Η ΚΥΡΑ ΚΑΛΗ
Όποιος πεινάει έχει δίκιο, έλεγε η μάνα μου, κι είχε τα δίκια της, γιατί και κείνη κάποτε είχε συρθεί πάνω στ' αγκάθια της ανάγκης.
Έτσι ποτέ δεν μας άφηνε να πετάμε το φαγητό, πάντα είχε σε κάποιον να το δώσει.
Η κυρά Καλή, η κυρά Καλή την φώναζαν στην γειτονιά - δίνοντας της για όνομα την ανάγκη τους - όταν την έβλεπαν με τις τσάντες στα χέρια, να χτυπάει διακριτικά τις πόρτες που γνώριζε τ' απομέσα τους.
Καλή να ' ναι η ώρα σας, αποκρινόταν εκείνη, μ' ένα χαμόγελο που φώτιζε το αγαθό πρόσωπό της.
Με τον καιρό, χάσαμε κι εμείς τα ονόματά μας - πράμα που συνεχίστηκε - γίναμε τα παιδιά της κυρά Καλής, ακόμα κι όταν μας έφυγε οριστικά.
Μέχρι που αργότερα, όταν κατάφερα και μπήκα στο πανεπιστήμιο, ένας ηλικιωμένος καθηγητής με αναγνώρισε.
Εσύ δεν είσαι ο γιος της κυρά Καλής;
Με ρώτησε ευθέως καθώς πήγαινα να συστηθώ.
Ε! Ναι...απάντησα αμήχανα.
Τότε εσύ θα κάνεις την εισαγωγή σήμερα στη φιλοσοφία του καλού.
Εγώ! Μα τι να πω, δεν ξέρω...
Αντέδρασα κοκκινίζοντας.
Μίλησέ μας για την μητέρα σου. Αυτό αρκεί.
Μίλα για κείνα τ' απομέσα μας, που δεν άνοιξε ποτέ το στόμα της όταν μας άπλωνε τα χέρια.
Πηγή: drasivrilissia.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου