22 Μαρτίου 2019

Περίκλειον Ωδείον [Παναγιώτου Καστριώτου, Αρχαιολογική Εφημερίς, 1922]

Πηγή πρωτότυπου: archetai.gr.

Τα με έντονα σημειωμένα μέρη του εξαιρετικού αυτού κειμένου, για τις εργασίες αποκάλυψης τού Ωδείου τού Περικλή, τα ερείπια του οποίου βρίσκονται στις νοτιοανατολιές πλαγιές του βράχου τής Ακροπολης, από τον ιστολόγο. Τα σχόλια και τα λόγια μπορεί κάποιος να εκστομίσει θα υπολείπονται πάντα των πεπραγμένων.   


Περίκλειον Ωδείον  

Εφέτος δεν εσκόπουν να εξακολουθήσω τας εν τω ωδείω τού Περικλεούς ανασκαφάς ημών, ας από οκταετίας εκεί δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας ενεργούμεν προς πλήρη αποκάλυψιν τού οικοδομήματος, καθότι ολόκληρον τον χώρον, ων κατελάμβανον αι υπό τής Εταιρείας εξαγορασθείσαι τρεις μικραί οικίαι, ανεσκάψαμεν ήδη μέχρι του βραχώδους εδάφους, ώστε δεν υπήρχε δι’ εφέτος ή ελάχιστος χώρος προς περαιτέρω εργασίαν.

Ούτω εν αρχή εξεκαθαρίσαμεν ολόκληρον τον χώρον τού ήδη αποκαλυφθέντος οικοδομήματος τού ωδείου από των θάμνων και της επιχώσεως, όστις συνεπεία των όμβριων υδάτων και των από των κλιτύων τής Ακροπόλεως κατελθόντων χωμάτων και λίθων είχεν εκ νέου καλυφθή. Τα δε εις φως ελθόντα βάθρα των εσωτερικών κιόνων, εφ’ ων εστηρίζετο η στέγη τού οικοδομήματος, ουδόλως διεκρίνοντο.

Εν τω ανασκαφέντι χώρω τω υπό την ΒΑ κλιτύν τού βράχου τής Ακροπόλεως κειμένω (εικ. 1) απεκαλύψαμεν μέχρι σήμερον το ήμισυ ορθογωνίου κτιρίου, όπερ ην πελώρια αίθουσα, και ουχί Στοά, ως ενομίζετο, μετά τμήματος τής ανατολικής πλευράς συνεχόμενον προς την ΒΑ γωνίαν· προς δε τούτω και ολόκληρον σχεδόν την βόρειον πλευράν εις μήκος άνω των 73 μέτρων (εικ. 2) υπολείπεται δε μικρόν έτι τμήμα μέχρι του τέρματος όπερ δεν κατωρθώσαμεν να αποκαλύψωμεν ένεκα της μεγάλης εκεί επιχώσεως τού εδάφους υπερβαινούσης τα 7 μέτρα και ης η εκσκαφή ανεβλήθη εις ευθετώτερον χρόνον ως έργου μακρού και δαπάνης μεγάλης· πάντως όμως το όλον μήκος τής βορείου ταύτης πλευράς τού κτιρίου δεν δύναται να υπερβαίνη τα 82 μ., όσον δηλαδή απέχει η ΒΑ γωνία τού ωδείου από του ανατολικού αναλήμματος τού θεάτρου τού Διονύσου (εικ. 2).


Επίσης απεκαλύψαμεν και την ανατολικήν πλευράν τού κτιρίου, ης σώζονται τα θεμέλια. Εις απόστασιν δε 30 περίπου μέτρων από του ορθοστάτου του έως της ΒΑ γωνίας κειμένου εύρομεν την είσοδον τούτου (εικ. 2) δι’ ης εισήρχετο τις εις το ωδείον. Ταύτης σώζονται τα θεμέλια μόνον εκ κροκαλοπαγών δόμων ορθογωνίου σχήματος, της περαιτέρω εργασίας ανακοπείσης εκ της υπάρξεως εκεί οικίσκων και του διερχομένου την σήμερον δρόμου.








































Ούτω ελλείψει ελευθέρου χώρου περιωρίσθημεν κατά το παρόν έτος εις μικράν περαιτέρω αποκάλυψιν τής βορείου πλευράς τού κτιρίου (εικ 3). Ο τοίχος τής πλευράς ταύτης σώζεται ενιαχού εις ύψος 3 μέτρων, και αποτελείται εκ σκληρού πωρολίθου παραμεμειγμένου μετά κρυσταλλικού ασβεστολίθου, άνωθεν του οποίου διήρχετο το διάζωμα, ή ο λεγόμενος περίπατος, και όπισθεν του οποίου ήσαν αι σειραί των εδωλίων, ως εν τω εν Πριήνη τής Μ. Ασίας εκκλησιαστηρίω (πρβ. Wiegand + Schrader Priene· την πληροφορίαν ταύτην οφείλω εις τον υποδιευθυντήν τού Γερμανικού Αρχαιολ. Ινστιτούτου καθηγητήν Knackfuss).

Ο τοίχος ούτος είναι κατά τον ισοδομικόν τρόπον εκτισμένος και κεκοσμημένος δι’ επενδύσεως
έσωθεν δια πλακών εκ  λευκού μαρμάρου, αίτινες σώζονται εν αρίστη διατηρήσει πλην τινών αίτινες εθραύσθησαν βαναύσως εν μεταγενεστέροις χρόνοις προς εξαγωγήν τών εκ μολύβδου συνδέσμων.

Ο βόρειος ούτος τοίχος φέρει όπισθεν έτερον τοίχον αναλημματικόν εκ μεγάλων κροκαλοπαγών λίθων, κατ’ αποστάσεις δε μικράς φέρει ενισχυτικάς αντηρίδας εισχωρούσας εις το σώμα τού βράχου κατά 1 μέτρον, εχούσας δε πάχος ποικίλον από 30—70 εκατοστά.



Κατά μήκος του τοίχου τούτου σώζονται εις ίσας αποστάσεις ορθοστάται· τούτων εις μόνον εσώθη κατά χώραν, ο της ΒΑ γωνίας έχον μήκος 1,33 ύψος 0,97 και πάχος 0,44, εφ’ ων εστηρίζοντο, κατά Πλούταρχον, οι διαθέοντες το οικοδόμημα κίονες, οίτινες ήσαν λίθινοι καθώς και τα εδώλια, ων εύρομεν τοιαύτα περί τα δεκαπέντε (τα πλείστα ελλιπή) φέροντα επί του προσθίου μέρους αναγλύπτους γλαύκας. Και κατά το ΜΔ μέρος τού κάτω κήπου τού Ζαππείου εκεί ένθα προ τινών ετών απεκαλύφθησαν βαλανεία ρωμαϊκών χρόνων μετά ψηφιδωτού εδάφους, εύρομεν πέντε μαρμάρινους θρόνους καλώς διατετηρημένους φέροντας επί του προσθίου μέρους αναγλύπτους γλαύκας. Και οι θρόνοι ούτοι ασφαλώς προέρχονται εκ του Ωδείου τού Περικλεούς μεταφερθέντες εκεί μετά την καταστροφήν του Ωδείου και χρησιμοποιηθέντες εν τω εκεί Βαλανείω. Ωσαύτως έτερος όμοιος θρόνος κείται νυν εν τη εισόδω τού περιβόλου τής Ρωσσικής εκκλησίας εν τη οδώ Φιλελλήνων — πρβ Risom εν Melanges Holleaux ρ. 257 pl. XIII.

Οι υπό του Κ. Böttiecher αναφερόμενοι μαρμάρινοι θρόνοι εν Philologus III Suppl. Bd σ. 388, ους είδεν εν τη νοτίω στοά τού θησείου κειμένους, δεν δύνανται να ταυτισθώσι με τους εν τω κήπω τού Ζαππείου νυν ευρισκομένους τοιούτους, καθότι οι του Θησείου θρόνοι, ως λέγει ο Böttiecher δεν έφερον τας επί της προσόψεως αναγλύπτους γλαύκας.

Τις οίδε δε πότε και πού μετηνέχθησαν έκτοτε ούτοι εκ  του Θησείου. Πολλαχού όμως υπάρχουσι διεσπαρμένοι εις διαφόρους οικίας των Αθηνών τοιούτοι θρόνοι.

Ο Böttiecher τούς του Θησείου θρόνους, ους αυτός είδε εν έτει 1863 θεωρεί, ως και εκ του ημικυκλικού σχήματος αυτών δηλούται σαφέστατα, ότι ανήκον εις θεατροειδές οικοδόμημα και πιθανόν κατά της γνώμην αυτού να προέρχωνται εκ της προεδρίας τού Διονυσιακού θεάτρου, ως έδραι των θεσμοθετών (πρβ W. Vischer σ. 21). Ήσαν δε ούτοι μονόλιθοι εξ ενός κολοσσιαίου τεμαχίου κατεσκευασμένοι.

Κατ’ ακολουθίαν ουδεμίαν σχέσιν δύνανται να έχωσιν, ως είπομεν ανωτέρω, με τους εν τω κήπω τού Ζαππείου νυν ευρισκομένους.

Ο τοίχος τής βορείου πλευράς τού κτιρίου ως είπομεν, εξικνείται μέχρι τής ΒΑ γωνίας τού αναλήμματος τού θεάτρου τού Διονύσου (εικ. 2) εις ο και εισχωρεί μάλιστα εν αυτώ εκεί ένθα τερματίζεται η πλευρά αύτη. Ούτω χάριν αυτού εθυσιάσθη κατά το ΝΑ άκρον τούτου σπουδαίον μέρος, του Διονυσιακού θεάτρου (το άνω ήμισυ τριών εκ  των κερκίδων αυτού) υπό του πρώτου, ως σχεδιάσαντος αμφότερα τα οικοδομήματα Περικλέους (Dörpfeld — Reisch Das griech. Theater pl. I, Lykurgischer Bau) ων το δεύτερον, φαίνεται νυν, ότι απεπεράτωσε μόνον ο ρήτωρ Λυκούργος, ουχί ότι αρχικώς εσχεδίασεν, ως ενομίζετο.



Αυτή και μόνη η μέχρι τούδε εντελώς ακατανόητος και διαφοροτρόπως ερμηνευόμενη εντομή αύτη του Ωδείου επί του Διονυσιακού θεάτρου (εικ. 4) δεικνύει οποίαν υπερτέραν σπουδαιότητα απέδιδεν ο Περικλής εις το Ωδείον αυτού δια την πνευματικήν εκπαίδευσιν των Αθηναίων, διότι του Περικλέους δεν ήτο μόνον ιδεώδες το πολιτικόν μεγαλείον της αρχής αυτού, άλλα και η φροντίς προς καλλωπισμόν τής πόλεως δια μεγάλων οικοδομημάτων και πολυτέχνων έργων, εξ ων δόξα αΐδιος εις αυτήν περιήπτετο, τούτο αποτελεί τον σπουδαιότατον χαρακτήρα της μεγαλοπράγμονος πολιτικής του ανδρός.

Βορειοδυτικώς του οικοδομήματος εξηρευνήσαμεν δια δοκιμαστικών τάφρων το εγγύς εκεί προ ετών αποκαλυφθέν μέγα κρηπίδωμα, ου το έδαφος πάντως θα είχεν επί υψηλοτέρου εδάφους, συνεχίζοντος τον βράχον τής Ακροπόλεως· δια της ανασκαφής ημών ενταύθα ελπίζομεν να συναντήσωμεν εκεί που το σκέλος της ετέρας πλευράς του Ωδείου αλλ’ ούδέν δυστυχώς τούτου μέχρι τούδε εύρομεν.

Το κρηπίδωμα τούτο καίτοι είχε προ πολλών ετών αποκαλυφθή, ότε ανεσκάπτετο το θέατρον του Διονύσου, ουδείς όμως μέχρι τούδε ανεγνώρισε τούτο ότι ην το υπό των αρχαίων συγγραφέων αναφερόμενον, το και ακριβώς απέναντι της σκηνής τού θεάτρου κείμενον πρόπυλον (εικ. 1) όπερ συνεκοινώνει μετά του ωδείου (πρβ. Ανδοκίδην περί μυστηρίων κ. 38). Και ο Dörpfeld θεωρεί το πρόπυλον τούτο ως είσοδον (Eingang) εις το ωδείον.

Το χωρίον εχει ώδε:
«Επεί δε παρά το προπύλαιον το Διονύσου ην, οράν ανθρώπους πολλούς από του ωδείου καταβαίνοντας εις την ορχήστραν».

Το πρόπυλον τούτο αποκαλύψαντες τελείως και ου σώζεται νυν μόνον το κρηπίδωμα έχει μήκος 11 μετρ. πλάτ. 4,50 και ύψος 2,20 αποτελείταιεκ τεσσάρων δόμων κροκαλοπαγών. Εκαλύπτετο δε ως εβεβαιώθημεν, δια μαρμάρινων πλακών, ων ουδεμία τούτων σώζεται νυν κατά χώραν, διότι πάσαι αφηρέθησαν. Αι επενεχθείσαι καταστροφαί άγνωστον πότε ακριβώς εγένοντο. Τούτων εύρομεν τινάς εκεί πλησίον, των λοιπών μεταποιηθεισών εις άσβεστον, ή και χρησιμοποιηθεισών εις άλλα οικοδομήματα.

Την αυτήν μεγάλην πανωλεθρίαν και ερήμωσιν υπέστη και το πρόπυλον τούτο, διότι και εξ αυτού του κρηπιδώματος αφηρέθησαν πολλοί λίθοι ιδίως εκ του κέντρου τών άνω δόμων.

Εις τα άνω στρώματα τού προπύλου τούτου εύρομεν κατά την ανασκαφήν ημών θεμέλια πενιχρών οικίσκων εκ  μεγάλων ειργασμένων λίθων κροκαλοπαγών εξ αυτού του ωδείου και του εγγύς αναλημματικού τοίχου τού Διονύσου ειλημμένων. Εν δε τοις υπογείοις τών οικιών τούτων εύρομεν τρεις ευμεγέθεις πίθους εν τη γη κεχωσμένους χρησιμεύοντας δια τας οικιακάς ανάγκας, ήτοι εις εναπόθεσιν δημητριακών καρπών, τινές επικεχρισμένοι έσωθεν δι’ αμμοκονίας εχρησίμευον εις εναπόθεσιν υγρών, ύδατος, οίνου ή ελαίου. Ωσαύτως εύρομεν οχετούς και εστιών ίχνη. Τούτο εγένετο κατάδηλον ουχί το πρώτον νυν δια των ανασκαφών ημών, αλλά και κατά τους ευθύς μετά την απελευθέρωσιν τής Ελλάδος χρόνους απεκαλύφθησαν υπό τα χώματα ενταύθα τειχίσματα και οχετοί και πίθοι και εστιών ίχνη (όρ. Πιττάκη σημείωσιν εν ΑΕ 1852 φυλ. 31).

Παρά το πρόπυλον τούτο ανέσκαψε τελευταίως και ο ημέτερος συνάδελφος κ. Α. Φιλαδελφεύς εξερευνών προς ανεύρεσιν της περιωνύμου οδού Τριπόδων, ην περιέγραψε ποτέ ο Ηλιόδωρος (περί των Αθήνησι Τριπόδων) και είτα δι’ ολίγων ο Παυσανίας. Η οδός αύτη έχουσα αφετηρίαν μεν το πρυτανείον, τέρμα δε το Διονυσιακόν θέατρον ηκολούθει την κατεύθυνσιν του Λυσικρατείου μνημείου, είτα δε εποιείτο μέγαν τοξοειδή ελιγμόν και είτα ανήρχετο προς την είσοδον τού ιερού περιβόλου τού Διονυσιακού θεάτρου ένθα και κατέληγεν. Ο Παυσανίας ερχόμενος εκ της οδού Τριπόδων επεσκέπτετο πρώτον τον ιερόν τού Διονύσου περίβολον, είτα δε το ωδείον τού Περικλεούς και τέλος εισέρχεται εις το θέατρον (πρβ και Φιλαδελφέα εν ΑΕ 1921 σελ. 8 και εφεξής).

Όμοια ευτελούς κατασκευής οικήματα εύρομεν και επί του χώρου τού ωδείου, (πρβ ΑΕ 1918 σ. 109) τα δε θεμέλια τών οικιών τούτων δεν φθάνουσι μέχρι του στερεού εδάφους, αλλ’ εξικνούνται μόλις βάθους 3 μέτρων, εν ω το στερεόν έδαφος ένθα τα θεμέλια τού Ωδείου φθάνει ενιαχού εις βάθος 7 μέτρων. Αι οικίαι αύται ως εικάζομεν, θα ανηγέρθησαν πάσαι μετά την άλωσιν των Αθηνών (1455), ως εξηκριβώθη δε ολόκληρος ο προς μεσημβρίαν και ανατολάς της Ακροπόλεως χώρος εκ φόβου της λυμαινομένης τότε πειρατείας είχε συνωκισθή κατά τους επί τουρκοκρατίας χρόνους, ένεκεν του οχυρού τής θέσεως χρησιμευούσης και ως σκοπιάς· διότι εντεύθεν η θάλασσα τού Φαλήρου ην σύνοπτος, ηδύνατο δε από της θέσεως ταύτης να κατοπτεύωσι τας εκείθεν επιδρομάς τών Αλβανών Πειρατών, «Φουστών» οίτινες, ως γνωστόν, πολλάκις ελεηλάτησαν την Αττικήν χώραν. Η δε ύπερθεν αυτών κειμένη Άκρόπολις εχρησίμευεν εν καιρώ κινδύνου ως ασφαλές καταφύγιον.

Προς περαιτέρω εξακολούθησιν της ανασκαφής και αποκάλυψιν του χώρου τού κατέχοντος το υπόλοιπον τού οικοδομήματος δέον να απαλλοτριωθώσι και δύο έτεραι μεσημβριοανατολικώς κείμεναι μικραί οικίαι, όπου πεπείσμεθα ότι επαρκώς πλέον θα συμπληρώσωσι το επίλοιπον οικοδόμημα μετ’ ελπίδων νέων αποκαλύψεων, αίτινες άπλετον θα επιχύσωσι φως επί των εισέτι σκοτεινών σημείων, ιδίως της κυρίας εισόδου τού Ωδείου, διότι η κατά την Β πλευράν κειμένη και μετά του θεάτρου συγκοινωνούσα είσοδος ην στενή πυλίς. Η κυρία είσοδος λοιπόν εξάπαντος θα ήτο από της μεσημβρινής πλευράς, ως είναι η του θεάτρου τού Διονύσου, προφυλαττομένη από του βορρά και έχουσα θέαν προς την θάλασσαν.

Τα αποτελέσματα τής μέχρι τούδε οκταετούς ανασκαφικής ημών εργασίας εν τω Ωδείω τού Περικλεούς υπήρξαν λίαν ικανοποιητικά, ως συνάγεται εκ των εις φως ελθόντων ικανών ερειπίων και άλλων σχετικών ιδίως αρχιτεκτονικών ευρημάτων, άτινα κατά καιρούς εδημοσιεύσαμεν εν τε τη Αρχαιολογική Εφημερίδι από του 1914 και εφεξής ως και εν τοις Πρακτικοίς της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ώστε να καθορισθή πλέον ως ανήκοντα εις το αναζητούμενον Ωδείον τού Περικλεούς.

Οι επισκεφθέντες τας ανασκαφάς ημών έγκριτοι αρχαιολόγοι και συνάδελφοι ημέτεροι και ξένοι κ.κ. Καββαδίας Karo, Knackfuss, Ορλάνδος Σβορώνος (πρβ. Εστίαν 17 σεπτεμβρίου 1922) Wace (εν Journal of Hellenic Studies 1922 σ. 269), Walter, Φιλαδελφεύς, Δραγάτσης, Ρωμαίος, Picard (BCH 1921 σ. 378) Welter και πλείστοι άλλοι εξετάσαντες τα αποκαλυφθέντα ερείπια τού Ωδείου συνεφώνησαν με την γνώμην ημών, ην ημείς από των πρώτων ήμερων τής αποκαλύψεως τούτων ανεγνωρίσαμεν, ως εις το Ωδεΐον ανήκοντα, ως προς το σχήμα τού οικοδομήματος και την εσωτερικήν τούτου διάταξιν, ως παραδίδοται ημίν από των αρχαίων συγγραφέων. Υπήρχον όμως και οι αντιφρονούντες, ως ο καθηγητής Studniczka και τινές των ημετέρων συναδέλφων, και άλλοι αρχαιολογούντες, ιδίως φιλόλογοι ως παρά πάσιν επικρατούσης της αντιλήψεως ότι το οικοδόμημα τούτο ην περιφερές. Προσεκτικωτέρα όμως ανάγνωσις τού πληρεστέρου αρχαίου κειμένου περιαυτού, ην έχομεν παρά τω Πλουτάρχω έδει να διδάξει αυτούς ότι μόνον η στέγη αυτού ην περιφερής, άλλα προκατειλημμένοι εκ κακής ερμηνείας τού χωρίου τού Πλουτάρχου (βίος Περικλεούς 13) περί του σχήματος τού Ωδείου ενόμιζον αυτό περιφερές και ουχί τετράγωνον το οικοδόμημα.

Ως απεδείχθη λοιπόν εκ των ανασκαφών το οικοδόμημα τούτο ην πελώρια τετραγωνική πολύεδρος και πολύστυλος αίθουσα και ουχί Στοά.

Ημείς μόνοι από των πρώτων ήμερων τής αποκαλύψεως τών ερειπίων και των άλλων σχετικών ευρημάτων είχομεν ακράδαντον πεποίθησιν ότι ευρισκόμεθα προ του Ωδείου τού Περικλεούς. Ουχί μόνον ότι τοπογραφικώς η θέσις ανταπεκρίνετο προς την υπό των αρχαίων συγγραφέων αναφερομένην, ιδίως του Βιτρουβίου και Ανδοκίδου, άλλα και εξ αυτών των ευρημάτων είχομεν τελείως πεισθεί εν ω οι πλείστοι των ημετέρων συναδέλφων είχον ενδοιασμούς. Και είναι παράδοξον τη αληθεία πως ερριζώθη η ιδέα περί του περιφερούς σχήματος τού οικοδομήματος· αλλ’ ως είπομεν, τούτο προήλθεν εκ της κακής ερμηνείας τού χωρίου τού Πλουτάρχου, ήτις και παρεπλάνησε πολλούς εις την εσφαλμένην εικασίαν αυτών. Το χωρίον έχει ως εξής: «Τη μεν εντός διαθέσει πολύεδρον και πολύστυλον, τη δ’ ερέψει περικλινές και κάταντες, εκ μιας κορυφής πεποιημένον, εικόνα λέγεσθαι γενέσθαι και μίμημα της βασιλικής σκηνής». Μόνον άρα κατά την οροφήν λέγει ότι συνέκλινεν απολήγον ούτω εις κώνον κατά μίμημα τής του Ξέρξου σκηνής (θολωτή στέγη), ακριβώς ως το σκιλλοκρόμμυον (σκίλλα ή σχίνος υπό των Αθηναίων καλούμενη) εξ ου και οι εμπαίζοντες τον ασυμμέτρως οξύ έχοντα το κρανίον Περικλέα κωμικώς απεκάλουν αυτόν (σχινοκέφαλον Δία) και δη έχοντα το ωδείον επί το κρανίον. Αλλά και το σχήμα τών Περσικών σκηνών ωμοίαζε πολύ προς τας θόλους τών λαμπρών αρχαίων Οθωμανικών τεμενών τής Περσίας, οία π.χ. το βασιλικόν τέμενος τού Ισπαχάν, επιτύμβιος ναός τού Σειδ, Μηρ Αχμέτ εν Σχιρώ κτλ. (πρβ. Λεζίνας ΑΕ 1921).

Τοιούτου είδους επίσης είναι και αι θόλοι πολλών των αρχαιοτέρων εκκλησιών τής Ρωσσίας ως και οι τρούλλοι τών σημερινών εκκλησιών. Και τούτο ίνα η ακουστική η τελεία, (πρβ. Ησυχ. λ. ωδείον. Σχόλια Αριστοφ. και Αισχίνου, Διόδωρ. Α’. 48). Εν ω το λοιπόν οικοδόμημα είχε σχήμα τετράγωνον και τοιούτον απέδειξαν αι ανασκαφαί ημών.

Ούτω διηρημέναι ήσαν μέχρι τούδε αι γνώμαι τών αρχαιολόγων περί του σχήματος τού ωδείου, ότε το παρελθόν έαρ ο άλλοτε διευθυντής τού εν Αθήναις Γερμανικού αρχαιολογικού Ινστιτούτου διαπρεπής αρχιτέκτων αρχαιολόγος και καθηγητής κ. Dörpfeld διατρίψας επ’ ολίγον ενταύθα επεσκέφθη τας ανασκαφάς ημών και εξετάσας επισταμένως το αποκαλυφθέν οικοδόμημα απεφήνατο ανεπιφυλάκτως ότι το υφ’ ημών αποκαλυφθέν και εις φως ελθόν τετράγωνον οικοδόμημα είναι αυτό το Ωδείον τού Περικλεούς. Μοι υπέβαλε δε και μικράν έκθεσιν μετά σχεδιαγράμματος. Η γνώμη τού κ. Dörpfeld εξαιρετικώς βαρύνει πολύ και δύναται να θεωρηθή αυθεντία ως προς τα αρχιτεκτονικά και αρχαιολογικά τής αρμοδιότητός του ζητήματα· δια τούτο παραθέτω ενταύθα περικοπήν τής προς με υποβληθείσης εκθέσεως αυτού ως και διάγραμμα (εικ. 4) μετά σοφών παρατηρήσεων, ας φιλικώς μοι υπέδειξεν.

Η έκθεσις, ην μοι απηύθυνεν ο κ. Dörpfeld, έχει ούτω:

Athen den 6 5 21

Lieber Herr Kastriotis.

Es freut in ich sehr, Ihnen mitteilen zu können, dass Ihr Bau, den Sie ausgegraben und gefunden hatten, wirklich das Odeion des Perikles ist! Der Bau hängt mit dem Theater zusammen und ist wahrscheinlich ein sehr grosser viereckiger Bau, dessen N. W. Eeke auch schon bekannt war und in den Züschauerraum des offenen Dionysos Theaters einsclineidet. Das Odeion war ein bedecktes Theater, das unmittelbar neben dem offenen lag, das vermutlich nach dem Vorbilde des Odeion gebaut war.

Sie haben die Nordost-Ecke des Baues, die Nordmauer fast in ihrer ganzen Länge und wahrscheinlich das Fundament des östlichen Einganges aufgedeckt. Das Fundament des westlichen Einganges ist schon früher beim Theater (bei B) gefunden worden. Nördlich davon steht bei A steht noch eine Basis in situ. Die Unfassungs mauer des Odeions war nach dem Felsen hin doppelt gebaut und beide Mauern waren durch Strebepfeiler verbunden. Sie haben beide Mauern gefunden, die äussere liegt nur auf hoherem Niveau.

Im Innern des Baues werden ebenso wie im Thersilion viele Säulengestanden haben, die vielleicht aus Holz bestanden. Die Fundamente werden Sie finden, wenn Sie etwas tiefer grated werden.

Zur Auffindung des Endes der Tripodenstrasse hat Herr Ephoros Philadelpheus mit Herrn Welter am Theater Grabungen unternommen. Dort wird das westliche Ende Ihres Odeions bald zu Tage kornmen.

Ich gratuliere Ihnen dazu, dass Sie in der Tat das Odeion richtig gefunden hatten. Merkwürdiger Weise haben Sie und Ihr Architelct aber nicht gesehen dass die Fortsetzung Ihres Odeion nach Westen am Theater schon seit vielen Jahren zu Tage liegt.

Mit besten Grüssen
Wilhehn Dörpfeld.

Ich glaube, dass Perikles nicht nur das Odeion gebaut, sondern zugleich das offene Theater geplant und angefangen hat, das spater von Lylcurg vollendet wurde. Er wird auch schon den jüngeren Tempel des Dionysos geplant haben, in dem das Bild dieses Gottes von Alkamenes stand (πρβ. και ΑΔ 1919 σελ. 14).

Ούτω λοιπόν τη υποδείξει του κ. Dörpfeld έξηρευνήσαμεν το εσωτερικόν τού οικοδομήματος και σκάψαντες βαθύτερον εύρομεν όντως τας βάσεις εφ’ ων ίσταντο οι υποβαστάζοντες την στέγην τού κτιρίου κίονες, οίτινες ήσαν ουχί ξύλινοι, ως έγραψεν εν τη προς ημάς εκθέσει του ο κ. Dörpfeld, άλλα μαρμάρινοι. Εν νεωτέρα όμως προς εμέ επιστολή του, εκ  Βερολίνου, επεξηγεί ότι τους απί Περικλεούς κίονας υπενόει ξυλίνους. Οι νυν ευρεθέντες μαρμάρινοι είναι των χρόνων του βασιλέως τής Καππαδοκίας Αριοβαρζάνου II του Φιλοπάτορος, όστις, ως γνωστόν, εν έτει 55 π.X. ιδίαις δαπάναις δια των αρχιτεκτόνων Γαίου και Μάρκου Σταλλίων και Μεναλίππου αυτό ανωκοδόμησεν, άλλα και κατά την ανακαίνισιν ταύτην διετηρήθη, ως φαίνεται, πιστώς το αρχικόν τούτου σχέδιον.

Παραδεχόμεθα και ημείς ότι οι επί Περικλεούς κίονες του ωδείου ήσαν ξύλινοι· διότι αν ήσαν λίθινοι πάντως κατά τας ανασκαφάς ημών ηθέλομεν εύρει έστω και τεμάχια τούτων.

Το βραχώδες τής αιθούσης έδαφος εύρομεν ταπεινότερον και της ευθυντηρίας του κτιρίου κατά 0,10 και τούτο πιθανώτατον λόγω αφαιρέσεως των πλακών δι’ ων το πάλαν η αίθουσα ην επεστρωμένη, ως και ημείς εξ αρχής υπεστηρίξαμεν τούτο. Αι αφαιρεθείσαι πλάκες τις οίδε αν μετεβλήθησαν εις άσβεστον, διότι η εύρεσις ενταύθα τριών μεγάλων ασβεστοκαμίνων εξηγεί την επελθούσαν μεγάλην καταστροφήν και ερήμωσιν ην υπέστη το πολύπαθες οικοδόμημα.

Επί τη ευκαιρία ταύτη αναφέρω ενταύθα επί του αρχικού σχεδίου τής πόλεως των Αθηνών υπό του Κλένζε σημειούνται περί τας 10—15 ασβεστοκάμινοι, ως ευρεθείσαι εντός του ναού του Ολυμπίου Διός και έτεραι πολλαί εν τω Παναθηναϊκώ Σταδίω χρησιμοποιηθείσαι πάσαι δια την ασβεστοποίησιν των σπονδύλων και κιονοκράνων ως και των εδωλίων τού Σταδίου, ως λίαι επιτηδείων των μαρμάρων όντων.

Αρκετά τεμάχια τών πλακών τούτων ως και κιόνων εύρομεν εσχάτως ημικεκαυμένα εν μέσω πυκνού στρώματος ελαιοπυρίνων. Οίτινες ως καύσιμος ύλη ετίθετο εκεί ή και να εχρησιμοποιήθησαν τινά εις άλλα οικοδομήματα.

Πειθόμεθα δε ως και ο αοίδιμος Στ. Κουμανούδης είπεν ότι επί χιλιετηρίδα και πλέον κατά τους δυστυχείς χρόνους τής βυζαντινής κυριαρχίας και της ύστερον φραγκικής και τουρκικής δουλείας ουδεμία εγίνετο λατόμησις από των θεοκτίστων ορέων ή λόφων προς οικοδομάς ιδιωτικάς ή δημοσίας· αλλά παν υλικόν εκ των αρχαίων ενδόξων ερειπείων ελαμβάνετο.

Ο αοίδιμος συνάδελφος Σβορώνος ο τόσον προώρως εξ ημών μεταστάς, προς μεγίστην βλάβην τής επιστήμης, είχε την γνώμην, ως προφορικώς ανεκοίνωσεν ημίν, ότι οι εν τω υποσκηνίω τού θεάτρου τού Διονύσου τού επί Φαίδρου τών αρχών του III μ.Χ. αιώνος επισκευασθέντος, σωζόμενοι Άτλαντες Σειληνοί οκλάζοντες, προέρχονται εξ αυτού του Ωδείου, οίτινες ήσαν τοποθετημένοι μεταξύ των παραθύρων και υποβαστάζοντες την θολωτήν τούτου στέγην. Την γνώμην ταύτην απλώς αναφέρομεν ενταύθα αναμένοντες την απόδειξιν τούτου. Την γνώμην ταύτην εξήνεγκεν εν τη προσεχώς εκδιδομένη περί θόλων πραγματεία αυτού ην ολίγας ημέρας προ του θανάτου αυτού παρέδωκε τω τυπογράφω.

Εκ των τετραγώνων βάσεων, εφ’ ων ίσταντο οι κίονες, οι υποβαστάζοντες την στέγην τής πελώριας ταύτης αιθούσης τού οικοδομήματος εύρομεν μέχρι τούδε τέσσαρας μόνον, κατά χώραν κειμένας και συμμετρικώς απ’ αλλήλων απεχούσας· άλλων δε όμοιων τοιούτων, εσημειώσαμεν τας θέσεις αίτινες περιείχαν τοιαύτας αφαιρεθείσας, εύρομεν όμως την λατύπην τούτων, ην είχον επιστρώσει κάτωθεν τούτων επί τόπου, ως φαίνεται λαξευθεισών. Τα λεκανοειδή ταύτα κοιλώματα ότε εν αρχή τών ανασκαφών ημών απεκαλύψαμεν (πρβ. ΑΕ 1916 σελ. 133) εχαρακτηρίσαμεν ως δι’ άλλην χρήσιν προωρισμένα.

Απέχουσαι δε μεταξύ των αι τετράγωνοι αύται βάσεις πέντε μέτρα εις ίσην απ’ αλλήλων απόστασιν εις εξ στοίχους, εξ ων υπολογίζομεν ότι θα ήσαν τριάκοντα εν όλω οι εσωτερικοί κίονες, οίτινες ανείχον στέγην τού 2ου ορόφου τού κτιρίου. Ευρέθησαν δε ένθετοι εν τω βραχώδει εδάφει τής αιθούσης και είναι υμηττίου φαιού μαρμάρου μηκ. 0,90 πλάτ. 0,90 πάχ. 0,30.

Επί της άνω επιφανείας διακρίνονται αμυδρώς ίχνη τού κύκλου τής περιμέτρου τών πότε ισταμένων κιόνων, και όστις κύκλος είναι δι’ οξέος οργάνου εγκεχαραγμένος.

Των αρρραβδώτων τοιούτων κιόνων εύρομεν αρκετά τεμάχια άτινα εφαρμόζονται επί των ιχνών τού επί των βάσεων τούτων διαγραφομένου κύκλου έχοντες ούτω ασφαλώς την διάμετρον τού κιόνος ήτις ήτο 0,60. Επάτουν δε πιθανώτατα απ’ ευθείας επί των υποβατήρων άνευ τής μεσολαβήσεως βάσεως τίνος.

Το εσωτερικόν τής αιθούσης τού Ωδείου δεν ήτο αμφιθεατρικόν, άλλα τετραγωνικόν. Όθεν, επειδή, ως γνωστόν, μόνον μουσικαί παραστάσεις εν αυτώ ετελούντο, φαίνεται ότι αι έδραι των ακροατών δεν ήσαν ως εν τοις θεάτροις ημικυκλικώς απέναντι της σκηνής διατεθειμέναι, αλλά κατελάμβανον την γύρωθεν Στοάν, εν δε τη αιθούση θα υπήρχον μόνον αι έδραι τών μουσικών ως βλέπομεν εν τω μικρώ θεάτρω τής Πομπηίας (πρβ Baumeisfer Denkmaeler εικ. 1837 δι’ ο και ο Πλούταρχος καλεί αυτό πολύεδρον.

Κατόπιν τούτων δυνάμεθα να αναπαραστήσωμεν εν τη φαντασία ημών το σχήμα τού Ωδείου ήτοι! εκ του διαζώματος όπερ διαθέει γύρωθεν την αίθουσαν, και όπερ εσχηματίσθη δι’ αποκοπής τού μαλακού βράχου οριζοντίως υπήρχον εκεί κίονες, οίτινες ανείχον την στέγην, όπισθεν τών όποιων ήσαν αι σειραί τών εδωλίων δια τους ακροατάς, ακριβώς ως εν τω Βουλευτηρίω τής Πριήνης (πρβ. Wiegand + Schrader Priene).

Ήσαν λοιπόν οι κίονες τού ωδείου λίθινοι, ως εγνωρίζομεν τούτο εκ τε τού Βιτρουβίου και τού Πλουτάρχου. Από δε του θεοφράστου (Χαρακτήρες 3.32) απετελείτο εκ πολλών κιόνων (πολύστυλον), ώστε ο τον χαρακτήρα αδολέσχης ματαιολόγος να έρωτα «πόσοι εισίν οι κίονες τού ωδείου».

Το αποκαλυφθέν οικοδόμημα τού Ωδείου παραβάλλει ο Dörpfeld προς το εν Μεγαλοπόλει σωζόμενον Βουλευτήριον των αρκάδων, το Θερσίλιον, (Παυσαν. 8.32.1) το υπό της εν Αθήναις Αγγλικής αρχαιολογικής Σχολής εν έτει 1890-1892 ανασκαφέν (Excavations at Megalopolis 1890-2) Supp. Papers of the Journal of Hell Studies - Dörpfeld, das Griech. Theater σ. 133 εικ. 55), όπερ ήτο και τούτο πολύστυλον μέγιστον, οικοδόμημα, 66 μετρ, μήκους και 52 βάθους.

Απεδείχθη δε ότι και το οικοδόμημα τούτο ην τεραστία αίθουσα και ουχί Στοά και ότι ωκοδομήθη κατά το σχέδιον του Ωδείου τού Περικλεούς· διότι ως το ημέτερον Ωδείον συνείχετο με το θέατρον τού Διονύσου, ούτω και το θερσίλιον συνείχετο ωσαύτως με το θέατρον τής Μεγαλοπόλεως, όπερ ην τετράγωνον με εισόδους. Επί της μεσημβρινής δε αυτού πλευράς είχε προέκτασιν, ωσεί Πρόπυλον, μετά κιονοστοιχίας 14 εν όλω κιόνων με πολλάς εν τω εσωτερικώ σειράς μαρμάρινων κιόνων, οίτινες υπεβάσταζον την στέγην, ήτις ήτο επίσης ξύλινη, εκαλύπτετο δε υπό πηλίνων χερατμίδων ομοίως ως και το ημέτερον Ωδείον.

Αι ανασκαφαί εν τω θερσιλίω δεν καθώρισαν εντελώς την εσωτερικήν διάταξιν τού οικοδομήματος καίτοι εγένοντο συστηματικαί ανασκαφαί. Και εκεί υπήρξε μεγάλη η καταστροφή και ερήμωσις· αποκομισθέντος του υλικού προς χρήσιν άλλων οικοδομημάτων, ιδίως κατά την ανοικοδόμησιν τής σημερινής Μεγαλοπόλεως, ως ημείς παρετηρήσαμεν τούτο εις πολλάς οικίας εντετοιχισμένον το αρχαίον υλικόν. Ούτω δεν έχομεν δυστυχώς σαφή ιδέαν περί τής εσωτερικής διατάξεως του κτιρίου· εκεί οι κίονες ίσταντο ακτινηδόν, ο εις όπισθεν του ετέρου, εις ίσην απ’ αλλήλων απόστασιν και ουχί ως εν τω ημετέρω Ωδείο τεταγμένοι κατά σειράς παραλλήλους προς αλλήλας και προς τας πλευράς τού κτιρίου, ως βλέπομεν επίσης εν τε τω Έλευσινιακώ τελεστηρίω και τη υποστύλω αιθούση τής Δήλου.

Όμοια περίπου οικοδομήματα προς το ημέτερον Ωδείον δύνανται να παραβληθώσιν εκτός του εν Μεγαλοπόλει Θερσιλίου και του εν Ελευσίνι Τελεστηρίου καθώς και του εν Πριήνη Εκκλησιαστηρίου, μνημονεύομεν και το εν έτει 1919 υπό του συναδέλφου Φιλαδελφέως αποκαλυφθέν εν Σικυώνι Βουλευτήριον, εν αυτή τη αγορά τής Σικυώνος κείμενον. Ην και τούτο μέγιστον οικοδόμημα τελείως τετραγωνικόν, ου εκάστη πλευρά έχει μήκος πλέον των 25 μέτρων. Και τούτου καταστραφέντος τελείως διεσώθησαν κατά χώραν μόνον αι βάσεις των εσωτερικών κιόνων, ιωνικού πιθανώς ρυθμού εφ’ ων εστηρίζετο η στέγη.

Αι βάσεις τούτου ήσαν δεκαέξ, ώστε πρόκειται περί υποστύλου οικοδομήματος. Εν αυτώ συνήρχοντο οι αντιπρόσωποι τής αχαϊκής συμπολιτείας μετά το 251 π.Χ. έτος ένθα συνεδρίαζον ή συνεβουλεύοντο.

Το έδαφος της αιθούσης τού Θερσιλίου, παραδέχονται οι ανασκάψαντες Άγγλοι αρχαιολόγοι ότι ην ξύλινον ενώ εν τω ημετέρω Ωδείω ήτο δια μαρμαρίνων πλακών επεστρωμένον, ως εβεβαιώθημεν εν των διασωθέντων ολίγων τεμαχίων.

Δια της ευρέσεως τών ολίγων τεμαχίων εκ των κιόνων βεβαιούται ότι ο κίων, όστις ευρέθη εν τω θεάτρω τού Διονύσου, πλησίον του νεωτέρου ναού, ο φέρων την αναθηματικήν επιγραφήν εις τον βασιλέα Αριοβαρζάνην, προέρχεται ασφαλώς εκ του Ωδείου, ως ημείς ορθώς εικάσαμεν, ότι ην σπόνδυλος τούτου ληφθείς εξ αυτού του Ωδείου. Είναι δε ο κίων ούτος του αυτού πεντελησίου μαρμάρου και της αυτής διαμέτρου με τα κατά χώραν ευρεθέντα τεμάχια των κιόνων.

Ήδη δια των κατά χώραν ευρεθέντων τεμαχίων των κιόνων επαναλαμβάνομεν, ως εβεβαιώθη, ότι ο εφ’ ου η αναθηματική επιγραφή σπόνδυλος προέρχεται εκ των κιόνων τού Ωδείου, όστις εχρησιμοποιήθη ως βάσις του ανδριάντος του Αριοβαρζάνου (πρβ ΑΕ 1914 σελ. 159 εικ. 17). Ούτινος ημείς εύρομεν μόνον την δαφνοστεφή αυτού κεφαλήν (πρβ ΑΕ 1914 σ. 162 εικ. 20).

Περί της βεβαιότητας τής κεφαλής ταύτης ότι ανήκει εις τον βασιλέα Αριοβαρζάνην δεικνύει η τελεία ομοιότης αυτής προς την επί νομισμάτων εικόνα τού βασιλέως τούτου· με την γνώμην ημών ταύτην συνεφώνησαν και οι καθηγηταί Studniczka και Σβορώνος.

Ως λέγει η επιγραφή, οι Αθηναίοι ανέγραψαν εις μνήμην αΐδιον το όνομα τού Αριοβαρζάνου, ως αγαθόν τι βεβαίως ποιήσαντος και γενναίον υπέρ της πόλεως, καθ’ ημάς δε, υπέρ του ευεργέτου και ανιδρυτού τού καέντος Ωδείου, άλλως τε ότι είναι σπόνδυλος κίονος βεβαιούται και εκ  των αναθυρώσεων και τόρμων, ους φέρει άνωθεν και κάτωθεν, εξ ων συνάγομεν ότι ούτος συνείχετο εκατέρωθεν προς άλλους σπονδύλους ομοίου αρραβδώτου κίονος.

Όθεν η επί του κίονος τού Ωδείου χάραξις τής επιγραφής τοιούτης επιβεβαιοί ακόμη μίαν φοράν ότι ευεργέτης και χορηγός τής δαπάνης τής ανοικοδομήσεως τού Ωδείου ην αυτός ο βασιλεύς τής Καππαδοκίας Αριοβαρζάνης.

Των εν τω βραχώδει εδάφει τού ημετέρου Ωδείου ευρεθεισών κατά χώραν Υμηττίου μαρμάρου βάσεων, εφ’ ων ίσταντο οι εκ  λευκού μαρμάρου κίονες οι υποβαστάζοντες την στέγην τού οικοδομήματος, εδιστάζομεν εν αρχή να ορίσωμεν ασφαλώς αν είναι των χρόνων τού Περικλεούς ή του Αριοβαρζάνου.

Ο Dörpfeld εν τω συγγράμματι αυτού: Das griechische Theater 1896 σ. 12 λέγει τα εξής: «Was den Hymettos - Marmor betrifft, so ist schon frϋher bemerkt worden, dass er-erst vom IV. Jahrh. ab und namentlich erst seit der Zeit des Lykurg benutzt u'orden ist”.

Ο δε Durm εν Baukunst der Griechen 1910 σ. 88 τα εξής: «Der untere weisse und der obere blaugraue hymettische Marmor wurde mehr zur Zeit der römischen Herrschaft verwendet.»

Αι γνώμαι των δύο διακεκριμένων αρχιτεκτόνων αρχαιολόγων εις ουδέν θετικόν συνάγουσιν ίνα διαφωτίσωσιν ημάς περί της ακριβούς χρονολογίας τού υμηττίου μαρμάρου βάσεων τού Ωδείου. Ο μεν Dörpfeld λέγει ότι εκ των μέχρι τούδε παρατηρηθέντων μόλις από της IV εκατονταετηρίδος και κυρίως από των χρόνων του Λυκούργου ήρχισε να γίνεται χρήσις τού υμηττίου μαρμάρου εν τοις οικοδομήμασιν, άλλα τις δύναται να βεβαίωση ότι και εις ολίγον αρχαιοτέραν εποχήν δεν εγίνετο χρήσις τούτου, ως επί Περικλέους π.χ. ως ευρίσκομεν αυτό εν τω φερωνύμω Ωδείω.

Η παρατήρησις τού Dörpfeld ότι επί Λυκούργου μόλις το πρώτον ήρξατο η χρήσις τού υμηττίου μαρμάρου εις την οικοδομικήν συνάγεται ως εκ της εν τω θεάτρω του Διονύσου ευρέσεως τοιούτου, και ούτω απέδιδον τούτο εις την τετάρτην εκατονταετηρίδα, ήτοι επί Λυκούργου. Αλλά τούτο δεν είναι ακριβές, ότι επί Λυκούργου ήρξατο να οικοδομήται το θέατρον. Αυτός ο Dörpfeld εν τη προς εμέ εκθέσει αυτού παραδέχεται ότι η σχεδίασις και η έναρξις τής οικοδομής τού θεάτρου τού Διονύσου καθώς και του Ωδείου ήρξατο συγχρόνως επί Περικλεούς. Και εξ άλλου είναι γνωστόν ότι το θέατρον απεπεράτωσεν ο Λυκούργος διότι έχομεν μαρτυρίας τού ΨΠλουτάρχου (βίοι 10 ρητόρων, Λυκούργος) Ηθ. 841d, ένθα λέγεται ότι ο Λυκούργος «το εν Διονύσου θέατρον επιστατών απετέλεσε», και 852c «προς τετούτοις ημίεργα παραλαβών τους τε νεώσοικους, και την σκευοθήκην και το θέατρον το Διονυσιακόν εξειργάσατο», και του Παυσανίου Α’ 29, Λυκούργω δε επορίσθη μεν τάλαντα — οικοδομήματα δε επετέλεσε μεν θέατρον ετέρων υπαρξαμένων. Επομένως, καθ’ ημάς η χρήσις τού υμηττίου μαρμάρου εις την οικοδομικήν δύναται να αναχθή και μέχρι των χρόνων τού Περικλέους και ως έσχατον όριον δια την χρονολογίαν (terminum ante quern) να θεωρήται ουχί ο Δ’ αιών, άλλα το έτος 445 π.X. ένθα, ως γνωστόν ήρξατο η οικοδομή τού ωδείου.

Ο δε Durm λέγει ότι η χρήσις τού υμηττίου μαρμάρου τιθεμένου ύπερθεν του λευκού εγένετο μόλις κατά τους χρόνους τής ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αλλ’ επί του ημετέρου Ωδείου παρατηρείται το αντίθετον, ήτοι έχομεν το λευκόν ύπερθεν του υμηττίου.

Αι γνώμαι των δύο διάσημων αρχιτεκτόνων αρχαιολόγων δεν μας βοηθούσι περί της ακριβούς χρονολογίας τής αρχής τής χρήσεως τού υμηττίου μαρμάρου εν τη οικοδομική. Αλλ’ ασχέτως τούτων ημείς εκ της αμελούς και μόνον εργασίας τών βάσεων τών κιόνων κρίνοντες, αποδίδουμεν αυτό εις τους χρόνους του Αριοβαρζάνου. Την γνώμην ταύτην υπεδήλωσεν ημίν και ο κ. Ορλάνδος.

Δια την δημοσίευσιν τών εις φως ελθόντων δια των ανασκαφών ημών άξιων λόγου ερειπίων τού αποκαλυφθέντος οικοδομήματος και προς κατανόησιν τών ποικίλων αρχιτεκτονικών ζητημάτων παρεκάλεσα τον κ. Ορλάνδον να αναλάβη την μελέτην τού άποκαλυφθέντος κτιρίου ως και την εκπόνησιν τών σχεδίων τούτου. Ο κ. Ορλάνδος μετά πολλής επιμελείας και ακρίβειας επελήφθη της εκπονήσεως των σχεδίων τούτου αποστείλας ημίν τα παρατιθέμενα σχέδια ως και σύντομον εκθεσιν δι’ ης ερμηνεύει τας αρχιτεκτονικάς λεπτομέρειας τού κτιρίου, άνευ των οποίων αδύνατον καθίστατο να γίνωσι καταληπτά τα λεγόμενα ημών.

Την έκθεσιν ταύτην δημοσιεύομεν ενθάδε εκφράζοντες αυτώ άμα και τας ευχαριστίας ημών.

έκθεσις Α. Όρλάνδου

Αι προς ανατολάς τού Διονυσιακού θεάτρου ενεργούμεναι από το 1914 υπό του εφόρου κ. Π. Καστριώτου και δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανασκαφαί απεκάλυψαν από τινών ετών τα λείψανα μεγάλου ορθογωνίου κτιρίου, ούτινος ο έτερος των αξόνων αποκλίνει δυτικώς τού μαγνητικού βορρά κατά 31°. Το κτίριον τούτο, ούτινος ήτε θέσις και το μέγεθος ανταποκρίνονται προς όσα εκ των αρχαίων συγγραφέων γνωρίζομεν περί του Αθήνησιν Ωδείου είναι κατεσκευασμένον ευθύς υπό την Β.Α. κλιτύν τού βράχου τής Ακροπόλεως και δη ούτως, ώστε το βόρειον αυτού ήμισυ να είναι εσκαμμένον εντός του αργυλλοσχηστολιθικού εύθρυπτου πετρώματος, εξ ου αποτελείται κατά την γωνίαν ταύτην η κλιτύς. Του οικοδομήματος δεν απεκαλύφθη εισέτι ειμή μικρόν μόνον τμήμα, του υπολοίπου καταλαμβανομένου υπό μεγάλης επιχώσεως, εφ’ ης είναι εκτισμένη συνοικία όλη ευτελών οικίσκων, μετά την απομάκρυνσιν των οποίων θέλει καταστή δυνατή η διευκρίνησις τού όλου σχεδίου τού Ωδείου. Προς το παρόν έχει αποκαλυφθή μόνον τμήμα τι της ανατολικής πλευράς τού ορθογωνίου, συνεχόμενον προς την ΒΑ γωνίαν, προς δε τούτω και ολόκληρος σχεδόν η βόρειος πλευρά εις μήκος άνω των 73 μέτρων. Ποιον δε είναι το ακριβές μήκος τής πλευράς ταύτης δεν κατωρθώθη εισέτι να ορισθή λόγω της παχείας επιχώσεως, ήτις υπάρχει κατά την ΒΔ γωνίαν, ης η εκσκαφή ανεβλήθη εις ευθετώτερον χρόνον. Πάντως όμως το μήκος τής βορείου πλευράς τού κτιρίου δεν δύναται να υπερβαίνη τα 82 μ., όσον δηλ. απέχει η ΒΑ. γωνία τού Ωδείου από του ανατολικού αναλήμματος τού Διονυσιακού θεάτρου, όπερ, προεκτεινομένη συναντά η βόρειος πλευρά τού Ωδείου (όρα σχέδιον Α).

Άγνωστον επίσης παραμένει και το μήκος των λοιπών πλευρών τού ορθογωνίου, καθόσον ο καθορισμός τής ανατολικής πλευράς προέβη μόνον μέχρι 30 μ., ανακοπείς περαιτέρω εκ της υπάρξεως τών οικίσκων και του δρόμου. Όσον δ’ άφορά εις την κατασκευήν τών ευρεθέντων τοίχων ταύτην γνωρίζομεν πλέον ασφαλώς κατόπιν τού παρά την ΒΔ γωνίαν αποκαλυφθέντος και άριστα διατηρούμένου τμήματος αυτού. Και δη ο τοίχος ούτος (όρα σχέδιον Γ) ααποτελείται πρώτον μεν εκ  μιας υπευθυντηρίας βαινούσης απ’ ευθείας επί του στερεού εδάφους και μιας ευθυντηρίας ύψους 0,405 κατεσκευασμένης εξ όμοιου προς την υπευθυντηρίαν λίθου, ήτοι εξ ωχρερύθρου μαλακού ασβεστόλιθου, κείμενης δε κατά 0,58 εσώτερον τής υπευθυντηρίας. Επί της ευθυντηρίας είναι τεθειμένοι ορθοστάται υψ. 0,905, εις δύο σειράς κατά το πάχος τού τοίχου τεταγμένοι, εκ των ορθοστατών δε τούτων οι μεν προς το εσωτερικόν τού κτιρίου βλέποντες είναι κατεσκευασμένοι εξ υποκυάνου υμηττίου μαρμάρου και έχουσι πάχος 0,19, οι δε προς τον βράχον χωριζόμενοι από των εμπροσθίων δια κενού 0,07, είναι εξ ασβεστολίθου και έχουσι πάχος 0,44. Υπεράνω δε των ορθοστατών είναι τεθειμένη μαρμαρίνη πλαξ πάχους 0,21, διήκουσα καθ’ όλον το πάχος τού τοίχου, εξέχουσα δε εμπρός υπέρ τους μαρμαρίνους ορθοστάτας κατά 0,02. Τέλος υπεράνω της πλακός υψούντο οι κανονικοί δόμοι ύψους 0,63 κατ’ ισόδομον σύστημα διατεταγμένοι, κατεσκευασμένοι δ’ εξ ασβεστολίθου ομοιάζοντος τον πώρον. Τοιούτοι δόμοι σήμερον σώζονται μόνον δύο, άλλοτε όμως ούτοι θα ήσαν πλείονες. Όπισθεν των λίθων τούτων εύρηται παοά την ΒΔ γωνίαν και δεύτερα σειρά όμοιων περίπου λίθων τεθείσα ενταύθα εις αντικατάστασιν τού αποσαθρωθέντος ενταύθα βράχου, προς συγκράτησιν τών όπισθεν χωμάτων. Τέλος προσθετέον ότι ο βόρειος τοίχος φέρει κατ’ αποστάσεις και μικράς ενισχυτικάς αντηρίδας εισχωρούσας εις το σώμα τού βράχου κατά 1 μέτρον, εχούσας δε πάχος ποικίλλον από 50-70 εκ. (όρ. σχέδ. Α).

Την αυτήν προς τον βόρειον σύνθεσιν είχε και ο ανατολικός, τουλάχιστον καθ’ ο τμήμα εφάπτεται του βράχου τής κλιτύος.

Του τοίχου όμως τούτου διετηρήθησαν πολύ ολιγώτερα λείψανα ήτοι λίθοι τινές μόνον τής ευθυντηρίας και ο παρά την ΒΑ γωνίαν οπίσθιος ορθοστάτης.

Η μεγάλη έξοχή τής υπευθυντηρίας προ τού τοίχου (0,58) εχρησίμευεν πιθανώτατα προς τοποθέτησιν ενταύθα εδωλίων άτινα ήσαν βεβαίως ξύλινα· διότι, εάν ήσαν λίθινα θα εσώζοντο επί της ευθυντηρίας τα ίχνη προσηλώσεως αυτών.

Όσον δ’ άφορά τα ευρεθέντα μαρμάρινα μετά γλαυκός εδώλια (Α.Δ. 1919 σελ. 4), ταύτα προέρχονται πιθανώτερον εκ του σταδίου, εν ω είναι βεβαιωμένον ότι υπήρχον τοιαύτα.

[Ημίς διαφωνούμεν προς τον κ. Ορλάνδον ότι τα εν τω ωδείω ημών ευρεθέντα μετά γλαυκός μαρμάρινα εδώλια προέρχονται εκ του σταδίου. Εκτός των κιόνων οίτινες αναφέρεται ότι ήσαν λίθινοι και τα εδώλια επίσης ήσαν λίθινα, ως εξάγεται τούτο εξ αυτού του Πλουτάρχου λέγοντος ότι το Ωδείον ήτο «πολύεδρον και πολύστυλον» το ότι δεν μνημονεύεται υπό των αρχαίων συγγραφέων η λεπτομέρεια ότι τα του Ωδείου έφερον αναγλύπτους γλαύκας τούτο δεν είναι αποχρών λόγος ίνα αμφιβάλλη τις αν ανήκωσιν εις το Ωδείον, ούδε ότι είναι αδύνατον και αλλαχού να ευρεθώσι παρόμοια μετά γλαυκών εδώλια.

Από των πρώτων ημερών τών ανασκαφών ημών εύρομεν πολλά  λίθινα τοιαύτα εδώλια θεάτρου, άτινα εξελάβομεν κατ’ αρχάς, ότι ήτο δυνατόν να ανήκωσι τω παρακειμένω θεάτρω του Διονύσου. Πάμπολλα τοιαύτα ευρίσκονται εντοιχισμένα εν ταις παρακειμέναις οικίας (Πρβ. ΑΕ 1914 σ. 160), αλλ’ αι εικονιζόμεναι επί της προσόψεως τούτων ανάγλυπται γλαυκές ρίπτουσιν ευδοιασμόν τίνα ως προς το οικοδόμημα εις ο ανήκουσι ταύτα. Ως γνωστόν η γλαυξ ήτο σύμβολον των Αθηνών και φέρεται επί των τετράδραχμων νομισμάτων αυτών, άτινα δια τούτο χαί Γλαύκες εκαλούντο. Αλλ’ εκ της επισταμένης επισκοπήσεως εν τω θεάτρω τού Διονύσου παρετήρησα ότι ουδείς θρόνος φέρει το σύμβολον τούτο. Δεν δυνάμεθα να είπωμεν ασφαλώς εις ποιον οικοδόμημα ανήκον οι θρόνοι ούτοι, αλλ’ επειδή, ως γνωστόν, το επί Λυκούργου κτισθέν θέατρον αφιερώθη τω Διονύσω Ελευθερεί, ου ο ενεπίγραφος θρόνος φέρει εν αναγλύφω τα σχετικά σύμβολα, ήτοι δυο Σατύρους και εκατέρωθεν σταφυλάς, έχομεν την γνώμην, ότι και οι ημέτεροι θρόνοι με το σχετικόν σύμβολον τής γλαυκός ανήκον εις ιέρειαν τής Αθηνάς, εις τιμήν τής οποίας ήτο αφιερωμένον το Ωδείον του Περιχλέους.

Η ύπαρξις της γλαυκός επί του εδωλίου καθ’ ημάς δυνατόν να έχη και ετέραν συμβολικήν υποτύπωσιν του επί Περικλέους ιδρυθέντος Ωδείου, όστις Αθηναίος ων και ιδρυτής συγχρόνως ηθέλησε να διαιωνίση το σύμβολον τής πατρίδος του, επί του μαρμάρου κατά τοσούτο μάλλον καθ’ όσον και τα αθηναϊκά νομίσματα, ως είπομεν ανωτέρω, έφερον τον τύπον τούτον.

Άλλως τε ουδέν παράδειγμα έχομεν αποκομίσεως αρχαίου υλικού εκ των κάτω μερών προς τα άνω εις χρήσιν μεταγενεστέρων οικοδομημάτων, εν ω τουναντίον εξ των άνω προς τα κάτω ήτο σύνηθες ως ευκολώτερον. Άπορον ημίν είναι πώς ουδέν των εδωλίων τού Σταδίου διεσώθη ουδ’ εν τοις πέριξ οικοδομήμασιν, εν ω τουναντίον εκτός των εν ταις ανασκαφαίς του Ωδείου ευρεθέντων και εν ταις παρακειμέναις οικίαις ευρέθησαν πλείστα τοιαύτα εντετοιχισμένα.

Δια τους ανωτέρω λόγους δεν δεχόμεθα την γνώμην τού κ. Ορλάνδου ότι τα υφ’ ημών ευρεθέντα εδώλια προέρχονται εκ του σταδίου.]

Ευρέθηκαν δε τα εδώλια ταύτα ενταύθα, διότι ενετειχίσθησαν και αυτά μετά παντοίου άλλου υλικού εντός του Βαλεριανείου λεγομένου τείχους, κατασκευασθέντος τους πρώτους μ.Χ. αιώνας και διασχίζοντας το Ωδείον, ως παρατηρεί τις επί του σχεδίου Α.

Εν τω εσωτερικώ του κτιρίου απεκαλύφθησαν 4 μέχρι τούδε τετράγωνοι βάσεις, ων η άνω επιφάνεια κείται επί του αυτού επιπέδου μετά της υπευθυντηρίας. Αι βάσεις αύται είναι ασφαλώς οι υποβατήρες τών κιόνων, οίτινες υπεβάσταζον αναμφιβόλως τον 2ον όροφον του οικοδομήματος.

Είναι δ’ οι υποβατήρες ούτοι κανονικώς διατεγμένοι κατά σειράς παραλλήλους προς αλλήλας και προς τας πλευράς τού κτιρίου, ως και εν τω Ελευσινιακώ Τελεστηρίω εν τη υποστύλω αιθούση τής Δήλου και ουχί ακτινηδόν, ως εν τω Θερσιλίω τής Μεγαλοπόλεως, απέχει δ’ εκάστη πρώτη σειρά τής αντιστοίχου πλευράς 5,00 μ., της αποστάσεως μετρουμένης από του άξονος των βάσεων μέχρι της έξω ακμής τής υπευθυντηρίας.

Η δ’ απ’ αλλήλων απόστασις τών αξόνων τών βάσεων είναι 6,15. Τούτου δε διδομένου, δύναται να υπολογισθή ασφαλώς και ο αριθμός τών κιόνων τών παραλλήλων σειρών κατά την από Α προς Δ διεύθυνσιν εις 9. Τον δε αριθμόν τών κιόνων εκάστης σειράς κατά την από Β. προς Ν. διεύθυνσιν θα καθορίση αργότερον η σκαπάνη.

Αι ευρεθείσαι τετράγωνοι πλίνθοι τών υποβατήρων έχουσι διαστάσεις κατά μέσον όρον 0,90 Χ 0,90 Χ 0,30, είναι δε κατασκευασμέναι εξ υμηττείου μαρμάρου και έχουσι το κάτω αυτών ήμισυ χονδρώς κατειργασμένον, άτε μη ορατόν. Των δ’ απ’ αυτών βαινόντων κιόνων ανευρέθησαν ελάχιστα μόνον τεμάχια, εξ ων υπολογίζεται ότι η διάμετρος τών κιόνων ήτο κατά προσέγγισιν 0,60.

Οι κίονες δ’ ούτοι ήσαν αρράβδωτοι επάτουν δε πιθανώτατα απ’ ευθείας επί των υποβατήρων άνευ δηλ. της μεσολαβήσεως βάσεως τίνος. Επειδή όμως ίχνη προσηλώσεως των κιόνων δεν φαίνονται επί των υποβατήρων, δεν είναι απίθανον να ήσαν ξύλινοι οι κίονες, καίτοι ο Βετρούβιος ρητώς αναφέρει ότι οι κίονες ήσαν λίθινοι (De architectura V, 21). Όσον δ’ αφορά το ύψος αυτών, τούτο μετά του σχετικού επιστυλίου, θα ήτο ως έγγιστα 5,50. Επειδή δε εις 3.00 μ. ύψος από τού δαπέδου, εφ’ ου αι βάσεις εύρισκονται κατά την βόρειον πλευράν επίπεδός τις διαμόρφωσις του βράχου, αποτελούσα ενταύθα είδος τι εξέδρας και διαδρόμου πλάτους 2,50 μ., όπισθεν δε τούτων εύρηται τοίχος εκτισμένος δια κανονικών πωρολίθων (όρο σχεδ. Α. και τομήν εν ΑΕ 1918 σ. 109) εικάζω ότι 2,50 μ. κάτωθεν του πατώματος τού α’ ορόφου θα υπήρχε είτε διάδρομός τις (περίπατος) χρησιμεύων προς τοποθέτησιν ξύλινων ίσως εδωλίων, ή ως πρόστασις δια κλίμακα φέρουσαν εις τον 2ον όροφον τού κτιρίου, ούτος απαιτείται απαραιτήτως δι’ οικοδόμημα τοσούτων διαστάσεων. Ο δεύτερος δ’ ούτος όροφος θα ανείχε και την στέγην, ήτις, κατά την γνώμην μου, θα ήτο πυραμιδοειδής, διότι μόνον τοιούτο σχήμα ανταποκρίνεται προς το επίθετον περικλινής, δι’ ου χαρακτηρίζει αυτήν το γνωστόν χωρίον τού Πλουτάρχου (Περ. 13). Το δε φως εις το ώδειον θα ανήρχετο δι’ ανοιγμάτων ευρισκομένων κατά την περίμετρον τού υπέρ τον βράχον εξέχοντος δευτέρου ορόφου.

Όσον δ’ άφορα τας εισόδους, δι’ ων εισήρχετο τις εις το ώδειον, δύο θεμέλια εκ κροκαλοπαγών λίθων ορθογωνίου σχήματος ευρισκόμενα το μεν κατά την ανατολικήν πλευράν και εις απόστασιν 15,00 μ. από της ΒΑ γωνίας, το δε κατά την δυτικήν πλευράν εις απόστασιν 37 μ. από της Β.Β. γωνίας, είναι πιθανόν ν’ ανταποκρίνωνται προς πρόπυλα τεθειμένα ενταύθα προ των τοίχων καίτοι του δυτικού δυσκολεύομαι, λόγω του λοξού προσανατολισμού εν σχέσει προς τον άξονα τού κτιρίου, να παραδεχθώ τον χαρακτηρισμόν ως πρόπυλου, θεωρών αυτό μάλλον ως βάθρον μεγάλου τινός χορηγικού μνημείου.

Άλλο δε ή και δύο άλλα ακόμη πρόπυλα θα υπήρχον κατά την νοτίαν πλευράν τού κτιρίου, αν μη ολόκληρος κιονοστοιχία ήτο προτεταγμένη του νοτείου τοίχου ως εν τω Ελευσινιακώ τελεστηρίω.

Όσον δε δ’ άφορα τέλος εις την χρονολογίαν κατασκευής τών ευρεθέντων λειψάνων, αύτη δεν δύναται πάντως να ανέλθη πέρα τού 4ου αιώνος, ως γίνεται δήλον αφ’ ενός μεν εκ της χρήσεως υμηττείου μαρμάρου εν συνδυασμώ προς πώρον και κροκαλοπαγή λίθον, αφ’ ετέρου δ’ εκ του τρόπου τής εργασίας, όστις δεν δεικνύει την τελειότητα εκτελέσεως, ην βλέπομεν εις τα κτίσματα τού 6ου και 5ου αι. Νομίζω μάλιστα ότι η εργασία, ην δεικνύουσιν αι βάσεις τών κιόνων και άλλα τινά τμήματα τού τοίχου μάς υποδηλοί ότι πρέπει να κατέλθομεν αρκετούς αιώνας μετά τον 4ον π.χ., οπότε, ως επανειλημμένως έγραψε και ο κ. Καστριώτης και ως γνωρίζομεν εκ της επιγραφής τού Διονυσιακού θεάτρου εγένετο η άνοικοδόμησις τού ωδείου υπό του Αριοβαρζάνου, ανοικοδόμησις ακολουθήσασα πάντως το αρχικόν σχέδιον τού Ε’ αιώνος, όπερ εφήρμοσεν ο Περικλής, αρχιτεκτονούντος πιθανώς αυτού του Ικτίνου.

Ά. Όρλάνδος.

Τοιαύτα ύπήρξαν τα αποτελέσματα τής μέχρι τούδε οκταετούς ανασκαφικής ημών εργασίας εν τω ωδείω τού Περικλέους. Αν αποβλέψωμεν εις τα ευρήματα τα εκ της ανασκαφής ταύτης, δυνάμεθα ίσως να είπωμεν, ότι αι δαπάναι τής εταιρείας ημών δεν αντημείφθησαν επαξίως, αλλ’ ο κύριος σκοπός τής ανασκαφής ταύτης δεν ήσαν τα ευρήματα, πράγμα όλως εξαρτώμενον κατά το πλείστον και εκ της τύχης, αλλ’ ως εξακολούθησις προς τελείαν αποκάλυψιν τού αρχαιοτέρου των εν Αθήναις επί Περικλέους οικοδομημάτων, όπερ η Αρχαιολογική εταιρεία αφειδώς εδαπάνησε, τιμώσα όντως αυτήν δια τα μέχρι τούδε λίαν ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Ημείς θεωρούμεν ημάς ευτυχή ότι κατωρθώσαμεν να καθορίσωμεν αναμφισβητήτως ουχί μόνον την ακριβή θέσιν τού πολυθρύλητου οικοδομήματος, ήτις μέχρι τούδε ηγνοείτο, αλλ’ απεκαλύψαμεν αυτό τούτο το οικοδόμημα, έστω και εν ερειπιώδει καταστάσει.

Αναμένομεν νυν μετ’ ελπίδων ότι η Αρχαιολογική εταιρεία θέλει προβή εις την απαλλοτρίωσιν και των επιπροσθουσών δύο έτι μικρών οικιών, αίτινες καταλαμβάνουσι τον υπόλοιπον χώρον τού οικοδομήματος, όπως καταστή δυνατή η τελεία αποκάλυψις του Περικλείου ωδείου. Ούτω ο χώρος ούτος θέλει καταστή μετ’ ολίγον παγκόσμιον προσκύνημα, διότι εν τω ωδείω τούτω αντήχησαν τα μέλη και η φωνή των αρίστων τής αρχαιότητος μουσουργών!

Αθήνησι κατά δεκέμβριον τού 1922.

Δεν υπάρχουν σχόλια: