12 Ιουλίου 2019

Ευχαριστώ για τα Κυκλάμινα [Αlessandro Martini]

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγή της εξαιρετικής ποιητικής συλλογής "Πύργος των Κυκλαμίνων" τού Pino Mariano σε μετάφραση τής Λέντα Μπιάνκο. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24Γράμματα.

























Ευχαριστώ για τα Κυκλάμινα 

≪Το Ελβετικό Καντόνι Τιτσίνο, όπου έφθασα ξεριζωμένος από ένα χωριό του Νότου, ήταν ένας τόπος για τον οποίο δεν είχα ποτέ μου ακούσει να μιλάνε≫˙ έτσι μου γράφει ο Πίνο Μαριάνο, αναπολώντας τα πέντε χρόνια του βίου του στο ≪Πάπιο Ποντιφίκιο Κολλέγιο≫ της Ασκόνας, στο Τιτσίνο, ακριβώς στην Ιταλική Ελβετία. Η Ζυρίχη ήταν ο τόπος όπου λίγο καιρό πριν είχαν μεταναστεύσει οι δικοί του από το Λέτσε, τους οποίους μάλιστα, αδυνατούσε να συναντήσει με την ίδια ευκολία με την οποία, εμείς οι εσωτερικοί συμμαθητές του, που ως επί το πλείστον προερχόμασταν από την πόλη του Τιτσίνο, μπορούσαμε μερικές φορές να επιστρέψουμε στις οικογένειές μας, το απόγευμα του Σαββάτου, για να τραγουδήσουμε στο κολλέγιο το βράδυ της Κυριακής, το Απόδειπνο. Η Βενεδικτινή οικογένεια η οποία κρατούσε στα χέρια της την τύχη εκείνου του ιστορικού κτιρίου που ιδρύθηκε από τον Άγιο Κάρολο και η οποία, ταυτόχρονα, διηύθυνε το σχολείο που έπρεπε να μας οδηγήσει στις εξετάσεις του Απολυτηρίου, αποτελούσε για εκείνον, περισσότερο από μας, έναν χώρο όχι θετό αλλά σίγουρα μητρικό. Εκείνοι οι Βενεδικτίνοι του φαίνονται ακόμη και σήμερα, σαν Υπεράνθρωποι, αντίθετα με εμένα που, προσωπικά, ποτέ δεν έτυχε να τους θεωρήσω ως τέτοιους, ούτε τότε, καθότι είχα μια ισχνή ροπή στις πανηγυρικές ασκήσεις θαυμασμού προς αυτούς, αλλά ούτε βέβαια και μετά τον αποχωρισμό μου από το Κολλέγιο, καθότι έτρεφα αισθήματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα τα γεμάτα ευλάβεια που είχα, όταν εισήλθα, στο Κολλέγιο. Σήμερα, ωστόσο, αναπολώντας εκείνα τα μαθητικά μου χρόνια, χάρη στο ημερολόγιο που σχεδόν πάντα κρατούσα, δεν απέχω πολύ από το να αποδεχτώ την υπερβολική άποψη του Πίνο. Στο Κολλέγιο αισθανόμασταν ξένοι και μόνοι και τούτο το αίσθημα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας μας, μεγάλωνε ακόμη και ανάμεσα στους τοίχους των σπιτιών μας (για αυτή την αίσθηση αποξένωσης στο σπίτι, έχει μιλήσει πολύ καλά η Natalia Ginsburg στο βιβλίο της Οι ανθρώπινες Σχέσεις) ανακαλύπτοντας έτσι, ότι εκείνο που αισθανόμασταν σαν φυλακή, μας είχε ανοίξει απροσδόκητες θύρες ελευθερίας. 

Ήδη από τότε γράφαμε και οι δυο μας στίχους. Εκείνος, ζήλευε τους δικούς μου και όταν πρωτοδημοσίευσε τα ποιήματά του, έγραψε έναν τίτλο που είχα αρχικά σκεφτεί εγώ, αλιεύοντάς τον στα κύματα του Σοπέν: Andante spianato (ήταν η πρώτη του ποιητική συλλογή το 1974, με μία ≪ιταλική προσαρμογή του Daniel Parfait), βαδίζοντας έτσι στο δρόμο του θεωρητικού και πρακτικού ενδιαφέροντος για την μετάφραση˙ πάνω σ’ αυτό βέβαια, αργότερα, έδωσε πολλά δείγματα γραφής). Σήμερα είμαι εγώ εκείνος που ζηλεύει τους στίχους του, ξεκινώντας από την δεξιοτεχνία του να συνθέτει σονέτα και να τα διεκπεραιώνει στην διάλεκτό του, χωρίς όμως, να οπισθογυρίζει στην παιδική ηλικία του ή να καταφεύγει νοσταλγικά σε επαρχιακά εδάφη. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό: ≪Vau ‘nchiatu puru jeu de li lagnusi / chiantilli ca nu’ ffannu pruvitenzia≫, στη διάλεκτο του Σαλέντου, δηλαδή “Δεν ανέχομαι πια τα παράπονα που δεν γίνονται Θεία Πρόνοια”. Είναι η διαδρομή του στην Πατρική Γλώσσα – Lingua Paterna – του 1980. 

Πρόσφατα μου εξομολογήθηκε ότι επέστρεψε στην ανάγνωση του έργου Αρραβωνιασμένοι -Promessi Sposi - του Μanzoni, κι ότι στάθηκε ιδιαιτέρως στο εδάφιο ≪ας ξαναγοράσουμε, πάλι, το χρόνο≫ του Καρδινάλιου Φεντερίκο καθώς συνομιλεί με τον Ακατανόμαστο: ≪μια αντήχηση που μας αφορά≫, υπογράμμισε, προσθέτοντας μ’ ένα βαθύ και δηκτικό πνεύμα: ≪Αυτό που με παραξενεύει είναι ότι χρειάζεται να χάσουμε πολύ χρόνο ώστε, μετά, να έχουμε όρεξη να τον ξαναγοράσουμε≫. Λόγια που αγγίζουν την καρδιά της ποιητικής του, άλλοτε, κάνοντας αναφορά και στην ποιητική μου. Βεβαίως, κάποιος μπορεί να ξετυλίξει το πρόγραμμά του με τη γραφή, ενώ κάποιος άλλος, θα ήθελε να το ξετυλίξει με τη ζωή. Ο ίδιος ο Καρδινάλιος, εκείνη η ιστορική μορφή, επιχείρησε να το κάνει ακολουθώντας και τους δύο δρόμους, επιτυγχάνοντας όμως μόνο στον ένα: μπήκε στην ιστορία της εκκλησίας και όχι σε εκείνην της λογοτεχνίας.

Ο Πύργος των Κυκλάμινων του Σαλέντου της Ιταλίας, υψώνεται σε ένα πραγματικά κοσμικό τοπίο και είναι κοσμική ποίηση: Όχι τόσο για τον θαυμάσιο Κόσμο της δημιουργίας που εξυμνήθηκε, τελευταία από τον Τasso, όσο για όλα εκείνα που μας χαρίζει από μία ανοδική ευσυνειδησία του χωροχρόνου που μας περιβάλλει, τέτοια ώστε να δημιουργήσει ένα ≪οικογενειακό πέπλο / γαλαξιών (54). Ας διαβάσουμε ξανά και ξανά εν προκειμένω, ένα από τα ενθουσιώδη κυκλάμινα (7):

από αυτό το πέρασμα στη γη 
θα απομείνουν ίσως οι λέξεις

κάποιες των προφητών
σίγουρα εκείνες των ποιητών

σ’ αυτούς τους πλανήτες
που μέσα στους αιώνες σβήσανε

- κόκκοι σιταριού κι αυτοί
της σκόνης που ήμασταν κάποτε -

οι λέξεις θ’ αντηχούν
την αρμονία που ορίζει τ’ άστρα

ουσίες τον πνεύματος
που τη ζωή τους έδωσε

Οι «λέξεις», χάρη στους «προφήτες» και στους «ποιητές», ξεπερνούν όλους τους χρόνους κι όλους τους χώρους, με «αντίλαλους», κατά μήκος ομοιοκαταληξιών και συνηχήσεων, καταρχήν φωνητικών: Μία προσέγγιση που εντοπίζεται σε πολλά άλλα λυρικά ποιήματα, για παράδειγμα σ’ ένα «βράδυ μιας γιορτινής ημέρας» (10), που σίγουρα παραπέμπει στον Leopardi, κι όμως διαφορετική από την έναρξη του ποιήματος, «η γιορτή το βράδυ», ως το κλείσιμο με την «βραδινή γιορτή»: ένα διαφορετικό σφίξιμο καρδιάς, όχι σε ενδεκασύλλαβους του Leopardi, αλλά σε εξασύλλαβα πρωτίστως στιχάκια, τα οποία μετουσιώνει τελικά σε επτασύλλαβους στίχους. (Ο Μαριάνο λογάριασε τον ρυθμό συγκρίνοντας την ποίηση με την μουσική, με την οπτική του ποιητή και του γλωσσολόγου). Δεν είναι τόσο «αθώα παιδικά τραγουδίσματα» (18), βαριές επωδοί (39), διασκεδαστικά ροντώ (44). Στην πλειοψηφία τους, είναι σύντομα ποιήματα, τα οποία προσανατολίζονται στο να εκφράσουν το μέγιστο των πραγμάτων με την ελάχιστη χρήση των λέξεων.

Ο Πίνο Μαριάνο καλά έκανε και δημοσίευσε τους πρώτους ερωτικούς στίχους του (όχι εκείνους που συνέταξε στο Κολλέγιο, αλλά τους αμέσως επόμενους), επειδή παρέμεινε πιστότατος στην λυρική του φλέβα, αποκτώντας εκείνη την αποφασιστικότητα και συνάμα, εκείνη την αποστασιοποίηση που, εν τέλει, προσλαμβάνει μία ποιητική φωνή, όταν επιμένει (και μπορεί κανείς να επιμένει μόνο ξεκινώντας, όσο γρηγορότερα γίνεται). Οφείλεις να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, όχι τόσο να σε αναγνωρίζουν. Ας εξετάσουμε, σχετικά, τον στίχο ≪ήσουν ένας υποψήφιος ποιητής≫ (16), που συνιστά έναν επαναπροσδιορισμό μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αφήνοντας όμως τα πράγματα όπως ήταν στην αρχή˙ ένα εύγλωττο και σιωπηλό τέλος που, ευχαρίστως, θα το έκανα δικό μου. Η σιωπή και η μοναξιά συχνά επιστρέφουν και καθορίζουν την ίδια την πράξη της στιχουργίας, όπως γίνεται λόγου χάρη στις ≪ασκήσεις μοναξιάς≫ (25). 

Δεν επιμένω στην σταθερή και προφανέστερη θεματολογία του: την μετανάστευση και την εξορία (με αστεία αποτελέσματα ακόμη, όπως στο ποίημα ≪αν ζεις στο νότο≫ (9). Αυτός που γράφει άλλωστε, αυτό το ευχαριστήριο κείμενο είναι παιδί ενός συγγραφέα που την μετανάστευση δεν την βίωσε αλλά την συλλογίστηκε μετουσιώνοντάς την σε ψυχική συνθήκη˙ ακόμη, είναι ένα παιδί που, από την μεριά του, μετανάστευσε σε μία από τις μικρότερες χώρες του κόσμου, από τις πιο συμπαγείς όμως, από γλωσσολογική άποψη. Συνεπώς, κάνοντας λόγο για τριάντα χρόνια ιταλικής λογοτεχνίας σε φραγκόφωνο έδαφος, αναγκάστηκε να υιοθετήσει ως πρωταρχική γλώσσα, εντός κι εκτός σπιτιού, τα γαλλικά. Κι αυτό το γεγονός συνιστά ένα μηδαμινό οικιακό και πολιτιστικό δράμα. Ο Πίνο Μαριάνο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσής του, σε μεγαλύτερη κλίμακα, είχε ως σκοπό να προσδώσει μια καθολική έμπνευση, όχι τόσο στην ιταλική λογοτεχνία όσο στην ευρωπαϊκή γλωσσολογία και στην ποίησή του, η οποία παραμένει αγκυροβολημένη στο Σαλέντο, στον ≪κάμπο≫ που ≪συλλέγει τις φωνές / των δύο θαλασσών≫ (30). ≪Το βασίλειο του Θεού είναι μέσα Σας≫, μας επαναλαμβάνει ο ποιητής χρησιμοποιώντας τα λόγια του Λουκά 17, 21, και συμπληρώνει: ≪ο διπλανός σου είναι ο πλησίον σου / αλλά πλησιέστερος από σένα / κανένας δεν υπάρχει≫ (48). Σ’ αυτή την διαδικασία στιχουργίας σε μικρή κλίμακα, σχεδόν χωρίς στίξη, εμφανίζονται, ξαφνικά, μεγάλα γράμματα που για μας, ευτυχώς, δεν είναι ακόμη σταθερές τελείες. 

Θα ήθελα να ολοκληρώσω τον λόγο μου, επισημαίνοντας ότι μεταξύ πολλών νέων και τολμηρών ποιητών, υπάρχει ακόμη θέση για παλιούς και σφριγηλούς ποιητές, οι οποίοι βρίσκονται ≪μέσα στη σιγαλιά των Επιφανών≫ (53), χωρίς τον φθόνο που είχε ήδη τονίσει ο Leopardi στις Ενθυμήσεις, τον οποίο είχε τονίσει ως ένδειξη μιας άξιας αναγνώρισης, μέσα όμως στη σιωπή ≪για την προστασία εκείνου που κατέχει / σε αποκλειστικότητα την δόξα του≫˙ συνεπώς, πρέπει να αφουγκραζόμαστε πάντα, ως ≪υγιείς φορείς≫ (για να χρησιμοποιήσω και μια αγαπημένη έκφραση του ποιητή) τον ποιητικό λόγο νέων λέξεων και λέξεων νέων. 

Ο Πίνο ποιητικά μου έγραψε: ≪Εκείνη η επταετία σου, καθώς και εκείνη η πενταετία μου, έχουν επωάσει τούτην την παράξενη επιθυμία του λέγειν, ανεξάρτητα από ποιον ακούει, ανθίζοντας σαν το σιτάρι που βρέθηκε στα κανοπικά δοχεία στους Αιγυπτιακούς τάφους, το οποίο σπέρνεται για να δει κανείς το αποτέλεσμα που φέρνει≫. 

Το μέγιστο νόημα μέσα σε ελάχιστες λέξεις αποτελεί μία ποιητική στάση που προϋποθέτει πολλές εξηγήσεις, όχι όπως γίνεται στα σχολεία, αλλά όπως ένα απλωμένο τραπεζομάντιλο πάνω στο τραπέζι. Ξέρω ότι αυτές τις εξηγήσεις θα τις λάβω από τον Μαριάνο, όταν θα συναντηθούμε, μετά από πενήντα και παραπάνω χρόνια από τότε που χαιρετηθήκαμε σ’ εκείνην την λωρίδα γης που μας ενώνει: μια διαδρομή της πρώιμης μετανάστευσής του και, ταυτόχρονα, σημείο εκκίνησης της διαφυγής μου.

Αlessandro Martini
Villars – sur- Glane, 10 Απρίλη 2019.

Ο Αλεσσάντρο Μαρτίνι (Καβέρνιο, Ελβετία 1947) είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Φρίμπουργκ, όπου ήταν κάτοχος της έδρας της Ιταλικής Λογοτεχνίας. Ασχολήθηκε κυρίως με τη λογοτεχνία του 1600, ιδιαίτερα με τον  Τζιοβάνι Μπαττίστα Μαρίνο. Αφιέρωσε πολυάριθμες μελέτες στις ιδιαίτερες μορφές της ποίησης του 1500 και του 1600, όπως είναι το μαδριγάλι – madrigale -, το άσμα – canzone – και το μικρό άσμα – canzonetta – ενώ στάθηκε ιδιαίτερα, στην οργάνωση του ποιητικού βιβλίου. Ένα άλλο του ενδιαφέρον είναι η ιταλική λογοτεχνία του 1800 και του 1900, με επίκεντρο τους Μαντσόνι, Λεοπάρντι, Τομμασέο και Καρντούτσι καθώς και μουσικές περιπτώσεις της ποίησης του 1900. Παράλληλα ασχολείται με το αδημοσίευτο αρχείο του πατέρα του Πλίνιο, ποιητής και λογοτέχνης, ο οποίος κατάγεται από την Αλπική Κοιλάδα. Είναι επίσης, ποιητής και συγγραφέας τεσσάρων ποιητικών συλλογών, ενώ το τελευταίο του έργο φέρει τον τίτλο Βιογραφήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: