Κριτική και, οπωσδήποτε, ευαισθησία
Ξαπλωμένη στο χορτάρι
ερέμβαζε.
Εγώ, πλάι της,
κρυφά την παρατηρούσα
και ένα χέρι
μου ‘σφιγγε την καρδιά
γιατί το ‘βλεπα,
φαινόταν αλίμονο καθαρά,
πως ποτέ
δε θα γινόταν ολότελα δική μου
έτσι που ρέμβαζε.
X. Λάσκαρης
Υπάρχουν πολλοί ποιητές γύρω μας, που δεν έχουν γράφει ποτέ ποιήματα. Είναι όσοι παρατηρούν τα μικρά πράγματα, εκείνα που στους περισσότερους περνούν απαρατήρητα. Είναι ακόμη οι οραματιστές, που δεν θεωρούν όσα βλέπουν γύρω τους δεδομένα και παγιωμένα, αλλά μπορούν να υποπτεύονται και να φαντάζονται τις διαφορετικές μορφές τους μέσα στο χρόνο. Ασφαλώς, μιλούμε για την τόσο απαραίτητη καλλιέργεια της ανθρώπινης ευαισθησίας, μέσα από την ουσιαστική συμμετοχή, και σε καμία περίπτωση για μια παθητική συσσώρευση θεωρητικών γνώσεων ή πρακτικών δεξιοτήτων, που αποτελεί κοινό τόπο στον καπιταλισμό.
Στη λογοτεχνία, όπως και στο θάνατο, ο καθένας είναι μόνος του. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο αναζητά αυτήν την πολύτιμη μοναχικότητα, ως απαραίτητη συνθήκη για δημιουργία. Όμως, το ποίημα έχει κιόλας αρχίσει να πλάθεται μέσα στον κόσμο, πρωτίστως ως ένα παιχνίδι, ένα συνταίριασμα λέξεων όχι πάντοτε ηθελημένο, αλλά ενστικτώδες και συνειρμικό, όπου το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να εκφράζει πολύ περισσότερα (ή και -συνηθέστερα- λιγότερα) από την αρχική πρόθεση.
Κανένας, βέβαια, κριτικός ή φιλόλογος, δεν θα ήταν σε θέση να μας πει πώς γράφεται ένα "καλό ποίημα", όπως εύστοχα σημειώνει ο Δ. Μαρωνίτης (1), παρά ίσως να εξηγήσει την υποδοχή ενός συγκεκριμένου ποιητικού έργου από ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο σου λέει: "Είμαι εδώ. Δες με! Άνοιξέ με, διάβασέ με. Συγκινήσου ή μείνε αδιάφορος. Και, εν τέλει, κρίνε με! Κρίνε με, όμως, έντιμα και -κατά το δυνατόν- αντικειμενικά. Είναι, άραγε, κάτι τέτοιο εφικτό;
Η κριτική πράξη είναι ένα παράδοξο, επισημαίνει ο Ν. Βαγενάς (2). Δεν πραγματώνεται χωρίς το υποκειμενικό στοιχείο, αλλά και χωρίς την απομάκρυνση, ως ένα βαθμό, από αυτό. Βρίσκεται εκεί για να βοηθήσει τον αναγνώστη να καταλάβει, για ποιους ακριβώς λόγους ένα έργο μπορεί να είναι σημαντικό για αυτόν. Άρα, βασίζεται στην τεκμηρίωση της άποψης, στην ιδιαίτερη οπτική του κριτικού, που δεν μπορεί να μην εμπεριέχει το στοιχείο της ατομικής ευαισθησίας, της συμμετοχικής παρατήρησης, της ενσυναίσθησης, εκτός από τον στέρεο θεωρητικό εξοπλισμό.
Όσο κι αν η ιδέα περί ποίησης φαντάζει αόριστη, όσο κι αν αρκετοί συγχέουν -πόσο βολικό, αλήθεια, για ορισμένους- αυτήν την αοριστία με την ποίηση, όπως πνευματωδώς αναφέρει ο Ρ. Valery, χρέος του κριτικού είναι να επεξηγεί και να ξεδιαλύνει. Μόνον δια αυτής της δύσβατης, απαιτητικής οδού μπορεί, πράγματι, να δικαιώσει τον καθοριστικό του ρόλο. Και σήμερα, στον καιρό του διαδικτύου, των blogs, των εύπεπτων λογοτεχνιζόντων κειμένων και του facebook, περισσότερο ίσως παρά ποτέ, κάτι τέτοιο φαίνεται επιβεβλημένο.
27-10-2016
(1) Δ.Ν. Μαρωνίτης, Η διδασκαλία της ποίησης, Πρακτικά εβδόμου συμποσίου ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, 3-5 Ιουλίου 1987, Γνώση.
(2) Νόσος Βαγενάς, Θεωρία ή κριτική;, Ό.π.
Το παρόν κείμενο τού Ντέμη Κωνσταντινίδη, από το περιοδικό λογοτεχνικό φυλλάδιο "Ονειρο+πόλος", τεύχος 1, Φλεβάρης 2019. Τα κείμενα και τα ποιήματα, που περιέχονται στο υπόψη περιοδικό, το οποίο διανέμει ιδιωτικά και από το οποίο μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τρία τεύχη, υπάρχουν δημοσιευμένα και στο προσωπικό του blog.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου