I felt a Funeral, in my Brain,
And Mourners to and fro
Kept treading – treading – tIll it seemed
That Sense was breaking through –
And when they all were seated,
A Service, like a Drum –
Kept beating – beating – till I thought
My Mind was going numb –
And then I heard them lift a Box
And creak across my Soul
With those same Boots of Lead, again,
Then Space – began to toll,
As all the Heavens were a Bell,
And Being, but an Ear,
And I, and Silence, some strange Race
Wrecked, solitary, here –
And then a Plank in Reason, broke,
And I dropped down, and down –
And hit a World, at every plunge,
And Finished knowing – then –
Μια Κηδεία, μες στο Μυαλό μου, ένιωσα
Και Πενθούντες πέρα δώθε
Να βαδίζουν – αδιάκοπα να βαδίζουν – μέχρι που φάνηκε
Πως άλλαξε η Αίσθηση αυτή –
Κι όταν όλοι τους καθίσαν,
Η Τελετή, σαν ένα Τύμπανο –
Να κτυπά – αδιάκοπα να κτυπά – μέχρι που μου φάνηκε
Πως ο Νους μου να παραλύσει πάει –
Και κατόπιν ένα τούς άκουσα να σηκώνουνε Κουτί
Και την Ψυχή μου, σαν παλιά σανίδια, πέρα να τρίζουνε για πέρα
Με ΄κείνες τις ίδιες, πάλι, Δερμάτινες Μπότες,
Τότες ο Κόσμος όλος – Πένθιμα να κωδωνίζει άρχισε,
Και ως οι Ουρανοί, μια ήτανε Καμπάνα,
Κι οι Υπάρξεις, έν’ Αφτί,
Κι Εγώ, η Σιωπηλή, κάποιας απόκοσμης Φυλής
Ναυαγός εδώ, Μοναχική –
Και τότε μια Σανίδα της Λογικής, έσπασε,
Και κάτω έπεφτα, όλο και πιο κάτω –
Κι σ’ έναν Κόσμο, σε κάθε βουτιά, χτυπούσα,
Και να γνωρίζω Έπαψα – τότε ... –
Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 280.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου