27 Ιουλίου 2019

Το βιβλίο έχει έναν καλό σύμμαχο στη βουλή [Γιώργος Δαμιανός]

(link: κλικ στις επικεφαλίδες)


Τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κώστα Τασούλα, παρά την πολιτική αντίθεση μου, έτυχε να τον γνωρίσω το 2014, όταν αυτός ήταν Υπουργός Πολιτισμού και εγώ αρθρογραφούσα στην Ελευθεροτυπία. Ευκαιρία στάθηκε το άρθρο μου που είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία για την, τότε, πολυσυζητημένη περίπτωση της Αμφίπολης. Ο κ. Τασούλας, ενώ ήταν Υπουργός Πολιτισμού, με κάλεσε για να με συγχαρεί για το άρθρο μου, παρόλο που η εφημερίδα στην οποία αρθρογραφούσα δεν ήταν φιλική προς την Κυβέρνηση του.
Από τότε επικοινωνήσαμε συχνά και πραγματικά χαιρόμουν την κατάρτιση του και την βαθύτατη γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας. Η συζήτηση είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα, γιατί κάθε ώρα και στιγμή θυμίζει ο ένας στον άλλον την πολιτική του αντιπαράθεση. 
Τα γράφω όλα αυτά, γιατί είναι ώρα να δημιουργήσουμε συνθήκες για να συναντηθούν, κάπου επιτέλους, οι φίλοι του Βιβλίου και των Γραμμάτων. 
Ας έχουμε το θάρρος να απαντήσουμε με παρρησία σε όλους εκείνους τους επιπόλαιους που απαξιώνουν την Πολιτική και τους Πολιτικούς.


Παρακάτω θα διαβάσετε την αρχή αυτής της γνωριμίας μας όπως αποτυπώθηκε στις σελίδες της πάλαι ποτέ “Ελευθεροτυπίας”


Πάντα ήθελα να γράψω ένα άρθρο για τη σχέση των υπουργών Πολιτισμού με τον Πολιτισμό. Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς: Πάγκαλος, Κούβελας, Βενιζέλος, Καραμανλής, Λιάπης, Σαμαράς, Βουλγαράκης, Παναγιωτόπουλος κ.ά, είναι μερικά ονόματα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, που ανέλαβαν τη διοίκηση του υπουργείου και επειδή η σχέση τους με τον Πολιτισμό είναι ανύπαρκτη, είναι αυτονόητο ότι ανύπαρκτο είναι και το έργο τους. Το μόνο που χρησίμευαν οι εν λόγω υπουργοί ήταν να διαιωνίζουν την αντίληψη ότι, αφού μπορεί ένας Λιάπης ή ένας Βουλγαράκης να δώσει νέα ώθηση στον Πολιτισμό, γιατί να μην μπορεί και ο καθένας από μας να γίνει υπουργός των Οικονομικών; Χθες, όμως, απρόσμενα και απρόκλητα έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον υπουργό Κωνσταντίνο Τασούλα, που με έβαλε σε περισυλλογή και επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά πόσο άδικη είναι η λογική των γενικεύσεων. Αφορμή στάθηκε το χθεσινό άρθρο μου 27/08/2014 στην «Ελευθεροτυπία» «Τι μας εμπόδιζε, μέχρι τώρα, να γνωρίσουμε την Αμφίπολη;», σελ. 10, όπου εκτός από κάποια δηκτικά σχόλια για τον Σαμαρά και την κυβέρνησή του, αναφερόμουν σε σημαντικούς (αλλά άγνωστους σήμερα) Αμφιπολίτες, όπως ο Ζωίλος, ο Ερμαγόρας, ο Πάμφιλος, ο Φίλιππος, ο ιστορικός, και κατέληγα: «Και ξαφνικά αδημονούμε να δούμε πώς είναι ο τάφος αυτών που αδιαφορήσαμε, επιδεικτικά, να μάθουμε πώς ήταν η ζωή τους» (για περισσότερα δες στην enet.gr).Τα παραπάνω, λοιπόν, στάθηκαν η αφορμή να χτυπήσει το τηλέφωνό μου, κατά την ώρα που παρέδιδα το φροντιστηριακό μάθημα. Η γραμματέας του με ρώτησε αν θέλω να μιλήσω με τον υπουργό και εκείνος αμέσως πήρε το λόγο. Τελικά, οι υπουργοί δεν βγαίνουν μόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα, σκέφτηκα και ενώ περίμενα κριτική για τα πολιτικά σχόλια, άρχισε να επαινεί το άρθρο, αλλά το εντυπωσιακό ήταν ότι άρχισε να απαγγέλλει φράσεις του Ζωίλου, ελάχιστοι φιλόλογοι γνωρίζουν ακόμα και το όνομά του, να μιλά με δέος και αγάπη για την αρχαιότητα, να μνημονεύει με άνεση αρχαίους και σύγχρονους φιλοσόφους, να μου αναφέρει την επιμελημένη φιλολογική παιδεία, που έλαβε από το φιλόλογο πατέρα του. Ήταν από τις λίγες φορές που δυσκολεύτηκα να παρακολουθήσω γνώσεις ανθρώπου γύρω από την αρχαιότητα. Στο τέλος, εξέφρασε το παράπονό του ότι «η πλειονότητα αυτών που φωνάζουν για την Αμφίπολη, δεν πέρασαν ποτέ από το Μουσείο της Ακρόπολης, για παράδειγμα, ή από οποιονδήποτε αρχαιολογικό χώρο». Κατάλαβε ότι μιλούσε με άνθρωπο που δεν τον συμπαθεί πολιτικά, άφησε κάποια πικρία για τη σκληρή κριτική της «Ελευθεροτυπίας», αλλά ήταν ενθουσιασμένος, γιατί άκουγε και έλεγε ιστορίες, που πραγματικά αγαπούσε…Ας τονίσουμε, λοιπόν, εκείνες τις λίγες ανθρώπινες εκδηλώσεις σαν και αυτή του κ. Τασούλα με την ελπίδα να βρουν συνεχιστές.

Και το αρχικό δημοσίευμα:

Η Ιστορία μας χρειάζεται γνώση και σεβασμό και όχι συζητήσεις στα καφενεία

Να, λοιπόν, που μπήκε και η Αμφίπολη στη ζωή μας. Με κριτήρια οπαδικά, σχεδόν στοιχηματικά, περιμένουμε την έκβαση των ανασκαφών στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης. «Να ‘ναι του Αλεξάνδρου; της Ρωξάνης; του γιου του Αλεξάνδρου; Μακάρι να είναι κάτι μεγάλο για να σώσει τον τουρισμό μας και για να έχουμε κάτι να συζητάμε στα καφενεία»!!!«Αδημονούν οι Έλληνες, μακάρι να βγει κάτι μεγάλο με την Αμφίπολη να αναδειχθούμε, και τους επικριτάς μας, αυτούς τους φθονερούς, να αποστομώσουμε».* Κάπως έτσι ίσως να σκέφτηκε και ο «μακεδονομάχος» πρωθυπουργός, Α. Σαμαράς, και για αυτό έσπευσε να συγχαρεί όσους ετοιμάζεται να οδηγήσει στη διαθεσιμότητα (λέτε να μελετά τις προτάσεις του συλλόγου Καλαματιανών Β. Ελλάδας, για να στελεχώσει τον αρχαιολογικό χώρο κατά το πρότυπο του μουσείου της Ακρόπολης;). Τι και αν ελάχιστοι ήξεραν, ή και ξέρουν ακόμα και σήμερα, πού βρίσκεται η Αμφίπολη. Τι και αν η παλαιότερη ονομασία της, «εννέα οδοί», δεν μας λέει τίποτα. Τι και αν δεν έχουμε επισκεφτεί ποτέ το μουσείο, τον αρχαιολογικό χώρο και το ιερό της μούσας Κλειώς. Τι και αν οι ανασκαφές ξεκίνησαν πριν από πενήντα χρόνια, το 1964, όταν ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης πραγματοποιούσε την πρώτη ανασκαφή στο Λόφο Καστά και προέβλεπε σωστά ότι «Πρόκειται περί μεγάλου τεχνητού τύμβου, όστις πιθανώς καλύπτει μέγα ταφικόν οικοδόμημα. Διά της μελλοντικής ερεύνης του τύμβου θα ελεγχθεί η ορθότης της υποθέσεως ταύτης». Ποιος νοιαζόταν για τις υποθέσεις κάποιων, ελάχιστων, κακοπληρωμένων (αλλά τεμπέληδων και «κοπανατζήδων» κατά την κυβέρνηση) αρχαιολόγων του Ελληνικού Δημοσίου; Εμείς το μόνο που ξέραμε ήταν να φωνάζουμε υστερικά ότι η «Μακεδονία είναι ελληνική». Να φουσκώνουμε σαν τα παγόνια για την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας, αρκεί να μην έρθει η αρχαιολογική υπηρεσία να σκάψει το δικό μας χωράφι. Και βέβαια η Μακεδονία είναι ελληνική, αποτελεί απόδειξη αμάθειας και έλλειψης αυτοπεποίθησης ακόμα και το να μπαίνει κανείς στον κόπο να απαντήσει σε αστειότητες των γειτόνων. Οι συνέλληνες, όμως, τι περιμένουν να μάθουν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αμφίπολη; Τι μας εμπόδιζε, μέχρι τώρα, να γνωρίσουμε τους Αμφιπολίτες, που συμμετείχαν στη δημιουργία του ελληνικού μεγαλείου, όπως ήταν ο Ζωΐλος, κυνικός φιλόσοφος (400-320 π.Χ.) ο επονομαζόμενος και Ομηρομάστιξ, καθώς και τον Ερμαγόρα τον Αμφιπολίτη, στωικό φιλόσοφο και μαθητή του Περσαίου; Τι μας εμπόδιζε, μέχρι τώρα, να γνωρίσουμε τον ζωγράφο Πάμφιλο από την Αμφίπολη, ο οποίος εισήγαγε στη ζωγραφική τη συστηματική διδασκαλία της γεωμετρίας και των μαθηματικών; Τι μας εμπόδισε να γνωρίσουμε τον γλύπτη Αετίωνα και αυτόν από την Αμφίπολη ή τον ιστορικό Φίλιππο από την Αμφίπολη; Μπορεί να αναφέρονται λίγα για αυτούς στην Ιστορία και για αυτό κάποιοι αρνήθηκαν να αναφέρουν ακόμα και την ύπαρξή τους. Είναι γνωστό ότι για τους περισσότερους Έλληνες αρχαιότητα σημαίνει σχολική μελέτη των Αττικών συγγραφέων της κλασικής περιόδου. Βλέπετε, θεώρησαν ότι ήταν περιττό να διδαχθούμε μια γενική γραμματολογία του ελληνικού πολιτισμού .Και αν οι Αμφιπολίτες μάς φαίνονται λεπτομέρειες, ας αναλογιστούμε τι ακριβώς γνωρίζουμε για τον Αλέξανδρο, τον Μεγάλο, για την οικογένειά του, τις απόψεις του και τη σημασία της πορείας του προς Ανατολάς. Ήταν και είναι ακόμα προς το τέλος των σχολικών βιβλίων, και για αυτό ο δάσκαλος δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο για να τα διδάξει επαρκώς. Όσο για τις μετασχολικές αναζητήσεις, είναι γνωστό ότι ο Έλληνας δεν έχει χρόνο για διάβασμα. Τα ερεθίσματά του, συνήθως, περιορίζονται στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και τις ραδιοφωνικές εκπομπές κατά την ώρα της οδήγησης. Και ξαφνικά, αδημονούμε να δούμε πώς είναι ο τάφος αυτών που αδιαφορήσαμε, επιδεικτικά, να μάθουμε πώς ήταν η ζωή τους. Και για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις: οι ανασκαφές στην Αμφίπολη, ό,τι και αν φέρουν στο φως, θα είναι μια σημαντική υπόθεση για όσους αγαπούν την Αρχαιότητα. Τιμή και δόξα, λοιπόν, σε όσους εργάζονται επί 50 χρόνια, κάτω από αντίξοες συνθήκες, στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Για όσους, όμως, αρνήθηκαν την αναζήτηση της γνώσης και αρκούνται στα εύκολα συνθήματα, τα αποτελέσματα των ανασκαφών θα φουσκώσουν ακόμα περισσότερο την κενοδοξία τους. Γνώση και σεβασμό χρειάζεται η Ιστορία μας και όχι «υπεροψίαν και μέθην». ** Παραφράζοντας το ποίημα «Ο Δαρείος» του Κ. Καβάφη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: