Από anemi.lib.uoc.gr με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις.
Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Ο Ιερομόναχος Ισίδωρος με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια κλειστά, καθόταν την ώρα της λειτουργίας στο ιερό της εκκλησίας του μοναστηριού. Κόντευε η ώρα που θα ‘πρεπε να σηκωθεί να πλησιάσει στην αγία τράπεζα να στραφεί προς την ωραία πύλη να κάνει με τα χέρια του ορισμένες κινήσεις να προφέρει ορισμένα λόγια κ’ ύστερα να πάρει στα χέρια του τ’ ασημένιο δισκοπότηρο και να κάνει το μυστήριο της μεταλήψεως.
Πέρασαν πια τρεισήμισι χρόνια από τον καιρό που ο πρίγκηπας Ιβάν Τβιερσκόι έπαψε να ‘ναι πρίγκηπας και συνταγματάρχης και γίνηκε ο ταπεινός μοναχός Ισίδωρος και ποτέ ακόμα δεν του είχε συμβεί κείνο που του συνέβαινε τώρα.
Τα πρώτα τρία μετά τη χειροτονία του χρόνια που πέρασε στο απομονωμένο κελί μέσα στο δάσος, χωρίς να βλέπει ψυχή ζώσα έκτος από τον πνευματικό του, την αδελφή του που τον επισκεπτόταν το χρόνο μια φορά, και τους καλογέρους με τους οποίους δεν ερχόταν σε στενή επαφή — τα πρώτα τρία χρόνια ήταν ένας διαρκής ενθουσιασμός. Όσο ένιωθε τον εαυτό του απαλλαγμένο από της σάρκας τα δεσμά, και την ψυχή του να κυριαρχεί, τόσο ικανοποιούταν, τόσο πιο ψιλά αισθανόταν τον ηθικό του άνθρωπο.
Μα σαν πέρασαν τα τρία αυτά χρόνια. αρχίνησαν τις μέρες αυτές του ενθουσιασμού να τις διαδέχονται μέρες και ώρες κατάπτωσης, αδυναμίας και θλίψης. Ο Ισίδωρος ανήσυχος από την κατάσταση αυτή ανακοίνωσε το πράγμα στον πνευματικό του και κείνος τον συμβούλεψε να λειτουργεί συχνά και ν’ αρχίσει να δέχεται κόσμο. Από καιρό το όνομα του Ισιδώρου φέρονταν από στόμα σέ στόμα και για τούτο μόλις διαδόθηκε, πως δεχόταν, τον πολιόρκησαν οι προσκυνητές.
Στην αρχή η ποικιλία αυτή τον ευχαριστούσε και τον διασκέδαζε αρκετά. Κουραζόταν τόσο πολύ, που δεν του έμενε καιρός για σκέψεις.
Μα σήμερα κει που καθόταν στο ιερό και περίμενε τη σειρά του ο νους του πήγε, χωρίς να το θέλει, στα λόγια μιας πρωινής του επισκέπτριας, που πήγε να ξομολογηθεί. Η κυρία αυτή, μια γεροντοκόρη, δασκάλα του Οικοτροφείου των Ευγενών, του ‘λεγε μ’ ένα αλλόκοτο ενθουσιασμό, για το μεγάλο καλό, που κάνει στον κόσμο με τη διδασκαλία του και πως την έσωσε από την απιστία που την έσπρωχνε στην καταστροφή. Το πρωί, ακούγοντάς την να μιλάει έτσι δεν έδωσε και μεγάλη προσοχή στα λόγια της. Μα τώρα, καθώς τα θυμόταν, έβλεπε με φρίκη πως του προξένησαν μεγάλη χαρά τα λόγια αυτά και τον κυρίεψε απελπισία όσο ένιωθε πόση σπουδαιότητα είχε ακόμη γι’ αυτόν η φήμη και η κοινή γνώμη. Μα συγχρόνως σκέφτηκε, πως τώρα η τέλεση της θείας ευχαριστίας θα τον απάλλασσε από όλους αυτούς τους στομάχους. Και ξάφνου, ω, φρίκη!, εντελώς ανέλπιστα ο Ισίδωρος ένιωσε, πως αυτό, που θα ‘κανε δε θα ‘χε τη δύναμη ν’ αλλάξει τίποτε μέσα του αφού τώρα πια η κοινωνία — την ώρα που μεταλάβαινε ο ίδιος — τον άφηνε εντελώς, αδιάφορο. Και τον κυρίεψε ακατάσχετη φρίκη, από τις αμφιβολίες που γεννιόνταν μέσα του. Κι αμφιβάλλοντας ένιωσε πως στο ζήτημα αυτό μέσος όρος δε χωρούσε: ή η τέλεση της ευχαριστίας ήταν πραγματικά μέγα μυστήριο ή μια φριχτή, απαίσια άπατη. Τα είχε ξεχάσει όλα και βασανιζόμενος τρομερά προσπαθούσε να μη σκέπτεται, κι ωστόσο σκεφτόταν. Και σκεπτόμενος ξέχασε που βρισκόταν και τι έπρεπε να κάμει. Ο πάτερ Ευμένιος τον πλησίασε και του θύμισε πως ήταν ώρα. Ο Ισίδωρος σηκώθηκε μηχανικά και εντελώς ασυναίσθητα έκαμε κείνο που έπρεπε να κάμει κι όταν τελείωσε χωρίς να πει λέξη σε κανένα επισκέφτηκε τον πνευματικό του κ ύστερα κλείστηκε στο κελί του επί δώδεκα μέρες χωρίς να δεχτεί κανένα, χωρίς να φάει άλλο από ξερές προσφορές και νερό.
Από το ημερολόγιο του Ισιδώρου
15 Σεπτεμβρίου 1902. — Τελείωσαν όλα. Δεν υπάρχει διέξοδο, δεν υπάρχει σωτηρία. Μα το κυριότερο δεν υπάρχει Θεός, κείνος ο θεός τον όποιο υπηρετούσα, που του ‘δωσα όλη μου τη ζωή, που τον καθικέτεψα να μου αποκαλυφτεί, που θα μπορούσε να μ’ ακούσει. Δεν υπάρχει ... δεν υπάρχει Θεός ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου