Η ΤΑΦΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Ο πιο αντίξοος μήνας είν’ ο Απρίλης, βλασταίνουν
Πασχαλιές μέσα απ’ τα σάπια χώματα, ταιριάζοντας
Τη μνημοσύνη και τον καημό, αναδεύοντας
Ρίζες αργές με τη βροχή της άνοιξης.
Μας ζέσταινε ο κρύος χειμώνας σκεπάζοντας
Το έδαφος με το ξεχασιάρικο χιόνι, ταΐζοντας
Μικρές ζωές με τους ξερούς βολβούς.
Το καλοκαίρι μάς κατέπληξε, διαβαίνοντας
Πάνω απ’ τη λίμνη του Σταρνμπέργκερ
Μ’ ένα καταιγισμό βροχής. Σταθήκαμε στο περιστύλιο
Και βγήκαμε στο φως του ήλιου, στον κήπο του Χοφγκάρτεν,
Πίνοντας τον καφέ μας, μιλώντας κάπου για μιαν ώρα.
«Δεν είμαι εγώ Ρωσίδα, απ’ την Λιθουανία κατάγομαι,
Γνήσια Γερμανίδα. Σαν είμαστε παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέλφου μου, κι εκείνος με πήρε βόλτα με το έλκηθρο.
Κι εγώ τα χρειάστηκα. Είπε, Μαρία,
Μαρία, γερά κρατήσου. Τότε το έλκηθρο γλίστρησε στο χιόνι
Και πήραμε γοργά να κατεβαίνουμε ως κάτω.
Ω, στα βουνά, εκεί στ’ αλήθεια είν’ η λευτεριά.
Τη νύχτα πάντα μελετάω και πάω στο νότο το χειμώνα».
Ποιες είναι τούτες οι ρίζες που σφύζουν και ποια κλωνάρια
Μεγαλώνουν από τα πέτρινα αυτά σκουπίδια; Υιέ του Ανθρώπου,
Για να μιλήσεις δεν μπορείς, ούτε για να μαντέψεις, αφού
Ό,τι ξέρεις είναι μονάχα ένας σωρός ραγισμένων εικόνων, που
Ο ήλιος τις χτυπάει, και το ξεραμένο δέντρο δε δίνει
Καταφύγιο σε κανέναν, ο γρύλλος καμμιά ανακούφιση,
Και το ξερό λιθάρι κανέναν ήχο του νερού. Μονάχα
Στέκει μια σκιά κάτω από κείνο τον κόκκινο βράχο
(Έλα και συ μες τη σκιά κείνου του κόκκινου βράχου)
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό κι από τα δυο,
Τη σκιά σου το πρωί, που τρέχει πίσω σου
Ή τη σκιά σου το απόβραδο που υψώνεται για να σε συναντήσει.
Θα σου δείξω το φόβο σε μια χούφτα σκόνη.
Αέρας δροσερός φυσάει
Προς την πατρίδα
Παιδί μου Ιρλανδέ,
Πού μένεις;
Και ποιο είναι το κατάλυμά σου;
«Μού έδωσες υάκινθους πρώτη φορά τον περασμένο χρόνο.
Με λένε κόρη του υάκινθου».
«Ακόμη κι όταν γυρίσαμε, αργά, από τον κήπο με τους υάκινθους,
Με την αγκάλη σου γεμάτη και τα μαλλιά σου υγρά,
Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα μάτια μου δεν έβλεπαν, δεν ήμουν
Μήτε ζωντανός, μήτε και πεθαμένος, και τίποτα δεν ήξερα,
Κοιτάζοντας την καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Έρημη κι άδεια η θάλασσα.
Η Μαντάμ Σέσωστρις, περίφημη οραματίστρια,
Είχε αρπάξει κρύωμα, κι εντούτοις
Είναι γνωστή σαν η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια φθαρμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Αυτό είναι το φύλλο σου, ο πνιγμένος Ναυτικός απ’ τη Φοινίκη,
(Εκείνα τα μαργαριτάρια είναι τα μάτια του. Κοίτα!)
Εδώ είν’ η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,
Η κυρά των περιστάσεων.
Εδώ είναι ο ρήγας με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το φύλλο,
Που είναι άγραφο, είναι αυτό το κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του,
Που δεν μου επιτρέπεται να δω. Δεν βρισκω
Τον κρεμασμένο. Να φοβάσαι το θάνατο στα νερά.
Βλέπω τα πλήθη των ανθρώπων, να κάνουν κύκλο γύρω από ένα δαχτυλίδι.
Ευχαριστώ. Αν δείτε την αγαπητή κυρία Έκουιτον,
Πείτε της να φέρει το ωροσκόπιο σε μένα:
Πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός στις μέρες μας.
Πόλη ανύπαρκτη,
Κάτω απ’ την καφετιά ομίχλη μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Το πλήθος περνούσε τη Γέφυρα του Λονδίνου, κι ήταν πολλοί,
Δεν το είχα φανταστεί, ότι ο θάνατος θα έπαιρνε μαζί του τόσους πολλούς.
Αναστεναγμοί, σύντομοι κι αραιοί, βγαίναν από όλους
Κι ο καθένας κάρφωνε το βλέμμα του μπρος τα πέλματά του.
Περνούσαν πάνω από το λόφο κι ύστερα
Κατέβαιναν την οδό του Βασιλέα Γουλιέλμου,
Όπου η Αγία Μαρία Γούλνοθ κρατούσε τις ώρες
Μ’ έναν ήχο νεκρό στον τελευταίο χτύπο των εννέα.
Τότε είδα κάποιο γνωστό, και τον σταμάτησα, φωνάζοντάς του «Στέτσον!
Εσύ, που ήσουνα μαζί μου στους Μύλους στα καράβια!
Αυτό το κουφάρι που φύτεψες πέρσι στον κήπο σου,
Έχει αρχίσει να βλασταίνει; Θα ανθίσει εφέτος;
Ή μήπως και το πάγωσε ο φετινός αιφνίδιος παγετός;»
» Ω! κράτα το σκύλο μακριά, γιατί είναι φίλος των ανθρώπων.
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!
Εσύ! Υποκριτή αναγνώστη! - Όμοιέ μου, - αδερφέ μου!»
THE BURIAL OF THE DEAD
April is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the arch-duke’s,
My cousin’s, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.
What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
“You gave me hyacinths first a year ago;
“They called me the hyacinth girl.”
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Oed’ und leer das Meer.
Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,
The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.
Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying: “Stetson!
“You who were with me in the ships at Mylae!
“That corpse you planted last year in your garden,
“Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
“Or has the sudden frost disturbed its bed?
“Oh keep the Dog far hence, that’s friend to men,
“Or with his nails he’ll dig it up again!
“You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!”
Πηγή πρωτότυπου: poetryfoundation.org/the-waste-land.
Ο πιο αντίξοος μήνας είν’ ο Απρίλης, βλασταίνουν
Πασχαλιές μέσα απ’ τα σάπια χώματα, ταιριάζοντας
Τη μνημοσύνη και τον καημό, αναδεύοντας
Ρίζες αργές με τη βροχή της άνοιξης.
Μας ζέσταινε ο κρύος χειμώνας σκεπάζοντας
Το έδαφος με το ξεχασιάρικο χιόνι, ταΐζοντας
Μικρές ζωές με τους ξερούς βολβούς.
Το καλοκαίρι μάς κατέπληξε, διαβαίνοντας
Πάνω απ’ τη λίμνη του Σταρνμπέργκερ
Μ’ ένα καταιγισμό βροχής. Σταθήκαμε στο περιστύλιο
Και βγήκαμε στο φως του ήλιου, στον κήπο του Χοφγκάρτεν,
Πίνοντας τον καφέ μας, μιλώντας κάπου για μιαν ώρα.
«Δεν είμαι εγώ Ρωσίδα, απ’ την Λιθουανία κατάγομαι,
Γνήσια Γερμανίδα. Σαν είμαστε παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέλφου μου, κι εκείνος με πήρε βόλτα με το έλκηθρο.
Κι εγώ τα χρειάστηκα. Είπε, Μαρία,
Μαρία, γερά κρατήσου. Τότε το έλκηθρο γλίστρησε στο χιόνι
Και πήραμε γοργά να κατεβαίνουμε ως κάτω.
Ω, στα βουνά, εκεί στ’ αλήθεια είν’ η λευτεριά.
Τη νύχτα πάντα μελετάω και πάω στο νότο το χειμώνα».
Ποιες είναι τούτες οι ρίζες που σφύζουν και ποια κλωνάρια
Μεγαλώνουν από τα πέτρινα αυτά σκουπίδια; Υιέ του Ανθρώπου,
Για να μιλήσεις δεν μπορείς, ούτε για να μαντέψεις, αφού
Ό,τι ξέρεις είναι μονάχα ένας σωρός ραγισμένων εικόνων, που
Ο ήλιος τις χτυπάει, και το ξεραμένο δέντρο δε δίνει
Καταφύγιο σε κανέναν, ο γρύλλος καμμιά ανακούφιση,
Και το ξερό λιθάρι κανέναν ήχο του νερού. Μονάχα
Στέκει μια σκιά κάτω από κείνο τον κόκκινο βράχο
(Έλα και συ μες τη σκιά κείνου του κόκκινου βράχου)
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό κι από τα δυο,
Τη σκιά σου το πρωί, που τρέχει πίσω σου
Ή τη σκιά σου το απόβραδο που υψώνεται για να σε συναντήσει.
Θα σου δείξω το φόβο σε μια χούφτα σκόνη.
Αέρας δροσερός φυσάει
Προς την πατρίδα
Παιδί μου Ιρλανδέ,
Πού μένεις;
Και ποιο είναι το κατάλυμά σου;
«Μού έδωσες υάκινθους πρώτη φορά τον περασμένο χρόνο.
Με λένε κόρη του υάκινθου».
«Ακόμη κι όταν γυρίσαμε, αργά, από τον κήπο με τους υάκινθους,
Με την αγκάλη σου γεμάτη και τα μαλλιά σου υγρά,
Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα μάτια μου δεν έβλεπαν, δεν ήμουν
Μήτε ζωντανός, μήτε και πεθαμένος, και τίποτα δεν ήξερα,
Κοιτάζοντας την καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Έρημη κι άδεια η θάλασσα.
Η Μαντάμ Σέσωστρις, περίφημη οραματίστρια,
Είχε αρπάξει κρύωμα, κι εντούτοις
Είναι γνωστή σαν η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια φθαρμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Αυτό είναι το φύλλο σου, ο πνιγμένος Ναυτικός απ’ τη Φοινίκη,
(Εκείνα τα μαργαριτάρια είναι τα μάτια του. Κοίτα!)
Εδώ είν’ η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,
Η κυρά των περιστάσεων.
Εδώ είναι ο ρήγας με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το φύλλο,
Που είναι άγραφο, είναι αυτό το κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του,
Που δεν μου επιτρέπεται να δω. Δεν βρισκω
Τον κρεμασμένο. Να φοβάσαι το θάνατο στα νερά.
Βλέπω τα πλήθη των ανθρώπων, να κάνουν κύκλο γύρω από ένα δαχτυλίδι.
Ευχαριστώ. Αν δείτε την αγαπητή κυρία Έκουιτον,
Πείτε της να φέρει το ωροσκόπιο σε μένα:
Πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός στις μέρες μας.
Πόλη ανύπαρκτη,
Κάτω απ’ την καφετιά ομίχλη μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Το πλήθος περνούσε τη Γέφυρα του Λονδίνου, κι ήταν πολλοί,
Δεν το είχα φανταστεί, ότι ο θάνατος θα έπαιρνε μαζί του τόσους πολλούς.
Αναστεναγμοί, σύντομοι κι αραιοί, βγαίναν από όλους
Κι ο καθένας κάρφωνε το βλέμμα του μπρος τα πέλματά του.
Περνούσαν πάνω από το λόφο κι ύστερα
Κατέβαιναν την οδό του Βασιλέα Γουλιέλμου,
Όπου η Αγία Μαρία Γούλνοθ κρατούσε τις ώρες
Μ’ έναν ήχο νεκρό στον τελευταίο χτύπο των εννέα.
Τότε είδα κάποιο γνωστό, και τον σταμάτησα, φωνάζοντάς του «Στέτσον!
Εσύ, που ήσουνα μαζί μου στους Μύλους στα καράβια!
Αυτό το κουφάρι που φύτεψες πέρσι στον κήπο σου,
Έχει αρχίσει να βλασταίνει; Θα ανθίσει εφέτος;
Ή μήπως και το πάγωσε ο φετινός αιφνίδιος παγετός;»
» Ω! κράτα το σκύλο μακριά, γιατί είναι φίλος των ανθρώπων.
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!
Εσύ! Υποκριτή αναγνώστη! - Όμοιέ μου, - αδερφέ μου!»
THE BURIAL OF THE DEAD
April is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the arch-duke’s,
My cousin’s, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.
What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
“You gave me hyacinths first a year ago;
“They called me the hyacinth girl.”
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Oed’ und leer das Meer.
Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,
The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.
Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying: “Stetson!
“You who were with me in the ships at Mylae!
“That corpse you planted last year in your garden,
“Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
“Or has the sudden frost disturbed its bed?
“Oh keep the Dog far hence, that’s friend to men,
“Or with his nails he’ll dig it up again!
“You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου