρα άνωθεν αλλά σταδιακά οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν, δεν ήθελαν να στεναχωρηθούν αλλά και ούτε να διαφέρουν ο ένας από το άλλον. Η ζωή τους υπάρχει μέσα από την τηλεόραση, δεν ζουν αυτεξούσια αλλά προσδιορίζονται από τις αποσπασματικές αφηγήσεις της τηλεόρασης. Ξεχνάνε τον ίδιο τους τον εαυτό , δεν μπορούν να θυμηθούν την ίδια τους την ζωή όπως που συναντήθηκαν για πρώτη φορά ο Μόνταγκ με την γυναίκα του. Η πρωτεύουσα ανάγκη τους είναι η ανάγκη για διασκέδαση, ο δημόσιος λόγος, ο πολιτικός, ο θρησκευτικός έχει αντικατασταθεί με σημεία που αναγνωρίζονται στον λόγο της ψυχαγωγίας. Οι ίδιοι οι άνθρωποι αναζητούν ένα λόγο που θα κοιμίζει τις συνειδήσεις τους και θα τους δημιουργεί εκείνες τις εικονικές συνθήκες για να συνεχίσουν να ζουν σε ένα πάρκο συνεχής ψυχαγωγίας. Αγοράζουν καλύτερες οθόνες τοίχου για να βλέπουν καλύτερα τις διαφημίσεις που θα προβάλουν καινούριες οθόνες και προϊόντα για αγορά. Η κατανάλωση γίνεται αυτοσκοπός και ίσως αποτελεί την μόνη κινητοποιό δύναμη που έχει η τηλεόραση, την ώθηση του θεατή να πάει να αγοράσει.
















Απόγευμα στην οδό Καρλ Γιόχαν, Έντβουαρντ Μουνκ (1892).
Πλήθος κόσμου, περαστικοί με πρόσωπα χλωμά, τα μάτια τους ορθάνοιχτα και ανέκφραστα. Η ενσωμάτωση των κανόνων χωρίς καμία κριτική σκέψη ή αμφισβήτηση οδηγεί στην α-προσωποποίηση των προσώπων και την ανατριχιαστική ομοιότητα τους.

Σε αυτόν τον πολιτισμό κυριαρχίας των ΜΜΕ υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι αυτά απευθύνονται στον κάθε άνθρωπο μεμονωμένα, το άτομο αναγνωρίζει την διαφορετικότητα του γιατί τα τηλεοπτικά κατασκευάσματα του απευθύνονται «προσωπικά». Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα άτομα αλέθονται και η σκέψη τους κονιορτοποιείται μαζί με την σκέψη των υπόλοιπων ανθρώπων δημιουργώντας ένα ακίνδυνο μείγμα. Τα άτομα δεν είναι επικίνδυνα γιατί τους αφαιρείται σταδιακά η άμεση συνείδηση της ζωής τους, βιώνουν την ζωή τους διαμεσολαβημένη μέσα από τις εικόνες με αποτέλεσμα να αποστασιοποιούνται ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Τηλεφωνάμε για ένα νεκρό πού να τον βρούμε;
—Το όνομά του;
μας απαντάνε
—Δεν έχει όνομα
είναι νεκρός
ψάχνουμε τα συρτάρια
—Τον έχουν κρύψει
—Τον έχουν διώξει
—Τον έχουν σώσει
δεν τονε βρίσκουμε (…)    
Να πάμε αλλού
να τριγυρίσουμε
και να ρωτήσουμε
—Δεν τήνε ξέρουν
—Δεν ξέρουν τ’ όνομά του
—Τον ξέχασαν
Τηλεφωνάω
μου λένε: Όχι
—Δεν ξέρουν ποιος είμαι
—Δεν ξέρουν τ’ όνομά μου
Μ’ έχουν ξεχάσει
Είμαι νεκρός

Το τηλέφωνο, Μίλτος Σαχτούρης, 1952

Ο Ray Bradbury είναι ένας άνθρωπος ο οποίος επισκεπτόμενος βιβλιοθήκες έμαθε πράγματα χωρίς να πάει στο κολέγιο. Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του υποστήριξε με πάθος τον θεσμό των ανοιχτών βιβλιοθηκών ως παράγοντα μόρφωσης. Στο βιβλίο του «Φαρενάϊτ 451» κάνει ένα εγκώμιο στην ύπαρξη των βιβλίων. Διαβλέποντας την συνεχή ανάπτυξη της τεχνολογίας, γράφει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στο οποίο ενσωματώνει τεχνολογικές ανακαλύψεις που όντως πραγματοποιήθηκαν- όπως οι γιγαντοοθόνες- αλλά ουσιαστικό πρωταγωνιστή βάζει τα «παραδοσιακά» βιβλία. Τα βιβλία έχουν μια ξεχωριστή υλική οντότητα, έχουν πόρους και μια ζωή που ρέει μέσα τους, εσωκλείουν τις ιδέες και τις απόψεις των συγγραφέων τους, χαρακτηρίζονται από δύναμη αλλά ταυτόχρονα μπορείς να τα ελέγξεις, αν δεν συμφωνείς λειτουργεί η λογική και αποτραβιέσαι γεγονός που δεν συμβαίνει με την τηλεόραση. Ο Ray Bradbury δίνει μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Στο σύμπαν της αυξανόμενης τεχνολογικής επικράτησης να μην ξεχαστεί η σημασία των βιβλίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: