Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 206 (1906)
CORAM POPULO!
De creatione et sententia vera mundi
ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Πρόσωπα
Ο Αιώνιος, αθώρητος.
Ο Θεός. Το κακό πνέμα, ο άρπαγας, ο Κύριος αφτού του κόσμου.
Ο Εωσφόρος. Ξεθρονιασμένος.
Αρχάγγελος.
Άγγελοι.
Αδάμ και Έβα.
Α’ ΠΡΑΞΗ (Ο ουρανός)
Ο Θεός κι ο Εωσφόρος καθένας στο θρόνο του πάνου. Είναι τριγυρισμένοι από αγγέλους. Ο Θεός ένας γέρος σοβαρός, σχεδόν κακός· έχει γένια μακριά κι άσπρα και μικρά κέρατα σαν το Μωυσή του Μιχαήλ Αγγέλου. – Ο Εωσφόρος είναι νέος κι όμορφος, κατιτίς σαν τον Προμηθέα, τον Απόλλωνα και το Χριστό· το χρώμα τού προσώπου του είναι άσπρο, φωτεινό, τα μάτια του σπιθοβολούν, τα δόντια του είναι άσπρα. Ένα στεφάνι φωτερό κυκλώνει την κεφαλή του.
Θεός.
Ας αρχίσει η κίνηση, αφού η τεμπελιά μας χάλασε! Θέλω να κιντυνέψω ακόμα μια φανέρωση, κι ας έχω το φόβο να σκροπιστώ και να χαθώ μέσα στο χτηνώδικον όχλο! Κοίτα! Κάτου εκεί, στον ‘Αρη ανάμεσα και στην Αφροδίτη, μένουν ακόμα λίγα στρέμματα του χτήματός μου αχρησίμεφτα. Εκεί θέλω να δημιουργήσω έναν καινούργιου κόσμο: από το Μηδενικό θα γενηθεί και στο Μηδενικό θα ξαναγυρίσει μια μέρα. Τα πλάσματα που θα ζήσουν εκεί θα θαρέψουν πως είναι θεοί σαν κ’ εμάς και θα διασκεδάζουμε, σα γλέπουμε τις μάχες και τις ματαιότητες τους. Ο κόσμος της τρέλλας ας είναι τ’ όνομά του! Τι λέγει γι’ αφτό ο αδερφός μου Εωσφόρος που μοιράζεται με μένα κείνα τα χτήματα προς το νότο του γαλετένιου ξουναριού;
Εωσφόρος.
Αφέντη, αδερφέ, η κακιά σου θέληση ζητάει τα πάθια και τις δυστυχίες. Δε θέλω ν’ ακούσω για την ιδέα σου!
Θεός.
Τι λεν οι Άγγελοι για την πρότασή μου;
Οι Άγγελοι.
Ας γίνει τα θέλημα τού ’Αφέντη!
Θεός.
Ας γίνει έτσι και δυστυχία σε κείνους που θενά δασκαλέψουν τους τρελλούς πια ‘ναι η ρίζα τους κι ο σκοπός τους!
Εωσφόρος.
Δυστυχία σε κείνους που λεν το καλό κακό, το κακό καλό, που κάνουν το σκότος φως και το φως σκότος, που κάνουν το πικρό γλυκό και το γλυκό πικρό! Σε καταγγέλω μπροστά στο δικαστήριο τού Αιώνιου!
Θεός.
Περιμένω λοιπόν! Γιατί πώς μπορείς να συναντάς τον Αιώνιο πιο συχνά από τις εκατό χιλιάδες χρόνια, όταν έρχεται σ’ αφτούς τους τόπους;
Εωσφόρος.
Θα πάω να πω την αλήθια στους αθρώπους για να καταστραφούν τα σχέδιά σου.
Θεός.
Καταραμένος να ‘σαι, Εωσφόρε! Κι άμποτε η θέση σου να ‘ναι κάτου από τον κόσμο της τρέλλας για να βλέπεις τα βάσανά του και οι αθρώποι να σε λεν Τρισκατάρατο.
Εωσφόρος.
Θα νικήσεις, γιατί συ είσαι δυνατός σαν το Κακό! Για τους αθρώπους θα ‘σαι Θεός, συ ο συκοφάντης, Σατανά!
Θεός.
Κάτου ο αντάρτης! Ομπρός: Μιχαήλ, Ραφαήλ, Γαβριήλ, Ουριήλ! Χτύπα: Σαμαήλ, Αζαρήλ, Μιχαζαήλ! Φυσάτε: Ανατολικέ, Περάτη, Έγκυνε, Αμαίμονα!
(Ο Εωσφόρος συνεπαίρνεται από ‘να σίφουνα και γκρεμνίζεται στα τρίσβαθα).
Β’ ΠΡΑΞΗ (Πάνου στη γις)
Ο Αδάμ και η Έβα κάτου από το δέντρο της γνώσης, υστέρα ο Εωσφόρος με τη μορφή φιδιού.
Έβα.
Δεν είχα προσέξει σ’ αφτό το δέντρο.
Αδάμ.
Αφτό το δέντρο μας είναι απαγορεμένο.
Εωσφόρος (μπαίνοντας).
Ποιος Θεός; Είναι πολλοί τέτιοι!
Αδάμ.
Ποιος μιλεί;
Εωσφόρος.
Εγώ, ο Εωσφόρος που αποθυμάει την εφτυχιά σας, που παθαίνεται για λόγου σας. Κοιτάχτε το καινούργιο τής αβγής το αστέρι που μηνάει το ξαναγύρισμα του ήλιου! Αφτό ‘ναι τ’ άστρο μου: έχει πάνου του έναν καθρέφτη που καθρεφτίζει το φως της Αλήθιας. Οι αχτίδες του στο σημπλήρωμα των χρόνων θα οδηγήσουν κάπιους ποιμένες από κάπιαν έρημο προς ένα παχνί όπου θα γεννηθεί ο γιος μου, ο λυτρωτής του κόσμου. Από αφτό το δέντρο, άμα θα φάτε, αμέσως θα γνωρίσετε το καλό και το κακό, θα ξέρετε τότες πως η ζωή είναι ένα κακό, πως δεν είστε θεοί, πως ο Τρισκατάρατος σάς έχει τυφλώσει και πως η ύπαρξή σας δεν τρέχει παρά για να γίνει μόνο κορόιδο των θεών. Φάτε απ’ αφτό και θ’ αποχτήσετε το δώρο να λεφτερωθείτε απ’ τις λύπες, θ’ αποχτήσετε τη χαρά του θανάτου!
Έβα.
Αποθυμώ να μάθω και να γίνω λέφτερη! Φάε κ’ εσύ, Αδάμ!
(Τρώνε τον απαγορεμένο καρπό).
Γ’ ΠΡΑΞΗ (Ο ουρανός)
Ουριήλ.
Δυστυχιά σ’ εμάς, αφού η χαρά μας τελείωσε.
Θεός.
Τι τρέχει;
Ουριήλ.
Ο Εωσφόρος φανέρωσε τις πράξες σου στους κατοίκους της γης· όλα τα ξέρουν κ’ είναι εφτυχισμένοι.
Θεός.
Ευτυχισμένοι! δυστυχιά σ’ αφτούς!...
Ουριήλ.
Το σπουδαιότερο, τους έμαθε το δώρο της λεφτεριάς, ώστε μπορούνε να ξαναγυρίσουνε στο μηδενικό.
Θεός.
Να πεθάνουν!... Καλά!... Ας πληθαίνουν προτού πεθάνουν. Ας γίνει η αγάπη!
Δ’ ΠΡΑΞΗ
Εωσφόρος, (αλυσωμένος).
Φόντα η αγάπη ήρθε στον κόσμο, η δύναμη μου πέθανε. Ο Άβελ, πρι λεφτερωθεί από τον Κάη, είχε γεννήσει με την αδερφή του. Και θέλω ναν τους λεφτερώσω όλους! Νερά, θάλασσες, πηγές, ποτάμια, εσείς που μπορείτε και σβύνετε τη φλόγα της ζωής, ανεβήτε! καταστρέφτε!
Ε’ ΠΡΑΞΗ (Ο ουρανός)
Ουριήλ.
Δυστυχιά σ’ εμάς! Η χαρά μας τελείωσε!
Θεός.
Τι τρέχει ;
Ουριήλ.
Ο Εωσφόρος φύσησε πάνου στα νερά: ανεβαίνουν και λεφτερώνουν τους θνητούς!
Θεός.
Ξέρω! μα τώρα, δα έσωσα δυο από τους λιγότερο δοξασμένους που δε θα μάθουν πότες το λόγο του αινίγματος. Το καράβι τους άραξε ψηλά στο βουνό Αραράτ κ΄ έκαμαν θυσίες.
Ουριήλ.
Λοιπόν ο Εωσφόρος τούς έδωσεν ένα φυτό που το λένε άμπελο, αφτουνού ο μούστος γενάει την ηλιθιότητα. Μια στάλα κρασί και βλέπουν τι είναι.
Θεός.
Οι άμυαλοι! δεν ξέρουν που προίκησα το φυτό τους με παράξενες αρετές! τρέλλα, ύπνο και λήθη. Μ’ αφτό δε θα ξέρουν πια όσα είδαν τα μάτια τους.
Ουριήλ.
Δυστυχιά σ’ εμάς! Τι κάνουν εκεί κάτου οι ανόητοι κάτοικοι της γης;
Θεός.
Χτίζουν έναν πύργο και θέλουν ν’ ανέβουν και να φτάσουν τον ουρανό. Α! Ο Εωσφόρος τούς έμαθε να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Ας είναι! θα μπερδέψω τις γλώσσες τους, ώστε τα σκέδιά τους να μείνουνε στείρα κι ο αδερφός μου Εωσφόρος να λουφάξει!
ΣΤ’ ΠΡΑΞΗ
Ουριήλ.
Δυστυχιά σ’ εμάς! Ο Εωσφόρος τούς έστείλε το μοναχογιό του να διδάξει την αλήθια στους αθρώπους...
Θεός.
Τι λέει ;
Ουριήλ.
Γενημένος από μια παρθένο ο γιος αφτός καμώνεται πως ήρθε για να λεφτερώσει τους αθρώπους και με τον ίδιο του θάνατο καμώνεται πως καταλεί τη φρίκη του θανάτου.
Θεός.
Τι λεν οι αθρώποι ;
Ουριήλ.
Άλλοι λεν πως ο Γιος είναι Θεός, άλλοι πως είναι ο Διάβολος.
Θεός.
Τι θέλουνε να πουν με το Διάβολος;
Ουριήλ.
Εωσφόρος!
Θεός, (οργισμένος).
Μετανοιώνω που ‘πλασα τον άθρωπο πάνου στη γις· έγινε δυνατώτερος από μένα και δεν μπορώ να διεφτύνω πια το πλήθος τούτο των τρελλών και των άμυαλων. Αμαίμονα, Εγκύνε, Περάτη, Ανατολικέ, πάρτε μου αφτό το βάρος, αναποδογυρίστε τη σφαίρα στην τύχη, μες στα βάραθρα. Κατάρα στο κεφάλι των ανταρτών! Φυτέφτε στο μέτωπο του καταραμένου πλανήτη την κρεμάλα, σημάδι του εγκλήματος, της τιμωρίας και του πάθους.
Εγκύνος κι Αμαίμονας, (μπαίνουν).
Εγκύνος.
Αφέντη! Η σκληρή θέληση σου κι ο ειπωμένος λόγος σου πέτυχαν το σκοπό τους! Η γις κυλάει στον κύκλο της! τα βουνά σωριάζουνται, τα νερά πλημμυρούν τη γις· το αξόνι σκοπέβει το βοριά, το κρύο, τα σκότη· η πανούκλα και η πείνα καταγουλιάζουν τα έθνη· η αγάπη κατάντησε θανάσιμο μίσος, ο σεβασμός των παιδιών σκοτωμός των γονιών. Οι αθρώποι θαρρούν πως βρίσκουνται στον άδη και συ, Αφέντη, είσαι ξεθρονιασμένος!
Θεός.
Βοήθια! Μετανοιώνω που μετάνοιωσα!
Αμαίμονας.
Πολύ αργά! Όλοι πάνε το δρόμο τους, φόντας ξέλυσες τις δυνάμες ...
Θεός.
Μετανοιώνω! έβαλα σπίθες αφ’ την ψυχή μου σ’ άτιμα πλάσματα που η πορνεία τους με ζεφτελίζει, καθώς η γυναίκα λερώνει τον άντρα της σα λερώνει το σώμα της.
Εγκύνος στον Αμαίμονα.
Ο γέρος παραμιλάει !
Θεός.
Η δράση μου χάνεται, όταν μακραίνουν από μένα· η ανισότη τους με κερδίζει και σβένουμαι αφ’ την τρέλλα των απογόνων μου. Τι έφταιξα, Αιώνιε; Σπλαχνίσου με! Αφού αγάπησαν την κατάρα, η κατάρα ας ξαναπέσει πάνου τους, κι αφού δεν τους άρεσε η εφκή, ας μακραίνει η εφκή απ’ αφτούς.
Εγκύνος.
Τι τρέλλα!
Θεός, (ταπεινωμένος).
Κύριε, Αιώνιε, κάνας δεν υπάρχει ανάμεσα στους θεούς που να ‘ναι όμοιος σου· κι ασύγκριτα είναι τα έργα σου. Γιατί μεγάλος είσαι εσύ και θαμαστά πράματα κάνεις· κ’ εσύ μόνος είσαι Θεός, μόνος εσύ!
Αμαίμονας.
Τρέλλα!
Εγκύνος.
Έτσι πάει ο κόσμος: όταν οι θεοί διασκεδάζουν, οι θνητοί κακά το έχουν!...
(Σ.Α.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου