22 Αυγούστου 2020

Πέντε ποιήματα τού Tristan Corbière (1845-1875) από τη συλλογή Les Amours jaunes (Οι Κίτρινες Αγάπες), 1873, σε μετάφραση ΦΚ


Le poète et la cigale
À Marcelle.

Un poète ayant rimé,
IMPRIMÉ
Vit sa Muse dépourvue
De marraine, et presque nue :
Pas le plus petit morceau
De vers... ou de vermisseau.
Il alla crier famine
Chez une blonde voisine,
La priant de lui prêter
Son petit nom pour rimer.
(C'était une rime en elle)
– Oh! je vous paîrai, Marcelle,
Avant l'août, foi d'animal!
Intérêt et principal. –
La voisine est très prêteuse,
C'est son plus joli défaut :
– Quoi: c'est tout ce qu'il vous faut?
Votre Muse est bien heureuse...
Nuit et jour, à tout venant,
Rimez mon nom.... Qu'il vous plaise!
Et moi j'en serai fort aise.

Voyons: chantez maintenant.


Ο ποιητής και το τζιτζίκι
Στη Μαρκέλλα

Ένας ήταν ποιητής, ρίμα εδώ και ρίμα εκεί.
Έκανε πολλές εκδόσεις. Κάποια μέρα
Εκεί πέρα είδε την καλή του Μούσα
Δίχως νονά και δίχως λούσα:
Ούτ΄ ένα κομμάτι στίχο, ούτε ρίμα…
Ούτε ήχο. Έτρεξε να πει πεινάω
Σε ξανθή γειτονοπούλα,
Κι είπε της να του δανείσει,
Ώστε η ρίμα να ευδοκήσει
Το ωραίο όνομά της (που ριμάρει
Για καλά της). Ω! ωραία μου Μαρκέλλα,
Θα σου δώσω τον παρά μου και τον τόκο,
Αρχόντισσά μου πριν τον Αύγουστο,
Κυρά μου,
Πίστη δώσε μου σα νάμαι κατοικίδιο,
Γλυκιά μου!-
Τί δανείστρια μεγάλη ήταν φαίνεται η άλλη,
Δάνειζε και δεν ζητούσε, μα και ούτε
Που ρωτούσε.
Το πιο ωραίο ελάττωμά της, ήρθε λέει
Στα συγκαλά της:
-Τί : αυτό μονάχα θέλεις;
Αχ! η Μούσα σου πώς χαίρει…
Μέρα νύχτα, ό,τι συμβεί,
Γράψε στίχους με τη λέξη
Κείνη που έκανε να παίξει
Το μυαλό σου με τη ρίμα…
Τ’ όνομά μου κάντο ποίημα,
Πάρε απόλαυση όση λες!
Κι έχεις χρόνο όσο θες.

Ας το δούμε αυτό λοιπόν:
Πες τραγούδια στο παρόν.



Le Crapaud

Un chant dans une nuit sans air…
– La lune plaque en métal clair
Les découpures du vert sombre.
… Un chant; comme un écho, tout vif
Enterré, là, sous le massif…
– Ça se tait: Viens, cʼest là, dans lʼombre…
– Un crapaud! – Pourquoi cette peur,
Près de moi, ton soldat fidèle!
Vois-le, poète tondu, sans aile,
Rossignol de la boue… – Horreur! –
… Il chante. – Horreur!! – Horreur pourquoi?
Vois-tu pas son œil de lumière…
Non: il sʼen va, froid, sous sa pierre.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Bonsoir – ce crapaud-là cʼest moi.



Ο Φρύνος

Ένα τραγούδι κάποια νύχτα δίχως αύρα…
– Το φεγγάρι πλάκα λαμπερή
Από ένα μέταλλο που χάραζε η ανάβρα
Των αυλακιών η πράσινη και σκοτεινή.

…Ένα τραγούδι ζωηρό, σαν μιαν ηχώ
Που τραγουδάει ένα ζωντανό
Θαμμένο, κάτω από έναν όγκο ορεινό…
– Σιωπά: Έλα, εκεί είναι, στη σκιά…

– Ένας φρύνος! – Τέτοιος φόβος γιατί,
Κοντά μου, στρατιώτης σου πιστός!
Κοίτα, δίχως φτερά, ποιητής γυμνός,
Αηδόνι της λάσπης… – Αοιδός φριχτός! –

…Τραγουδάει. – Φρίκη!! – Φρίκη γιατί;
Δεν βλέπεις το μάτι του πώς γυαλοκοπάει
Μες το φως;
Όχι: φεύγει, κρύος, κάτω απ΄ την πέτρα του αυτός.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καλησπέρα – αυτός ο φρύνος εκεί, είμαι εγώ
Ο ποιητής φτυστός.



Petit mort pour rire

Va vite, léger peigneur de comètes!
Les herbes au vent seront tes cheveux;
De ton œil béant jailliront les feux
Follets, prisonniers dans les pauvres têtes…

Les fleurs de tombeau qu’on nomme Amourettes
Foisonneront plein ton rire terreux…
Et les myosotis, ces fleurs d’oubliettes…

Ne fais pas le lourd: cercueils de poètes
Pour les croque-morts sont de simples jeux,
Boîtes à violon qui sonnent le creux…
Ils te croiront mort – Les bourgeois sont bêtes –
Va vite, léger peigneur de comètes!



Μικρός θάνατος για γέλια

Δίνε του γρήγορα, των κομητών άστατε κομμωτή!
Χορτάρια που ανεμίζουνε θα είναι τα μαλλιά σου.
Απ΄το ορθάνοιχτο μάτι σου πυρκαγιές θα ξεπηδήσουν
Τσουλούφια στων δύστυχων μυαλών τη φυλακή…

Τα νεκρολούλουδα που Ειδύλλια ονομάζουν
Από το γέλιο σου στο χώμα θ΄αφθονήσουν…
Κι οι μυοσοτίδες, τα μη-με-λησμόνει,
Τα άνθη αυτά τη λήθη θα στολίσουν…

Μη κάνεις το βαρύ: για των ποιητών τα κιβούρια
Οι νεκροθάφτες είναι λιγούρια,
Θήκες βιολιού που κούφια ηχούν…
Θα σε νομίσουν νεκρό – Ηλίθιοι αστοί –
Δίνε του γρήγορα, των κομητών άστατε κομμωτή!



À l'éternel madame

Mannequin idéal, tête-de-turc du leurre,
Eternel Féminin! ... repasse tes fichus ;
Et viens sur mes genoux, quand je marquerai l'heure,
Me montrer comme on fait chez vous, anges déchus.

Sois pire, et fais pour nous la joie à la malheure,
Piaffe d'un pied léger dans les sentiers ardus.
Damne-toi, pure idole! et ris! et chante! et pleure,
Amante! Et meurs d'amour !... à nos moments perdus.

Fille de marbre! en rut! sois folâtre!... et pensive.
Maîtresse, chair de moi! fais-toi vierge et lascive...
Féroce, sainte, et bête, en me cherchant un coeur...

Sois femelle de l'homme, et sers de Muse, ô femme,
Quand le poète brame en Ame, en Lame, en Flamme!
Puis - quand il ronflera - viens baiser ton vainqueur!



Στην αιώνια γυναίκα

Ιδανικό μοντέλο, στα χανουμάκια η πρώτη,
Αιώνιο θηλυκό! … ξέχνα τους κολασμένους
Κι έλα στα γόνατά μου, την ώρα που θα ορίσω
Για να μου πεις πώς κάνουν οι άγγελοι που ξεπέσαν
Ανάμεσα σε σας.

Κάνε κι όσα δεν κάνεις, και διώξ’ τη δυστυχία
Απ’ τη φτωχή καρδιά μας και φέρε τη χαρά.
Σπουργίτι τσακισμένο σε δύσκολο χειμώνα,
Σ’ αντίξοα μονοπάτια μ’ αθώα περπατησιά.

Καταραμένο πούσαι, είδωλο αγνό! γελώντας!
Κλαίγοντας! τραγουδώντας, αχ ερωμένη εσύ!
Και πέφτεις να πεθάνεις σε μια στιγμή χαμένη,
Που όλα έχουν τελειώσει, από αγάπη εσύ!

Αχ μαρμαρένια κόρη! που μες στα βάλτα βγαίνεις!
Για χάσε τα μυαλά σου! και σκέψου εσύ σοφά.
Κυρά, σάρκα δικιά μου! φιλήδονη, παρθένα…
Βάρβαρη και αγία, για μένα γίνε κτήνος,
Μες σ’ αγκαλιά χαμένη, που ψάχνω μια καρδιά…

Γίνε το θηλυκό του, τον άντρα που φροντίζει,
Σαν Μούσα, ώ γυναίκα κι όταν αυτός νικήσει
Με την ψυχή, το ξίφος και μέσα στη φωτιά!
Μετά να τον φιλήσεις – σαν πέσει να πλαγιάσει –
Το νικητή κερνώντας με μια ζεστή αγκαλιά!



À l'Etna

Etna - j'ai monté le Vésuve ...
Le Vésuve a beaucoup baissé :
J'étais plus chaud que son effluve,
Plus que sa crête hérissés ...

- Toi que l'on compare à la femme ...
- Pourquoi? - Pour ton âge ? Ou ton âme
De caillou cuit? ... - Ça fait rêver ...
- Et tu t'en fais rire à crever! -

- Tu ris jaune et tousses : sans doute,
Crachant un vieil amour malsain ;
La lave coule sous la croûte
De ton vieux cancer au sein.

- Couchons ensemble, Camarade!
Là - mon flanc sur ton flanc malade :
Nous sommes frères, par Vénus,
Volcan! ...
Un peu moins ... un peu plus ...



Στην Αίτνα

Αίτνα – το Βεζούβιο έχω ανεβεί…
Πολύ που έχει καθίσει:
Η αύρα μου ήταν πιο ζεστή
Από τη λάβα του αυτή
Κι απ’ την αγκαθωτή κορφή…
Που τώρα πια έχει σβήσει.

-Εσένα  σε συγκρίνω με γυναίκα…
-Γιατί; - Για τους αιώνες σου;
-Για την ψυχή σου της οπτής γης;
-Σε κάνω να ονειροπολείς…
-Και να ξεσπάς σε γέλια!

-Κίτρινα γέλια, βήχας και μετά
Φτύνεις μια αρχαία αγάπη αρρωστημένη.
Στο στήθος σου κυλάει η λάβα εκεί βαθιά,
Κάτω απ’ του παλιού σου καρκίνου
Τη σάρκα την ξεραμένη.

Κοιμήσου μαζί μου, καλή συντροφιά!
Εδώ – στην ίδια κλίνη πλευρά με πλευρά:
Λίγο … ως πολύ … είμαστε αδέλφια,
Η Αφροδίτη κι ο Ήφαιστος! …
Να η αρχαία χαρά! …













TRISTAN CORBIÈRE – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ (ΜΤΦ. ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ)]

Ο Εντουάρ Ζοασίμ Κορμπιέρ, γνωστός ως Τριστάν Κορμπιέρ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845 στο Πλουζάν (σημερινό Μορλαί του Φινιστέρ) και πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Είναι γάλλος ποιητής, επηρεασμένος από το συμβολισμό και ένας από τους «καταραμένους ποιητές». Συγγραφέας μιας και μοναδικής ποιητικής συλλογής (Οι Κίτρινες Αγάπες) και μερικών αποσπασμάτων σε πεζό λόγο, ο Τριστάν Κορμπιέρ έζησε σαν περιθωριακός και πέρασε μια δύσκολη και μίζερη ζωή, που την έκαναν πιο δύσκολη τόσο η οστεοπάθεια από την οποία έπασχε, όσο και η «ασχήμια» του (κατά φαντασίαν). Συγκεκριμένα κατηγορούσε τον εαυτό του γι’ αυτό επειδή στην ερωτική του ζωή είχε αποτύχει. Είχε ερωτευτεί μία και μόνη γυναίκα – έρωτας χωρίς ανταπόκριση – τη «Μαρσέλ», όπως την ονομάζει στο έργο του. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την Αρμίντα Ζοζεφίνα Κουκιάνι. Το άλλο μεγάλο του πάθος ήταν η θάλασσα (ονειρευόταν να γίνει ναυτικός, σαν τον πατέρα του Ζαν Αντουάν Εντουάρ Κορμπιέρ), που είχε συγγράψει τον Négrier (τίτλος του πιο φημισμένου του μυθιστορήματος).
Η ποίησή του φέρει μέσα της αυτά τα δύο μεγάλα τραύματα, που θα τον κάνουν να υιοθετήσει ένα ύφος κοφτό και κυνικό, τόσο προς τον εαυτό του, όσο και προς τη ζωή και όλο τον κόσμο, που τον περιέβαλλε. 
Οι στίχοι του έχουν έντονο συμβολιστικό χρώμα, αλλά και οι ιδέες του πλησιάζουν το κίνημα των παρακμιακών, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε σύγχρονό του λογοτεχνικό ρεύμα, από το ρομαντισμό μέχρι τους Παρνασικούς. 
Όταν το 1873 εκδόθηκε η μοναδική ποιητική συλλογή του συγγραφέα, Οι Κίτρινες Αγάπες, πέρασε δίχως κανείς να του δώσει σημασία στα λογοτεχνικά κυκλώματα της εποχής του. Έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια για να τον ανακαλύψει το ευρύ αναγνωστικό κοινό, μετά τη δημοσίευση του δοκιμίου του Πωλ Βερλαίν «Οι Καταραμένοι Ποιητές».
Πέθανε στα 29 του χρόνια, μάλλον από φυματίωση, εργένης, άκληρος και άνεργος, αποτραβηγμένος στο παλιό του αρχοντικό στη Βρετάνη ακατανόητος για τους συγκαιρινούς του («Αχ! ναι λιγάκι με κατάλαβαν!) κι η ποίησή του νεωτερική και ρηξικέλευθη δεν θα αναγνωρισθεί παρά μετά το θάνατό του.

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΜΠΙΕΡ

«Τσιγγάνος του ωκεανού – πειρατικός και φωτεινό ορόσημο – εύθραυστος, σύντομος, οδυνηρός και καυστικός στο στίχο σαν μαστίγιο – στριγγός κι ακούραστος σαν τις φωνές των γλάρων – χωρίς αισθητισμό – χωρίς καθόλου ποιητική ή στιχουργική ευελιξία, λίγη λογοτεχνία – αισθησιακός, χωρίς ποτέ τη σάρκα να γυμνώνει – αλήτης και βυρωνιστής – πάντοτε η λέξη καθαρή – δεν είναι άλλος στιχοποιός σαν εκείνον στην ποιητική γλώσσα – επαγγέλλεται τον ποιητή χωρίς να είναι πλαστουργός – σκοπό του και τέχνασμά του έχει την τρέλα, το αιχμηρό σχόλιο, το λογοπαίγνιο και τα κοσμητικά επίθετα σε κάποια μίξη με το ρομαντικό στοιχείο – θέλει να μείνει απροσδιόριστος,  αταξινόμητος, ακαταλογογράφητος, ούτε αγαπητός, ούτε αντιπαθής. Κοφτός κι αναξιοποίητος σ’ όλης της γης τα πλάτη, από όλα τα ήθη πέραν κι εντεύθεν των Πυρηναίων».

Δεν υπάρχουν σχόλια: