Εθνική ορθότητα: Ένα αγκάθι στο υπογάστριο της δημοκρατίας μας;
Με μία τυχαία σποραδικότητα επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση τα «εθνικά θέματα» προκαλώντας πάθη και εντάσεις. Πάθη και εντάσεις που συνδέονται όχι με τη συνήθη διαδικασία μιας ανοιχτής και, άρα, δημοκρατικής έκφρασης αντίθετων ή παραπληρωματικών απόψεων, αλλά που εδράζονται στην υπόνοια ότι κάποια άλλη άποψη τόλμησε να διατυπωθεί: Τα «εθνικά θέματα» έχουν ένα στενό και δεδομένο πλαίσιο θέσεων συγκροτημένων αξιωματικά, που δεν επιδέχονται αποκλίσεις. Οι μεταβολές δε της θεματολογίας και του περιεχομένου, που μπορεί να επέλθουν στην πορεία του χρόνου, χαρακτηρίζονται από μεγάλη δυσκαμψία και αντιστάσεις, αν συσχετιστούν με τις ευρύτερες μεταβολές των ιδεών και των απόψεων που διεύρυναν την ποιότητα και την κινητικότητα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η αντίσταση και οι προκαθορισμένες στάσεις στα συγκεκριμένα ζητήματα συνέχονται με το εθνικό φαινόμενο όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μέσα από τις ισχυρές και αμοιβαίες εξαρτήσεις μεταξύ του έθνους και του κράτους.
Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΡΙΖΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ
Ο όρος «εθνικό θέμα» ή «εθνικό ζήτημα» παραπέμπει ακαριαία σε μία θεματική η οποία τίθεται σε ένα μη κανονικό πλαίσιο συζήτησης. Αυτομάτως, η ελευθερία της έκφρασης γνώμης φιλτράρεται από ειδικά κριτήρια προστασίας, όχι του υποκειμένου που εκφράζεται, αλλά του επίδικου ζητήματος προς συζήτηση. Έτσι, το θέμα που υπάγεται στην κατηγορία του «εθνικού» υπόκειται σε περιορισμούς, αν όχι στην επιβολή, μιας μονοδιάστατης, πατενταρισμένης και προκαθορισμένα αποδεκτής ερμηνείας η οποία επιδέχεται ελάχιστες αποκλίσεις. Το παράδοξο είναι ότι δεν χρειάζεται πλέον η κρατική επιβολή ή καταστολή για την καθοδήγηση της «ορθής» άποψης. Σε ατομικό επίπεδο, ο κάθε Έλληνας στρατεύεται σε αυτήν ως υπερασπιστής των «εθνικών δικαίων». Συχνά, παθητικά και αντανακλαστικά, με το φόβο των συνεπειών που ενέχει η όποια συζήτηση θα αμφισβητούσε την εθνική ορθότητα. Άλλες φορές, ενεργητικά, με τη φωνή και τη γραφίδα του έχοντος το καθήκον και την «αρμοδιότητα» για την επιβολή της εθνικής ορθότητας. Εδώ προκύπτει το εξής οξύμωρο: Η αυταρχική επιβολή δεν προέρχεται αποκλειστικά από την απόφαση μιας ολοκληρωτικής κυβέρνησης ή κάποιου αυταρχικού ελέγχου. Απεναντίας, προέρχεται κυρίως από την αυτόβουλη ενεργοποίηση μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, που τάσσονται ενεργητικά ή παθητικά στην προάσπιση του εθνικού συμφέροντος. Ποια, όμως, είναι αυτά τα εθνικά θέματα, τα οποία έχουν αναδειχτεί ως «αγαθό» προς προστασία, και πώς έχουν συγκροτηθεί;
Ασφαλώς, τα «εθνικά θέματα» προέκυψαν μέσα από τη συγκρότηση μιας ριζικής αντίθεσης: του εθνικού εαυτού και αντανακλαστικά του εθνικού άλλου, του «εχθρού» και της «εθνικής απειλής», εκείνου που αντιπροσωπεύει το τι δεν είμαστε εμείς. Βρίσκεται απέναντι μας με αυξομειώσεις έντασης και εναλλαγές υποκειμένων, ανάλογα με τη συγκυρία. Συχνά, η καλλιέργεια της απειλής τρέφεται από πραγματολογικά στοιχεία που προσφέρονται από τον «εχθρό», ικανοποιώντας τις αντίστοιχες ανάγκες για μία απειλή που θα προέρχεται από την αντίπερα πλευρά των συνόρων ή ακόμα και εντός της επικράτειας του κράτους. Έτσι, η διαδικασία αυτή μπορεί να αναλυθεί μέσω του σχήματος εχθρός-φίλος και τις συμμαχίες που δημιουργούνται με τη χρήση της απειλής και του φόβου [Ευρυγένης, Γ. (2014). Αντίπαλον δέος. Έξωθεν φόβος και συλλογική δράση. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης], αναδιατάσσοντας πολιτικές προτεραιότητες και εγκιβωτίζοντας ουσιοκρατικά και τους εχθρούς και τους φίλους. Ο «φίλος», βέβαια, που θα αμφισβητήσει αυτή την απειλή θα τοποθετηθεί αυτομάτως στην αντίπερα όχθη με τη ρετσινιά του προδότη. Η διαδικασία αυτή αναπαράγεται, βέβαια, και σε άλλους εθνικισμούς. Ο ηγεμονικός τουρκικός εθνικισμός στη Θράκη, για παράδειγμα, επιβάλλει τη δική του εθνική ορθότητα απέναντι στους «άλλους» και τους «δικούς μας»: Έτσι, οι Πομάκοι δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από την τουρκική εθνική ιδέα, και κάθε αναφορά σε πομακική γλώσσα ή ταυτότητα είναι αυστηρά κατακριτέα εντός του αδιάβροχου κοινοτισμού της μειονότητας.
Η Ελλάδα έχει συσσωρεύσει πολλά τέτοια εθνικά ζητήματα, ορισμένα από τα οποία συχνά βρίσκονται σε ύπνωση, ενώ άλλα σε συνεχή ενεργοποίηση: «Κυπριακό», «Σκοπιανό», ελληνοτουρκικά (μειονότητες, ζώνες κυριαρχίας και ζώνες εκμετάλλευσης στο Αιγαίο), μειονότητες στην Ελλάδα, Πόντιοι. Κάποια άλλα, όπως ο «βουλγαρικός κίνδυνος» και ο εσωτερικός «κομμουνιστικός κίνδυνος», έχουν απομακρυνθεί στον ορίζοντα της Ιστορίας, με την έννοια που είχαν προσλάβει κατά τον 20ό αιώνα. Άλλα, όπως οι πολιτικές για τις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου, απλώς δεν προσελκύουν τα φώτα του ενδιαφέροντος, ενώ η σύνδεση της ελληνικότητας με άλλες γλώσσες, όπως η τουρκική (βλ. Γκαγκαούζοι, Τσαλκαλήδες, Καππαδόκες), η αραβική (ορθόδοξοι της Αντιόχειας) ή η βλαχική (στην Αλβανία), που δυσκολεύει την οριοθέτηση του «εμείς», συνήθως αποφεύγεται ή περιορίζεται σε έναν πρόσκαιρο εξωτισμό (βλ. Καλάς του Αφγανιστάν), αν δεν κατασκευάζεται.
[Τσιτσελίκης, Κ. - Χριστόπουλος, Δ. (2003). «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Στιγμιότυπα αβεβαιότητας ως εθνικές αλήθειες». Στο Τσιτσελίκης, Κ. - Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2003). Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Αθήνα: Κριτική, σσ. 17-44. Μπαλτσιώτης, Λ. (2009). «Η ανακάλυψη των νέων Ελλήνων. Η περίπτωση των Γκαγκαοΰζων και των “Ποντίων” της Τουρκίας». Στο Παύλου, Μ. - Σκουλαρίκη, Α. (επιμ.) (2009). Μετανάστες και Μειονότητες. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 41-193. Μπαλτσιώτης, Λ. (2013). «Ομογενείς ή αλλογενείς: Η περίπτωση των ορθοδόξων της Αντιόχειας στην Τουρκία». Στο Βεντοΰρα, Λ. - Μπαλτσιώτης, Λ. (επιμ.) (2013). Το έθνος πέραν των συνόρων. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 407-437.]
ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Οι κίνδυνοι βέβαια έχουν όνομα, συχνά όμως σκεπάζονται με ένα άλλο «όνομα», μία μετωνυμία που αποσκοπεί να υποκρύψει το ίδιο το ζήτημα. Η χρήση παράλληλων όρων είναι ίδιο χαρακτηριστικό της ελληνικής εθνικής ορθότητας: «τουρκογενείς» και «μουσουλμάνοι» για το «Τούρκοι» (της Θράκης), «σλαβικά» ή «σλαβομακεδονικά» για τα «μακεδονικά». «Σκόπια», «ΠΓΔΜ», «FYROM» για τη «Μακεδονία» ή τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο «εκλεγμένος» ή «παράλληλος μουφτής» στη Θράκη είναι ο «ψευτομουφτής», ενώ οι μειονοτικοί σύλλογοι σε Θράκη και Φλώρινα δεν μπορούν να λειτουργούν νόμιμα καθώς φέρουν στο τίτλο τους όρο μη ανεκτό κατά την εθνική ορθότητα, την οποία υπηρετεί ο τοπικός δικαστής παραβιάζοντας ο ίδιος τον νόμο.
[Αναφέρομαι στη Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού, την Τουρκική Ένωση Ξάνθης, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Τουρκάλων Γυναικών Ροδόπης και το Σύλλογο Νέων Μειονότητας Έβρου (εδώ δεν υπάρχει καν αναφορά σε εθνωνύμιο). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε παραβίαση από την ελληνική κυβέρνηση του δικαιώματος στη σύσταση συλλόγων. Ωστόσο, τα ελληνικά δικαστήρια συνεχίζουν να αρνούνται την εγγραφή των σωματείων αυτών και σήμερα, σε μία άνευ προηγουμένου επιβολή της εθνικής ορθότητας.]
Πολλές φορές, ο διερμηνέας κάποιου δημόσιου προσώπου αναλαμβάνει να κάνει τη διόρθωση, με το να μεταφέρει στην ελληνική τον εθνικά ορθό όρο, διαστρεβλώνοντας βέβαια τη βούληση του ομιλητή. Παρόμοια, τηλεοπτικά κανάλια σβήνουν σε αθλητικές συναντήσεις με άσπρο τη σύντμηση «MKD» της γείτονος [Το έπραξαν ο ANT 1 και ο OTE TV στο Ευρωμπάσκετ του 2015. Ωστόσο, το απαγορευμένο τρίγραμμα είναι εγκεκριμένο από τον Διεθνή Οργανισμό Πιστοποίησης και αποτελεί δηλωτικό του κράτους με το όνομα FYROM. Βλ. www.gazzetta.gr/stili/media-cafe/article/797562/ eurobasket-2015-o-logos-poy-svistike-mkd], άλλες φορές την αντικαθιστούν με το εθνικά ορθό «FYROM» ή στην πυκνή πρόσφατη συζήτηση για το προσφυγικό μεταφράζουν παγίως το «Μακεδονία» με Το «Σκόπια». Όλα αυτά γίνονται για δύο λόγους: για να μην κατηγορηθεί ο ενδιάμεσος, διερμηνέας ή το τηλεοπτικό/ραδιοφωνικό μέσο ότι μεταδίδει κάτι αντεθνικό, αλλά και για να «προστατευτεί» το κοινό από τον «μολυσματικό» όρο. Η ίδια λογική ακολουθείται ακόμα και για ζητήματα που δεν αφορούν άμεσα τα ελληνικά εθνικά θέματα: Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου βαφτίζονταν επί μακράν «αλβανόφωνοι» από τα ελληνικά ΜΜΕ, ενώ βέβαια οι Σέρβοι αναφέρονταν ρητά στην εθνική τους (αλβανική) ταυτότητα.
Η εδραίωση της εθνικής ορθότητας έχει μεγάλες ρίζες στην εμπέδωση της εθνικής ιδεολογίας μέσα από το σχολείο και τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής κουλτούρας που την ανατροφοδοτεί. [Φραγκουδάκη, Α. - Δραγώνα Θ. (1997). Τι είν’ η πατρίδα μας: Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.] Η κάθετη διάκριση μεταξύ του «εμείς» και των «άλλων» με εθνικό πρόσημο, ακόμα κι αν αναφερόμαστε εντός της κοινότητας των Ελλήνων πολιτών, εισάγει έναν διαχωρισμό που μεταφράστηκε νομικά στους όρους ομογενείς-αλλογενείς με άμεση αναφορά στο γένος, κατηγορία που δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί νομικά. Ακόμα κι αν έχει λειανθεί, καθώς δεν μπορεί να αντέξει στην απαγόρευση των διακρίσεων, η διαφοροποίηση αυτή διατηρείται μέσω, κυρίως, της απόδοσης προνομίων των εθνικά ιδίων, ακόμα κι αν δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Οι ομογενείς, λοιπόν, έχουν προνόμια, ενώ οι αλλογενείς αντιμετωπίζονται με κάποια υστέρηση κατά την απόλαυση των ίδιων δικαιωμάτων. Η εθνική ορθότητα βασίζεται σε αυτόν το διαχωρισμό: Αν και οι αλλογενείς Έλληνες πολίτες υφίστανται νομικά, δεν μπορούμε να προφέρουμε καν την εθνική τους υπαγωγή, δηλαδή το πώς αυτοπροσδιορίζονται με εθνικούς όρους (βλ. Τούρκοι [Παράδειγμα η σκληρή ανακριτική τακτική που κράτησαν τα ΜΜΕ απέναντι στην Γκιουλμπεγιάζ Καρά Χασάν, υποψήφια του ΠΑΣΟΚ στις Νομαρχιακές Εκλογές του 2006, ως προς την εθνική της ταυτότητα και την αμφισβητούμενη νομιμοφροσύνη της. Βλ. Σκουλαρίκη, Α. (2009). «Δηλώσεις εθνικών φρονημάτων: Ο πολιτικός λόγος και η δημόσια αντιπαράθεση στην Ελλάδα σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό των μειονοτήτων και η υποψηφιότητα της Γκιουλμπεγιάζ Καρά Χασάν». Στο Παύλου, Μ. - Σκουλαρίκη, Α. (επιμ.) (2009). Μετανάστες και Μειονότητες. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 69-93.] ή Μακεδόνες). Ακόμα δεν μπορούμε να συζητήσουμε το ενδεχόμενο αν κάποια από τα χαρακτηριστικά τους εμπίπτουν στον νομικό ορισμό της μειονότητας, αν αυτά εντοπίζονται μέσω της κοινωνικής εμπειρίας, ή της πολιτικής διεκδίκησης της ύπαρξής τους, ή συναφών δικαιωμάτων. Οι μειονότητες είναι εδώ, τις γνωρίζουμε, αλλά δεν πρέπει να τις αναφέρουμε [Σε μάθημα στην Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, αξιωματικός του πεζικού επέμενε ότι «Τούρκοι στη Θράκη δεν υπάρχουν γιατί αυτό είναι εθνικά ανεπίτρεπτο», συγχέοντας την εθνική ορθότητα με την πραγματικότητα. Γεγονός παρήγορο αποτελεί το ότι η πλειονότητα των συμμαθητών του αντιλαμβανόταν τη διαφοροποίηση των εννοιών (Μάιος 2016)], σε μια ανομολόγητη και αυτοϋπονομευτική σχέση με την κοινή λογική. [Δημούλης, Δ. (2008). «Οι αόρατες εθνικές μειονότητες της ελληνικής έννομης τάξης». Στο Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2008). Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη. Αθήνα: Κριτική, σσ. 127-165. Χριστόπουλος, Δ. (2008). «Εισαγωγή». Στο Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2008). Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη. Αθήνα: Κριτική, σσ. 9-32.] Τέλος, η αναφορά σε ιστορικά γεγονότα που αφορούν μη υπαρκτές σήμερα μειονότητες (βλ. Τσάμηδες) μπορεί να πυροδοτήσει πλήθος αντιδράσεων με στόχο την επικράτηση της εθνικά επιβεβλημένης σιωπής και της ιστορικής ορθότητας. Αυτό συνέβη και σε ημερίδα που διοργανώσαμε με το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ) και το Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 21 Φεβρουάριου 2008. Οργανωμένο κοινό επιχείρησε να διακόψει τη συζήτηση, ενώ επί μακράν μεγάλο τμήμα των ΜΜΕ ανέλαβε να υπερασπίσει την εθνική ορθότητα, χωρίς να αναζητήσει ποτέ την «άλλη πλευρά».
Η προσφυγική κρίση αναπάντεχα διασταυρώθηκε με τη μακεδονική ονοματολογία που χρόνια τώρα παραμένει ως μία δηλητηριώδης εκκρεμότητα στα συρτάρια της εξωτερικής πολιτικής. Ας τολμήσει να διαφοροποιηθεί κανείς από την εθνικά ορθή γλώσσα και ορολογία που υπαγορεύει ηγεμονικά και με αυστηρότητα το ενδεδειγμένο εθνικό καθήκον. Πόσο μάλλον όταν είναι υπουργός! [Βλ. την αναφορά του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννη Μουζάλα, στη «Μακεδονία» σε τηλεοπτική του συνέντευξη και τη θύελλα αντιδράσεων που την ακολούθησε (Μάρτιος 2016).] Η χρόνια αυτολογοκρισία, δηλαδή η μη χρήση και η αποφυγή των κατακριτέων όρων σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, διαμόρφωσε την αντίληψη ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να απουσιάζει οποιαδήποτε χρήση των θεωρούμενων εθνικά βλάσφημων όρων και, συνεπώς, συνέβαλε στην εδραίωση της συνεχούς υποχρέωσης διόρθωσης του εαυτού στην ορθή ορολογία, μέσα από ξύλινους ή αδόκιμους και υπαινικτικούς όρους («Σκόπια», «σκοπιανό», «ΠΓΔΜ» κτλ., ακόμα και στη σήμανση των εθνικών οδών κοντά στα σύνορα). Οι απαγορευμένοι όροι έγιναν επικίνδυνοι ή ενοχλητικοί και έτσι πέρασαν στην ανυπαρξία στον δημόσιο λόγο.
Ακόμα δύο ενδεικτικά παραδείγματα: Στις 5-7 Ιουνίου 1998, το ΚΕΜΟ διοργάνωσε κλειστή συζήτηση μεταξύ κοινωνικών επιστημόνων και ομιλητών της βλαχικής στη Λάρισα. Στη διημερίδα παρενέβη σειρά πολιτικών οι οποίοι θορυβήθηκαν για τυχόν βλαχορουμανικό αλυτρωτισμό. [Μπέης, Σ. - Χριστόπουλος, Δ. (2001). «Τα βλάχικα». Στο Εμπειρικός, Λ. κ.ά. (επιμ.) (2001). Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 71-139.] Μετά τη συνάντηση, ενεργοποιήθηκε πλήθος αυτόκλητων υπερασπιστών της εθνικής ορθότητας (βλ. σύλλογοι Βλάχων), υπενθυμίζοντας μέχρι και τις μέρες μας τη μονοπωλιακή τους σχέση με το θέμα. Εδώ, η εθνική ορθότητα εξυπηρετεί εργαλειακά πελατειακές σχέσεις στο τοπικό πεδίο, οι οποίες εδράζονται στο γενικό σχήμα που διαιωνίζει το εθνικό συμφέρον στη σιωπή και το μονοπώλιο της διαχείρισής της. Σε παρόμοιο μοτίβο, ακυρώθηκε ένα σεμινάριο για όλες τις μειονοτικές γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα. Το σεμινάριο είχε προγραμματιστεί να λάβει χώρα τον Ιούνιο του 2000 με διοργανωτή το ΚΕΜΟ υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, με σκοπό την προώθηση του «Χάρτη για τις Μειονοτικές ή Περιφερειακές Γλώσσες». Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Παπανδρέου, είχε συμβάλει στη διοργάνωση του σεμιναρίου που τελικά ακυρώθηκε μέσα από τα προσκόμματα που έφεραν υπηρεσίες του ίδιου του υπουργείου.
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ
Παρόμοια σφοδρή μπορεί να γίνει η επιβολή τπς εθνικής ορθότητας αν αμφισβητηθεί η εξωραϊστικά υπερήφανα εικόνα του εθνικού εαυτού στο εξωτερικό [Βεντούρα, Λ. - Μπαλτσιώτης, Λ. (2013). «Εισαγωγή. Κρατικές πολιτικές για ομοεθνείς μειονότητες και πληθυσμούς της διασποράς: Η σύγκλιση των προσεγγίσεων». Στο Βεντούρα, Λ. - Μπαλτσιώτης, Λ. (επιμ.) (2013). Το έθνος πέραν των συνόρων. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 9-31.]: Βορειοηπειρώτες, Πατριαρχείο και Ρωμιοί της Πόλης, αλλά και το ποντιακό ζήτημα, είναι κάποια από τα παραδείγματα στα οποία έχει υπαγορευτεί η μία και μόνη εθνική αλήθεια. Συχνά, σε αυτά τα «δικά μας» θέματα, η εθνική αλήθεια δεν αφορά μόνο την ταυτότητα των ανθρώπων, ως ελληνικών μειονοτήτων σε μία χώρα γειτονική, αλλά αποσκοπεί στην αποσιώπηση αν όχι την απόκρυψη άλλων πλευρών: της πολιτικής διαπλοκής και των εξαρτήσεων, του χρηματισμού από τα μαύρα κονδύλια, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων. Κανείς δεν μπορεί να αναφερθεί στα οικονομικά του Πατριαρχείου, στα ανέλεγκτα βακούφια (στην Τουρκία) ή στους πολιτευτές στην Αλβανία, στις σχέσεις τους με τα ελληνικά κόμματα και στις οικονομικές εξαρτήσεις από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Εδώ, η παρέκκλιση από τη δημοκρατική αρχή δεν περιορίζεται μόνο στην ελευθερία της έκφρασης και στον πλουραλισμό, αλλά παρακάμπτει την αρχή του δημοκρατικού ελέγχου και τη διαφάνεια. Όλα επιτρέπονται στο όνομα της διατήρησης των «εθνικών θεμάτων» όταν αυτά αφορούν τις ελληνικές μειονότητες έξω. Όλα όμως απαγορεύονται αν ανοίξει η συζήτηση για τα διπλά μέτρα και σταθμά που εφαρμόζονται, αλλά και ο τρόπος που ασκείται κριτική στις αντίστοιχες παρεμβατικές μεθόδους των γειτόνων (για παράδειγμα, του τουρκικού προξενείου στη Θράκη).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μερικές φορές η εθνική ορθότητα που έχει επιβληθεί στην κοινή γνώμη αφορά ιστορικά γεγονότα, συσχετισμένα με βαθιά τραύματα στη συλλογική μνήμη, που όμως έχουν αναδιαμορφωθεί και έχουν επικρατήσει στην σύγχρονη εποχή. Γενοκτονία ή εθνοκάθαρση υπέστησαν οι Πόντιοι; Ποιος, άραγε, μπορεί να αναλάβει το κόστος να εξηγήσει ότι η ερώτηση είναι παραπλανητικά (νομικά και πολιτικά) διατυπωμένη και ότι, συνεπώς, και η απάντηση θα είναι στρεβλή; Οι πελατειακές σχέσεις πολιτικού χαρακτήρα οικοδομήθηκαν πάνω (και) σε αυτό το ζήτημα ως προνομιακό πεδίο παρέμβασης των εχόντων τη μία εθνική αλήθεια, που προέρχονται από τους ανθρώπους με την ίδια (ποντιακή) καταγωγή. Εδώ το γένος λειτουργεί σε πρώτο χρόνο, καθώς οι έχοντες τα κλειδιά του πύργου της εθνικής αλήθειας έχουν και το σωστό -αληθινό- γονίδιο. Ωστόσο, η βία [Η βία αυτή, ιδρυτική βία του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με τον Νίκο Σιγάλα, συνέβαλε αποφασιστικά στην ομογενοποίηση με εθνοτικούς όρους της ελληνικής επικράτειας. Βλ. Σιγάλας, Ν. «Ετερότητα και βία στην Ελλάδα: σκέψεις για μία ιστορία που δεν γράφτηκε». Εισήγηση στο συνέδριο 1996-2016: Είκοσι χρόνια μελέτης του μειονοτικού φαινομένου, που διοργάνωσε το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων στην Αθήνα στις 13-14 Μαΐου 2016.], στην περίπτωση που έχει διαπραχθεί από τη «δική μας» πλευρά [Κωστόπουλος, Τ. (2007). Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922). Αθήνα: Βιβλιόραμα.] με αποτέλεσμα την εξάλειψη του εθνικά διαφορετικού, αποτελεί ένα σκληρό σύνορο που δύσκολα κανείς μπορεί να το διαβεί: Τι θα γινόταν αν έθετε κανείς στη δημόσια συζήτηση το ερώτημα για την άσκηση βίας με στόχο την εξόντωση αλλογενών στην ελληνική επικράτεια, όπως, για παράδειγμα, κατά των μουσουλμάνων και των Εβραίων στην άλωση της Τριπολιτσάς το 1821, κατά των Βούλγαρων κατοίκων του Κιλκίς το 1913, κατά των Τσάμηδων της Ηπείρου το 1943-1944;
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ
Η συγκρότηση των εθνικών ζητημάτων εδράζεται στη μεροληπτική ανάγνωση της ιστορίας των βίαιων συγκρούσεων με το γειτονικό κράτος ή στην απειλή που συνιστά ο εκάστοτε εξωτερικός ή εσωτερικός εχθρός. Ο θεματο-φύλακας της εθνικής ορθότητας προβάλλει εμμονικά τη μία και μοναδική αλήθεια, και αποσιωπά και καταστέλλει οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Εντέλει, η εθνική ορθότητα επιβάλλεται για λόγους αυτοπροστασίας: Εκείνος που γνωρίζει την εθνική αλήθεια επιβάλλει πατερναλιστικά τη μη συζήτηση για το καλό του εθνικού συνόλου, δηλαδή των υπόλοιπων μελών της κοινότητας των πολιτών.
Καθώς η αλήθεια είναι μία και μοναδική, και το περιεχόμενο καθορίζεται από τους κλειδοκράτορες του πύργου των εθνικών θεμάτων -συνήθως ιεράρχες, δημοσιογράφους και πολιτικούς όλου του πολιτικού φάσματος-, η απόκλιση από την εθνική ορθότητα αντιμετωπίζεται με σφοδρή αμεσότητα, η οποία ούτε η ίδια δεν χωρεί αμφισβήτηση ως μέθοδος απάντησης: Λεκτική βία, απειλή, βιαιοπραγία υποκαθιστούν κάθε διάλογο που θα ήταν το πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων σε κάθε άλλη θεματική της δημόσιας συζήτησης. Το δημοκρατικό περιβάλλον που έχει οικοδομηθεί στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει προαγάγει μία πλούσια, αν μη τι άλλο, γκάμα ιδεών, που προήλθε μέσα από τον δημόσιο διάλογο, έντονο, άστοχο ή επιδερμικό, αλλά πάντως διάλογο. Στα εθνικά θέματα, όμως, η επαπειλούμενη αντίδραση των φυλάκων της εθνικής ορθότητας οδηγεί στην αυτολογοκρισία και συχνά στην αποφυγή του ίδιου του θέματος. Εξάλλου, ποιος ο λόγος να συζητάμε αν συμφωνούμε απολύτως και γνωρίζουμε τις προκαθορισμένες απαντήσεις; Ποιος θα ήθελε να μπλέξει με τις καθολικές αντιδράσεις που θα προκαλούσε, αν τυχόν κινούνταν εκτός γραμμής;
Η εθνική ορθότητα έχει διαχυθεί σε όλο το φάσμα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, και αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα εξορθολογισμού και εκδημοκρατισμού. Παραμένει αναλλοίωτη και ανθεκτική στο χρόνο και υπαγορεύει λεκτικές συμπεριφορές και στερεότυπα ακόμα και όταν η πραγματικότητα έχει αναδείξει (και) άλλες εκδοχές της αλήθειας. [Βλ. την κατακραυγή που ξεσήκωσε η δήλωση του Δημήτρη Χριστόπουλου, υποψήφιου με τον ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές τον Απρίλιο του 2014, ότι «η μειονότητα της Θράκης είναι ένα ενιαίο συμπαγές τουρκικό πράγμα».] Εντέλει, δεν επιτρέπει -προληπτικά- να εκφραστούν οι όποιες άλλες ορολογικές επιλογές, οι οποίες φαντάζουν αποκλίνουσες, μη φυσιολογικές, και, σε κάθε περίπτωση, επιζήμιες για το κοινό εθνικό καλό. Η εθνική ορθότητα, σε δεύτερη φάση, γίνεται τιμωρητική, χωρίς καμία ανοχή για την άλλη άποψη. Οι όροι αποτελούν πολιτικό όπλο, διαμορφώνοντας ένα πολιτικό πεδίο δοκιμασίας, ίσως και μία προϋπόθεση για τη δυνατότητα συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα. Η εθνική ομοφωνία κυριαρχείται ιδεολογικά από εκείνους που κατέχουν τα κλειδιά της επιβολής: το φραστικό και σωματικό μπούλινγκ, την κατακραυγή από τα ΜΜΕ και τον αδιάκοπο έλεγχο από τον κοινωνικό περίγυρο, ακόμα και μέσα στο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον.
Θα έλεγε κανείς ότι η υποδόρια πανταχού παρούσα εθνική ορθότητα διαπερνά τις βασικές αρχές της δημοκρατίας μας εκεί που τελικά καταδεικνύει την αδυναμία της. Ότι το πολιτικό μας σύστημα την έχει ενστερνιστεί χωρίς καμία διάθεση αναστοχασμού. Ότι δημιουργεί άρρητα προνόμια: Ο κάθε ευαγγελιστής της εθνικής ορθότητας διατηρεί την εξουσία να αναγορεύει συγκεκριμένα ζητήματα ως εθνικά και να υπαγορεύει τη λεκτική ορθότητα ως μηχανισμό κοινωνικής υποταγής μέσα από μία άκαμπτη και αδιάλλακτη μηχανική της ευθυγράμμισης. Έτσι, και η οποιαδήποτε λύση ή πρόοδος μέσα από τον ανοιχτό διάλογο και τις πολιτικές αντιθέσεις απομακρύνεται αενάως, αφού κανένα νέο επιχείρημα δεν μπορεί να συζητηθεί. Η κυριαρχία της κατάστασης αυτής, που είναι φαινομενικά σε εκκρεμότητα, επιβάλλει ακριβώς το αντίθετο της δημοκρατικής ανεκτικότητας και κινητικότητας των ιδεών: μία παγιωμένη κατάσταση πραγμάτων που αρνείται οποιαδήποτε μεταβολή και οποιαδήποτε άλλη άποψη. Και για το λόγο αυτόν είναι πολιτικά επικίνδυνη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η εθνική ορθότητα που επιβάλλει τους κανόνες της δημόσιας συζήτησης αλλά και της ερευνητικής ενασχόλησης είναι συνυφασμένη με τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους, με τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους. Έχοντας παγιωθεί στις συνειδήσεις του μέσου Έλληνα, λειτουργεί αυτόνομα και αναπαράγεται πέρα από κυβερνητικές πολιτικές, συσπειρώνοντας αυτόματα την ιδέα του έθνους μέσα από έναν καταστατικό περιορισμό. Η εθνική ορθότητα, δηλαδή, έχει καθιερωθεί ως μία δύσκαμπτη και εξαιρετικά ανθεκτική ιδεολογική σταθερά, παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές αρχές του πλουραλισμού και της ελευθερίας της έκφρασης. Στη διατήρηση αυτής της συνθήκης βρίσκονται όλοι, τα μέλη της κοινότητας των πολιτών και του έθνους, κάτω από μία άτυπη «επιτήρηση», που επιτελείται από τον καθένα στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, συμπιέζοντας την ελευθερία γνώμης αλλά και την ακαδημαϊκή έρευνα.
Κατά συνέπεια, παρατηρείται μεγάλη απόκλιση από την ελευθερία της έκφρασης, στο πλαίσιο της οποίας «προστατεύονται όχι μόνο κάθε ιδέα και πληροφορία, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν και ενοχλούν το κράτος και οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού. Αυτή είναι η επιταγή του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και του ανοιχτού πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία». [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 5.493/72, Handysidc vs. UK, A Series 1976, παράγραφος 54.]
Εντέλει, η έννοια των εθνικών θεμάτων με την επιβολή της εθνικής ορθότητας συνιστά μία κατ’ εξαίρεση χειραγώγηση της συλλογικής μνήμης ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται κάθε διάλογος, όταν το ζήτημα αφορά κάποιο ζήτημα που εγγράφεται στην κατηγορία του εθνικού. Η εθνική ορθότητα λειτουργεί πέρα και έξω από τη δημοκρατική αρχή της ανεκτικότητας και της πολυφωνίας. Από την οπτική αυτή, ως μηχανισμός ιδεολογικού καταναγκασμού αποτελεί προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης και ρωγμή στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που θεμελιώνεται ακριβώς στην ιδέα του δημοκρατικού πλουραλισμού.
(2016)
Από το
rosalux.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου